Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Λύκιον ή Γκότζι μπέρι : Ο ασιατικός θάμνος με τους φαρμακευτικούς καρπούς της μακροζωίας

Το Γκότζι, Γκότζι μπέρι, Μούρο γκότζι ή Λυκόμουρο, είναι ο καρπός από το Λύκιον το βάρβαρον ή Λύκιον το κοινόν και Λύκιον το σινικόν Lycium chinense, δύο στενά συγγενικά είδη του γένους Λύκιον στην οικογένεια των Στρυχνίδων ή Σολανίδων. Η οικογένεια επίσης περιλαμβάνει την πατάτα, τομάτα, μελιτζάνα, πιπεριά τσίλι και τον καπνό. Και τα δυο είδη, είναι ιθαγενή στην Ασία. Τα είδη Γκότζι μπέρι, είναι φυλλοβόλα ξυλώδη πολυετή φυτά, που αναπτύσσονται σε ύψος 1–3 μ. Το L. chinense, καλλιεργείται στη νότια Κίνα και τείνει να είναι κάπως βραχύτερο, ενώ το L. barbarum καλλιεργείται στον βορρά, πρωτίστως στην Αυτόνομη Περιοχή Ningxia Hui και τείνει να είναι κάπως υψηλότερο. Η ονομασία του γένους Lycium, προέρχεται από την περιοχή της νότιας αρχαίας Ανατολίας της Λυκίας (Λυκία). Ο καρπός είναι γνωστός στις φαρμακολογικές αναφορές ως Lycii fructus, το οποίο στα Λατινικά σημαίνει «καρπός Lycium». Η ονομασία "Wolfberry" ("Λυκόμουρο"), μια πολλή συνηθισμένη ονομασία, έχει άγνωστη καταγωγή, πιθανώς προκύπτει από τη Μανδαρινική ρίζα, gou, που σημαίνει σκύλος ή σύγχυση πάνω στην ονομασία, Lycium, η οποία ομοιάζει με το lycos, την Ελληνική λέξη για τον λύκο. Γκότζι Μπέρι (Goji Berry) (το μούρο της ευτυχίας) είναι η κοινή ονομασία που έχει επικρατήσει εκτός Κίνας για ένα φρούτο, που παράγεται από δύο πολύ συγγενικά μεταξύ τους είδη και τα οποία έχουν πολύ μικρές διαφορές: το Lycium barbarum και το Lycium chinense, που ανήκουν στην οικογένεια των σολανοειδών. Είναι ενδημικά είδη της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ασίας. Το φυτό Γκότζι Μπέρι είναι γνωστό εδώ και αιώνες στην Κίνα και στην περιοχή του Θιβέτ. Στην Κίνα αναφέρεται στις λαϊκές παραδόσεις από το 2.800 π.Χ. Χρησιμοποιείται στην κινεζική ιατρική για τις ευεργετικές του ιδιότητες όσον αφορά την τόνωση της λειτουργίας του ήπατος και των νεφρών. Το Γκότζι Μπέρι γενικά, αναζωογονεί και δίνει ενέργεια σε ολόκληρο τον οργανισμό. Κάποιοι πιστεύουν ότι το Γκότζι Μπέρι είναι το μυστικό της μακροζωίας. Χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι το γκότζι μπέρι για μακροζωία; Και βέβαια. Παρά το εξωτικό όνομά του, το γκότζι μπέρι, ελληνιστί λύκιον, φύτρωνε και στην Ελλάδα. Δεν ήταν το μοναδικό που περιελάμβαναν στη δίαιτά τους. Το ιπποφαές ήταν ένα ακόμη φυτό στο οποίο απέδιδαν θεραπευτικές ιδιότητες. Οπως και σε άλλα βότανα, αλλά και σε καρπούς δέντρων, σαν τη μαστίχα. Κατά τον 4ο πΧ αιώνα ο έλληνας βοτανολόγος Θεόφραστος και στην συνέχεια τον 1ο π.Χ αιώνα ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος ο αρχαίος, έχουν καταγράψει κάποιους θάμνους που οι περιγραφές τους παραπέμπουν στο γκότζι. 
Το (Lycium barbarum) είναι ένας θάμνος που φθάνει σε ύψος από 1- 3 μέτρα με εύκαμπτους κρεμάμενους βραχίονες που έχουν λίγα αγκάθια. Τα φύλλα του είναι μονήρη, ή πολλά μαζί, μακρόστενα ελλειπτικά, με μήκος 2-3 εκατοστά και πλάτος 3-3,5 εκατοστά. Το άνθος του φέρεται συνδέεται με τον βλαστό με ένα μίσχο, αποτελείται δε από ένα κάλυκα σε σχήμα καμπάνας μήκους 4-5 χιλιοστά. Αποτελείται από 2 λοβούς και μία στεφάνη με κόκκινο χρώμα μήκους 8-10 χιλιοστών. Η άνθηση του κλιμακώνεται από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ο καρπός του είναι κόκκινη έως πορτοκαλί χρώματος ράγα, η οποία έχει μακρόστενο σχήμα με γεύση ευχάριστη αλλά και ελαφρά έντονη. Η ωρίμανση γίνεται από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο. Το ηπειρωτικό κλίμα που έχει όμως μία περίοδο τουλάχιστον 185 ημερών χωρίς παγετούς (ασχέτως από το υψόμετρο) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την άνθηση και την καρποφορία του γκότζι. Επίσης μία διαφορά θερμοκρασιών μεταξύ ημέρας και νύχτας 15ο κατά την περίοδο που αποκαθίστανται τα αποθέματα των ριζών. Άλλη προϋπόθεση είναι μία διάρκεια 3300 ωρών ηλιοφάνειας ετησίως επιτρέπει την σύνθεση των αντιοξειδωτικών από το φυτό. Μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμη και σε περιοχές με χαμηλή ετήσια βροχόπτωση της τάξεως των 200 mm βροχής αλλά βέβαια θα πρέπει να γίνεται άρδευση τουλάχιστον την ξηρή περίοδο. 
Το Lycium barbarum είναι φυτό που προτιμά τις εύκρατες και ηλιόλουστες περιοχές και τα αλκαλικά και με καλή στράγγιση εδάφη. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε περιοχές που επικρατούν θερμοκρασίες -22ο C ούτε τους παγετούς ανοίξεως όταν οι βλαστοί είναι ακόμη τρυφεροί. Το εύρος των θερμοκρασιών στο οποίο μπορεί να επιβιώσει είναι μεγάλο. Αντέχει από  –20οC (κάποιοι αναφέρουν έως και -25οC)  μέχρι + 40οC. Προτιμάει μέρη με ηλιοφάνεια τις περισσότερες ώρες της ημέρας, ή τουλάχιστον ημισκιερά. Μπορεί να αντέξει μέχρι και στα πιο ξερά καλοκαίρια!  Ως τρόφιμο, τα αποξηραμένα γκότζι μπέρι, παραδοσιακά μαγειρεύονται πριν καταναλωθούν. Τα αποξηραμένα γκότζι μπέρι, συχνά προστίθενται σε congee και ζελέ αμυγδάλου, καθώς χρησιμοποιούνται στις Κινεζικές τονωτικές σούπες, σε συνδυασμό με κοτόπουλο ή χοιρινό, λαχανικά και άλλα βότανα, όπως το άγριο γιάμ,  Astragalus membranaceus, Codonopsis pilosula και γλυκύρριζα.Τα μούρα επίσης βράζονται σαν τσάι από βότανα, συχνά μαζί με άνθη χρυσανθέμων και / ή κόκκινα τζίτζιφα ή με τσάι και είναι επίσης διαθέσιμα, σε συσκευασμένα τσάγια. Παράγονται επίσης διάφορα κρασιά, τα οποία περιέχουν γκότζι μπέρι μαζί και ορισμένων που είναι ένα μείγμα της αμπέλου και του γκότζι μπέρι. Νεαροί βλαστοί μούρων γκότζι και φύλλων, συγκομίζονται επίσης εμπορικά, ως φυλλώδες λαχανικό. Αν και το γκότζι είναι το αντικείμενο της βασικής έρευνας, για να διαπιστωθεί εάν έχει φυσιολογικές ιδιότητες, η έλλειψη κλινικών στοιχείων και η κακή ποιότητα του ελέγχου στην κατασκευή των καταναλωτικών προϊόντων, εμποδίζουν τα γκότζι από το να συνιστώνται ή να εφαρμόζονται κλινικά.
Πηγή : http://egoji.gr/ΝΕΑ-ΓΙΑ-ΓΚΟΤΖΙ-ΜΠΕΡΙ-GOJI-BERRY/30-ΤΙ-ΕΙΝΑΙ-ΤΟ-ΓΚΟΤΖΙ-ΜΠΕΡΙ-(GOTZI-BERRY).html
https://ellas2.wordpress.com/2014/11/26/λύκιον-το-γκότζι-μπέρι-των-αρχαίων-ελλ/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γκότζι
http://www.symagro.com/goji-berry-kalliergia/

Βατομουριά : Ο θάμνος των αρχαίων Ελλήνων με φαρμακευτικούς καρπούς για διαβήτη και υπέρταση

Η βατομουριά είναι θάμνος, του οποίου οι καρποί θεωρούνται ιδανικοί για την καταπολέμηση του διαβήτη και της υπέρτασης. Από τους καρπούς της βατομουριάς, παράγονται ξίδι, κρασί και με απόσταξη ρακή. Τα βατόμουρα έχουν εξαιρετικές θεραπευτικές ιδιότητες. Το εξωτερικό τους είναι αποτελεσματικό σε δερματοπάθειες και σε αποστήματα. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη βατομουριά για την ποδάγρα ή αρθρίτιδα. Οι Κινέζοι έκαναν χρήση των κόκκινων, μη ώριμων φρούτων στη θεραπεία νεφρικών προβλημάτων καθώς και για την αντρική ανικανότητα. Οι δε Ρωμαίοι μασούσαν φύλλα βατομουριάς για να σταματήσουν την αιμοραγία των ούλων. Το ριζικό τους σύστημα είναι πολυετές ενώ οι κληματίδες τους είναι διετείς. Οι πρώτοι βλαστοί του φυτού βλαστάνουν την άνοιξη και σχηματίζουν ταξιανθίες το δεύτερο χρόνο δηλαδή δεν ανθίζουν τη πρώτη χρονιά. Πολλά από τα φυτά του βατόμουρου φέρουν αγκάθια ενώ άλλα όχι. Έχει παρατηρηθεί ότι φυτά τα οποία αναπτύσσονται σε πολύ και άμεσο φως έχουν περισσότερα αγκάθια. Είναι ένα φυτό που διανύει και μια περίοδο ληθάργου και μάλιστα διαφορετικά είδη βατόμουρων έχουν διαφορετική περίοδο ληθάργου και απαιτούν διαφορετικά διαστήματα με χαμηλές θερμοκρασίες για τη διακοπή του ληθάργου. Αυτό εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες στις οποίες έχει προσαρμοστεί το κάθε είδος. Η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών στα περισσότερα βατόμουρα ξεκινά το φθινόπωρο και ολοκληρώνεται νωρίς την άνοιξη ανάλογα με τις θερμοκρασίες κάθε περιοχής. Τα περισσότερα είδη σχηματίζουν ταξιανθίες κορύμβου ή βότρυ ενώ μερικά έρποντα φυτά σχηματίζουν ταξιανθία κύματος. Οι περισσότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες φέρουν άνθη ερμαφρόδιτα και αυτογόνιμα. Η καλή γονιμοποίηση του άνθους συντελεί στην ομοιόμορφη ανάπτυξη του καρπού. Παρόλο που οι πιο πολλές καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι αυτογόνιμες, η αυτεπικονίαση μπορεί να καταλήξει σε μικρού μεγέθους και παραμορφωμένους καρπούς. Για το λόγο αυτό θα ήταν σκόπιμη η φύτευση και δεύτερης ποικιλίας προκειμένου να παραχθεί καρπός καλής ποιότητας και ικανοποιητική παραγωγή. 
Τα πιο πολλά ορθόκλαδα βατόμουρα μπορούν να πολλαπλασιαστούν εύκολα με παραφυάδες, αλλά τα περισσότερα πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα ριζών. Οι περισσότερες ποικιλίες των ερπόντων βατόμουρων πολλαπλασιάζονται με καταβολάδες κορυφών και με μοσχεύματα βλαστών καθώς δε παράγουν πολλές παραφυάδες. Ο πολλαπλασιασμός ποικιλιών χωρίς αγκάθια πρέπει να γίνεται με καταβολάδες κορυφών, με μοσχεύματα ή με ιστοκαλλιέργεια και όχι με παραφυάδες, διότι διαφορετικά παράγονται φυτά με αγκάθια. Η φύτευση καλό είναι να γίνεται την άνοιξη αφού έχει περάσει κάθε κίνδυνος παγετού, ή το φθινόπωρο. Τα φυτά ύψους 30-45 εκ. φυτεύονται σε αποστάσεις 1,5-3,0 μ. επί της γραμμής και 3,0 μ. μεταξύ των γραμμών. Όταν πρόκειται να εφαρμοστεί μηχανική συγκομιδή τότε η απόσταση μεταξύ των γραμμών μεγαλώνει σε 4-5 μ. Πριν τη φύτευση καλό είναι να εφαρμόζεται οργανική λίπανση με προσθήκη κοπριάς (4-5 τόνοι/στρ.) καθώς και ανόργανη λίπανση με φώσφορο (12 μονάδες/στρ.) και κάλιο (20 μονάδες/στρ.). Επίσης η ετήσια λίπανση που πρέπει να γίνεται είναι 6 μονάδες αζώτου για τον 1ο,2ο και 3ο χρόνο και κατόπιν 10 μονάδες αζώτου, 6 φωσφόρου και 12 μονάδες καλίου. Στις ορθόκλαδες ποικιλίες πραγματοποιείται κλάδεμα διαμόρφωσης της κόμης. Τα φυτά διαμορφώνονται είτε σε σχήμα θάμνου οπότε και δε χρειάζεται καμία υποστύλωση, η διαμορφώνονται σε παλμέττα οπότε χρειάζονται πάσσαλοι και σύρματα για τα δεσίματα. Επίσης πραγματοποιείται και κλάδεμα καρποφορίας χειμερινό και θερινό και πρέπει να εφαρμόζεται κάθε χρόνο με σχολαστικότητα. Το θερινό κορυφολόγημα γίνεται όταν οι βλαστοί αποκτήσουν μήκος 90-120 εκ. Ταυτόχρονα εφαρμόζεται και αραίωμα κληματίδων αφήνοντας ανά φυτό 5-6 ζωηρές κληματίδες. Κατά το χειμερινό κλάδεμα εφαρμόζεται βράχυνση των κληματίδων. Οι πλάγιοι βλαστοί μέχρι σε ύψος 40-50 εκ. αφαιρούνται. Καλό είναι οι βλαστοί που καρποφόρησαν να αφαιρούνται το καλοκαίρι αμέσως μετά τη συγκομιδή. Στις έρποντες ποικιλίες βατόμουρων πραγματοποιείται κλάδεμα καρποφορίας κατά τη χειμερινή περίοδο. 
Αν και τα βατόμουρα είναι ένα φυτό που αντέχει τη παρατεταμένη υγρασία, στις εμπορικές ποικιλίες η άρδευση κρίνεται απαραίτητη ιδιαίτερα κατά το πρώτο έτος εγκατάστασης της φυτείας και κατόπιν στις περιόδους αύξησης τους. Τα βατόμουρα είναι πολύ ευαίσθητοι καρποί. Μπορούν να συντηρηθούν το πολύ μέχρι 4-6 μέρες, ανάλογα με τη ποικιλία. Μετά την έξοδο των καρπών από το ψυγείο πρέπει η διάθεσή τους να γίνει μέσα σε λίγες ώρες. Μικρό μέρος των καρπών πηγαίνει για νωπή κατανάλωση. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πάει στη κατάψυξη ή για μεταποίηση. Οι καρποί που καταψύχονται στη συνέχεια χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, παρασκευή παγωτού, πίτας, προσθετικά σε γιαούρτι, μαρμελάδες, σιρόπια, παρασκευή ποτών, φυσικών χρωμάτων και αρωμάτων. Οι καρποί της βατομουριάς περιέχουν πολλές βιταμίνες, κυρίως Α, Β, C, μία ουσία που περιέχουν πολλά σιρόπια για την καταπολέμηση του πονόλαιμου και του βήχα και ένα πτητικό αιθέριο έλαιο. Χρησιμοποιείται επίσης ως φάρμακο κατά της φαρυγγίτιδας, της αναιμίας, της λαρυγγίτιδας, της διάρροιας, της ουλίτιδας και βοηθά στις λοιμώξεις του αναπνευστικού. Τα φύλλα της βατομουριάς χρησιμοποιούνται σε έγχυμα κατά της δυσεντερίας, των διαρροιών και των εσωτερικών αιμορραγιών. Επίσης χρησιμοποιείται σε γαργάρες για την καταπολέμηση του πονόλαιμου, της ουλίτιδας, της φαρυγγίτιδας, της διάρροιας, της αιματουρίας κτλ. Συχνά χρησιμοποιείται και για την επούλωση των πληγών. Το έγχυμα αυτό της βατομουριάς, πιστεύεται ότι βοηθά τις εγκύους στη γέννα.
Πηγή : http://www.e-geoponoi.gr/index.php/painless-configuration/item/53-liga-logia-gia-tin-kalliergeia-tou-vatomourou
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βατομουριά
http://www.greekhunter.gr/content/oi-idiotites-toy-vatomoyroy

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Μουριά Λευκή ή Μαύρη : Το Βυζαντινό δέντρο με την κινεζική προέλευση ως υπερτροφή για θανάσιμες ασθένειες

Η μουριά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό το οποίο κατά το σύστημα Κρόνκουιστ ανήκει στην τάξη των Κνιδωδών (Urticales) και στην οικογένεια των Μορεοειδών (Moraceae) με 10 είδη φυλλοβόλων δέντρων αλλά και θάμνων. Ιθαγενές φυτό της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας. Ο κορμός του δέντρου περιέχει ένα γαλακτώδες υγρό σε άφθονη ποσότητα, πράγμα που γίνεται εμφανές όταν το δέντρο τραυματιστεί. Τα φύλλα της είναι οδοντωτά μεγάλα σε σχήμα καρδιάς. Τα άνθη της είναι μονογενή με απλό περιάνθιο και μονόχωρη ωοθήκη που αποτελείται από δύο συνήθως καρπόφυλλα, διατάσσονται δε σε αρσενικές και θηλυκές ταξιανθίες. Ο καρπός της μουριάς είναι το μούρο. Η λευκή μουριά (Μορέα η λευκή - Morus alba) ή κοινή. Έχει λευκούς και μερικές φορές κόκκινους καρπούς. Καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις στην Κίνα κυρίως για τα φύλλα της που δίνονται τροφή στους μεταξοσκώληκες και για την καλή ποιότητας ξυλεία που παράγει. Σπάνια βρίσκεις αυλή εκεί, χωρίς μια μουριά. Φτάνει στο ύψος τα 15 μέτρα, τα κλαδιά της απλώνονται και ο φλοιός της είναι χρώματος γκρίζου. 
Εγκλιματίστηκε στην Ευρώπη, όπου έφτασε το 12ο αιώνα μ.Χ., και υπάρχει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Είναι καλλωπιστικό δέντρο και δίνει πολύ πλούσια σκιά. Η μαύρη μουριά (Μορέα η μέλαινα - Morus nigra). Το ύψος της φτάνει τα 10 μέτρα και η καταγωγή της είναι από το Ιράν. Είναι το πιο κοινό είδος μουριάς και εξαπλώθηκε παγκοσμίως πολύ γρήγορα. Από το 15ο αιώνα μ.Χ. την καλλιεργούσαν στην Ιταλία και τα φύλλα της δίνονταν τροφή στους μεταξοσκώληκες. Όμως επειδή τα φύλλα της λευκής μουριάς θεωρούνται σαν καλλίτερη τροφή, γρήγορα αντικαταστάθηκε από αυτή. Σήμερα καλλιεργείται κυρίως για τον καρπό της που είναι ο πιο νόστιμος από όλα τα είδη. Η ξυλεία της είναι καλής ποιότητας και εύκολα επεξεργάσιμη. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή αγροτικών εργαλείων, πασσάλων, στην επιπλοποιία και στην κατασκευή βαρελιών. Υπάρχουν ακόμη ποικιλίες που δεν παράγουν καθόλου καρπούς (στείρες) και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για καλλωπιστικούς σκοπούς σε δρόμους, πάρκα κ.λ.π. Αυτά τα είδη που ξεχωρίζουν από τα υπερμεγέθη φύλλα τους είναι πολύ διαδεδομένα και στην Ελλάδα. Πολλαπλασιάζονται αποκλειστικά με εμβολιασμό. Ή άσπρη μουριά (Morus alba) κατάγεται πολύ πιθανό από την Κίνα και οφείλει το όνομα της στους άσπρους καρπούς της. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων χιλιετηρίδων διαδόθηκε από τον άνθρωπο σε όλη την Ασία, την Ευρώπη, σε μερικές περιοχές της Αφρικής και στη Β. Αμερική. Στη χώρα μας ήλθε στα βυζαντινά χρόνια μαζί με αυγά μεταξοσκώληκα από την Κίνα (όπως αναφέρει ο Προκόπιος). Η κόκκινη μουριά (Morus rubra) είναι γηγενής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στη χώρα μας τη συναντούμε με τα ονόματα Μουριά, Ξυνομουριά ή Συκαμινιά. Στην Ελλάδα η μουριά καλλιεργείται εδώ και 3000 χρόνια. Από τα παλαιά χρόνια τόσο η λευκή όσο και η μαύρη μουριά ήταν σεβαστά ως σύμβολο σοφίας. Η λευκή μουριά χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κινέζικη ιατρική εδώ και αιώνες. Αυτό το είδος το καλλιεργούσαν οι Κινέζοι από το 2960π.Χ. για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων (τρώνε τα φύλλα). Τα φύλλα της μαύρης μουριάς έκαναν τραχύτερο το μετάξι και δεν τα προτιμούσαν. Στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν το φλοιό και τα φύλλα της μαύρης μουριάς για θεραπευτικούς σκοπούς από τον 16ο αιώνα. 
Τα μούρα τα χρησιμοποιούσαν σε φλεγμονές και ως αιμοστατικά. Τον φλοιό για πονόδοντο. Τα φύλλα για δαγκώματα ερπετών και ως αντίδοτο στη δηλητηρίαση από ακόνιτο. Από τους καρπούς παρήγαγαν γλυκά και σιρόπι θεραπευτικό που χρησιμοποιούσαν σε στοματίτιδες και φαρυγγίτιδες. Τα άγουρα μούρα τα χρησιμοποιούσαν ως ανθελμινθικά. Τον φλοιό τον χρησιμοποιούσαν για να δώσουν χρώμα σε ποτά. Χρησιμοποιούσαν επίσης το βραστάρι της φλούδας και των φύλλων για τον πονόδοντο και ως στοματόπλυμα. Τα φύλλα κοπανισμένα σε αλοιφή με ελαιόλαδο ήταν χρήσιμα για πληγές από εγκαύματα. Τα φύλλα τα έβραζαν μαζί με φύλλα αμπελιού και συκιάς (προπαντός αυτής που κάνει μαύρα σύκα) για το λούσιμο των μαλλιών που ήθελαν να μαυρίσουν.  Το μούρο είναι ο καρπός της μουριάς. Είναι σύνθετος και αποτελείται από μία ταξικαρπία που σχηματίζεται από τα άνθη της ταξιανθίας. Το μήκος του ποικίλει από μισό εκατοστό μέχρι και 2,5 εκατοστά. Τα μεγαλύτερα μούρα παράγονται από τα καλλιεργούμενα είδη. Το μαύρο μούρο είναι το πιο νόστιμο από τα άλλα είδη, είναι χυμώδες και το χρώμα του είναι σκούρο πορφυρό. Τρώγεται σκέτο ως φρούτο, χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική καθώς και στην παρασκευή χυμών. Το κόκκινο μούρο έχει χρώμα ανοιχτό πορφυρό, γεύση πολύ γλυκιά και χρησιμοποιείται στην παρασκευή μαρμελάδων και ζελέδων. Τα άλλα είδη μούρων είναι κατώτερης ποιότητας και δεν καταναλώνονται ευρέως. Βατόμουρα, μαύρα, μπλε, κόκκινα και λευκά μούρα, σμέουρα, κράνμπερι, φραμπουάζ, μύρτιλα, φράουλες, όλα ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και φτωχά σε θερμίδες, υδατάνθρακες και λίπος. Χάρη σε αυτά τα χαρακτηριστικά τους, κατατάσσονται ανάμεσα στα πιο ωφέλιμα φρούτα για την υγεία, ενώ κερδίζουν μία από τις πρώτες θέσεις στη λίστα με τις «σούπερ» τροφές. Προστατεύουν από διάφορες μορφές καρκίνου, καρδιαγγειακά νοσήματα, προφυλάσσουν την υγεία του εντέρου και ενισχύουν τις λειτουργίες του εγκεφάλου. Μπορείτε, λοιπόν, να τα εντάξετε στη διατροφή σας με διάφορους τρόπους και να επωφεληθείτε από τις ευεργετικές τους δράσεις. Μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Cancer Prevention Research», αποδεικνύει ότι η κατανάλωση εκχυλίσματος μαύρων μούρων από ασθενείς που πάσχουν από οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση μπορεί να μειώσει μέχρι και κατά 59% τους πολύποδες. Στις ΗΠΑ, ειδικοί του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο πραγματοποίησαν μελέτες σε πειραματόζωα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα μαύρα μούρα αποτρέπουν την εμφάνιση κακοήθειας στη στοματική κοιλότητα, τον οισοφάγο και το παχύ έντερο. Τέλος, έρευνες του αμερικανικού ερευνητικού κέντρου για τον καρκίνο του μαστού «James Graham Brown» σε πειραματόζωα επιβεβαιώνουν τα παραπάνω συμπεράσματα και, επιπλέον, αναδεικνύουν τη δράση των μαύρων μούρων κατά του καρκίνου των πνευμόνων. Επίσης, το ίδιο ερευνητικό κέντρο μελετά τη δράση των μαύρων μούρων σε γυναίκες με καρκίνο στους πνεύμονες.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μουριά_(φυτό)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μούρο
http://www.herb.gr/index.php/news/Morus/
http://www.vita.gr/diatrofi/article/11203/moyra-enas-polyxrwmos-threptikos-thhsayros/

Αχλαδιά : Το αρχαίο οπωροφόρο δέντρο της Ελλάδας με τον νόστιμο καρπό του και τις φαρμακευτικές ιδιότητες του

Η αχλαδιά ή απιδιά είναι οπωροφόρο δέντρο και ανήκει στην τάξη Ροδώδη και στην οικογένεια των Ροδοειδών και καλλιεργείται δε σε όλες τις εύκρατες χώρες. Κατάγεται από τις περιοχές γύρω από την Κασπία θάλασσα και βρέθηκε στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια. Στην Ευρώπη καλλιεργείται από το 17ο αιώνα. Η αχλαδιά έχει άνθη λευκόχρωμα ή είναι απαλού ρόδινου χρώματος και μοιάζουν με αυτά της μηλιάς. Οι καλλιεργούμενες αχλαδιές πολλαπλασιάζονται με σπόρο και στη συνέχεια με εμβολιασμό. Από 4 μέχρι 7 χρόνια μετά τη φύτευση αρχίζει η ικανοποιητική απόδοση του δέντρου. Η αχλαδιά καλλιεργείται για το νόστιμο καρπό της το αχλάδι. Είναι εξαιρετικά ανθεκτική στις χαμηλές θερμοκρασίες και μπορεί να αντέξει και στους –20 βαθμούς αλλά πριν αρχίσει η άνθιση. Όταν οι καρποί δέσουν τότε η ανθεκτικότητα του δέντρου στο κρύο πέφτει και φτάνει στους –2 βαθμούς. Το έδαφος πρέπει να είναι ελαφρύ και δροσερό ενώ αργιλώδη εδάφη είναι απαγορευτικά στην ανάπτυξη του δέντρου. Συνήθως σε ένα στρέμμα μπορούν να φυτευτούν 15-25 δέντρα αλλά σε μη ζωηρές ποικιλίες μπορούμε να δούμε και 100 δέντρα ανά στρέμμα. Όταν δεν υπάρχει αρκετή υγρασία ή ικανοποιητικός αριθμός βροχοπτώσεων τότε χρειάζεται πότισμα γιατί το δέντρο είναι ευαίσθητο στην ξηρασία. Στην Ελλάδα η συστηματική καλλιέργεια της αχλαδιάς γίνεται κυρίως στη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο στη Δυτική Στερεά και στη Θεσσαλία. H αχλαδιά, «κατάγονταν» από τη Μέση Ανατολή και από τις υπό- αλπικές περιοχές του Κασμίρ. Βρίσκουμε άγρια ​​είδη στην Κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή. Τα φρούτα  αυτών των «άγριων» ποικιλιών, είναι μικρά και λίγα, και  είναι τροφή για τα πτηνά. 
Οι αγρότες άρχισαν να εξημερώνουν το αχλάδι 7.000 χρόνια πριν, κατά πάσα πιθανότητα παράλληλα με το μήλο. Το όνομα ενός κινέζου του  Li Feng, που έζησε 5.000  χρόνια πριν από την εποχή μας, έχει συνδεθεί με  τα αχλάδια αφού, εγκατέλειψε τα διπλωματικά αξιώματά του, για να αφοσιωθεί, στα μοσχεύματα αχλαδιών, μηλιών ροδακινιών, αμυγδαλιών και λωτών. Καλλιέργησε αυτά  τα δέντρα και από διασταυρώσεις δημιούργησε διάφορες ποικιλίες. Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, το αχλάδι εμφανίζεται σε πήλινους πίνακες  των Σουμερίων, μαζί με  θυμάρι και  σύκα. Οι αρχαίοι Έλληνες πρέπει να το εκτιμούσαν πολύ. Ο Όμηρος αναφέρει ότι «είναι δώρο των θεών». Η διάδοσή του στην υπόλοιπη Ευρώπη ανέλαβαν οι Ρωμαίοι. Ασχολήθηκαν πολύ με το δέντρο της αχλαδιάς, έκαναν πολλές βελτιώσεις  στον αγρό και δημιούργησαν περίπου πενήντα ποικιλίες. Σήμερα θα βρούμε πάνω από 15000 ποικιλίες σε όλο τον κόσμο. Όλες προέρχονται από δυο βασικούς ποικιλίες: Από την  ονομαζόμενη Ασιατική αχλαδιά και από την αποκαλούμενη Ευρωπαϊκή ποικιλία αχλαδιών. Τα αχλάδια εμφανίζονται σε πολλά έργα των μεγάλων ζωγράφων της αναγέννησης. Τον 17ο αιώνα η καλλιέργειά του και το εμπόριο διαφόρων ποικιλιών γνώρισαν μεγάλη άνθηση. Από τον  18ου αιώνα, η αχλαδιά συμβολίζει μαζί με  μια πέρδικα τα χριστουγεννιάτικα  κάλαντα, και το τραγούδι για το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων.Οι πρώτοι ευρωπαίοι  άποικοι του νέου κόσμου, μετέφεραν  αχλαδιές σε οικισμούς της Ανατολικής Αμερικής. Οι αχλαδιές έφτασαν και  δυτικά στο Όρεγκον και στην Ουάσιγκτον  γύρω στο 1800. Και εκεί αναπτύχτηκαν μεγάλες καλλιέργειες. Τα αχλάδα που παράγονται έως σήμεραμε εκε ήταν περιζήτητα για τη λεπτή γεύση τους, τη βουτυρώδη υφή και μεγάλη διάρκεια ζωής. Στην Κίνα, το λουλούδι της αχλαδιάς είναι το σύμβολο «του εφήμερου της ύπαρξης», επειδή είναι πολύ εύθραυστο  και ευαίσθητο. Στην Δύση το αχλάδι θεωρείται  γυναικείο ερωτικό σύμβολο. Το αχλάδι βρίσκεται από την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο –οι αρχαίοι το έλεγαν άπιον, αλλά ήδη από την ελληνιστική εποχή είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται το υποκοριστικό του, απίδιον. Τη λέξη απίδι την έχουμε και σήμερα, σαν συνώνυμο του αχλαδιού, αλλά οι περισσότεροι, σήμερα, χρησιμοποιούμε το αχλάδι. 
Το αχλάδι προέρχεται από το αρχαίο αχράς, η αχράς της αχράδος δηλαδή, λέξη που αρχικά σήμαινε την άγρια παραλλαγή, το αγριάπιδο. Τα αγριάπιδα είναι μικρά και στυφά, αν και κάποιοι τα τρώνε. Λέγονται και γκόρτσα, και γκορτσιά το δέντρο τους –αρβανίτικης προέλευσης. Αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη αξία: το αχλάδι είναι πλούσιο σε φυτοθρεπτικά συστατικά, από τα οποία τα βασικά είναι το χλωρογενικό οξύ, το γεντισικό οξύ, το συριγγικό οξύ, βανιλλικό οξύ, το κουμαρικό οξύ, το φερουλικό οξύ, το 5-καφεοϋλοκινικό οξύ, η αρβουτίνη, η κατεχίνη, η επικατεχίνη, η κερκετίνη και η καμπφερόλη. Σχεδόν όλα αυτά τα φυτοθρεπτικά συστατικά έχουν αποδειχθεί ότι συμβάλουν στην υγεία με τις αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Μειωμένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και καρδιακής νόσου: το αχλάδι είναι καλή πηγή φυτικών ινών, με αποτέλεσμα να συμβάλει στην προστασία από την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2 καθώς και καρδιακών παθήσεων. Επιπλέον, στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, οι φλαβονόλες και ανθοκυανίνες που περιέχονται στο αχλάδι, συμβάλουν στην βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη. Στην περίπτωση των καρδιακών παθήσεων, πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι φυτικές ίνες που περιέχονται στο αχλάδι, έχουν την ικανότητα να συνδέονται μαζί με τα χολικά οξέα στο έντερο, μειώνοντας την ποσότητα των χολικών οξέων και κατ’ επέκταση τη σύνθεση της χοληστερόλης. Ακόμα, τα φυτοθρεπτικά συστατικά που βρίσκονται στο αχλάδι μπορούν να διαδραματίσουν έναν ιδιαίτερο ρόλο σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ φυτικών ινών και χολικών οξέων. Μειωμένο κίνδυνο καρκίνου: οι φυτικές ίνες του αχλαδιού μπορούν να δεσμεύσουν επίσης και τα δευτερογενή χολικά οξέα, τα οποία σε υπερβολική συγκέντρωση στο έντερο μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο του ορθοκολικού καρκίνου, καθώς και άλλων εντερικών προβλημάτων. Επιπλέον, το αχλάδι έχει αποδειχθεί σε μελέτη ότι μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του στομάχου και του οισοφάγου. Άλλα οφέλη για την υγεία: το αχλάδι είναι ιδιαίτερα εύπεπτο τρόφιμο και για αυτό το λόγο είναι από τις πρώτες τροφές που συστήνουμε να καταναλώνουν τα βρέφη, σε συνδυασμό με τη χαμηλή οξύτητα του και επειδή συνήθως δεν προκαλεί αλλεργίες. Αχλάδι θρεπτικά συστατικά: Το αχλάδι είναι μια άριστη πηγή διαιτητικών ινών, βιταμίνης C, χαλκού και καλίου. Το υψηλό ποσοστό φυτικών ινών που περιέχει, ασκεί ευεργετική επίδραση στην κινητικότητα του εντέρου και στην πρόληψη της δυσκοιλιότητας.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αχλαδιά
http://www.foodbites.eu/j15/food-lovers/istories/1386-2012-11-15-22-47-02
http://www.mydiatrofi.gr/trofi/trofima/frouta/axladi-idiotites-threptiki-aksia-kai-ofeli

