Το σιτάρι ή στάρι ή σίτος (Triticum spp), είναι ένα φυτό που καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο. Είναι το δεύτερο παγκοσμίως σε συγκομιδή δημητριακό, μετά τον αραβόσιτο, με τρίτο το ρύζι. Ο καρπός του σίτου είναι μια βασική τροφή, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή αλευριού, ζωοτροφών και ως πρώτη ύλη στην παρασκευή αλκοολούχων ποτών και καυσίμων. Ο φλοιός του μπορεί να αποσπαστεί από τον καρπό και να αλεστεί, δίνοντας το λεγόμενο πίτουρο. Ο σίτος καλλιεργείται επίσης για τη βοσκή των ζώων, καθώς και για το άχυρο, τον κορμό του φυτού, που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή ή υλικό κατασκευών. Το σιτάρι, όπως και τα άλλα δημητριακά, η βρώμη, η σίκαλη, το κριθάρι, περιέχουν μία πρωτεΐνη, τη γλουτένη, στην οποία πολλοί άνθρωποι είναι δυσανεκτικοί (αλλεργικοί), εκδηλώνοντας τη λεγόμενη κοιλιοκάκη, ένα είδος εντερυγρασίας. Τα σιτηρά είναι από τα πρώτα φυτά τα οποία καλλιέργησε ο άνθρωπος και τα ίχνη των περισσότερων απ`αυτά χάνονται στο βάθος της ιστορίας. Από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας η σπουδαιότητα των σιτηρών για το ανθρώπινο γένος υπήρξε σημαντική. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί ήκμασαν σε περιοχές όπου καλλιεργούνταν κάποιο σιτηρό. Έτσι, οι πολιτισμοί των Βαβυλωνίων και Αιγύπτιων βασίστηκαν στο σιτάρι, των Κινέζων στο ρύζι, των Ίνκας, Μάγιας και Αζτέκων στον αραβόσιτο. Σήμερα, τα σιτηρά εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια γεωργία και τα προϊόντα τους αποτελούν τη βάση της διατροφής του πληθυσμού του πλανήτη μας. Πλήθος προϊόντων διατροφής έχουν ως βάση κάποιο σιτηρό. Και δεν είναι μόνο εκείνα τα φαγητά και εν γένει σκευάσματα όπως ο άρτος, το ρύζι, τα ζυμαρικά ή πολλά άλλα προϊόντα που είναι γνωστά στο ευρύ κοινό ότι προέρχονται από τα φυτά αυτά, αλλά και πλήθος άλλων προϊόντων όπως η μπύρα, το ουίσκι και άλλα έχουν ως πρώτη ύλη κάποιο σιτηρό. Η μεγάλη σημασία των σιτηρών παγκόσμια οφείλεται στο ότι σε εκτατικές συνθήκες καλλιέργειας παράγουν περισσότερο από όλες τις άλλες κατηγορίες φυτών, παρουσιάζουν μεγάλη προσαρμοστικότητα σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αποτελούν την κυριότερη πηγή τροφίμων, αποθηκεύονται εύκολα γιατί περιέχουν μικρό ποσοστό υγρασίας. Το σιτάρι έχει ταξιανθία στάχυ. Αποτελείται από ένα κύριο αρθρωτό άξονα (τη ράχη), που έχει εναλλάξ μικρούς ποδίσκους (ραχίδια), οι οποίοι φέρουν τα σταχύδια. Κάθε σταχύδιο περιβάλλεται από δύο βράκτια φύλλα που ονομάζονται εξωτερικά λέπυρα, σε αντιδιαστολή προς τα εσωτερικά λέπυρα που περιβάλλουν κάθε άνθος. Στον καρπό, το ενδοσπέρμιο συμφύεται με το περικάρπιο. Το ενδοσπέρμιο αποτελείται από μεγάλα παρεγχυματικά κύτταρα, γεμάτα με αμυλόκοκκους, εκτός από το εξωτερικό στρώμα όπου αφθονούν οι αλευρόκοκκοι. Αλευρόκοκκοι βρίσκονται και στο εσωτερικό του ενδοσπερμίου αλλά σε μικρότερη αναλογία. Το σιτάρι δεν ευδοκιμεί στα θερμά ή υγρά κλίματα εκτός εάν διαθέτουν μια περίοδο σχετικά δροσερή που να ευνοεί την ανάπτυξη των φυτών και να επιβραδύνει τη δράση των παρασιτικών ασθενειών. Η κύρια καλλιέργεια του σιταριού βρίσκεται στην Εύκρατη ζώνη. Επιστρέφει και υπόσχεται κέρδη το δίκοκκο σιτάρι. Δεν χρειάζεται λιπάσματα, προσφέρει ικανοποιητικές αποδόσεις και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμα και σε άγονα και φτωχά εδάφη με προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας δίνει η μεταποίηση του. Μία ξεχασμένη εδώ και δεκαετίες καλλιέργεια επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο. Ο λόγος για το δίκοκκο σιτάρι ή ευρέως γνωστό ως ζέα, ένα σιτηρό με μεγάλη προϊστορία στον ελλαδικό χώρο, που μπορεί να αξιοποιήσει εγκαταλελειμμένες ορεινές και ημιορεινές περιοχές με ελάχιστο κόστος παραγωγής, προσφέροντας ένα ικανοποιητικό συμπλήρωμα στο οικογενειακό εισόδημα.
Το δίκοκκο σιτάρι, σύμφωνα με τους ειδικούς, θεωρείται ιδανικό για ήπιας μορφής και αειφόρα γεωργία. Δεν χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα, είναι άριστη τροφή και η μεταποίησή του δίνει υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντα. Παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης σπόρων για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη και η καλλιέργειά του είναι εφικτή ακόμη και σε πετρώδη εδάφη έως και 1.500 μ. υψόμετρο. Λυσίνη, κυτταρίνη, μαγνήσιο και πολλά άλλα ιχνοστοιχεία και ένζυμα το κατατάσσουν δικαίως σε υψηλής διατροφικής αξίας προϊόν. Καλλιεργείται από την αρχαιότητα Το είδος αυτό του σιταριού είναι πολύ παλιό είδος, συγκομιζόταν και χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους πριν από την έναρξη της γεωργίας. Ονομάζεται επίσης και ζειά ή ζέα. Είναι ένα σιτάρι που χαρακτηρίζεται από σπόρους που έχουν προσκολλημένα τα λέπυρα του σταχυού επάνω τους. Για πολλούς αιώνες οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτόν μόνο τον τύπο σιταριού. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται πάλι το δίκοκκο σιτάρι λόγω των πολύτιμων ιδιοτήτων που έχει. Η καλλιέργειά του είναι σημαντική, επειδή δίνει καλές παραγωγές ακόμη και σε άγονα, ξηρικά και φτωχά εδάφη, σε αντίθεση με τα γυμνόσπερμα σιτάρια που σήμερα καλλιεργούνται, αλλά και επειδή είναι ανθεκτικό σε πολλές μυκητολογικές ασθένειες όπως είναι η σκωρίαση, ειδικά σε υγρές περιοχές. Γι' αυτόν τον λόγο μπορεί πολύ εύκολα να καλλιεργηθεί ως βιολογικό. Με αυτό το σιτάρι έκαναν ψωμί οι Αρχαίοι Έλληνες.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σιτάρι
http://www.ethnos.gr/epaggelmatikes_eukairies/arthro/epistrefei_kai_yposxetai_kerdi_to_dikokko_sitari-63838068/Φ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου