Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Η Γαρυφαλλιά ή Δίανθος : Το εντυπωσιακό ελληνικό λουλούδι ανθεκτικό σε καιρό και ασθένειες

Η Γαρυφαλλιά (ή Δίανθος όπως είναι η ''επίσημη'' ονομασία της), είναι ένα ευρέως διαδεδομένο στην Ελλάδα και εξαιρετικά αγαπητό πολυετές ανθοφόρο φυτό που το συναντάμε ιδιαίτερα στα μπαλκόνια των σπιτιών καθώς είναι ένα κλασικό ''λουλούδι γλάστρας'' χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι δεν ευδοκιμεί μια χαρά και στο έδαφος. Είναι ένα ιδιαίτερα ανθεκτικό φυτό. Το μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν τα άνθη της είναι ότι μπορούν να διατηρηθούν σε βάζο για αρκετό διάστημα εξ' ου και είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στα ελληνικά σπίτια.  Σε ύψος φτάνει περίπου τα 60 εκατοστά. Πρέπει να φυτεύεται σε χώμα με καλή αποστράγγιση γιατί διαφορετικά μπορεί να σαπίσουν οι ρίζες της. Γενικώς δεν ''αγαπάει'' την πολύ υγρασία. Θέλει (όπως και τα περισσότερα ανθοφόρα φυτά άλλωστε) να φυτεύεται σε σημεία που τα ''βλέπει'' καλά ο ήλιος. Κλάδεμα : Το ''βασικό'' κλάδεμα της γαρυφαλλιάς γίνεται νωρίς την άνοιξη. Παράλληλα, πρέπει να αφαιρούνται τακτικά τα μαραμένα λουλούδια και τα ξερά κλαδάκια της ώστε να ενισχύεται η ανθοφορία της. Πότισμα :  κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και ιδιαίτερα όταν η θερμοκρασία κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα χρειάζεται συχνό πότισμα κάθε 2-3 ημέρες.  Η ανθοφορία της ξεκινά την άνοιξη και τελειώνει όταν εμφανιστούν τα πρώτα κρύα. Είναι φυτό με πυκνή βλάστηση και φτάνει σε ύψος τα 60 εκατοστά. Τα φύλλα του είναι στενόμακρα και λογχοειδή. Οι ρίζες του είναι δυνατές και διεισδύουν βαθιά στο έδαφος. Τα άνθη της γαριφαλιάς, είναι πολύχρωμα, έχουν ωραίο άρωμα και 5 σέπαλα που σχηματίζουν σωλήνα. Η γαρυφαλλιά καλλιεργείται ευρέως, περισσότερο από 2.000 χρόνια, την αναφέρει ακόμα και ο Θεόφραστος στο έργο του "Περί φυτών ιστορίαι". Σήμερα συνεχίζεται η καλλιέργειά της στις περιοχές της Μεσογείου, στην Ασία, τη βόρειο Αμερική και σε εύκρατες ή υποτροπικές περιοχές της Αφρικής. Πρόγονος της γαριφαλιάς θεωρείται ένα άγριο αρωματικό είδος της δυτικής Μεσογείου που απαντάται σε βραχώδεις περιοχές της Σικελίας, Σαρδηνίας και Γιβραλτάρ. 
Η γαρυφαλλιά αναπτύσσεται σε αδρανές υπόστρωμα ή πορώδες έδαφος. Τα πιο κατάλληλα εδάφη είναι τα αμμώδη, αμμοπηλώδη, αμμοαργιλώδη, οργανικός καλά αποστραγγιζόμενα, αεριζόμενα και ηλιαζόμενα. Το pH του εδάφους συνίσταται να είναι από ουδέτερο μέχρι ελαφρά αλκαλικό (6-7). Τα φυτά της γαρυφαλλιάς υποφέρουν σε υψηλές συγκεντρώσεις αλάτων παρ’ ότι είναι περισσότερο ανθεκτικά από άλλα, γι’ αυτό πριν την εκρρίζωση της παλιάς φυτείας γίνεται απομάκρυνση των αλάτων από το έδαφος με έκπλυση με άφθονο νερό έως ότου η ηλεκτρική αγωγιμότητα του εδάφους να μην ξεπερνά τα 2μS. Η γαρυφαλλιά φυτεύεται όλες τις εποχές του έτους. Το μεγαλύτερο μέρος των φυτεύσεων πραγματοποιείται από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Ιούλιο όταν επιδιώκουμε μια μεγάλη πρώτη παραγωγή γύρω στα Χριστούγεννα, με περίοδο αιχμής τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο. Τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβρη οι φυτεύσεις είναι μειωμένες λόγω ότι τα φυτά χρειάζονται περισσότερο χρόνο να ανθίσουν. Οι αποστάσεις φύτευσης εξαρτώνται από το πόσα κορυφολογήματα θα γίνουν. Με 2 κορυφολογήματα η πυκνότητα φύτευσης είναι 25 φυτά/m2. Όσο αφορά το πρώτο κορυφολόγημα αυξάνεται στα 44 φυτά/m2, ο σημαντικότερος παράγοντας για την σωστή εγκατάσταση κάθε νέας καλλιέργειας γαρυφαλλιάς είναι το ρηχό επιφανειακό φύτεμα. Σε βαθύ φύτεμα υπάρχει ο κίνδυνος προσβολών από διάφορες ασθένειες κι εχθρούς. Για την επιτυχή επιφανειακή φύτευση μπορεί να τοποθετηθεί πρώτο δίχτυ και στην συνέχεια να φυτευτούν τα μοσχεύματα σε βρεγμένο έδαφος και στην συνέχεια με τεχνητή βροχή. 
Ή γαρυφαλλιά είναι φυτό που μπορεί να αντέξει σε πολύ ξηρά εδάφη αλλά κάτω από τέτοιες συνθήκες η παραγωγή είναι μηδαμινή. Τα φυτά πρέπει να αρδεύονται άνοιξη και καλοκαίρι. Η άρδευση γίνεται με κατάκλιση στα μεταξύ των αλίων αυλάκια ή με σωλήνες τεχνικής βροχής που διαβρέχουν τα φυτά στη βάση μόνο. Τα ποτίσματα γίνονται πάντοτε πρωϊνές ή απογευματινές ώρες και αποφεύγεται το λίμνασμα των νερών γύρω από τα φυτά για αποφυγή σηψιρριζιών. Σε περίοδο ξηρασίας και υψηλής θερμοκρασίας για τη διατήρηση των φυτών σε σπαργή συνιστάται η διαβροχή αυτών. Δεν πρέπει όμως να επιμείνουμε στη διαβροχή σε μέρη λίγο αεριζόμενα με αρκετή υγρασία γιατί ευνοούνται οι κρυπτογαμικές ασθένειες. Είναι σχετικά ανθεκτικό φυτό και στελέχη του μπορούν να διατηρηθούν σε βάζα για αρκετό χρόνο. Σε ύψος φτάνει περίπου τα 60 εκατοστά. Για την ανάπτυξή της χρειάζεται φωτεινά, ηλιόλουστα μέρη, ενώ μεγάλη υγρασία δεν ευνοεί το φυτό και σαπίζει. Μεγάλη ζέστη πάνω από 35 βαθμούς μπορεί να ξεράνει το φυτό και έτσι κατά τους καλοκαιρινούς μήνες -και όταν βρίσκεται σε μικρές γλάστρες- χρειάζεται αρκετό πότισμα. Στο ψύχος είναι ανθεκτική και αντέχει σε θερμοκρασίες κάτω του μηδενός. Η γαριφαλιά πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα και χρειάζεται κορφολόγημα για την αφαίρεση των ξερών ανθών, έτσι ώστε να αναπτυχθούν νέοι βλαστοί με μεγάλα ωραία άνθη. Στην Ελλάδα η γαριφαλιά εκτός από κοινό διακοσμητικό φυτό καλλιεργείται και για παραγωγή ανθέων για επιχειρηματικούς σκοπούς. Η παραγωγή γαρίφαλων καλύπτει την εγχώρια κατανάλωση και γίνονται και σημαντικές εξαγωγές. Οι μεγαλύτερες καλλιέργειες βρίσκονται στην Κρήτη, στην Τροιζηνία, στην Μεσσηνία και στην Αττική.
Πηγή : http://praktikesidees.gr/v2/khpos/garyfallia/
http://www.gaiapedia.gr/gaiapedia/index.php/Καλλιέργεια_γαρυφαλλιάς
http://www.minagric.gr/index.php/el/the-ministry-2/510-greek-content/fitikisparagwgis/anthi-kallopistika/2634-garifalia

Η Τριανταφυλλιά ή Ρόδο : Ο βασιλιάς των λουλουδιών, φυτό φυλλοβολο και ανθεκτικό στο κρύο

Η τριανταφυλλιά (Ρόδο, Rosa) είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae). Είναι καλλωπιστικό και φυλλοβόλο φυτό. Αποτελείται από τη ρίζα, τον βλαστό, τα φύλλα και τα μπουμπούκια της. Η ρίζα της τριανταφυλλιάς είναι αποξυλωμένη και διακλαδίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Συνεχίζοντας, ο βλαστός της αρχικά είναι τρυφερός και πράσινος, ενώ κάποια στιγμή αρχίζει να σκληραίνει και να αποξηραίνεται. Επίσης, ο βλαστός εξωτερικά έχει αγκάθια, όπως και τα φύλλα στις άκρες τους. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς βγαίνουν στις άκρες των τρυφερών βλαστών. Στην αρχή είναι κλειστά τα μπουμπούκια της, ενώ σιγά σιγά αρχίζουν να ανοίγουν και να ξεπετάγονται τα πέταλα. Τα πέταλα έχουν διάφορα χρώματα όπως λευκό, κόκκινο, ροζ, κίτρινο και άλλα. Το χρώμα των λουλουδιών τους είναι ανάλογο με την ποικιλία της κάθε τριανταφυλλιάς. Η τριανταφυλλιά πολλαπλασιάζεται με πέντε τρόπους. Πολλαπλασιάζεται με παράρριζα, με σπέρματα, με καταβολάδες, με μοσχεύματα και με μπόλιασμα. Η τριανταφυλλιά, εκτός από την ομορφιά και τα ευωδιαστά άνθη, παρέχει και αιθέριο αρωματικό λάδι εξαιρετικής ποιότητας, που παίρνουμε από τα ροδοπέταλα της και που χρησιμεύει στην παρασκευή αρωμάτων. Επίσης τα πέταλα των τριαντάφυλλων, κυρίως τα ροζ, μπορούν να γίνουν και γλυκό. 
Η μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και σχημάτων, αλλά και η πλούσια ανθοφορία τους είναι οι βασικοί λόγοι που τους εξασφαλίζουν πάντα μία θέση στον κήπο ή τη βεράντα. Τα διάφορα είδη τριανταφυλλιάς προσφέρονται, άλλωστε, για διάφορες χρήσεις και ανάγκες. Οι πιο συνηθισμένες είναι οι θαμνώδεις, αλλά υπάρχουν και τριανταφυλλιές σε μορφή δέντρου, είδη αναρριχώμενα, εδαφοκάλυψης, ακόμα και πολύ χαμηλής ανάπτυξης. Η ανθοφορία τους αρχίζει την άνοιξη, διαρκεί μέχρι το χειμώνα και ανάλογα με το είδος και την ποικιλία είναι εντυπωσιακή, σε διάφορα χρώματα και με διαφορετικής έντασης άρωμα. Επειδή είναι φυτά αρκετά ανθεκτικά στο κρύο, μπορούν να φυτευτούν σε περιοχές με διαφορετικές θερμοκρασίες.  Στο εμπόριο θα βρείτε τριανταφυλλιές σε γλάστρες, αλλά και γυμνόριζες, δηλαδή φυτά τα οποία δεν έχουν μπάλα χώματος να καλύπτει τις ρίζες τους. Οι τριανταφυλλιές σε γλάστρα μπορούν να φυτευτούν όλο το χρόνο στον κήπο ή τη βεράντα. Φυτεύονται όπως κάθε άλλο φυτό που βρίσκεται σε φυτοδοχείο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη φροντίδα. Οι γυμνόριζες τριανταφυλλιές φυτεύονται αργά το φθινόπωρο έως νωρίς την άνοιξη, δηλαδή την πε­ρίοδο που δεν έχουν φύλλα. Καθώς είναι ανθεκτικά φυτά, μπορείτε να τις φυτέψετε ακόμα κι αν επικρατεί έντονο κρύο, αποφύγετε όμως να κάνετε αυτή την εργασία τις ημέρες του χειμώνα που επικρατεί παγετός. Για να τις φυτέψετε, λοιπόν, ακολουθήστε την εξής διαδικασία: Αφού ανοίξετε τη συσκευασία, τοποθετήστε το γυμνόριζο φυτό σε νερό για να μουλιάσουν καλά οι ρίζες. Ανοίξτε ένα λάκκο στο έδαφος ή στο χώμα της γλάστρας ανάλογο με το μέγεθος του φυτού και τοποθετήστε στον πάτο λίγο λίπασμα. Στη συνέχεια, σκεπάστε το λίπασμα με χώμα, ώστε να μην έρθει σε επαφή με τις ρίζες. Διαμορφώστε το χώμα έτσι ώστε, όταν τοποθε­τήσετε το φυτό, οι ρίζες του να βρίσκονται σε καλή ­επαφή με αυτό. Αφού απλώσετε καλά τις ρίζες, σκεπάστε τις με χώμα και κλείστε το λάκκο. Ποτίστε καλά και διαμορφώστε λεκάνη γύρω από το λάκκο, ώστε να συγκρατούνται τα νερά. 

Οι τριανταφυλλιές, ανεξάρτητα από το είδος και την ποκιλία τους, πρέπει να φυτεύονται σε σημεία με πολύ ήλιο, ώστε να δίνουν πλούσια ανθοφορία. Καλό είναι να αποφεύγετε θέσεις κοντά σε δέντρα ή ψηλούς θάμνους. Στον κήπο φυτεύονται συνήθως σε απόσταση περίπου 50 εκ. η μία από την άλλη, εκτός αν πρό­κειται για ποικιλίες νάνες ή εδαφοκάλυψης, οπότε η απόσταση πρέπει να είναι μικρότερη. Για ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, επιλέξτε να φυτέψετε αρκετές μαζί, ώστε να δημιουργηθεί μια πλούσια συστάδα.  Σε κάθε γλάστρα θα φυτέψετε τα φυτά ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα της γλάστρας αλλά και της τριανταφυλλιάς που επιλέξατε. Στο μπαλκόνι καλό είναι να διαλέξετε προσε­κτικά τα σημεία που θα βάλετε τις τριανταφυλλιές, ώστε να «δένουν» με το υπόλοιπο σύνολο. Επειδή είναι φυλλοβόλα φυτά, καλό είναι να τοποθετούνται σε συνθέσεις που περιλαμβάνουν και αειθαλή, ώστε να μη δημιουργούνται κενά κατά τους χειμερινούς μήνες. Επιπλέον, λόγω των αγκαθιών τους, θα πρέπει να αποφεύγετε να τις τοποθετείτε σε στενά σημεία που είναι δύσκολη η διέλευση. Ιδανικές για γλάστρες είναι οι νάνες ποικιλίες και αυτές που χρησιμοποιούνται για εδαφοκάλυψη. Το έδαφος που θα φυτευτούν οι τριανταφυλλιές πρέπει να είναι πλούσιο σε οργανικά στοιχεία και να συγκρατεί υγρασία, αλλά να μην παραμένει πολύ υγρό και λασπωμένο. Οι τριανταφυλλιές χρειάζονται λίπασμα, αλλά και οργανική ουσία. Όποτε λιπαίνετε ή προσθέτετε οργανική ουσία, σκαλίστε γύρω από το φυτό ώστε να ενσωματωθεί καλύτερα το υλικό με το έδαφος. Μία φορά το χρόνο πρέπει να προσθέτετε στο λάκκο καλά χωνεμένη κοπριά, τύρφη ή κάποιο φυλλόχωμα, για να εμπλουτίζετε το έδαφός τους με οργανική ουσία. Επιπλέον, για να πετύχετε πλούσια και συνεχή ανθοφορία, θα πρέπει να τις λιπαίνετε από την άνοιξη μέχρι το τέλος του καλοκαιριού τακτικά, με κάποιο πλήρες λίπασμα (με άζωτο, φώσφορο και κάλιο). Αφού ολοκληρωθούν τα κλαδέματα της τριανταφυλλιάς, στα τέλη Ιανουαρίου ή το Φεβρουάριο, μπορείτε να ρίξετε λίγο λίπασμα ή οργανική ουσία στο χώμα τους. 

Η τριανταφυλλιά χρειάζεται υγρό και δροσερό έδαφος για να αναπτυχθεί και να δώσει πλούσια ανθοφορία. Καλό είναι, λοιπόν, να την ποτίζετε συχνά με τόσο νερό όσο χρειάζεται για να διατηρείται το έδαφος υγρό σε αρκετό βάθος. Τους καλοκαιρινούς μήνες, τις ημέρες με υψηλές θερμοκρασίες, ποτίστε τη με μεγαλύτερη ποσότητα νερού, για να είστε σίγουροι ότι το φυτό θα παραμείνει σε υγρασία και οι ρίζες του θα ποτιστούν καλά σε όλη τους την έκταση. Καλό είναι, επίσης, να σκαλίζετε τα φυτά σας τακτικά, ώστε να αερίζονται και να ποτίζονται καλύτερα.  Το κλάδεμα της τριανταφυλλιάς γίνεται αφού περάσουν τα μεγάλα κρύα και πριν ξεκινήσει η νέα βλάστηση. Ανάλογα με την πε­ριοχή, αυτό μπορεί να γίνει μέσα Ιανουαρίου μέχρι μέσα Φεβρουαρίου. Οι θαμνώδεις και οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές χρειάζονται βαθύ κλάδεμα για να διατηρήσουν το σχήμα τους, να ανανεωθούν και να δώσουν πλούσια ανθοφορία. Θα πρέπει, λοιπόν, να αφαιρέσετε τους γηρασμένους, ξερούς και αδύνατους βλαστούς, αλλά και όσους χαλούν το σχήμα του φυτού. Επιπλέον, καλό είναι να κοντύνετε τους νέους βλαστούς, ώστε να δώσουν μεγαλύτερη ανθοφορία και πλούσια βλάστηση. Οι νάνες ποικιλίες και αυτές που προορίζονται για εδαφοκάλυψη πρέπει να κλαδεύονται για να αφαιρεθούν οι βλαστοί που έδωσαν λουλούδια, ώστε να δυναμώσουν και να διατηρήσουν το σχήμα τους. Τους καλοκαιρινούς μήνες, καλό είναι να αφαιρούνται τα λουλούδια που ξεραίνονται ή που έχουν ωριμάσει αρκετά, ώστε να ξεκινά ταχύτερα η νέα ανθοφορία και να είναι πιο πλούσια και εύρωστη. Οι τριανταφυλλιές προσβάλλονται τόσο από διάφορα έντομα όσο και από μυκητολογικές ασθένειες. Δεν πρέπει να ξεχνάτε να παρακολουθείτε τα φυτά σας συχνά και να επεμβαίνετε έγκαιρα όπου χρειάζεται, πριν επεκταθεί η προσβολή. Προληπτικά διατηρείτε το χώρο τους καθαρό από ξερά φύλλα, κλαδιά και ζιζάνια. Οι μελίγκρες, ο τετράνυχος, οι κάμπιες και τα σκουλήκια είναι τα πιο συνηθισμένα έντομα που προσβάλλουν τις τριανταφυλλιές τρώγοντας ή τρυπώντας τα φύλλα και τους νεαρούς βλαστούς. Καταπολεμώνται με βιολογικά ή χημικά εντομοκτόνα. Το ωίδιο είναι η βασική μυκητολογική ασθένεια που προσβάλλει τις τριανταφυλλιές. Είναι το λευκό, παχύ στρώμα σκόνης που 
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τριανταφυλλιά
http://www.vita.gr/legacy/article/10656/frontiste-tis-triantafyllies-sas/

Το άλογο ή ίππος : Ένα οικοσιτο μεγαλόσωμο θηλαστικό, αγαπημένο των Ελλήνων και το κρέας του

Το άλογο ή ίππος, ποιητικά άτι, (Equus caballus), είναι τετράποδο περισσοδάκτυλο θηλαστικό της οικογένειας των ιππιδών (Equidae), που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ως μέσο μετακίνησης και αποτέλεσε βασική κινητήρια δύναμη των αμαξών αλλά και χρήσιμο εργαλείο στον πόλεμο όπως και σε αθλητικούς αγώνες. Βοήθησε επίσης την εξάπλωση των ανθρώπων σε νέες περιοχές, καθώς και τη μετανάστευση ολόκληρων λαών. Εξημερώθηκε από τον άνθρωπο γύρω στο 4.500 π.Χ. Στην αρχαία ελληνική, η ονομασία του ήταν ίππος, ενώ από την εποχή της εμφάνισης των αυτοκινήτων χρησιμοποιείται ως η μονάδα ισχύος των μηχανών τους. Το άλογο είναι ψηλό ζώο, (υπάρχουν 1000 φυλές αλόγων που το ύψος τους ξεκινάει από 50 εκατοστά μέχρι και 180 εκατοστά) γνωστό για την περήφανη όψη του. Γεννάει κάθε φορά συνήθως ένα μωρό, σπανιότερα δύο, και το θηλυκό τα θηλάζει μέχρι την ηλικία των 6-7 μηνών και στη φύση μέχρι την ηλικία του ενός έτους. Έχουν πυκνό τρίχωμα που αποτελείται από κοντές και απαλές τρίχες. Ζουν πολλά χρόνια και ο μέσος όρος ζωής του φτάνει τα 25 έως 30 χρόνια. Αν και πιστευόταν ότι δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνο ζώο, όπως δείχνει και το όνομά του, έχει αποδειχτεί ότι κατέχει ευφυΐα που έχει να κάνει με την εκμάθηση καθηκόντων, τη μνήμη και τη λύση προβλημάτων. Σήμερα η χρήση του ως μεταφορικό μέσο στην Ευρώπη έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Παραμένει όμως σε πολλές χώρες της Ασίας, και σε ενδοχώρες της Λατινικής Αμερικής. Άλογα απαντώνται, εκτός από άθλημα στην ιππασία και τον ιππόδρομο, σε προεδρικές και βασιλικές φρουρές αλλά και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, όπως σε έφιππες αστυνομικές δυνάμεις, καθώς και στις κοινωνίες των Άμις. Το άλογο χρησιμοποιείται επίσης στις παραδοσιακές γιορτές, καθώς και στο κυνήγι αλεπούδων στη Σκωτία και στην Αγγλία. Το άλογο προήλθε από τον ηώιππο, ένα μικρό τετράποδο θηλαστικό της εποχής του Ηωκαίνου, πριν 55 εκατομμύρια χρόνια. Ο ηώιιπος εξελίχθηκε στο μεσόιππο, το μειόιππο και το πλειόιππο αυξάνοντας το μέγεθός του. Ο σημερινός ίππος μάλλον εμφανίστηκε στη Βόρεια Αμερική, κατά την εποχή του Πλειστοκαίνου, και από εκεί μετανάστευσε στον υπόλοιπο κόσμο.Από το ίδιο εξελικτικό δέντρο προήλθαν το γαϊδούρι, η ζέβρα, η Κουάγκα, το άλογο Przewalski και άλογο Παλλάς.
Στην ελληνική παράδοση το άλογο γενικά κατέχει ιδιαίτερη θέση. Η αγάπη των Ελλήνων στ΄ άλογα διαφαίνεται από τους μυθικούς χρόνους. Πολλοί αρχαίοι ημίθεοι και Βασιλείς διέπρεψαν με ονομαστά άλογα όπως ο Ηρακλής, ή ο Περσέας με τον περίφημο φτερωτό Πήγασο, αλλά και ο Μέγας Αλέξανδρος με τον ονομαστό "Βουκεφάλα" που τον μετέφερε μέχρι την Ινδία. Οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες άρχισαν πρώτοι να παρουσίαζουν τη τέλεια τέχνη τους σμιλεύοντας σε μάρμαρο τέλεια άλογα στολίζοντας τους καλλίτερους ναούς τους, όπως τον Παρθενώνα, και ιερούς χώρους όπως την Ελευσίνα. Σήμερα ακόμη οι ωραιότεροι αδριάντες θεωρούνται εκείνοι των έφιππων που στολίζουν τις κυριότερες πλατείες των πόλεων. Στη λαϊκή ελληνική συνείδηση ο ίππος έχει συνδεθεί με ιδιαίτερα χαρίσματα αλλά και με πλήθος από δοξασίες. Όπως για παράδειγμα αν χλιμιτρίζει στον ύπνο του το άλογο θα πεθάνει τ΄ αφεντικό του, ή ανάλογα με το χλιμίτρισμα προαναγγέλει τη μεταβολή του καιρού. Στα άλογα οι Έλληνες δίνουν διάφορες ονομασίες όπως "Καράς", "Ρούσος", "Ψαρρής", "Ντορής", "Μπάλιος", "Μελίσσης" που περισσότερο έχουν να κάνουν με το χρώμα του τριχώματης τους. Στα Μεσαιωνικά ποιήματα τα λεγόμενα Ακριτικά, κυριαρχούν τα ονόματα "Γρίβας", "Μαύρος" και "Πέπανος". Πολλά επίσης κλέφτικα τραγούδια κάνουν αναφορά σε άλογα με την έννοια του πιστότερου σύντροφου του πολεμιστή που δεν τον εγκαταλείπει ακόμα και τραυματισμένο προτρέποντάς τον μάλιστα να καβαλικέψει και πάλι για να συνεχίσουν. 
Οι κανόνες διατροφής των αλόγων είναι οι παρακάτω: Το άλογο πρέπει να ταΐζεται λίγο και συχνά, όπως το απαιτεί η φύση του, καθώς έχει μικρό στομάχι. Τουλάχιστον 2-3 φορές την ημέρα και ποτέ μία (1) φορά. Πρέπει να δίνουμε τη σωστή και ακριβή ποσότητα τροφής που αναλογεί στο κάθε άλογο σύμφωνα με τις ανάγκες του. Πρέπει να χρησιμοποιούμε μόνο καλής ποιότητας τροφή. Πρέπει να δίνεται πάντα ο σωστός τύπος τροφής στο άλογο, για κάθε κατηγορία τροφής υπάρχουν πολλές ποικιλίες και διάφορες ποιότητες. Πρέπει να αναζητήσουμε αυτή που ταιράζει στο άλογο σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις ιδιαιτερότητές του. (Σανό, δημητριακά, έτοιμα μείγματα, συμπληρώματα κ.λπ.). Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις τροφές που χρειάζονται επεξεργασία. Πρέπει να υπάρχει πάντα διαθέσιμο καθαρό και φρέσκο νερό. Η πέψη του αλόγου λειτουργεί με ιδιαίτερα λεπτή ισσοροπία η οποία βασίζεται απόλυτα στη σωστή διατροφή. Αν ταΐσουμε λάθος ένα άλογο, μπορεί να προκαλέσουμε πεπτικά προβλήματα τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μοιραία. Αν και στην Ελλάδα πολιτισμικοί λόγοι μάς αποτρέπουν από τη βρώση κρέατος αλόγου, δεν ισχύει το ίδιο για άλλους λαούς. Στην Ευρώπη το κρέας αυτό προτιμάται από Ιταλούς (το σαλάμι από κρέας αλόγου αποτελεί λιχουδιά), Γάλλους, αλλά σε μικρότερες ποσότητες και από Γερμανούς και Ισπανούς. Διεθνώς η παραγωγή και η κατανάλωση κρέατος αλόγου είναι υψηλές στην Κίνα, το Μεξικό, το Καζακστάν, τη Μογγολία και την Αργεντινή, ενώ μικρότερες ποσότητες παράγονται στην Αυστραλία, τη Βραζιλία, τον Καναδά, την Πολωνία και τη Ρουμανία. 

Σύμφωνα με μελέτη κορεατών επιστημόνων, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Nutritional Research» (τεύχος Μαρτίου 2007), το κρέας αλόγου φαίνεται να είναι εξίσου καλό - αν όχι καλύτερο - με το χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας. Ειδικότερα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα τρία κρέατα είχαν την ίδια περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (21%), ενώ το κρέας αλόγου περιείχε λιγότερο λίπος (6% σε σχέση με 14,1% για το μοσχαρίσιο και 16,1% για το χοιρινό κρέας). Επιπροσθέτως διαπιστώθηκε ότι τα τρία κρέατα δεν διέφεραν ως προς την περιεκτικότητα σε ιχνοστοιχεία και μεταλλικά άλατα. Αλλη μελέτη κατέδειξε ότι η περιεκτικότητα σε σίδηρο του κρέατος αλόγου (3,8 mg ανά 100 γραμμάρια κρέατος) είναι διπλάσια από αυτή του μοσχαρίσιου (1,9 mg ανά 100 γραμμάρια κρέατος), ενώ η περιεκτικότητά τους σε νάτριο και χοληστερόλη είναι η ίδια. Είναι πολύ πιθανόν το κρέας αλόγου να περιέχει ένα χημικό που ονομάζεται φενυλβουταζόνη (phenylbutazone). Πρόκειται για ένα αντιφλεγμονώδες μη στεροειδές φάρμακο το οποίο χορηγείται στα ζώα ως αναλγητικό σε περιπτώσεις τραυματισμών ή μολύνσεων των μυών. Το φάρμακο αυτό είχε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 χρησιμοποιηθεί σε ανθρώπους προκειμένου να αντιμετωπιστούν η αρθρίτιδα και η ουρική αρθρίτιδα. Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το φάρμακο είχε μια σοβαρή και δυνητικά απειλητική για τη ζωή παρενέργεια: προκαλούσε απλαστική αναιμία.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Άλογο
http://www.gaiapedia.gr/gaiapedia/index.php/Εκτροφή_ιπποειδών
http://www.tovima.gr/world/article/?aid=501023

Ο Βους ο ταύρος ή αγελάδα : Το μεγαλόσωμο κτηνοτροφικο θηλαστικό με κρέας πλούσιο σε σίδηρο

Ο Βους ο ταύρος (Bos taurus) η επιστημονική ονομασία που έχει δοθεί στο σύνολο των οικόσιτων βοοειδών του Παλαιού Κόσμου που κατάγονται από τον άγριο άουροχς. Είναι ένα είδος μεγαλόσωμων μηρυκαστικών θηλαστικών (120 με 150 εκατοστόμετρα για 600 με 800 χιλιόγραμμα). Διακρίνονται δύο κύρια υποείδη : η οικόσιτη αγελάδα της Ευρώπης (Βους ο ταύρος ο ταύρος, συν. Βους ο πρωτογενής ο ταύρος) και το ζεμπού (Βους ο ταύρος ο ινδικός, συν. Βους ο πρωτογενής ο ταύρος), στα οποία κάποιοι συγγραφείς προσθέτουν τα, Βους ο ταύρος ο πρωτογενής, ο Άουροχς που εξαφανίστηκε τον 17ο αιώνα σε άγρια κατάσταση, αλλά οι κτηνοτρόφοι επιχειρούν να ανασυστήσουν μία φυλή πολύ κοντινή. Ο Βους ο ταύρος εχει εξημερωθεί εδώ και 10.000 χρόνια στην Μέση Ανατολή, και ύστερα η εκτροφή τους αναπτύχθηκε σταδιακά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι κυριότερες υπηρεσίες τους ήταν η παραγωγή κρέατος και γάλκτος και η εργασία. Οι βοοΐνες υπηρετούν επίσης στην παραγωγή δέρματος, κεράτων για τα μαχαίρια, ή κοπριάς για θέρμανση και για την γονιμοποίηση των εδαφών. Οι βοοΐνες ενθουσίαζαν πάντα τους ανθρώπους, για τους οποίους ο ταύρος είναι ένα σύμβολο δυνάμεως και γονιμότητας. Για αυτό αυτά τα ζώα είναι παρόντα σε διάφορες θρησκείες. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του δυτικού πολιτισμού, και βρίσκονται ως θέμα εμπνεύσεως ζωγράφων και γλυπτών ή σαν πρόσωπα κόμικς, ταινιών ή διαφημίσεων. Βους ο ταύρος είναι ένα μεγάλο εύρωστο ζώο, που ζυγίζει κατά μέσο όρο 750 χιλιόγραμμα, με μεγάλες διακυμάνσεις και έχει ύψος κυμαινόμενο μεταξύ 120 και 150 εκατοστόμετρα ανάλογα με την φυλή και το ατομο. Η οδόντωσή τους είναι προσαρμοσμένη σε φυτική τροφή. Αποτελείται από 32 δόντια στους ενηλίκους. Η προεκτατή γλώσσα τους καλύπτεται από καράτινες θηλές που την καθιστούν τραχειά. Το ρύγχος είναι πλατύ και παχύ. Το μέτωπο είναι αρκετά μεγάλο, επίπεδο, και φέρει σγουρό και παχύ τρίχωμα στην κορυφή του : ο κότσος. Μεταξύ της γραμμής των ματιών και του ρύγχους, το μέτωπο προεκτείνεται στο επιρρίνιο. Το ζώο διαθέτει δύο κοίλα κέρατα, των οποίων το μέγεθος ποικίλλει ανάλογα με το ζώο, σε κάθε πλευρά του κρανίου του. Τα κέρατα είναι γενικώς προσανατολισμένα προς τα επάνω, ή προς τα πλάγια, και το σχήμα τους θυμίζει λύρα. Τα αυτιά βρίσκονται χαμηλά και έχουν σχήμα χωνιού, κρεμαστά στα ζεμπού. Εξωτερικά τα πτερύγια καλύπτονται από λεπτό τρίχωμα και εσωτερικά από μακρύ τρίχωμα. Τα μάτια είναι ελαφρώς σφαιρικά. Οι αγελάδες έχουν ένα στομάχι με 4 τμήματα. Πολλές φορές καταπίνουν και μεταλλικά αντικείμενα. Είναι ζώα μηρυκαστικά, που σημαίνει ξαναφέρνουν την τροφή τους στο στόμα και την αναμασούν. Η τροφή τους περιλαμβάνει κυρίως χόρτα. Η διάρκεια της κύησης είναι 9 μήνες. Ένα νεογέννητο μοσχαράκι ζυγίζει από 25 μέχρι 45 κιλά. Το παγκόσμιο ρεκόρ για το βαρύτερο ταύρο κατείχε ένας ταύρος, ονόματι Ντονέτο, ο οποίος παρουσιάστηκε το 1955 σε έκθεση στο Αρέτσο. Ζύγιζε 1.740 κιλά. Οι αγελάδες ζουν συνήθως 15 χρόνια και σπάνια μπορούν να φτάσουν ως τα 25 χρόνια. 