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Δάφνη : Το αυτοφυές ελληνικό αρωματικό δέντρο με τις θεραπευτικές ιδιότητες

Η δάφνη (δάφνη η ευγενής, laurus nobilis) είναι αρωματικό φυτό της οικογένειας των δαφνοειδών. Ανήκει στο γένος Δάφνη. Στην Ελλάδα απαντάται και αυτοφυής. Επίσης, στον ελληνικό χώρο καλλιεργείται και η δάφνη του Απόλλωνα, γνωστή με τα λαϊκά ονόματα βαγιά, δάφνη, δαφνολιά και φυλλάδα. Δεν είναι γνωστή η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση φύλλων δάφνης. Μόνο από την Ελλάδα εξάγονται περί τους 200 τόνους ετησίως. Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο. Τα φύλλα του είναι εναλλασσόμενα, ακέραια, λογχοειδή, βαθυπράσινα με μικρό μίσχο και με ελαφρά κυματοειδή μορφή. Η οσμή τους είναι αρωματική και η γεύση τους είναι λίγο πικρή. Τα άνθη βγαίνουν τον Μάρτιο με Απρίλιο. Ο καρπός είναι δρύπη με σαρκώδες περικάρπιο και μεγάλο σπέρμα. Το χρώμα του είναι κυανόμαυρο ή μαύρο όταν ωριμάσει, έχει σχήμα ωοειδές και μέγεθος μικρής ελιάς. Από τους καρπούς παράγεται το δαφνέλαιο, που έχει μορφή αλοιφής και στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι πράσινο. Λόγω της έντονης μυρωδιάς των φύλλων της δάφνης, τα έντομα απωθούνται και είναι ένα ανθεκτικό φυτό στις ασθένειες. Η μόνη περιποίηση που ίσως να χρειαστεί είναι λίγο κλάδεμα, ανάλογα με τα γούστα σας, ή καθάρισμα των ξεραμένων φύλλων. Το συχνό πότισμα και το καλό χώμα θα της δώσουν ότι χρειάζεται για να μεγαλώσει και να γίνει ένα γερό φυτό.Το δεύτερο χρόνο της ζωής της θα έχετε την ευκαιρία να μαζέψετε τα ώριμα φύλλα και να τα αφήσετε να αποξηραθούν σε σκοτεινό και ξηρό μέρος για λίγες μέρες. Μόλις ξεραθούν θα ελευθερώσουν τα αρώματα τους και τότε είναι καλό να τα αποθηκεύσετε σε ένα βάζο για να τα χρησιμοποιείτε όταν θέλετε στη μαγειρική. 
Ένας αρχαίος ελληνικός μύθος λέει ότι η Δάφνη ήταν μια όμορφη νύμφη, κόρη του ποταμού Πηνειού. Ζούσε στα δάση, ήταν κυνηγός και είχε αφιερωθεί στην θεά Άρτεμη. Ήταν πολύ όμορφη και είχε πολλούς θαυμαστές, αλλά τους απέρριπτε όλους. Ένας από αυτούς ήταν ο θεός Απόλλωνας, ο οποίος ερωτεύτηκε τη Δάφνη και την κυνήγησε. Αυτή τότε έτρεξε κοντά στον πατέρα της και του ζήτησε να την προστατέψει. Τότε ο Πηνειός την μεταμόρφωσε σε φυτό και ρίζωσε κοντά στις όχθες του. Όταν ο Απόλλωνας διαπίστωσε οτι η αγαπημένη του έγινε δέντρο, έκοψε μερικά κλαδιά και έπλεξε ένα στεφάνι στη μνήμη της. Έκανε τη δάφνη ιερό φυτό και την καθιέρωσε ως έπαθλο στους πρωταθλητές. Στην Ελλάδα η δάφνη ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και γίνεται μνεία γι' αυτήν στον Όμηρο. Ήταν ιερό δέντρο, αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα. Πρώτα οι Έλληνες και έπειτα οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να στεφανώνουν με κλαδιά δάφνης τους νικητές των αγώνων. Έτσι, ακόμα και σήμερα η δάφνη ταυτίζεται με τη δόξα, τη νίκη και την υπεροχή. Στην αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστές οι θεραπευτικές της ιδιότητες. Αναφέρεται ότι η Πυθία του Μαντείου των Δελφών πριν δώσει τον χρησμό της μασούσε φύλλα δάφνης. Τα φύλλα του φυτού χρησιμοποιούνται ως άρτυμα στη μαγειρική (νοστιμίζει φαγητά όπως τα όσπρια) και στη συσκευασία ξηρών καρπών, όπως σύκα ή σταφίδες. Το αιθέριο έλαιο που έχουν τα φύλλα και οι καρποί (δαφνέλαιο) χρησιμοποιείται για την παρασκευή εντομοκτόνων και παρασιτοκτόνων. Ένα αραιό αφέψημα από αυτά χρησιμοποιείται ως παρασιτοκτόνο οργανισμών που παρασιτούν σε άλογα. Χρησιμοποιείται στην μαγειρική ως άρτυμα και στην κονσερβοποιία ψαριών και κρεάτων. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, σαπωνοποιία και σε βιομηχανίες τροφίμων. Θεωρείται αντιρρευματικό και διευκολύνει την πέψη. Αν και η δάφνη είναι τόσο όμορφο φυτό που μπορεί να φυτευτεί για να ομορφύνει τον κήπο μας, η κύρια χρήση της είναι σαν μπαχαρικό στη μαγειρική. Τα σκούρα πράσινα φύλλα της έχουν ένα εξαιρετικό άρωμα, ειδικά όταν αποξηραθούν. Τα προσθέτουμε στο φαγητό για να αφήσουν αυτή την υπέροχη γεύση κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος και τα αφαιρούμε πριν ξεκινήσουμε το γεύμα. Η δάφνη προσθέτει υπέροχη γεύση σε σούπες, σάλτσες και βραστά φαγητά. Επίσης χρησιμοποιείται φαρμακευτικά από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο από τα πολύ παλιά χρόνια. Το αιθέριο έλαιο της δάφνης χρησιμοποιείται για μασάζ σε πιασμένους μυς αλλά και σε ρευματοπάθειες. Λέγεται ότι το υπέροχο άρωμα της καθαρίζει το μυαλό και φέρνει διαύγεια. Ακόμη και ότι μπορεί να ηρεμήσει την υστερία. Ένα άλλο παραδοσιακό γιατροσόφι θέλει τη δάφνη να ανακουφίζει από τους πόνους στο στομάχι και να ρίχνει τον πυρετό.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δάφνη_(φυτό)
http://back-to-nature.gr/2013/02/blog-post_2128.html

Ρίγανη : Το αρχαίο μεσογειακό βότανο με μαγειρικές και φαρμακευτικές χρήσεις

Η ρίγανη (Ορίγανον το κοινόν, Origanum vulgare) είναι αρωματικό ποώδες, πολυετές, ιθαγενές και θαμνώδες φυτό της Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας. Ανήκει στο γένος Ορίγανο της τάξης των λαμιωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών. Το φυτό έχει ύψος 20-80 εκ., έχει φύλλα αντίθετα μήκους 1-4 εκ. Αναπτύσσεται καλά σε εδάφη με pH 6-9 και μπορεί να εκμεταλλευτεί, όταν καλλιεργείται, ακόμα και πολύ φτωχά, ξηρικά και πετρώδη εδάφη. Τα άνθη της έχουν χρώμα άσπρο-μώβ και ανθίζει από Ιούνιο κυρίως μέχρι Αύγουστο αναλόγως της περιοχής. Η Ελληνική ρίγανη (Greek Oregano) είναι φυτό πολυετές και ποώδες η ποιότητα της θεωρείται από τις καλύτερες παγκοσμίως. Η ρίγανη πέρα από το χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση που αφήνει στο φαγητό έχει και πάρα πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες, με κυριότερη (γνωστή φαρμακευτικά) δραστική ουσία την καρβακρόλη. Στην Ελλάδα η ρίγανη είναι αυτοφυής και βρίσκεται σε ορεινές και βραχώδεις περιοχές. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τη θεραπευτική της αξία και τη χρησιμοποιούσαν πίνοντας το τσάι της σε κολικούς και εξωτερικά σε πρηξίματα και για το στραβολαίμιασμα. Ή ρίγανη στην αρχαία Ελλάδα ήταν σύμβολο χαράς και ευτυχίας. Η ελληνική ρίγανη θεωρείται από τα καλύτερα μυρωδικά στον κόσμο. Είναι αυτοφυές θαμνώδες φυτό που ανθίζει την Άνοιξη σε ορεινές περιοχές και στα νησιά. 
Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν «ορίγανος» που προέρχεται από το «όρος»  και τη λέξη «γάνος», που σημαίνει λαμπρότητα, άρα ρίγανη ήταν το φυτό που «λαμπρύνει τα όρη». Στην αρχαία Ελλάδα η ρίγανη ήταν σύμβολο χαράς και ευτυχίας και έφτιαχναν στεφάνια για τις γαμήλιες τελετές με τα κλαδιά της. Ο Αριστοτέλης ανέφερε ότι αν κάποιο κατσίκι είχε τραυματιστεί από βέλος, μόλις έτρωγε ρίγανη η πληγή του έκλεινε. Παράλληλα τη χρησιμοποιούσαν ως αφέψημα σε σπασμούς και δηλητηριάσεις και για να ανακουφίζουν τα πρηξίματα. Ακόμα και σήμερα η ρίγανη θεωρείται βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες και θρεπτική αξία, καθώς περιέχει μεγάλες ποσότητες σιδήρου και Βιταμίνης C.  Θεωρείται πως καταπολεμά τα βακτήρια, διευκολύνει την πέψη και ηρεμεί το νευρικό σύστημα. Ή άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης της ρίγανης κυμαίνεται από 18-22 °C με όρια ανάπτυξης από 4 έως 33 °C, ενώ το ριζικό της σύστημα σε καλά αναπτυγμένα φυτά αντέχει σε ακραίες θερμοκρασίες. Επιβιώνει και σε χαμηλά επίπεδα φωτισμού, αλλά για να επιτευχθεί υψηλή περιεκτικότητα σε αιθέρια έλαια, το φως είναι απαραίτητο. Η ρίγανη συναντάται ως αυτοφυές φυτό σε μεγάλη ποικιλία εδαφών και κλιμάτων από παραθαλάσσιες έως ορεινές περιοχές, στη νησιώτικη και την ηπειρωτική Ελλάδα, σε πλούσια και φτωχά εδάφη. Αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών, με καλή στράγγιση. Δεν είναι φυτό απαιτητικό σε θρεπτικά στοιχεία καθώς έχει μικρές απαιτήσεις σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο, με τη λίπανση να εφαρμόζεται στο τέλος φθινοπώρου έως τις αρχές του χειμώνα. Ο συνδυασμός των βασικών στοιχείων με επάρκεια ιχνοστοιχείων (πλήρης ισόρροπος λίπανση) δίνει πολύ καλύτερη παραγωγή. Η ρίγανη αντέχει στην ξηρασία και μπορεί να καλλιεργηθεί ως ξηρικό είδος. Σε περίπτωση παρατεταμένης ξηρασίας, ιδίως την περίοδο της άνοιξης, ένα ή και δύο ποτίσματα είναι ωφέλιμα, αυξάνοντας την απόδοση, χωρίς να μειώνεται ιδιαίτερα η ποιότητα. 

Η συλλογή της ρίγανης γίνεται κατά την ανθοφορία του φυτού, τα άνθη αυτά ξεραίνονται σε ειδικά υπόστεγα ή ξηραντήρια και στη συνέχεια τρίβονται και κοσκινίζονται. Επειδή η συλλογή της απαιτεί αρκετά εργατικά χέρια, η έλλειψη τους οδήγησε σε οργανωμένη καλλιέργεια στις περιοχές όπως Μαυρούδα, Τρικάλων και της Καρδίτσας. Στις Η.Π.Α η κατανάλωση της ρίγανης αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και έτσι άρχισε η καλλιέργεια της σε διάφορες περιοχές του νότου αλλά και στο Μεξικό. Χρησιμοποιείται ως καρύκευμα κυρίως στη μαγειρική αλλά και σπανιότερα ως αφέψημα, το οποίο αναφέρεται ως εξαιρετικό κατά του βήχα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη χωριάτικη σαλάτα. Είναι το βασικό καρύκευμα των χωρών της Μεσογείου και βασικό συστατικό της Ελληνικής, αλλά και της Ιταλικής κουζίνας.
Είναι αντιδιαρροϊκή, αντιφλεγμονώδης, βακτηριοκτόνα. Υπό μορφή αφεψημάτων χρησιμοποιείται για την ατονία των εντέρων, αποχρεμπτικό για το βήχα, βοηθάει στην υπέρταση και την αρτηριοσκλήρυνση. Το αιθέριο έλαιο της ρίγανης (οριγανέλαιο) χρησιμοποιείται για τον πονόδοντο. Η ρίγανη έχει 12 φορές περισσότερο αντιοξειδωτική δράση από το πορτοκάλι, 30 από την πατάτα και 42 από το μήλο. Επίσης με λίγη ρίγανη στην τροφή των πτηνών σας κρατάτε τις αρρώστιες μακριά τους.. Μία άλλη κύρια χρήση της είναι κατά των χρόνιων ρευματισμών.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ρίγανη
http://www.mixanitouxronou.gr/i-rigani-stin-archea-ellada-itan-therapeftiki-ke-simvolo-charas-giati-simera-den-epitrepete-elefthera-i-sillogi-tis-ke-chriazete-na-apodixis-oti-proorizete-gia-prosopiki-chrisi-stin-kalamata-eginan/
http://www.econews.gr/2012/05/10/rigani-kalliergeia/

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Ματζουράνα ή Ορίγανον η μαντζουράνα : Το αρχαίο αρωματικό βότανο για το στομάχι και τα έντερα

Η ματζουράνα (Ορίγανον η μαντζουράνα, Origanum majorana) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, πολυετές φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη λαμιώδη και στην οικογένεια χειλανθή, είναι δε συγγενικό φυτό με τη ρίγανη. Αναφέρεται στον Ψαλμό Ν΄(51), στίχο 9, ως ύσσωπος. Είναι ιθαγενές των χωρών της Μεσογείου με 6 είδη ποωδών φυτών. Το πιο σημαντικό είδος είναι η ματζουράνα ορίγανο ή κοινή, το ύψος της φτάνει τα 60 εκατοστά, ο βλαστός είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος. Τα φύλλα της είναι μικρά, αντίθετα, χνουδωτά, ωοειδή και έχουν μία χαρακτηριστική όμορφη οσμή λεβάντας. Τα άνθη της είναι μικρά λευκού χρώματος. Στην Ελλάδα η ματζουράνα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια όπου την χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο κατά στομαχικών και εντερικών ενοχλήσεων. Ο Γαληνός προτρέπει την χρήση της ως χωνευτικού. Σήμερα καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό σε γλάστρες και κήπους. Οι αρχαίοι έλληνες που έμεναν στη σημερινή Συρία έφτιαχναν από την μαντζουράνα, ένα πολύ δυνατό άρωμα που ονόμαζαν «αμαρακίνον» ή «σαμψύχινον».Το προμηθευόντουσαν οι γυναίκες της Αθήνας και όπως αναφέρεται ήταν τόσο ευώδες και δυνατό ώστε προκαλούσε πονοκέφαλο. Στην Ελλάδα η μαντζουράνα είναι γνωστή από την αρχαιότητα εκείνα τα μακρινά χρόνια η μαντζουράνα ήταν τροφή και φάρμακο παράλληλα ο Ιπποκράτης τη χρησιμοποιούσε ως αντισηπτικό, ο  Διοσκουρίδης στην υδρωπικία στη δυσουρία στους κολικούς στα διαστρέμματα και ως τονωτικό του οργανισμού,  ο Γαληνός ως χωνευτικού όπως και
ο Θεόφραστος και ο Πλίνιος, ήταν δε γνωστή ως σάμψυχο ή αμάρακον και ήταν το σύμβολο της ευτυχίας για όλους τους λαούς της Μεσογείου: των Ελλήνων, των Ρωμαίων, των Αιγυπτίων και των Αράβων ενώ όλοι χρησιμοποιούσαν την μαντζουράνα εκτός από τροφή ως φάρμακο για τα  στομαχικά και εντερικά τους προβλήματα. 

Ή καλλιέργεια μαντζουράνας είναι ένας υπέροχος τρόπος να προσθέσετε άρωμα και γεύση στον κήπο και στην κουζίνα σας! Η μαντζουράνα ελκύει πεταλούδες και άλλα ευεργετικά έντομα στον κήπο, κάτι που την κάνει ιδανικό σύντροφο για τα υπόλοιπα φυτά. Η γλυκιά μαντζουράνα είναι πολύ κοντινός συγγενής της ρίγανης και πολύ δημοφιλής στη μαγειρική. Επίσης το τσάι μαντζουράνας έχει θαυμάσιο άρωμα και είναι ευεργετικό για τον ανθρώπινο οργανισμό. Διαλέξτε ένα ηλιόλουστο σημείο για να φυτέψετε την μαντζουράνα. Θα γίνει ένας θάμνος περίπου 60 εκατοστών, αν βρει τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο. Είναι  μονοετές φυτό και οι χαμηλές θερμοκρασίες μπορούν να το καταστρέψουν Το κλίμα της Μεσογείου είναι ιδανικό για το συγκεκριμένο βότανο και η φύτευση του στην αρχή της άνοιξης, θα φέρει ένα όμορφο αρωματικό φυτό για όλο το καλοκαίρι. Η ανάπτυξη της μαντζουράνας είναι λίγο αργή, γιαυτό προτιμήστε να φυτέψετε μικρά φυτά, παρά σπόρους. Μην το παρακάνετε με το πότισμα, μιας και η γλυκιά μαντζουράνα προτιμά το ξηρό κλίμα. Είναι ανθεκτικό φυτό και δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσετε κανένα λίπασμα ή χημικό φάρμακο. 

Η συγκομιδή της πρώτης σας σοδειάς θα γίνει μετά από 5-6 εβδομάδες. Κόψτε τα κλαράκια που έχουν βγάλει μπουμπούκια και έχουν βγάλει φρέσκα φυλλαράκια. Φροντίστε να κάνετε τη συγκομιδή πριν τα μπουμπούκια ανοίξουν. Κόψτε αρκετό αλλά όχι περισσότερα από το 1/3 του φυτού τη φορά. Το φυτό σας θα είναι έτοιμο για νέα συγκομιδή σε λίγες εβδομάδες. Η μαντζουράνα χρησιμοποιείται φρέσκια αλλά και αποξηραμένη. Για να αποξηράνετε για το χειμώνα, δέστε τα κλαδάκια ανάποδα, με τα μπουμπούκια κάτω, και τοποθετήστε τα σε ένα ξηρό και σκοτεινό μέρος. Το φυτό ξεραίνεται γρήγορα και διατηρεί όλα του τα αρώματα. Αμέσως μετά θα πρέπει να τρίψετε τα μπουμπούκια και τα φυλλαράκια και να τα αποθηκεύσετε σε  ένα γυάλινο βάζο. Τα φύλλα της χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, συνήθως στο κρέας και το ψάρι, αλλά και ως αφέψημα. Από τα φύλλα του φυτού λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό και αντισπασμωδικό ενώ έχει χρήσεις και στην αρωματοποιία. Οι ιδιότητες της μαντζουράνας είναι ίδιες με αυτές του θυμαριού και της μέντας. Η μαντζουράνα είναι πιο γνωστή για τις στομαχικές της ιδιότητες ως χωνευτικό και καταπραϋντικό για τους στομαχοπόνους. Είναι όμως και ηρεμιστικό και σε μεγάλες δόσεις ναρκωτικό. Είναι πολύ καλό αναλγητικό σε μυϊκούς πόνους, διαστρέμματα, στραμπουλήγματα και νευραλγίες. Επίσης είναι έξοχο αντίδοτο στα μικρόβια του τυφοειδούς πυρετού. Για τις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος θεωρείται αποχρεμπτικό, εφιδρωτικό και ευεργετικό για το νευρικό βήχα, το κρυολόγημα, τις αμυγδαλές, τη βρογχίτιδα, το άσθμα .  Για τις ανωμαλίες του πεπτικού συστήματος είναι χωνευτικό, σπασμολυτικό, αντιεμετικό, ανακουφίζει από το μετεωρισμό και τη δυσπεψία, διεγείρει το συκώτι και τη σπλήνα.  Είναι ακόμη διουρητικό, αγγειδιασταλτικό, υποτασικό, αντιδιαβητικό, αλλά και ευεργετικό σε νευρικής φύσεως παθήσεις, υπερευαισθησία, νευρασθένεια, ψυχασθένεια, άγχος, αϋπνίες, ημικρανίες, ίλιγγο, επιληψία, απώλεια μνήμης. Σε εξωτερική χρήση είναι επουλωτικό, παυσίπονο σε ρευματισμούς και πονόδοντο.

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ματζουράνα
http://www.agriamanitaria.gr/?gallery=ματζουράνα-origanum-majorana
http://botanologia.blogspot.gr/2013/10/blog-post_22.html
http://monoprasino.blogspot.gr/2014/02/blog-post_17.html
http://back-to-nature.gr/2013/04/blog-post_19-5.html

Φασκόμηλο ή Σάλβια η φαρμακευτική : Το βότανο της υγείας και κορυφαίο αφέψημα παγκοσμίως

Το φασκόμηλο ή φασκομηλιά (Σάλβια η φαρμακευτική, Ελελίφασκος ο φαρμακευτικός, Salvia officinalis) ανήκει στο γένος των Αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Ελελίφασκος (Salvia). Στα αγγλικά η κοινή του ονομασία είναι sage, ή garden sage, ή common sage. Το φασκόμηλο, πολυετές, θαμνώδες, με πολυάριθμα κλαδιά, ύψους μέχρι μισό μέτρο, βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας κυρίως σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Τα φύλλα του είναι επιμήκη και παχιά, χρώματος λευκοπράσινου. Τα άνθη του φύονται κατά σπονδύλους, είναι χρώματος μοβ και ανθίζουν από το Μάιο ως τον Ιούνιο. Έχει πάρει το λατινικό όνομά του «σαλβία» από το ρήμα salvere, που σημαίνει » είμαι υγιής». 

Θεωρήθηκε ιερό βότανο από τους Έλληνες που το αφιέρωσαν στο Δία και από τους Ρωμαίους που το πήγαν στη Βρετανία. Για το κοινό αυτό βότανο οι Άραβες λένε «πώς μπορεί να πεθάνει ένας άνθρωπος που έχει στο κήπο του φασκόμηλο;». Το φασκόμηλο ήταν γνωστό και στην αρχαιότητα και το αναφέρουν ο Διοσκορίδης, ο Αέτιος, ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός, οι οποίοι το εκθείαζαν ιδιαιτέρως καθώς το χρησιμοποιούσαν στα δαγκώματα των φιδιών αλλά και γενικά ως τονωτικό του μυαλού και του σώματος. Οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα υποδεχόταν τους άνδρες από τον πόλεμο με ένα ρόφημα από φασκόμηλο για να «διεγείρουν» τη γονιμότητα. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε για τις αιμορραγίες και για την άτακτη περίοδο. Οι Κινέζοι το ονομάζουν ελληνικό βλαστάρι και το θεωρούν καλύτερο από το τσάι οι οποίοι εδώ και αιώνες έχουν αναπτύξει ένα μοναδικό σύστημα παραδοσιακής ιατρικής βασιζόμενης στα βότανα τον Μεσαίωνα αντάλλασσαν την τριπλάσια ποσότητα της καλύτερης ποιότητας τσαγιού με μια μικρή ποσότητα φασκόμηλου. Οι Γάλλοι το ονομάζουν ελληνικό τσάι και το χρησιμοποιούν όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι όχι μόνο για φαρμακευτικούς αλλά και για μαγειρικούς σκοπούς. Στην αρχαιότητα οι πρόγονοί μας το χρησιμοποιούσαν σαν πολυφάρμακο και έχει εκθειαστεί από τον Ιπποκράτη, τον Διοσκουρίδη τον Γαληνό και τον Αέτιο. Οι Λατίνοι το θεωρούσαν ιερό φυτό και το χρησιμοποιούσαν σε τελετές. Ήταν το φυτό της αθανασίας. Οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν ιερό φυτό και οι γιατροί της Σχολής του Σαλέρνο πίστευαν ότι «όποιος έχει στο σπίτι του φασκόμηλο δε φοβάται το θάνατο». Ο Καρλομάγνος βοήθησε σημαντικά στη διάδοσή του, ενώ ο γιος του συμπεριέλαβε το φασκόμηλο σε ένα διάταγμα στο οποίο αναφέρονται τα φυτά που έπρεπε να καλλιεργούνται στα βασιλικά κτήματα. Αναφέρεται ότι στην μεγάλη επιδημία πανούκλας που ξέσπασε στην Τουλούζη το 1630, κάποιοι κλέφτες λεηλατούσαν τα πτώματα χωρίς να κολλήσουν οι ίδιοι. Στη δίκη που ακολούθησε, αντάλλαξαν της ζωές τους με το μυστικό της ανοσοποίησης τους, το οποίο ήταν μια αλοιφή που κατασκεύασαν από φασκόμηλο, θυμάρι, λεβάντα και δεντρολίβανο. Περίπου μετά από έναν αιώνα τους μιμήθηκαν κάποιοι άλλοι κλέφτες προσθέτοντας σε αυτό το έγχυμα και σκόρδο το οποίο έμεινε γνωστό ως «λάδι των 4 κλεφτών» και χρησιμοποιήθηκε προληπτικά και σε άλλες επιδημίες μολυσματικών ασθενειών. 

Στις περιοχές της Μεσογείου αποξηραίνεται και πίνεται ως αφέψημα, το γνωστό φασκόμηλο. Το αφέψημα λαμβάνεται και σερβίρεται αμέσως μετά το βράσιμο. Αν παραμείνει αρκετή ώρα μαζί με τα φύλλα που έβρασαν, οι πικρές ουσίες μέσα στο αφέψημα αυξάνονται και η γεύση του γίνεται δυσάρεστη. Στη μαγειρική χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό διαφόρων ζωμών, φαγητών και του ξιδιού ενώ θεωρείται και μελισσοτροφικό φυτό παρέχοντας μέλι εκλεκτής ποιότητας. Η γεύση του είναι αρκετά πιπεράτη και ταιριάζει πολύ με λιπαρά κρεατικά και τυριά. Επίσης ταιριάζει με ψάρια και θαλασσινά. Το φυτό έχει έντονη αρωματική οσμή και καλλιεργείται για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του, ως αφέψημα και ως καρύκευμα. Τα φύλλα που είναι και το κατεξοχήν χρησιμοποιούμενο μέρος του φυτού συλλέγονται λίγο πριν ή κατά την αρχή της ανθοφορίας με ξηρό και ηλιόλουστο καιρό, το Μάιο ή τον Ιούνιο και ξηραίνονται στη σκιά. Περιέχει ως κύρια ουσία αιθέριο έλαιο, φασκομηλόλαδο, άχρωμο ή ερυθροκίτρινο, σαπωνίνες, πικρές ουσίες, τερπένια, ρητίνες, πικρά διτερπένια, ταννίνες, τριτερπένια, φλαβονοειδή και θουγιόνη (thujone, μια μονοτερπενική κετόνη). Τα φύλλα έχουν αντισηπτικές, αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες.Το φυτό έχει στομαχικές, τονωτικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιείται και κατά των νευραλγιών. Η φασκομηλιά χρησιμοποιείται στη θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος εσωτερικά ως ανθιδρωτικό (ιδιαίτερα κατά του νυχτερινού ιδρώτα φυματικών και νευρασθενών). Το φασκόμηλο με τη μορφή αφεψήματος είναι ιδανικό για την θεραπευτική του στόματος σε περίπτωση τραυματισμών, άφτρων, φαρυγγίτιδας και κατά της ουλίτιδας. Ελαττώνει τα αέρια του εντέρου, είναι διουρητικό και εμμηναγωγό. Ακόμη είναι αιμοστατικό, και τοπικό αναισθητικό του δέρματος. Επίσης έχει αντιβιοτική, αντιμυκητική, αντισπασμωδική και υπογλυκαιμική δράση. Στον αρχαίο κόσμο το χρησιμοποιούσαν για δαγκώματα φιδιών και εντόμων, για να αυξήσουν τη γονιμότητα των γυναικών και για να διώχνουν τα κακά πνεύματα κτλ. Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, η χρήση του έχει θετική επίδραση στη θεραπεία του Αλτσχάιμερ και στην υπερλιπιδαιμία. Πάντως η χρήση του πρέπει να γίνεται με σύνεση γιατί υπάρχουν περιπτώσεις δηλητηρίασης από υπερβολική χρήση που οφείλεται κυρίως στην ουσία θουγιόνη που υπάρχει στο φυτό.

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φασκόμηλο
http://proionta-tis-fisis.com/faskomilo-to-votano-tis-athanasias/

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Λεβάντα : Το αρχαίο αρωματικό βότανο των Αρχαίων Ελλήνων με αντισηπτική και ηρεμιστικη δράση

Η λεβάντα (Lavandula) είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Το γνωστότερο γένος είναι η λαβαντούλα, που περιλαμβάνει γύρω στα 25 είδη. Είναι ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών. Επίσης, απαντάται στα Κανάρια Νησιά, στην Ινδία και σε άλλες ασιατικές χώρες. Το αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα της χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και για τη θεραπεία νευρασθενειών. Έχει επίσης αντισηπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην επούλωση τραυμάτων. Σε μεγάλες δόσεις η λεβάντα δρα ως υπνωτικό και ναρκωτικό. Οι ιαματικές της ιδιότητες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα και αναφέρονται στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο και το Γαληνό. Πρόκειται για φυτό φρυγανώδες και πολύκλαδο, με όρθιους βλαστούς που φύονται από τη βάση. Είναι, συνεπώς, θάμνος, με ύψος 30 έως 80 εκατοστά. Έχει γκριζοπράσινα φύλλα, στενά ώς λογχοειδή. Οι ανθοφόροι βλαστοί καταλήγουν σε ταξιανθία τύπου στάχεος. Το αιθέριο έλαιο της λεβάντας χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη σαπωνοποιία και στη φαρμακευτική ως τονωτικό και αντικαταρροϊκό. Κύριο συστατικό του είναι η χημική ένωση οξικό λιναλύλιο. Εκτός αυτού, περιέχει αλκοόλες. 
Η λεβάντα, γνωστή στη σύγχρονη Ελλάδα και ως Λαμπρή ή Χαμολίβανο, ήταν διαδεδομένη από την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λεβάντα για να αρωματίζουν το νερό των λουτρών τους, αλλά και για την παρασκευή αρωματικών σαπουνιών και ηρεμιστικών βάλσαμων. Λεβάντα για τις εταίρες και τις …παρθένες. Σύμφωνα με αναφορές, οι εταίρες χρησιμοποιούσαν αιθέριο έλαιο λεβάντα για να αρωματίζουν την αναπνοή τους. Επίσης, οι παρθένες κοπέλες που θυσιάζονταν στους θεούς, ήταν στολισμένες με άνθη από λεβάντα. Οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λεβάντα για ιατρικούς σκοπούς. Αναφορές υπάρχουν, από τον δεύτερο σπουδαιότερο ιατρό της Αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη, τον Γαληνό, το γιατρό Θεόφραστο (3ος αιώνας π.Χ.) και τον φιλόσοφο Διογένη (4ος αιώνας π.Χ.). Ο Διογένης αναφέρει ότι, σε αντίθεση με τους Αιγύπτιους που άλειφαν με λεβάντα το κεφάλι τους, ο ίδιος άλειβε με λεβάντα τα πόδια του. Με τον τρόπο αυτό το άρωμα λεβάντας ανέβαινε σε όλο το σώμα του. Ο Διοσκουρίδης ο Αναζαρβέας (1ος μ.Χ. αιώνας) στο διάσημο σύγγραμμα του De Materia Medica αναφέρει πως η κατανάλωση λεβάντας βοηθάει στην ανακούφιση από τη δυσπεψία, τους πονοκεφάλους και τον ερεθισμό του λαιμού. Κατάλληλη  για εξωτερική χρήση ως προς τον καθαρισμό πληγών και την ανακούφιση από καψίματα και δερματικές παθήσεις. Ως προς το είδος Lavandula Stoechas αναφέρει: «… γεννάται εν τοις κατά Γαλάτιαν νήσοις αντίκρυ Μασσαλίας, καλούμενας Στοίχασιν, όθεν και την επωνυμίαν έσχηκεν». Με τη λεβάντα έφτιαχναν ένα κρασί τον «στοιχαδίτης οίνος» και το «στοιχαδικό ξύδι» τα οποία τα χρησιμοποιούσε στην επιληψία αλλά και για την ψύξη των πλευρών και των νεύρων. Συνιστούσε τη λεβάντα για πόνους του θώρακα. Την λεβάντα χρησιμοποίησαν μετά τους αρχαίους Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Οι στρατιώτες κουβαλούσαν μαζί τους λεβάντα στις εκστρατείες για να περιποιούνται τραύματα. Επίσης, την άπλωναν σε δωμάτια ασθενών για να «καθαρίζουν» τον αέρα. 
Η λεβάντα καλλιεργείται σε εδάφη πλούσια σε ασβέστιο, καθώς αυτό βελτιώνει την ποιότητα του αιθερίου ελαίου της και βοηθά την ανάπτυξη του φυτού. Το έδαφος καλλιέργειας πρέπει να είναι ελαφρύ και χαλικώδες, γι' αυτό και το φυτό προσφέρεται για καλλιέργεια σε εκτάσεις ακατάλληλες για άλλου τύπου καλλιέργειες. Δεν αγαπά, επίσης, ιδιαίτερα την υγρασία, αλλά ούτε και την ολοσχερή ξηρασία. Σήμερα καλλιεργείται στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία και αρκετές χώρες της Βόρειας Αφρικής. Στην Ελλάδα καλλιεργείται στην Αρκαδία, την Κεφαλληνία, τις Σέρρες την Κομοτηνή και τη Σαμοθράκη. Πολλαπλασιάζεται με σπόρους, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η συλλογή (συγκομιδή) γίνεται κατά το στάδιο πλήρους ανθοφορίας, οπότε και μπορεί να ληφθεί η μέγιστη ποσότητα (και ποιότητα) αιθερίου ελαίου. λεβάντα έχει τρεις κύριες χρήσεις, ως αντισηπτικό, ένα τοπικό αναισθητικό, και ως ηρεμιστικό. Αντισηπτικό . Χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα  έλαια , λοσιόν ή κρέμες. Η  λεβάντας χρησιμοποιείται στο δέρμα για τη θεραπεία σε εκδορές, κοψίματα, εγκαύματα, και φλεγμονωδών καταστάσεων του δέρματος, βοηθά στην προώθηση της επούλωσης και είναι ένα από τα λίγα αιθέρια έλαια που μπορούν με ασφάλεια  να εφαρμόζεται στο δέρμα. Τοπικό αναισθητικό . Ως τοπικό αναισθητικό και παυσίπονο,το  λάδι λεβάντας μπορεί να μειώσει δραματικά την αίσθηση του πόνου από εγκαύματα και τσιμπήματα εντόμων. Κατασταλτικά . Προωθεί μια αίσθηση ηρεμίας και χαλάρωσης και μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση της αϋπνίας και της αϋπνίας. Πέρα από αυτές τις γενικές χρήσεις, υπάρχουν επίσης πολλές πρακτικές εφαρμογές  στο αιθέριο έλαιο της λεβάντας.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λεβάντα
https://lavenderoil.gr/2016/04/09/i-lebanta-stin-arxaia-ellada/
http://www.bioathens.com/25-chrisis-me-levanta/

Απόσπληνος η Δενδρολίβανο : Το αρχαίο τονωτικό της μνήμης και ιερό βότανο αγιασμού των υδάτων

Το δενδρολίβανο (Απόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο είναι γνωστό με το όνομα λασμαρί, είναι αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών. Tο γένος Rosmarinus περιλαμβάνει, εκτός του γνωστού (R. officinalis) που αναφέρεται και ως λιβανωτίς (Διοσκ.) και ως δενδρολίβανον το φαρμακευτικόν, και μερικά άλλα είδη, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα: Ροσμαρίνος ο εριοκάλυξ (R. eriocalyx) και Ροσμαρίνος ο γναφαλώδης (R. tomentosus). Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα. Γνωστό φυτό στην αρχαιότητα όταν οι Αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και γιορτές, σε στολισμούς κτηρίων, ναών και ως καύσιμο για θυμίαμα. Η καταγωγή του είναι από τις περιοχές της Μεσογείου αλλά σήμερα εκτός από τις περιοχές αυτές καλλιεργείται ως καλλωπιστικό για τα ωραία κυανά άνθη του σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και τις εύκρατες περιοχές της Αμερικής. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών. Τα άνθη του προτιμώνται από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού.

Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Η πάνω επιφάνεια των φύλλων έχει χρώμα σκούρο πράσινο και η κάτω επιφάνεια είναι ελαφρώς χνουδωτή με χρώμα λευκό ή αχνά γκριζωπό. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές. Οι βλαστοί έχουν ένα ευχάριστο άρωμα που μοιάζει με αυτό του τσαγιού και η γεύση τους είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή. Το δεντρολίβανο αποτελούσε ένα εξαιρετικό καρύκευμα και φυσικό φάρμακο για χιλιετίες. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε η πεποίθηση ότι τονώνει και ενισχύει τη μνήμη, κάτι που πιστεύεται ακόμα και σήμερα στην παραδοσιακή ιατρική. Οι μαθητές στην αρχαία Ελλάδα τοποθετούσαν στα μαλλιά τους ένα κλωνάρι δεντρολίβανο κατά τη διάρκεια του διαβάσματος και επιπλέον οι αρχαίοι Έλληνες το τοποθετούσαν στον τάφο του νεκρού, ως ένδειξη μνήμης. Οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν δώρο της θεάς Αφροδίτης στους ανθρώπους και διακοσμημένα αγάλματα των Θεών με αυτό. Οι Ρωμαίοι, κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών, κρατούσαν πάντα ένα κλαδί δενδρολίβανο, διότι θεωρούσαν ότι εξασφαλίζουν ευλογημένη ζωή και ειρήνη μετά το θάνατο. Για τον Χριστιανισμό, θεωρήθηκε ως ιερό φυτό με το οποίο εκτελούνται οι αγιασμοί των υδάτων. Για πρώτη φορά εξάγεται τον 14ο αιώνα, όπου το έλαιο του χρησιμοποιήθηκε για να κάνουν στην Βασίλισσα της Ουγγαρίας ένα πολύ δημοφιλές καλλυντικό. Το δενδρολίβανο απαιτεί ήλιο και για τον λόγο αυτό οι γραμμές της καλλιέργειας θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες από την ανατολική προς την δυτική πλευρά του αγρού. Σε κεκλιμένα εδάφη ο προσανατολισμός της καλλιέργειας θα πρέπει να γίνεται με νοτιοδυτική κατεύθυνση. Το δενδρολίβανο δεν αναπτύσσεται καλά σε βαριά αργιλώδη εδάφη. Εάν το ποσοστό αργίλου είναι πολύ υψηλό απαιτείται η διόρθωση της δομής του εδάφους με προσθήκη φυσικού υλικού κατάλληλης κοκκομετρίας. Επίσης προσθήκη οργανικών σκευασμάτων θα λειτουργήσουν ευεργετικά για την καλλιέργεια. Αυτό που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι αρωματικά φυτά που καλλιεργούνται σε εδάφη που κατεργάζονται και βελτιώνονται με ορθές φυσικές πρακτικές βελτίωσης αποδίδουν αιθέρια έλαια υψηλής ποιότητας και μεγάλης ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο.  Μια βασική εφαρμογή λιπασμάτων που περιέχουν άζωτο, φώσφορο, κάλιο και θείο μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται ετησίως, σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα ανάλυσης του εδάφους. Το δενδρολίβανο ανταποκρίνεται καλά σε πρόσθετες προσθήκες αζώτου όταν αυτές γίνονται μετά από κάθε συγκομιδή για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Το δενδρολίβανο είναι ευάλωτο στον τετράνυχο, στις αφίδες, σε διάφορους αλευρώδεις και στους θρύπες. Προβλήματα μυκητιάσεων ενδέχεται να προκύψουν όταν τα φυτά αρδεύονται με ποσότητα νερού μεγαλύτερη από αυτή που πραγματικά χρειάζεται η καλλιέργεια. Ωίδιο και σηψιρριζίες εμφανίζονται όταν το έδαφος είναι πολύ υγρό και δεν στραγγίζει. Στην καλλιέργεια του δενδρολίβανου συνήθως έχουμε μια ή δύο συγκομιδές το έτος, ανάλογα με τις συνθήκες και ανάλογα με το αν η συλλογή του γίνεται για παραγωγή ξηρής δρόγης ή για την παραγωγή αιθέριου ελαίου. 

Τόσο φρέσκα όσο και τα αποξηραμένα φύλλα του, χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή κουζίνα. Έχουν μια πικρή, στυφή γεύση και αρωματίζουν εξαιρετικά τα φαγητά, όπως το ψωμί, το μοσχάρι, το αρνί, το κυνήγι, το ψάρι, τα θαλασσινά, τις ομελέτες, τις σούπες, τις σάλτσες και τα λαχανικά. Ξεπλύνετε το δεντρολίβανο κάτω από δροσερό τρεχούμενο νερό και στεγνώστε το. Οι περισσότερες συνταγές απαιτούν τα φύλλα του δενδρολίβανου, τα οποία μπορούν να αφαιρεθούν εύκολα από το στέλεχος. Εναλλακτικά, μπορείτε να προσθέσετε ολόκληρο το κλαδάκι σε σούπες, μαγειρευτά ή κρεατικά και στη συνέχεια, να το αφαιρέσετε πριν το σερβίρισμα. Το έλαιο του δεντρολίβανου, το οποίο είναι πλούσιο σε φαινολικά συστατικά, όπως τα φαινολικά οξέα και τα φλαβονοειδή, χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων και καλλυντικών, καθώς και στην αρωματοθεραπεία. Χρησιμοποιείται για αρωματικά σώματος ή δωματίου ή σε σαμπουάν και προϊόντα καθαρισμού Ως καλλυντικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μορφή ατμού για βαθύ καθαρισμό του προσώπου και ενίσχυση του δέρματος. Η κομπρέσα από δεντρολίβανο βοηθά τα πρησμένα μάτια, ενώ συνιστάται και για τα λιπαρά μαλλιά, καθώς χαρίζει λάμψη, βελτιώνει το σκούρο χρώμα τους και δρα κατά της πιτυρίδας. Το δεντρολίβανο έχει αντιοξειδωτικές και τονωτικές ιδιότητες, ιδιαίτερα για τη βελτίωση του ανοσοποιητικού, του κυκλοφορικού και του πεπτικού συστήματος. Το δενδρολίβανο περιέχει επίσης αντιφλεγμονώδη συστατικά που το καθιστούν χρήσιμο για τη μείωση της σοβαρότητας των κρίσεων άσθματος. Το δεντρολίβανο έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει τη ροή του αίματος στο κεφάλι και τον εγκέφαλο και βοηθάει στη βελτίωση της συγκέντρωσης. Επιπλέον, έχει βακτηριοκτόνο δράση, αφού βρέθηκε ότι αναστέλλει έξι μικροοργανισμούς που αλλοιώνουν συνήθως το κρέας και αντιμυκητησιακή δράση, καθώς και την παραγωγή τοξινών από διάφορους μύκητες. Το δενδρολίβανο έχει υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο, ασβέστιο και βιταμίνη Β6.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δενδρολίβανο
http://www.mydiatrofi.gr/trofi/trofima/votana-baxarika/dentrolivano-oi-thavmatourges-tou-idiotites
http://www.e-geoponoi.gr/index.php/2015-10-07-10-52-00/item/68-i-kalliergeia-tou-dendrolivanou

Θύμος ο κοινός ή Θυμάρι : Το βότανο που χαρίζει πνευματική διαύγεια και απωθεί ασθένειες

