Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Ο δεκάλογος των μυστικών για την φροντίδα της γαρδένιας

Όποιο επίθετο και να χρησιμοποιήσουμε, είναι πολύ λίγο για να περιγράψει τη γαρδένια, το καλλωπιστικό φυτό που μαζί με την τριανταφυλλιά έχουν τους πιο φανατικούς θαυμαστές στο ελληνικό χώρο. Οι περισσότεροι τη θυμόμαστε από τη βεράντα στο σπίτι των γονιών μας και τις αυλές των γιαγιάδων, να ξεχωρίζει με τα υπέροχα λευκά αρωματικά λουλούδια και τα γυαλιστερά φύλλα της. Κατάλληλη εποχή για τη φύτευση της γαρδένιας είναι μέσα στην άνοιξη, όπου τη φυτεύουμε σε κήπο και σε γλάστρα για να μας χαρίσει τη μοναδική ομορφιά της σε αυλές, βεράντες και μπαλκόνια. Η γαρδένια ανθίζει στις αρχές του καλοκαιριού και μας δίνει μία δεύτερη ανθοφορία στις αρχές του φθινοπώρου. Αν και θεωρείται ευαίσθητο φυτό που απαιτεί αρκετή φροντίδα και χρόνο μέχρι να τη μάθουμε καλύτερα, είναι σίγουρο ότι με την κατάλληλη περιποίηση μας ανταμείβει και με το παραπάνω. Ας δούμε, λοιπόν, τα μυστικά για τη φροντίδα της γαρδένιας καθώς και λύσεις στα πιο συνηθισμένα προβλήματα, προκειμένου να απολαύσουμε υγιή φυτά με πλούσια βλάστηση και εντυπωσιακή ανθοφορία.


Υπάρχουν πολλά είδη γαρδένιας, από θάμνους μέχρι μικρά δενδρύλλια. Η πιο γνωστή ποικιλία είναι η κοινή γαρδένια που όλοι γνωρίζουμε και ως γαρδένια η ιασμινοειδής (Gardenia jasminoides) που ξεχωρίζει για το χαρακτηριστικό έντονο άρωμα της. Πολύ δημοφιλής είναι και η γαρδένια η μεγανθής (Gardenia grandiflora) που ξεχωρίζει με το μεγάλο μέγεθος των λουλουδιών της. Ένα διαφορετικό είδος γαρδένιας που έχει προκύψει από διασταυρώσεις είναι η λεμονογαρδένια, γνωστή και μοσχογαρδένια ή ταπερ μοντάνα όπως ονομάζεται στο εξωτερικό. Αν και δεν είναι τόσο γνωστή στους περισσότερους φίλους των λουλουδιών στον ελληνικό χώρο, η λεμονογαρδένια είναι αρκετά πιο ανθεκτική από την κοινή γαρδένια και διαθέτει μικρότερα λουλούδια που έχουν μια χαρακτηριστική, γεμάτη φρεσκάδα, απαλή μυρωδιά.


Η γαρδένια είναι από τα πιο ευαίσθητα καλλωπιστικά φυτά και είναι πολύ σημαντικό να τη επιλέξουμε την κατάλληλη θέση για τη φύτευσή της. Συγκεκριμένα, η γαρδένια χρειάζεται δροσερό ημισκιερό περιβάλλον για να ευδοκιμήσει και αποφεύγουμε να τη φυτεύουμε σε σημεία που τα βλέπει ο μεσημεριανός ήλιος. Την τοποθετούμε σε σχετικά προφυλαγμένη θέση, μακριά από ζεστούς ανέμους, καθώς και από δυνατούς βοριάδες. Η γαρδένια χρειάζεται αρκετό φως για να ανθίσει, καλό αερισμό και μια σχετική υγρασία. Αποφεύγουμε να την έχουμε κοντά σε τοίχους και κάτω από τέντες για να διευκολύνουμε τον σωστό αερισμό της. Αποφεύγουμε να έρχεται σε επαφή με την άμεση ηλιακή ακτινοβολία, ειδικά το καλοκαίρι, καθώς της δημιουργεί εγκαύματα στα φύλλα, ενώ παράλληλα προκαλεί πτώση των μπουμπουκιών της. Το γλυκό απογευματινό φως βοηθάει στην υγιή ανάπτυξη της γαρδένιας μας. Η γαρδένια είναι ευαίσθητη στην έντονη παγωνιά του χειμώνα και στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Ιδανικές θερμοκρασίες για να αναπτυχθεί και να ανθοφορήσει είναι σε ένα εύρος θερμοκρασιών από 10-20°C. Για γαρδένιες που έχουμε φυτέψει σε γλάστρα, επιλέγουμε δυτικό ή ανατολικό μπαλκόνι, αποφεύγοντας μπαλκόνια με βορινό και νότιο προσανατολισμό. Τους χειμερινούς μήνες, κι εφόσον η γαρδένια είναι σε σημείο εκτεθειμένο στο κρύο ή στους δυνατούς βοστιάδες, καλό είναι να προστατεύεται με κάποιο νάυλον για αντιπαγετική προστασία του φυτού. Εναλλακτικά, μπορούμε να την μεταφέρουμε στο εσωτερικό του σπιτιού για μερικές μέρες, σε σημείο καλά αεριζόμενο, φωτεινό και μακριά από σώματα θέρμανσης. Η γαρδένια μπορεί να διατηρηθεί για αρκετό καιρό και μέσα σε σπίτι, αρκεί να της εξασφαλίσουμε φωτεινό σημείο μακριά από θερμαντικά σώματα όπως τζάκι και καλοριφέρ, καθώς και από κλιματιστικά.