Το θυμάρι ή θύμιο (Θύμος ο κοινός, Thymus vulgaris) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό, το οποίο ανήκει στην τάξη των Σωληνανθών (Tubiflorae) και στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Είναι θάμνος μικρού ύψους (έως 30 εκατοστά), με όρθιους βλαστούς, εξαιρετικά ανθεκτικός, αναδύει πολύ ευχάριστο άρωμα. Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική. Τα φύλλα του θυμαριού, όταν ξεραθούν, αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και αναδύουν το άρωμα τους όταν θρυμματιστούν. Η γεύση τους είναι πολύ δυνατή, ελαφρώς καυστική και πλούσια. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό για τον αρωματισμό διαφόρων φαγητών σε ψάρια, κρέατα, σε διάφορες σάλτσες, σούπες κ.λ.π. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά του λικέρ βενεδικτίνη. Το θυμάρι είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις μέλισσες και το θυμαρίσιο μέλι είναι εξαιρετικής ποιότητας. Το Θυμάρι μαζεύεται τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Στην Ελλάδα υπάρχουν 23 αυτοφυή είδη. 
Οι Σουμέριοι, πριν από 5.500 χρόνια, είναι οι πρώτοι, απ’ ότι γνωρίζουμε, που χρησιμοποίησαν το θυμάρι ως καρύκευμα και φάρμακο, ενώ οι Αιγύπτιοι το ονόμασαν θαμ και το μεταχειρίζονταν για την μουμιοποίηση. Ετυμολογικά, το θυμάρι ή θύμος όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι, προέρχεται από τη λέξη «θύω», η οποία αρχικά είχε την σημασία του «βγάζω καπνούς» και αργότερα του «θυσιάζω». Από την ίδια ρίζα προέρχονται και οι λέξεις θυμίαμα και θυμιατίζω, ενώ στενή φαίνεται πως είναι και η σχέση με τον θυμό. Και θυμός στους αρχαίους δεν σημαίνει την οργή, αλλά τη ζωτική δύναμη, τη βούληση, όπως μας επιβεβαιώνουν λέξεις σαν το λιπόθυμος, εύθυμος, πρόθυμος κ.α. Για τον Πλάτωνα, μάλιστα, ο θυμός αποτελεί ένα από τα τρία μέρη της ψυχής, την κινητήρια δύναμη της ανδρείας. Ήδη από την εποχή του Ομήρου, το θυμάρι ή για να είμαστε πιο ακριβείς τα αρκετά είδη του που ευδοκιμούν στη χώρα μας, εκτός από ήδυσμα για διάφορα εδέσματα αποτελούσε σύμβολο δύναμης και ανδρείας. Και αν το περίφημο θυμαρίσιο μέλι του Υμηττού ήταν περιζήτητο και πουλιόταν ακριβά, ακόμα και οι πιο φτωχοί μπορούσαν να απολαύσουν το τονωτικό μίγμα από θυμάρι, απλό μέλι και ξίδι. «Τρώω το ίδιο θυμάρι με τον αφέντη μου», λέει κάποιος σκλάβος στην κωμωδία Πλούτος του Αριστοφάνη, εννοώντας ότι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση φτώχειας. Το θυμάρι ήταν, άφθονο και φθηνό, έχαιρε όμως μεγάλης εκτίμησης λόγω των ιδιοτήτων του. Οι ηλικιωμένοι έπιναν τακτικά έγχυμα από θυμάρι για να διατηρήσουν τις πνευματικές τους δυνάμεις, ενώ πολύ δυναμωτικό θεωρείτο ένα ποτό που παρασκευαζόταν με το σιγοβράσιμο σύκων και θυμαριού σε νερό ή κρασί. Το θυμάρι ήταν φυτό αφιερωμένο στη θεά του έρωτα Αφροδίτη και κανείς δεν αμφισβητούσε πως προκαλεί ή ενισχύει τον πόθο. Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, ξακουστός στην εποχή του (τέλη του 4ου αι. π.Χ.) για τα συμπόσια που διοργάνωνε, υποστήριζε ότι έφτανε να σκορπίσει στις αίθουσες φρεσκοκομμένο θυμάρι για να κυριευθούν οι καλεσμένοι του από ερωτική διάθεση. Αλλά και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης συνδέθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, απέκτησε μάλιστα ένα γιο μαζί με μια εταίρα, το όνομα της οποίας ήταν Ερπυλλίς, παραπέμπει στο άγριο θυμάρι και την ερωτική αναζωογόνηση που προκαλεί. Ο Ιπποκράτης, στο σύγγραμμά του «Περί Διαίτης», αναφέρει πως το θυμάρι είναι θερμαντικό, υπακτικό και διουρητικό, αποβάλλει το φλέγμα, ενώ στο «Περί Νούσων» το προτείνει ενάντια στη φθίση του λάρυγγα. Ο Διοσκουρίδης, στο τρίτο βιβλίο του συγγράμματος «Περί Ύλης Ιατρικής», περιγράφει λεπτομερώς τρία είδη θυμαριού. Πρώτο, αναφέρει το Thymus capitatus ή κατ’ άλλους Coridothymus capitatus της σύγχρονης φυτολογίας: «Θυμάρι: το ξέρουν όλοι. Είναι ένας χαμηλός θάμνος με τη μορφή φρύγανου, καλυμμένος από πολλά στενά φυλλαράκια, ο οποίος έχει πορφυρόχρωμες ανθισμένες κορυφές και φυτρώνει σε πετρώδη και άγονα εδάφη. Όταν πίνεται με αλάτι και ξίδι, αποβάλλει το φλέγμα από την κοιλιά. Το αφέψημά του με μέλι βοηθά όσους έχουν ορθόπνοια, άσθμα ή ελμινθίαση, διευκολύνει την έμμηνο ρύση και τη γέννα• είναι, επίσης, διουρητικό, ενώ ανακατεμένο με μέλι συμβάλλει στην απόχρεμψη.»
Όταν ενέσκηψαν οι μεγάλες επιδημίες, με χειρότερη απ’ όλες την πανούκλα, οι εντριβές με ξίδι μέσα στο οποίο είχε μουλιάσει θυμάρι ή απλώς το κάψιμο του μέσα στους χώρους θεωρούνταν αποτελεσματικά προστατευτικά μέτρα. Σε πολλές σλαβικές χώρες, εξακολουθούν μέχρι τις μέρες μας να θυμιατίζουν το σπίτι και το στάβλο με θυμάρι για να κρατήσουν μακριά τις μολυσματικές ασθένειες. Το θυμάρι - ή θύμος, όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι- προέρχεται από το ρήμα θύω, το οποίο, μεταξύ άλλων, σήμαινε θυμιατίζω και θυσιάζω. Οι αρχαίοι Έλληνες, λόγω της έντονης οσμής του, το χρησιμοποιούσαν ως θυμίαμα στους βωμούς, κατά τη διάρκεια τελετών θυσίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος έκανε μπάνιο σε νερό με θυμάρι για να απαλλαγεί από τις ψείρες, ενώ το ίδιο έκαναν και οι ρωμαίοι πολεμιστές πριν από τη μάχη για να αποκτήσουν θάρρος, δύναμη και ενεργητικότητα. Η θεραπευτική του δράση στους πνεύμονες και στους βρόγχους έγινε γνωστή τον Μεσαίωνα. Τα μέρη του θυμαριού που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς είναι τα φύλλα και οι ανθοφόρες κορυφές, που συλλέγονται από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο. Το πιο γνωστό προϊόν του είναι το εξαιρετικής ποιότητας θυμαρίσιο μέλι. Το θυμάρι συνήθως δεν προσβάλλεται από έντομα καθότι το πτητικό έλαιο του λειτουργεί απωθητικά. Ωστόσο έχουν παρατηρηθεί προσβολές από αλευρώδεις και τετράνυχο. Γενικά το θυμάρι δεν παρουσιάζει προβλήματα ασθενειών. Ωστόσο σε περιοχές με υψηλό ποσοστό βροχοπτώσεων και σε εδάφη με κακή αποστράγγιση προσβάλλεται από ασθένειες της ρίζας , του λαιμού αλλά και του υπέργειου τμήματος. Οι μύκητες που έχουν εντοπισθεί στην καλλιέργεια ανήκουν στα γένη Armillaria, Rhizoctonia ακόμη και Botrytis.

Έχει έντονη και ελαφρώς πικάντικη γεύση, γι’ αυτό καλό είναι να χρησιμοποιείται με φειδώ. Ξερό το χρησιμοποιούμε ως μπαχαρικό για να αρωματίσουμε κρέατα, ψάρια, πίτες, ζυμαρικά, σούπες, διάφορες σάλτσες (π.χ. ντομάτας) και τυριά (κυρίως τα κρεμώδη). Πολλοί τοποθετούν ολόκληρα τα κλωνάρια του σε μπουκάλια με λάδι ή ελιές για επιπλέον άρωμα.  Είναι προτιμότερο να καταναλώνεται φρέσκο. Ωστόσο, μπορεί να αποθηκευτεί και ξερό. Κόψτε τα φύλλα, δέστε τα σε ματσάκια και κρεμάστε τα ανάποδα σε ζεστό και σκοτεινό μέρος με καλό εξαερισμό. Όταν ξεραθούν, θρυμματίστε τα φύλλα και φυλάξτε τα σε αεροστεγή δοχεία. Όσο ευεργετικές είναι οι θεραπευτικές του ιδιότητες, άλλο τόσο προσεκτική πρέπει να είναι η συχνότητα της χρήσης του. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού δεν πρέπει να λαμβάνεται οποιαδήποτε θεραπευτική δόση θυμαριού και αιθέριου ελαίου. Επίσης, πρέπει να αποφεύγεται από ανθρώπους με καρδιακή ανεπάρκεια ή υψηλή αρτηριακή πίεση, ενώ η χρήση του δεν ενδείκνυται σε περιπτώσεις τραυματισμών στο δέρμα. Το θυμάρι περιέχει αιθέριο έλαιο σε ποσοστό 1-2%. To κύριο συστατικό του αιθέριου έλαιου του θυμαριού κατά 20-54% είναι η θυμόλη ή, αλλιώς, καμφορά του θυμαριού, έχει χρήσεις στην αρωματοποιία και στην οδοντιατρική. Η θυμόλη έχει αντισηπτική δράση και αποτελεί το κυρίως συστατικό πολλών εμπορικών σκευασμάτων για την πλύση του στόματος, όπως η Listerine. Πριν την έλευση των σύγχρονων αντιβιοτικών, το αιθέριο έλαιο θυμαριού χρησίμευε για την επάλειψη των γαζών. Η θυμόλη έχει αποδειχτεί επίσης αποτελεσματική στην καταπολέμηση των μυκητων που συχνά μολύνουν τα νύχια των ποδιών. Αποτελεί επίσης ενεργό συστατικό σε κάποια φυτικά σκευάσματα χωρίς οινόπνευμα, για την απολύμανση των χεριών. Το ρόφημα από θυμάρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του βήχα και της βρογχίτιδας. Για να παρασκευάσουμε έγχυμα βάζουμε 1 κουταλιά του γλυκού ξηρό ή 2 κουταλιές του γλυκού φρέσκο βότανο, χωρίς κοτσάνι, σε 1 φλιτζάνι βραστό νερό, το σκεπάζουμε για 10 λεπτά και μετά το σουρώνουμε. Συνιστάται ως φυσικό τονωτικό του ανοσοποιητικού και νευρικού συστήματος. Βοηθά στη διαύγεια πνεύματος και παράλληλα στη μείωση του άγχους και της κατάθλιψης. Ενδείκνυται για την αντιμετώπιση της αϋπνίας. Παρουσιάζει ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, χάρη στα συστατικά της θυμόλης και της καρβακρόλης που περιέχει. Γαργάρες και στοματικές πλύσεις με θυμάρι βοηθούν στην καλή στοματική υγιεινή και δρουν κατά της ουλίτιδας και της κακοσμίας του στόματος. Καταπραΰνει τις φλεγμονές της αναπνευστικής οδού και το άσθμα. Ως σιρόπι ηρεμεί τον επίμονο βήχα (λειτουργεί ως αποχρεμπτικό), τη βρογχίτιδα, την φαρυγγίτιδα και την αμυγδαλίτιδα. Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση γυναικολογικών μυκητιάσεων, καθώς το αιθέριο έλαιο του θυμαριού έχει ισχυρές αντισηπτικές, αντιβακτηριδιακές και μυκητοκτόνες ιδιότητες.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θυμάρι
http://www.vita.gr/mindandbody/alternative/article/24038/sto-enallaktiko-mikroskopio-to-thymari/
http://www.ftiaxno.gr/2013/08/i-kalliergeia-kai-i-xrisi-toy-thimarioy.html

Πιστακία η γνησία ή Φιστικιά : Η ελληνική ποικιλία, η καλύτερη στον κόσμο και τα οφέλη στην υγεία

Η φιστικιά (Πιστακία η γνησία, Pistacia vera) είναι δίοικο φυλλοβόλο δέντρο του γένους Πιστακία και της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών. Η καταγωγή της είναι από το Ιράν και σήμερα καλλιεργείται ευρύτατα από την Ασία μέχρι τις Μεσογειακές χώρες και την Αμερική για τον καρπό της, το φιστίκι. Το ύψος του δέντρου φτάνει τα 10 μέτρα με πλούσια διακλάδωση με κλαδιά που έχουν χρώμα σταχτί. Τα φύλλα του είναι δερματώδη και σύνθετα. Οι ταξιανθίες της φιστικιάς σχηματίζουν τσαμπιά από μικρά άνθη. Οι φιστικιές είναι αρσενικά και θηλυκά δέντρα, με τα αρσενικά να ανθίζουν νωρίτερα. Έτσι η γύρη συλλέγεται και συντηρείται σε ψυγεία, και ρίχνεται αργότερα στα θηλυκά άνθη με τη μορφή ραντίσματος (τεχνητή επικονίαση). Ο καρπός του δέντρου έχει μήκος 1-2 εκατοστά και το περικάρπιο είναι δερματώδες και έχει πράσινο χρώμα, ενώ το εσωτερικό (ενδοκάρπιο) είναι ξυλώδες και σκληρό. Όταν ωριμάσει το περικάρπιο τότε γίνεται ωχρό, σχίζεται και πέφτει αφήνοντας το ενδοκάρπιο που με τη σειρά του ανοίγει αφήνοντας να φανεί η εσωτερική ψίχα. Αυτή έχει χρώμα πράσινο και περιβάλλεται από λεπτό φλοιό ρόδινου χρώματος (περισπέρμιο). Οι καρποί της φιστικιάς σχηματίζουν ολόκληρα τσαμπιά. Η φιστικιά είναι δέντρο που δεν αντέχει την πολλή υγρασία. Αναπτύσσεται καλύτερα σε κρύο και σύντομο χειμώνα χωρίς πολλές βροχές και μακρύ και ζεστό καλοκαίρι. Οι ρίζες της μπαίνουν βαθιά μέσα στο έδαφος και έτσι είναι εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία, περισσότερο ακόμα και από την ελιά. Πάντως χρειάζεται και πότισμα κατά καιρούς και ειδικά όταν η ξηρασία είναι παρατεταμένη. Το χώμα που προτιμά είναι αμμοπηλώδες με πολύ ασβέστιο. Η φιστικιά πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό και σπορά. Ο καρπός μαζεύεται, στεγνώνεται και φυλάσσεται για λίγο καιρό μέχρι να φυτευτεί. Το έδαφος χρειάζεται αρκετά φρεζαρίσματα έτσι ώστε να εξαφανιστούν τα ζιζάνια για εξοικονόμηση της υγρασίας. Χρειάζεται λίπανση κυρίως με αζωτούχα λιπάσματα όταν το δέντρο είναι μικρό. Η απόδοση του δέντρου με κανονική καρποφορία αρχίζει τον 4ο χρόνο μετά από τη φύτευση του. Σήμερα η συγκομιδή γίνεται με σύγχρονες μεθόδους, με ειδικούς ηλεκτρικούς δονητές που τινάζουν τους καρπούς από τα δέντρα. Στη συνέχεια τα φιστίκια συγκεντρώνονται, ξεφλουδίζονται, πλένονται με ειδικό διάλυμα, στεγνώνονται και ξηραίνονται σε σκιερό μέρος. Μετά, μπαίνουν για να ψηφθούν σε αλατούχο διάλυμα για λίγη ώρα και στη συνέχεια σε φούρνους στους 80 βαθμούς, μέχρι να απομακρυνθεί η υγρασία που έχει παραμείνει (περίπου μισή ώρα). Μετά φουρνίζονται ξανά για 40 λεπτά στους 120 βαθμούς. Στη συνέχεια γίνεται διαλογή - διαχωρισμός των φιστικίων σε ανοιχτά και κλειστά φιστίκια. 
Τα φιστίκια είναι από τους καλύτερους ποιοτικά και πιο νόστιμους ξηρούς καρπούς. Είναι μεγάλης θρεπτικής αξίας, πλούσια σε βιοτίνη, πρωτεΐνες και ανόργανα άλατα. Καταναλώνονται ψημένα με αλάτι, είτε νωπά ανάλατα. Χρησιμοποιούνται και στη ζαχαροπλαστική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται μία από τις καλύτερες ποικιλίες στον κόσμο, η Αιγινίτικη με τα περίφημα φιστίκια Αιγίνης. Σε μικρότερο βαθμό καλλιεργείται η ποικιλία Νυχάτη. Η καλλιέργεια της φιστικιάς τα τελευταία χρόνια εκτός από την Αίγινα, την Σαλαμίνα και τα Μέγαρα, που ήταν παραδοσιακά φιστικοπαραγωγές περιοχές, επεκτάθηκε στη Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Βοιωτία και Εύβοια. Το Ιράν έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο. Ακολουθούν οι Η.Π.Α., η Τουρκία και η Συρία. Η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη και έκτη στον κόσμο με 9.500 τόνους ετησίως. Τα φυστίκια περιέχουν αντιοξειδωτικές ουσίες όπως οι πολυφαινόλες και η ρεσβερατρόλη. Οι αντιοξειδωτικές ουσίες μειώνουν την οξείδωση της χοληστερόλης στο αίμα προστατεύοντας έτσι το κυκλοφορικό σύστημα από τις καταστροφικές συνέπειες της αθηρωμάτωσης. Τα φιστίκια έχουν τη δυνατότητα να μειώνουν στο αίμα την κακή χοληστερόλη και να προστατεύουν την καρδία από τη στεφανιαία νόσο. Τα φιστίκια είναι πλούσια σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Τα λιπαρά αυτά οξέα βοηθούν εναντίον της αθηρωμάτωσης και της στένωσης των αρτηριών. Ανάλογα οξέα περιέχονται στα ψάρια και στο ελαιόλαδο. Τα φιστίκια είναι πλούσια σε θερμίδες και για αυτό επιβάλλεται προσοχή. Εάν μπορούσαμε να τρωμε μόνο μια χούφτα φιστικιών, τότε θα ήταν καλά. Το πρόβλημα είναι στις μεγάλες ποσότητες που έχουμε τάση να καταναλώνουμε όταν αρχίζουμε με τα φιστίκια. Το αλάτι που προστίθεται στα φιστίκια είναι επικίνδυνο για την υγεία. Πλούσιο περιεχόμενο των φιστικιών σε βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, πρωτεϊνες και φυτικές ίνες. Τα φιστίκια είναι πλούσια σε βιταμίνες Ε, Β6, θειαμίνη (βιταμίνη Β1), ριβοφλαβίνη (βιταμίνη Β2), νιακίνη (βιταμίνη Β3), μαγνήσιο, κάλιο, ψευδάργυρο, φωσφόρο και χαλκό. Οι πρωτείνες των φιστικιών είναι καλής ποιότητας και οι φυτικές ίνες βοηθούν κατά της δυσκοιλιότητας.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φιστικιά
https://medlook.net/site_content/122-2013-08-06-13-58-18/430

Αλόη η Γνησια ή Aloe Vera : Το φυτό της αθανασίας με την εύκολη καλλιέργεια και την φαρμακευτική χρήση

Την Αλόη αποκαλούν «φυτό της αθανασίας» και τη θεωρούν ελιξίριο μακροζωίας, αν και η ονομασία της, που πιθανότατα προέρχεται από την αραβική λέξη alloeh, σημαίνει «πικρή και γυαλιστερή ουσία». Είναι από τα φυτά που χρησιμοποιήθηκαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς, όχι μόνο από διαφορετικούς πολιτισμούς, αλλά και σε διαφορετικές εποχές.Η χρήση της αλόης ξεκινά περίπου το 2200 π.X. με τα οφέλη της να είναι γνωστά στην Περσία, στην Αίγυπτο, στην αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη, στην Ινδία και στην Αφρική. Σύμφωνα με μύθους, υπήρξε το μυστικό ομορφιάς της Κλεοπάτρας και της Νεφερτίτης, ενώ ο Νικόδημος τη χρησιμοποίησε για την περιποίηση του λειψάνου του Χριστού. Στο δυτικό κόσμο και στην Αμερική, η διάδοσή της οφείλεται κατά μέγα μέρος στους ισπανούς Ιησουΐτες που τη φύτευαν στις αποικίες. Ωστόσο, μόλις το 1930 άρχισαν να μελετώνται επιστημονικά, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, οι ιδιότητες του φυτού και η δυνατότητα χρήσης του στη δυτική ιατρική. Σήμερα, διεξάγονται όλο και περισσότερες έρευνες για τη θεραπευτική της δράση και σε πολλές περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι θεαματικά. Σήμερα η αλόη βέρα καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο λόγω της σημασίας των θεραπευτικών ιδιοτήτων της. Ενας μύκητας που ονομάζεται Arbascular Mycorrhiza (δενδρόμορφη μυκόρριζα) αναπτύσσεται στην επιφάνεια του φυτού και το βοηθά στην αύξηση της εξαγωγής καλίου και άλλων χρήσιμων στοιχείων από το έδαφος. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος το φυτό έχει τόσο μεγάλη θεραπευτική σημασία. Η αλόη βέρα (Aloe Vera) μοιάζει με μικρό κάκτο, αλλά ανήκει στην οικογένεια των κρινοειδών, όπως το σπαράγγι, το κρεμμύδι και το σκόρδο. Περιέχει πάνω από 150 συστατικά, όπως λιγνίνη, σαπωνίνες, ανθρακινόνες, βιταμίνες, ασβέστιο, σίδηρο, χαλκό, ψευδάργυρο, αμινοξέα, ένζυμα, πολυσακχαρίτες, στερόλες, λεκτίνες κ.ά. Η φυτεία είναι δυνατόν να δώσει ικανοποιητική ποσότητα aloe vera από το πρώτο κιόλας έτος. Αυτό βέβαια εξαρτάται και από το μέγεθος των φυτών που θα φυτευτούν. Ομως το να παράγει κανείς αλόη βέρα είναι μια κουραστική διαδικασία. Το μεγαλύτερο μέρος της σποράς, της συγκομιδής και της επεξεργασίας γίνεται χειρωνακτικά. Κάθε φυτό αλόης βέρα ξεκινά σαν βλαστάρι που χωρίζεται από τη ρίζα ενός ώριμου φυτού και μεταφυτεύεται για να γίνει ένα νέο αυτόνομο φυτό. Επειτα από 2 ολόκληρα χρόνια προσεκτικής καλλιέργειας τα εξωτερικά φύλλα του νέου φυτού είναι έτοιμα για συγκομιδή. Τότε τα ώριμα φύλλα κόβονται προσεκτικά με το χέρι. Οι εργάτες κάνουν μια μικρή τομή στη βάση τους και τα αφαιρούν προσεκτικά για να μην καταστρέψουν τα νεότερα φύλλα. Τα φυτά της αλόης βέρα παραμένουν παραγωγικά για 3 με 4 χρόνια αφού ωριμάσουν, παράγοντας το καθένα πάνω από 50 φύλλα στη διάρκεια της ζωής του. 
Ή αλόη βέρα πρέπει να φυτευτεί σε μέρος που το βλέπει ο ήλιος συνεχώς ή πολλές ώρες την ημέρα. Μπορεί να καλλιεργηθεί μόνο σε περιοχές που δεν υπάρχουν παγωνιές και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα. Επειδή το φυτό είναι σαρκώδες και αποτελείται κατά 95% από νερό, η παγωνιά το καταστρέφει. Η αλόη βέρα, επειδή χρειάζεται ήλιο και λίγο πότισμα, αναπτύσσεται καλά σε άγονες, ξερικές ή ημιξερικές περιοχές. Αναπτύσσεται καλά σε εδάφη που είναι φτωχά σε θρεπτικά συστατικά. Για εμπορική καλλιέργεια όμως προτιμούνται εύφορα εδάφη ή ελαφρώς αμμώδη που είναι καλά αποστραγγιζόμενα και με pH μέχρι 8,5. Η προετοιμασία του εδάφους για την καλλιέργεια της αλόης είναι απλή και εύκολη. Το ζελέ της Aloe Vera περιέχει πάνω από 75 γνωστά συστατικά, η συνέργεια των οποίων οδηγεί στην ενίσχυση της δράσης τους. Η Aloe Vera είναι πηγή βιταμινών, με κυριότερες τις Β, C, Ε και β-καροτίνη (πρόδρομο της βιταμίνης Α). Περιέχει μέταλλα και ιχνοστοιχεία, κυρίως μαγνήσιο, μαγγάνιο, ψευδάργυρο, ασβέστιο, σίδηρο και σελήνιο, αλλά και αμινοξέα, που είναι οι «οικοδομικοί λίθοι» των πρωτεϊνών. Επίσης, είναι πλούσια σε σακχαρίτες, ένζυμα που βοηθούν στη διάσπαση της τροφής, στερόλες, ανθρακινόνες (παυσίπονες ουσίες) και σαλικυλικό οξύ. Χάρη στα συστατικά της και τη συνέργειά τους, η αλόη διεισδύει βαθιά στο δέρμα, το καθαρίζει και αποτελεί φυσικό αναισθητικό. Ενισχύει την ανάπτυξη νέων κυττάρων, βελτιώνει τη λειτουργία των ιστών και επουλώνει τα τραύματα. Έχει αντιβιοτική, αντιμυκητιακή και αντιφλεγμονώδη δράση, τονώνει το ανοσοποιητικό, ηρεμεί το νευρικό σύστημα, καθαρίζει τα έντερα και αποτοξινώνει τον οργανισμό.
http://www.ethnos.gr/epaggelmatikes_eukairies/arthro/fleba_xrysou_apo_tin_kalliergeia_tis_alois-63762273/
http://www.vita.gr/mindandbody/alternative/article/4799/aloh-ena-farmakeio-se-glastra/

Συκιά ή Συκη η Καρικη : Το προϊστορικό δένδρο της Ελλάδας με την ευρεία φαρμακευτική δράση

Η συκιά (Συκή η καρική και Συκή η κοινή, Ficus carica) είναι δικοτυλήδονο φυτό που ανήκει στο γένος Συκή και στην οικογένεια Μορεοειδή. Είναι δέντρο πολύ κοινό στην Ασία, στη Μέση Ανατολή και στις Μεσογειακές χώρες. Η καλλιέργειά της εισήχθη και στην Αμερική τον 18ο-19ο αιώνα. Είναι η συκέη ή συκή των αρχαίων. Ευδοκιμεί σε περιοχές με θερμό και δροσερό κλίμα και σε υψόμετρα μέχρι 1700μ. Οι καρποί της τρώγονται νωποί ή ξεροί. Το δέντρο ήταν γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους. Στην περιοχή του Παρισιού βρέθηκαν απολιθώματα φύλλων και καρπών συκιάς από την Πλειστόκαινο εποχή της Τεταρτογενούς Περιόδου. Αυτό πιστοποιεί ότι το φυτό υπήρχε ήδη από τα προϊστορικά χρόνια στην Ευρώπη. Στον προϊστορικό οικισμό Πολιόχνη, στο νησί της Λήμνου, έχουν βρεθεί απανθρακωμένα σύκα. Στον ελλαδικό χώρο καλλιεργείται πριν από την Ομηρική εποχή. Στην αρχαιότητα ήταν ευρέως γνωστή και φημισμένη για την ποιότητά της, η ποικιλία "Βασιλική" η οποία καλλιεργείτο κυρίως στην Αττική. Κατά τον Ηρόδοτο, δεν καλλιεργούνταν ούτε στη Λυδία ούτε στην Περσία. Ο ιστορικός της αρχαιότητας αναφέρει μάλιστα ότι βασικός λόγος της εκστρατείας του βασιλιά της Περσίας Ξέρξη, ήταν η κατάκτηση της Αττικής, ώστε να έχει την δυνατότητα να τρώει όχι μόνο αποξηραμένα αλλά και νωπά σύκα. Η συκή, στην αρχαία Ελλάδα σύμβολο της γονιμότητας και του Διονύσου, ένα προσωνύμιο του οποίου ήταν Συκίτης. Η καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. Το σύκο, από βοτανική άποψη, δεν είναι τυπικός καρπός αλλά μια κοίλη ανθοδοχή που ονομάζεται ταξιανθία. Η ανθοδόχη περιέχει έναν μεγάλο αριθμό ανθέων που συνήθως ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες. Το είδος και ο αριθμός των ανθέων διαφοροποιούνται σημαντικά στους δύο βασικούς τύπους δέντρου της συκιάς που είναι: Η άγρια συκιά (αρρενοσυκιά) η οποία είναι δένδρο μόνοικο διότι οι ταξιανθίες του περιέχουν και αρσενικά και θυλυκά άνθη. Η θηλυκή η οποία είναι δένδρο δίοικο διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς. Η συκιά, Ficus carica, ήταν το σημαντικότερο οπωροφόρο δένδρο των αρχαίων Ελλήνων. Τα νωπά σύκα είναι από τους πλέον εύγευστους και θρεπτικούς καρπούς. Τα ξερά σύκα είναι από τις πλέον υγιεινές και θρεπτικές τροφές για τους μαθητές στα σχολεία και τις εκδρομές. Θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα διάφορα βιομηχανικά "σνακ" που είναι επιβλαβή για την υγεία.  Η συκιά ευδοκιμεί σε ποικιλία εδαφών και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμη και σε ξηροθερμικές περιοχές, με ασβεστούχα εδάφη και pH μέχρι 8. Επειδή η ποιότητα των παραγόμενων σύκων εξαρτάται, περισσότερο από κάθε άλλο είδος οπωροφόρου, από το εδαφοκλιματικό περιβάλλον, θα πρέπει να προσδιοριστεί η καταλληλότερη ποικιλία για κάθε τύπο εδάφους και μικροκλίματος. 
Όλες οι ποικιλίες συκιάς φυτεύονται ως αυτόρριζες, χωρίς να εφαρμόζεται εμβολιασμός. Ο εμβολιασμός των ποικιλιών όμως σε επιλεγμένα υποκείμενα, από ορισμένες ποικιλίες, που προσαρμόζονται καλύτερα στα διάφορα εδάφη, βελτιώνει την παραγωγικότητα των δένδρων και την ποιότητα των καρπών. Για να εφαρμοστεί ο εμβολιασμός, θα πρέπει να επιλεγούν οι ποικιλίες εκείνες, που ευδοκιμούν καλύτερα ως υποκείμενα και να αναπτυχθεί η τεχνική αυτού.Οι κυριότεροι εχθροί της συκιάς στη χώρα μας οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στην παραγωγή και να υποβαθμίσουν ποιοτικά το παραγόμενο προϊόν είναι ο κηροπλάστης ή ψώρα της συκιάς, η ψύλλα, η λογχαία ή μαύρη μύγα των σύκων και τέλος η μύγα της Μεσογείου . Πρόβλημα στις συκιές μπορεί να προκαλέσουν και οι νηματώδεις, γιατί τα δένδρα της συκιάς παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία. Στην Μεσόγειο τα σύκα κάνουν θραύση και αποτελούν το σήμα κατατεθέν του καλοκαιριού, ενώ οι πραγματικοί λάτρεις τους, τα καταναλώνουν όλη τη χρονιά στην αποξηραμένη τους μορφή. Λόγω της απαλής τους φλούδας, τον τραγανών σπόρων και της γευστικής σάρκας τους, τα σύκα έχουν πλούσια υφή και γεύση. Περιέχουν θρεπτικά συστατικά, βιταμίνες Α, Β1 και Β2 και μέταλλα όπως ασβέστιο, σίδηρο, φώσφορο, μαγγάνιο, νάτριο, κάλιο κ.ά. Μπορείτε να τα καταναλώσετε σκέτα, αλλά και να τα προσθέσετε στο επιδόρπιο ή τη σαλάτα σας για να της δώσετε έξτρα γεύση, αποκομίζοντας ταυτόχρονα όλα τα οφέλη που οι ειδικοί υπόσχονται ότι μας προσφέρει η κατανάλωσή τους. Έρευνα 8 χρόνων που διεξάχθηκε σε περισσότερες από 50 χιλιάδες εμμηνοπαυσιακές γυναίκες στη Σουηδία, έδειξε ότι όσες κατανάλωναν τις περισσότερες φυτικές ίνες από φρούτα (τα πλουσιότερα είναι τα σύκα, τα μήλα, τα αχλάδια, τα δαμάσκηνα) μείωσαν τον κίνδυνο κατά 34% σε σχέση με αυτές που κατανάλωναν τις λιγότερες. Τα φύλλα της συκιάς, σύμφωνα με μελέτες, φαίνεται πως έχουν αντιδιαβητική δράση και μπορούν να μειώσουν την ποσότητα ινσουλίνης που λαμβάνουν οι διαβητικοί μέσω ενέσεων. Μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε ζώα έχουν αποδείξει ότι η κατανάλωση του λαχταριστού αυτού φρούτου μπορεί να ρίξει τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων στο αίμα και κατ’ επέκταση να αποτρέψει μακροπρόθεσμα την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων. Παρά τα οφέλη τους, αν το παρακάνετε με τα σύκα, υπάρχει πιθανότητα διάρροιας, ενώ θα πρέπει να τα αποφεύγετε αν έχετε πρόβλημα στα νεφρά ή την χοληδόχο κύστη.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Συκιά
http://www.agronews.gr/?pid=156&aid=75669
http://www.clickatlife.gr/your-life/story/5193

Σιτάρι και Ζεα : Το πιο δημοφιλές δημητριακό στον κόσμο, η καλλιέργεια και η γλουτένη στην διατροφή

Το σιτάρι ή στάρι ή σίτος (Triticum spp), είναι ένα φυτό που καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο. Είναι το δεύτερο παγκοσμίως σε συγκομιδή δημητριακό, μετά τον αραβόσιτο, με τρίτο το ρύζι. Ο καρπός του σίτου είναι μια βασική τροφή, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλευριού, ζωοτροφών και ως πρώτη ύλη στην παρασκευή αλκοολούχων ποτών και καυσίμων. Ο φλοιός του μπορεί να αποσπαστεί από τον καρπό και να αλεστεί, δίνοντας το λεγόμενο πίτουρο. Ο σίτος καλλιεργείται επίσης για τη βοσκή των ζώων, καθώς και για το άχυρο, τον κορμό του φυτού, που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή ή υλικό κατασκευών. Το σιτάρι, όπως και τα άλλα δημητριακά, η βρώμη, η σίκαλη, το κριθάρι, περιέχουν μία πρωτεΐνη, τη γλουτένη, στην οποία πολλοί άνθρωποι είναι δυσανεκτικοί (αλλεργικοί), εκδηλώνοντας τη λεγόμενη κοιλιοκάκη, ένα είδος εντερυγρασίας. Τα σιτηρά είναι από τα πρώτα φυτά τα οποία καλλιέργησε ο άνθρωπος και τα ίχνη των περισσότερων απ`αυτά χάνονται στο βάθος της ιστορίας. Από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας η σπουδαιότητα των σιτηρών για το ανθρώπινο γένος υπήρξε σημαντική. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί ήκμασαν σε περιοχές όπου καλλιεργούνταν κάποιο σιτηρό. Έτσι, οι πολιτισμοί των Βαβυλωνίων και Αιγύπτιων βασίστηκαν στο σιτάρι, των Κινέζων στο ρύζι, των Ίνκας, Μάγιας και Αζτέκων στον αραβόσιτο. Σήμερα, τα σιτηρά εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια γεωργία και τα προϊόντα τους αποτελούν τη βάση της διατροφής του πληθυσμού του πλανήτη μας. Πλήθος προϊόντων διατροφής έχουν ως βάση κάποιο σιτηρό. Και δεν είναι μόνο εκείνα τα φαγητά και εν γένει σκευάσματα όπως ο άρτος, το ρύζι, τα ζυμαρικά ή πολλά άλλα προϊόντα που είναι γνωστά στο ευρύ κοινό ότι προέρχονται από τα φυτά αυτά, αλλά και πλήθος άλλων προϊόντων όπως η μπύρα, το ουίσκι και άλλα έχουν ως πρώτη ύλη κάποιο σιτηρό. Η μεγάλη σημασία των σιτηρών παγκόσμια οφείλεται στο ότι σε εκτατικές συνθήκες καλλιέργειας παράγουν περισσότερο από όλες τις άλλες κατηγορίες φυτών, παρουσιάζουν μεγάλη προσαρμοστικότητα σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αποτελούν την κυριότερη πηγή τροφίμων, αποθηκεύονται εύκολα γιατί περιέχουν μικρό ποσοστό υγρασίας. Το σιτάρι έχει ταξιανθία στάχυ. Αποτελείται από ένα κύριο αρθρωτό άξονα (τη ράχη), που έχει εναλλάξ μικρούς ποδίσκους (ραχίδια), οι οποίοι φέρουν τα σταχύδια. Κάθε σταχύδιο περιβάλλεται από δύο βράκτια φύλλα που ονομάζονται εξωτερικά λέπυρα, σε αντιδιαστολή προς τα εσωτερικά λέπυρα που περιβάλλουν κάθε άνθος. Στον καρπό, το ενδοσπέρμιο συμφύεται με το περικάρπιο. Το ενδοσπέρμιο αποτελείται από μεγάλα παρεγχυματικά κύτταρα, γεμάτα με αμυλόκοκκους, εκτός από το εξωτερικό στρώμα όπου αφθονούν οι αλευρόκοκκοι. Αλευρόκοκκοι βρίσκονται και στο εσωτερικό του ενδοσπερμίου αλλά σε μικρότερη αναλογία. Το σιτάρι δεν ευδοκιμεί στα θερμά ή υγρά κλίματα εκτός εάν διαθέτουν μια περίοδο σχετικά δροσερή που να ευνοεί την ανάπτυξη των φυτών και να επιβραδύνει τη δράση των παρασιτικών ασθενειών. Η κύρια καλλιέργεια του σιταριού βρίσκεται στην Εύκρατη ζώνη. Επιστρέφει και υπόσχεται κέρδη το δίκοκκο σιτάρι. Δεν χρειάζεται λιπάσματα, προσφέρει ικανοποιητικές αποδόσεις και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμα και σε άγονα και φτωχά εδάφη με προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας δίνει η μεταποίηση του. Μία ξεχασμένη εδώ και δεκαετίες καλλιέργεια επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο. Ο λόγος για το δίκοκκο σιτάρι ή ευρέως γνωστό ως ζέα, ένα σιτηρό με μεγάλη προϊστορία στον ελλαδικό χώρο, που μπορεί να αξιοποιήσει εγκαταλελειμμένες ορεινές και ημιορεινές περιοχές με ελάχιστο κόστος παραγωγής, προσφέροντας ένα ικανοποιητικό συμπλήρωμα στο οικογενειακό εισόδημα.
Το δίκοκκο σιτάρι, σύμφωνα με τους ειδικούς, θεωρείται ιδανικό για ήπιας μορφής και αειφόρα γεωργία. Δεν χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα, είναι άριστη τροφή και η μεταποίησή του δίνει υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντα. Παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης σπόρων για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη και η καλλιέργειά του είναι εφικτή ακόμη και σε πετρώδη εδάφη έως και 1.500 μ. υψόμετρο. Λυσίνη, κυτταρίνη, μαγνήσιο και πολλά άλλα ιχνοστοιχεία και ένζυμα το κατατάσσουν δικαίως σε υψηλής διατροφικής αξίας προϊόν. Καλλιεργείται από την αρχαιότητα Το είδος αυτό του σιταριού είναι πολύ παλιό είδος, συγκομιζόταν και χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους πριν από την έναρξη της γεωργίας. Ονομάζεται επίσης και ζειά ή ζέα. Είναι ένα σιτάρι που χαρακτηρίζεται από σπόρους που έχουν προσκολλημένα τα λέπυρα του σταχυού επάνω τους. Για πολλούς αιώνες οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτόν μόνο τον τύπο σιταριού. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται πάλι το δίκοκκο σιτάρι λόγω των πολύτιμων ιδιοτήτων που έχει. Η καλλιέργειά του είναι σημαντική, επειδή δίνει καλές παραγωγές ακόμη και σε άγονα, ξηρικά και φτωχά εδάφη, σε αντίθεση με τα γυμνόσπερμα σιτάρια που σήμερα καλλιεργούνται, αλλά και επειδή είναι ανθεκτικό σε πολλές μυκητολογικές ασθένειες όπως είναι η σκωρίαση, ειδικά σε υγρές περιοχές. Γι' αυτόν τον λόγο μπορεί πολύ εύκολα να καλλιεργηθεί ως βιολογικό. Με αυτό το σιτάρι έκαναν ψωμί οι Αρχαίοι Έλληνες.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σιτάρι
http://www.ethnos.gr/epaggelmatikes_eukairies/arthro/epistrefei_kai_yposxetai_kerdi_to_dikokko_sitari-63838068/Φ

Αμπέλι ή Κλήμα : Το ιερό δένδρο του θεού Διονύσου και ο οίνος του στην μακροζωία των μεσογειακών λαών

Το αμπέλι, ή κλήμα είναι αγγειόσπερμο φυτό, ανήκει δε στην τάξη των Ραμνωδών και στην οικογένεια των Αμπελοειδών, με πολλές ποικιλίες που καλλιεργούνται στις εύκρατες περιοχές της γης. Το αμπέλι καλλιεργείται κυρίως για τον καρπό του, το σταφύλι, ενώ και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στη μαγειρική (ντολμάδες). Τα σταφύλια μπορούν να καταναλωθούν ως έχουν ή να χρησιμοποιηθούν είτε για γλυκίσματα (γλυκό του κουταλιού) είτε για την παρασκευή σταφίδων, κρασιού, άλλων οινοπνευματωδών ποτών όπως το τσίπουρο και τελικά οινοπνεύματος (αιθανόλης). Ο Στάφυλος ήταν γιος του Διονύσου και της Αριάδνης. Σε άλλο μύθο ο Στάφυλος ήταν βοσκός του βασιλέα της Αιτωλίας Οινέα. Καθώς έβοσκε τις κατσίκες του, παρατήρησε ότι μια από αυτές τρώγοντας συνέχεια ένα συγκεκριμένο καρπό πάχαινε περισσότερο από τις άλλες. Μάζεψε τότε αρκετούς και τους πρόσφερε στον βασιλιά του. Εκείνος παρασκεύασε ένα χυμό τον οποίο ονόμασε "οίνο", στον δε καρπό έδωσε το όνομα του βοσκού του (σταφύλι). Σύμφωνα με τον Κλέαρχο τον Σολέα, ο πρώτος που ανακάλυψε την τέχνη της οινοποιίας ήταν ο Μάρωνας, ο γιος του Ευάνθη, τον οποίο τιμούσαν στη Μαρώνεια της Θράκης. Τα πρώτα δείγματα αμπελοκαλλιέργειας στον ελλαδικό χώρο έχουν βρεθεί στην ανατολική Μακεδονία. Κοντά στις Κρηνίδες της Καβάλας βρέθηκαν σπόροι σταφυλιού που ανάγονται στα τέλη της προϊστορικής περιόδου. Σπόροι σταφυλιών έχουν βρεθεί, επίσης, στις ανασκαφές στην Τούμπα του Φωτολίβου της Δράμας (Νεολιθική εποχή), καθώς και σε άλλη ανασκαφή κοντά στο χωριό Σιταγροί Δράμας, σε περιοχή που υδρευόταν με τεχνητό τρόπο (3000 π.Χ.). Πρώτη αμπελουργική περιοχή στην Ελλάδα θεωρούνται οι Φίλιπποι στην ανατολική Μακεδονία ήδη από την περίοδο 2800-2200 π.Χ. Άλλωστε, σύμφωνα με μία παράδοση, ο Διόνυσος γεννήθηκε στο Παγγαίο όρος και έζησε εκεί λατρευόμενος από τους Ηδωνούς, μια θρακική φυλή. Ο Όμηρος αναφέρεται στο αμπέλι και το κρασί με τις ονομασίες οίνη, Οινόη, οινιάδα και άλλα. Στη συνέχεια οι Έλληνες και οι Φοίνικες μετέφεραν αμπέλια στην Ιταλική χερσόνησο και η Σικελία έγινε κέντρο παραγωγής σταφυλιών. Γύρω στο 600 π.Χ. Έλληνες διέδωσαν την καλλιέργεια του αμπελιού στη Γαλλία και την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το αμπέλι φτάνει στη Βρετανία. Το 13ο αιώνα μ.Χ. οι Άραβες προωθούν την καλλιέργεια του αμπελιού στην Ισπανία και την Πορτογαλία και μέχρι το 17ο αιώνα το αμπέλι ήταν γνωστό σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Στην συνέχεια μεταφέρθηκαν Ευρωπαϊκά αμπέλια στην Αμερική αλλά καταστράφηκαν μετά από μεγάλη επιδημία φυλλοξήρας, ενός εντόμου του εδάφους που προσβάλλει τις ρίζες του φυτού με αποτέλεσμα αυτό να ξεραίνεται. Συνέπεια αυτού ήταν να καλλιεργηθούν άγριες ποικιλίες ντόπιων αμπελιών ανθεκτικών στο έντομο, οι οποίες στις αρχές του 18ου αιώνα έφτασαν να καλλιεργούνται στην Αγγλία και στη Γαλλία. Όμως τα αμπέλια αυτά προσβλήθηκαν από διάφορες άλλες ασθένειες που κατέστρεψαν το 70% των καλλιεργειών. Η λύση δόθηκε με τον εμβολιασμό άγριων αμερικάνικων αμπελιών και τη δημιουργία ανθεκτικών υβριδίων.

Το αμπέλι είναι πολυετές φυτό και αναπτύσσεται γρήγορα. Ο κορμός του έχει πολλαπλές διακλαδώσεις και αρκετούς βραχίονες και βλαστάρια. Ο φλοιός των ξυλωδών τμημάτων βγαίνει σε λωρίδες και αποχωρίζεται. Οι βλαστοί στην πορεία του χρόνου γίνονται ξυλώδεις βραχίονες που ονομάζονται βέργες, κληματόβεργες ή κληματίδες. Το κλήμα έχει βλαστούς και κληματίδες διαφόρων ηλικιών. Κάθε βλαστός έχει τη βάση και την κορυφή που αυξάνεται, διάφορους κόμπους, φύλλα αλλά και τα βασικά διακριτικά του αμπελιού που είναι οι έλικες, με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να αναρριχάται. Ακόμα τους μεσοκάρδιους βλαστούς και τις ταξιανθίες που εξελίσσονται σε σταφύλια. Τα φύλλα του αμπελιού είναι μεγάλα, παλαμοειδή και φύονται από το βλαστό με ένα μίσχο. Το σχήμα τους είναι χαρακτηριστικό και παρουσιάζει διαφορές ανάλογα με την ποικιλία και το είδος, όπως διαφορές παρουσιάζει το χρώμα, το χνούδι στην κάτω επιφάνεια και το μέγεθος. Ο τρύγος είναι η τελευταία φάση της δραστηριότητας της αμπελοκομίας και αφορά το μάζεμα των σταφυλιών. Ο καθορισμός του χρόνου του τρύγου έχει μεγάλη σημασία για την ποιότητα των σταφυλιών. Σε γενικές γραμμές ο τρύγος γίνεται τους μήνες Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Τα σταφύλια που είναι έτοιμα για μάζεμα πρέπει να είναι ώριμα και ο βαθμός ωριμότητας βρίσκεται είτε εμπειρικά με το μάτι, ή με δοκιμή στη γεύση, είτε με χημικές μεθόδους όπως είναι η πυκνομέτρηση (γραδάρισμα), όταν έχουμε να κάνουμε με σταφύλια που προορίζονται για παραγωγή κρασιού. Παραδοσιακά τα τρυγημένα σταφύλια συγκεντρώνονται σε ειδικά κοφίνια (τρυγοκόφινα) χωρητικότητας 20 κιλών. Για την κοπή των τσαμπιών χρησιμοποιούνται ειδικοί σουγιάδες, ψαλίδια ή λεπίδες. Στην ελληνική ύπαιθρο ο τρύγος, μαζί με το πάτημα των σταφυλιών που τον ακολουθούσε, ήταν μια από τις σημαντικότερες αγροτικές εργασίες και γινόταν αφορμή για γιορτή, συνοδευόμενος από τα ανάλογα έθιμα. Οι μεσογειακοί λαοί ζουν περισσότερο και έχουν ως κύρια πηγή πρόσληψης αλκοόλ το κρασί. Το γεγονός αυτό ώθησε ερευνητές από όλο τον κόσμο εδώ και χρόνια να μελετήσουν τα συστατικά του και τη συσχέτισή τους με το επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Η μέτρια κατανάλωση κόκκινου κρασιού προσφέρει ευεργετικά αποτελέσματα, μειώνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Αυτό οφείλεται στα 2 κυριότερα συστατικά του, δηλαδή στο αλκοόλ και στις διάφορες αντιοξειδωτικές του ουσίες, όπως η τυροσόλη, η ρεσβερατρόλη και άλλες φαινολικές ενώσεις. Οι αντιοξειδωτικές ουσίες βρίσκονται σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στα κόκκινα κρασιά που έχουν ζυμωθεί σε δρύινα βαρέλια, ενώ αυξάνονται κατά τη συντήρησή τους σε αυτά με το πέρασμα του χρόνου.

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αμπέλι
http://www.vita.gr/diatrofi/eating-healthy/article/18608/8-apories-gia-to-krasi/

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...