H γαρδένια, ανήκει στα οξύφιλα φυτά, όπως η ορτανσία, η καμέλια και η αζαλέα, επομένως για να αναπτυχθεί και να ανθοφορήσει χρειάζεται έδαφος με χαμηλό pH, όπως καστανόχωμα, ερεικόχωμα και ελατόχωμα. Εναλλακτικά, για την μεταφύτευση της γαρδένιας, μπορούμε να προμηθευτούμε ειδικό φυτόχωμα για οξύφιλα από γεωπονικά καταστήματα. Επιλέγουμε γλάστρα, πήλινη ή πλαστική, 1-2 νούμερα μεγαλύτερη από τη γλάστρα που ήταν φυτεμένo το φυτό μας και φροντίζουμε να διαθέτει τρύπες στη βάση για να φεύγει το περιττό νερό. Είναι σημαντικό να τοποθετούμε στη βάση της γλάστρας μια στρώση χαλικιών ή βότσαλων πάχους 2-3 εκατοστών για να εξασφαλίσουμε καλύτερη αποστάγγιση. Αν η γλάστρα που διατηρούμε τη γαρδένια για αρκετό καιρό δεν στραγγίζει, τότε πιθανότατα το ριζικό σύστημα της γαρδένιας έχει γίνει πολύ πυκνό και χρειάζεται μεταφύτευση σε μεγαλύτερη γλάστρα. Κατά τη μεταφύτευση, είναι σημαντικό να αραιώνουμε και να σπάμε τις άκρες των ριζιδίων του φυτού όταν έχουν πυκνώσει πολύ, για να μπορέσει να απορροφήσει άμεσα νερό και θρεπτικά συστατικά. Σε διαφορετική περίπτωση, παρατηρούμε στην γαρδένια έντονα φαινόμενα στρεσαρίσματος που εκδηλώνονται με μαρασμό των φύλλων και πτώση των μπουμπουκιών.


Η γαρδένια έχει σημαντικές απαιτήσεις σε νερό. Το σωστό πότισμα είναι ίσως ο πιο βασικός παράγοντας για να ευδοκιμήσει, τόσο στον κήπο όσο και σε γλάστρα στο μπαλκονι. Η γαρδένια χρειάζεται πολύ καλής ποιότητας νερό που να μην περιέχει άλατα. Το βρόχινο νερό είναι πολύ ωφέλιμο και είναι σημαντικό να την αφήνουμε να έχει έκθεση στη βροχή. Η γαρδένια χρειάζεται πότισμα δύο φορές τη βδομάδα κατά την περίοδο της άνοιξης και του φθινοπώρου και τουλάχιστον κάθε 2 μέρες την περίοδο του καλοκαιριού. Είναι σημαντικό το πότισμα της γαρδένιας να είναι τακτικό, διαφορετικά τα μπουμπούκια της μπορεί να πέσουν πριν ανοίξουν. Την περίοδο του καλοκαιριού, σε συνθήκες καύσωνα, όπου επικρατούν ψηλές θερμοκρασίες, θα χρειαστεί να ποτίζουμε την γαρδένια καθημερινά. Προσέχουμε να μη ποτίζουμε με μεγαλύτερη ποσότητα νερού από όσο χρειάζεται, καθώς το υπερβολικό πότισμα μπορεί να δημιουργήσει κιτρίνισμα στα φύλλα. Παράλληλα, είναι απαραίτητο να ψεκάζουμε τα φύλλα της γαρδένιας για να διατηρούμε σχετική υγρασία για το φυτό και να μην δημιουργηθούν ξηράνσεις και καφετιάσματα στις άκρες των φύλλων. Ο ψεκασμός του φυλλώματος προτιμάμε να γίνεται με καλής ποιότητας νερό ή βρόχινο νερό που να μην περιέχει άλατα, τα οποία δημιουργούν τοξικότητα στο φυτό της γαρδένιας.


Η γαρδένια είναι απαιτητική και ως προς τη λίπανση της. Προσθέτουμε κάθε μήνα πλήρες λίπασμα ενισχυμένο σε κάλιο, ειδικό για οξύφιλα φυτά που δεν αυξάνει το pH του εδάφους και ενισχύει την ανθοφορία της γαρδένιας. Αποφεύγουμε να βάζουμε λίπασμα τον Αύγουστο που επικρατούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες, καθώς και τον μήνα Ιανουάριο που επικρατεί πολύ παγωνιά, γιατί θα δημιουργήσουμε πρόβλημα στο φυτό μας. Επίσης, αποφεύγουμε λιπάσματα με υψηλή περιεκτικότητα σε άζωτο, όπως αμμωνία και ουρία, γιατί μπορεί να δημιουργήσει καφέ ή μαύρα καψίματα στις άκρες των φύλλων καθώς και πτώση των λουλουδιών. Η γαρδένια είναι ευαίσθητη στην έλλειψη σιδήρου, κάτι που μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα αν παρατηρήσουμε κιτρίνισμα στα νεαρά φύλλα, ενώ οι νευρώσεις των φύλλων της γαρδένιας παραμένουν πράσινες. Από τα διάφορα είδη των λιπασμάτων σιδήρου, επιλέγουμε και προσθέτουμε κάθε μήνα στη γαρδένια μας λίπασμα χηλικού σιδήρου που είναι υδατοδιαλυτός και άμεσα απορροφούμενος από τα φυτά. Το λίπασμα του θειικού σιδήρου είναι αρκετά πιο αργής αποδέσεμευσης για τη γαρδένια μας, ενώ η παραδοσιακή προσθήκη καρφιών, σκουριασμένων αντικειμένων στη γλάστρα της γαρδένιας που έκαναν οι γιαγιάδες μας είναι σίγουρο ότι δεν προσφέρεται για άμεση απορρόφηση σιδήρου.


Σε περιβάλλον υπερβολικής υγρασίας και κακού αερισμού, η γαρδένια προσβάλλεται από μυκητολογικές ασθένειες του ριζικού συστήματος όπως η φυτόφθορα και η ριζοκτόνια, καθώς και από ασθένειες του φυλλώματος, όπως το ωίδιο και η αλτερνάρια. Για την αντιμετώπιση των μυκήτων του εδάφους που προκαλούν σάπισμα στη ρίζα, ποτίζουμε διαλύοντας 1 κουταλιά του γλύκού γαλαζόπετρα σε ένα λίτρο νερό και επαναλαμβάνουμε μετά από 2 εβδομάδες. Για τους μύκητες του φυλλώματος που μπορεί να προκαλέσουν άσπρισμα ή γκριζάρισμα στα φύλλα και καστανές κηλίδες, ψεκάζουμε με διάλυμα χαλκού και θειαφιού ή με αυτοσχέδια συνταγή που φτιάχνουμε διαλύοντας 1 κοφτό κουταλάκι του γλυκού μαγειρικής σόδας σε ένα λίτρο νερό. Η γαρδένια μπορεί να προσβληθεί από διάφορα έντομα, όπως κοκκοειδή (ψώρα, ψευδόκοκκος), μελίγκρα (αφίδες, ψείρα) και τετράνυχο που προσβάλλουν τα φύλλα, τους βλαστούς και τα μπουμπούκια της. Για την προληπτική προστασία της γαρδένιας από έντομα, παρασκευάζουμε ειδικό διάλυμα προσθέτοντας μία κουταλιά της σούπας τριμμένο πράσινο σαπούνι και μία κουταλιά του γλυκού οινόπνευμα σε ένα λίτρο νερό και ψεκάζουμε το φύλλωμα της γαρδένιας κάθε δύο βδομάδες. Εναλλακτικά, προμηθευόμαστε οικολογικό σκεύασμα θερινού πολτού ή σαπώνων αλάτων καλίου από γεωπονικά καταστήματα και ψεκάζουμε το φύλλωμα της γαρδένιας σε θερμοκρασία που δεν ξεπερνά τους 28°C για να αποφύγουμε προβλήματα με εγκαύματα.


Πολύ συχνά, η γαρδένια εμφανίζει αρκετά προβλήματα που οφείλονται σε λανθασμένη περιποίηση. Είναι σημαντικό να μπορούμε να αναγνωρίζουμε άμεσα τα συπτώματα, καθώς και τις πιθανές αιτίες ώστε να τις αντιμετωπίζουμε έγκαιρα με την κατάλληλη φροντίδα. Παρακάτω, παραθέτουμε τα επτά πιο συνηθισμένα προβλήματα της γαρδένιας με τα συμπτώματα και τις πιθανές αιτίες που τα προκαλούν. Αν παρατηρήσουμε κίτρινα φύλλα στη γαρδένια μας, αυτό μπορεί να οφείλεται σε υπερβολική υγρασία, λόγω παραπάνω ποτίσματος ή κακής αποστράγγισης της γλάστρας. Το κιτρίνισμα των φύλλων, μπορεί επίσης να οφείλεται σε ανεπαρκή λίπανση της γαρδένιας και ιδιαίτερα σε έλλειψη σιδήρου που εμφανίζεται εντονότερα όταν η γαρδένια δε φυτεύεται σε όξινο χώμα ή σε φυτόχωμα κατάλληλο για οξύφιλα φυτά. Άλλος ένας λόγος που μπορεί να παρατηρήσουμε κίτρινα φύλλα είναι όταν η γαρδένια βρίσκεται σε συνθήκες μειωμένου φωτισμού. Αν διαπιστώσουμε ότι το καταπράσινο γυαλιστερό χρώμα των φύλλων της γαρδένιας εξασθενεί και παίρνει ένα ανοικτό πράσινο χρώμα, ένας κύριος λόγος είναι ο μειωμένος φωτισμός της θέσης που βρίσκεται η γαρδένια μας, οπότε φροντίζουμε να τη μεταφέρουμε σε πιο φωτεινή θέση. Επίσης, το ανοικτό χρώμα των φύλλων της γαρδένιας μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη στοιχείων, όπως το άζωτο και το μαγγάνιο. Τα φύλλα της γαρδένιας πέφτουν όταν μείνει απότιστη για αρκετές μέρες ή όταν δεν της έχουμε προσθέσει λίπασμα για αρκετό καιρό. Φρόντιζουμε να ποτίζουμε τακτικά τη γαρδένια και να προσθέτουμε λίπασμα που ενισχύει την ανάπτυξή της. Επίσης, η πτώση των φύλλων της γαρδένιας είναι αρκετά συχνό φαινόμενο, όταν έχουμε πολύ έντονη ανθοφορία και ανεπαρκής λίπανση, καθώς και όταν υπάρχει προσβολή του ριζικού συστήματος από σκουλήκια στο χώμα.


Όταν η γαρδένια εμφανίζει μικρά νέα φύλλα, είναι σημάδι ότι χρειάζεται άμεσα μεταφύτευση σε μεγαλύτερη γλάστρα. Για γαρδένιες που έχουμε πολύ καιρό στην ίδια γλάστρα, η εμφάνιση των μικρών φύλλων της καινούριας βλάστησης της γαρδένιας οφείλεται στο πολύ πυκνό και πιεσμένο ριζικό σύστημα που έχει δημιουργήσει μέσα στη γλάστρα και το οποίο που δεν της επιτρέπει να αναπτυχθεί σωστά. Ένα πολύ συχνό φαινόμενο είναι τα φύλλα της γαρδένιας να καφετιάζουν ή να μαυρίζουν στις άκρες. Η εμφάνιση μαυρίσματος ή καφετιάσματος στα φύλλα παρατηρείται συνήθως όταν προσθέτουμε υπερβολική ποσότητα αζωτούχου λιπάσματος (όπως για παράδειγμα αμμωνία). Ανάλογα συμπτώματα με μαύρισμα ή καφέτιασμα στα φύλλα της γαρδένιας συμβαίνουν όταν η γαρδένια μας υποφέρει από έλλειψη του θρεπτικού στοιχείου του μαγνησίου. Τα μπουμπούκια και τα λουλούδια της γαρδένιας πέφτουν όταν δεν ποτίζουμε επαρκώς, καθώς και όταν κάνουμε υπερβολικά συχνά ποτίσματα. Ανάλογα συμπτώματα πτώσης ανθέων της γαρδένιας διαπιστώνουμε όταν βάλουμε υπερβολική ποσότητα λιπάσματος, καθώς και όταν έχουμε χαμηλές θερμοκρασίες κατά την περίοδο της ανθοφορίας. Επίσης, αρκετά μπουμπούκια της γαρδένιας μπορεί να πέσουν όταν έχουμε πολύ πλούσια ανθοφορία, καθώς και όταν η γαρδένια μας δεν βρίσκεται σε αρκετά φωτεινή θέση.


Αν και οι περισσότεροι δεν κλαδεύουν τις γαρδένιες, είναι απαραίτητο να το κάνουμε κάθε χρόνο για να έχει καλή ανάπτυξη και ανθοφορία. Κατάλληλη εποχή κλαδέματος της γαρδένιας είναι στις αρχές της άνοιξης, κατά την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου, αφού περάσουν οι παγωνιές του χειμώνα. Κατά το κλάδεμα της γαρδένιας αφαιρούμε ξερούς και αδύναμους βλαστούς, καθώς και κιτρινισμένα φύλλα. Αν το φύλλωμα της γαρδένιας είναι πολύ αραιό, κορφολογούμε τους βλαστούς της, κόβοντας περίπου το 1/3 του μήκους της για να αποκτήσει πιο συμπαγές και πυκνό φύλλωμα και να μας χαρίσει σταδιακά μια πλούσια και παρατεταμένη ανθοφορία. Φροντίζουμε να κλαδεύουμε τη γαρδένια μας εγκαίρως, καθώς αν την κλαδέψουμε στις αρχές του καλοκαιριού, μετά το τέλος της πρώτης ανθοφορίας, αυτό έχει σαν συνέπεια να χάσουμε τα φθινοπωρινά λουλούδια της, καθώς και να περιορίσουμε την βλαστική της ανάπτυξη.


Μπορούμε να δημιουργήσουμε καινούρια φυτά γαρδένιας εύκολα και οικονομικά, ακολουθώντας τη μέθοδο πολλαπλασιασμού με μοσχεύματα. Συγκεκριμένα, στα τέλη του χειμώνα ή στις αρχές άνοιξης, παίρνουμε τμήματα τρυφερού βλαστού μήκους 10-15 εκατοστών από την κορυφή του φυλλώματος της γαρδένιας. Αφαιρούμε τα 2/3 του φυλλώματος από τη βάση και αφήνουμε μόνο 2-3 ζευγάρια φύλλων στο πάνω μέρος του μοσχεύματος. Εμβαπτίζουμε τη βάση του μοσχεύματος της γαρδένιας σε ορμόνη ριζοβολίας για να έχουμε μεγαλύτερη επιτυχία στον πολλαπλασιασμό και στη συνέχεια φυτεύουμε το μόσχευμα σε μικρή γλάστρα φυτωρίου που περιέχει φυτόχωμα για οξύφιλα φυτά με αρκετή άμμο και περλίτη. Εξασφαλίσουμε υγρασία στο χώμα της γλάστρας και την τοποθετούμε σε δροσερό περιβάλλον με θερμοκρασίες 15-20°C. Συμπληρωματικά, μπορούμε να καλύψουμε το μόσχευμα με ένα πλαστικό μπουκάλι ή με μια νάυλον σακούλα για να επιταχύνουμε τη διαδικασία ριζοβολίας του φυτού μας. Μπορούμε, επίσης, να δημιουργήσουμε νέα φυτά γαρδένιας και μέσα στο καλοκαίρι με ημιξυλώδη μοσχεύματα, τα οποία ωστόσο έχουν μικρότερο ποσοστό επιτυχίας. Η γαρδένια δεν θέλει απότομες αλλαγές στη θερμοκρασία στο γύρω περιβάλλον, είτε προς το κρύο είτε προς τη ζέστη. Μία τέτοια αλλαγή μπορεί να επιφέρει πτώση μπουμπουκιών της γαρδένιας, μαρασμό του φυλλώματος μέχρι και ολοσχερή ξήρανση του φυτού.

Πηγή : https://fonimaleviziou.gr/2020/05/10/10-mystika-gia-ti-frontida-tis-gardenias-video/

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...