Ή εξημέρωση των βοοειδών, η οποία θεωρείται ως το σημαντικότερο βήμα του ανθρώπου στην εκτροφή και την εκμετάλλευση των ζώων, έγινε κατά τη Νεολιθική εποχή και υπαρχουν μαρτυρίες ότι ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τα βοοειδή ήδη πριν από 7.500 έτη. Η βοοτροφία είχε μεγάλη επίδραση στην οικονομία και τον πολιτισμό των αρχαίων λαών. Στη Μεσοποταμία διαπιστώνεται από διάφορες παραστάσεις η ύπαρξη βοοειδών από το 4.500 π.Χ., ενώ στην Ινδία και την Αίγυπτο εκτρέφονταν βοοειδή από το 3.500π.Χ. Η βοοτροφία έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στην αρχαία ελληνική μυθολογία και την οικονομία. Στην αρχαία Ελλάδα η κατοχή βοοειδών εθεωρείτο ένδειξη πλούτου. Οι αρχαίοι έλληνες χρησιμοποιούσαν τα βοοειδή στις θυσίες τους προς τους θεούς, από όπου και η ονομασία εκατόμβη (θυσία εκατό βοδιών). Από την εποχή της εξημέρωσης των άγριων βοδιών, κατά τη νεολιθική εποχή, παρατηρείται μια σταδιακή εξέλιξη του πληθυσμού τους, που οφείλεται αφ΄ενός μεν στην επίδραση του περιβάλλοντος και την αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης των ζώων, αλλά κυρίως στην παρέμβαση του ανθρώπου, ο οποίος από κάποια στιγμή άρχισε να απομακρύνει τα ζώα που δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του και να διατηρεί εκείνα που τον εξυπηρετούσαν περισσότερο. Αποτέλεσμα της ανωτέρω επιλογής ήταν να δημιουργηθούν ανά τους αιώνες πάρα πολλές φυλές βοοειδών, προσαρμοσμένες προς τις παραγωγικές εκείνες κατευθύνσεις που κάθε φορά επεδίωκε ο άνθρωπος. 

Το βοδινό κρέας ανήκει στη γενικότερη κατηγορία του κόκκινου κρέατος. Η υπέρμετρη κατανάλωση κόκκινου κρέατος φαίνεται να συσχετίζεται με διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ και καρδιαγγειακά νοσήματα, καθώς και με την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου. Το μοσχάρι όμως αποτελεί σημαντική πηγή ουσιωδών θρεπτικών συστατικών όπως πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας (που περιέχει δηλαδή όλα τα απαραίτητα αμινοξέα που χρειάζεται ο οργανισμός), σιδήρου (Fe), ψευδαργύρου (Zn) και βιταμινών του συμπλέγματος Β (ιδιαίτερα Β1, Β6 και Β12). Οι πρωτεΐνες αποτελούν τα δομικά συστατικά όλων των ιστών, των μορίων μεταφοράς (π.χ. τρανσφερίνη, αλβουμίνη), των ενζύμων, των περισσότερων ορμονών κ.ά. Αυξημένες πρωτεϊνικές απαιτήσεις παρατηρούνται κατά τη βρεφική, παιδική ηλικία, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά και στους ηλικιωμένους. Ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος είναι μικροθρεπτικά συστατικά με ξεχωριστή σημασία για πολλές πληθυσμιακές ομάδες. Η επαρκής πρόσληψη σιδήρου είναι σημαντική για τα βρέφη και τα παιδιά, αλλά και τις γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία, καθώς καλύπτει τις αυξημένες απαιτήσεις αυτών των ομάδων και προλαμβάνει τη σιδηροπενική αναιμία. Ενώ η επαρκής πρόσληψη ψευδαργύρου είναι σημαντική για την ομαλή ανάπτυξη του οργανισμού και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και ορμονικού συστήματος. 

Το μοσχάρι αποτελεί επίσης σημαντική πηγή συζευγμένου λινολεϊκού οξέος (CLA), που φαίνεται να έχει πολλά οφέλη για την υγεία. Ερευνητικά δεδομένα μαρτυρούν ότι το CLA πιθανόν να σχετίζεται με μειωμένη πιθανότητα για την εμφάνιση αρκετών τύπων καρκίνου, ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, μειωμένο σχηματισμό αθηροσκληρυντικής πλάκας κι επομένως μειωμένο κίνδυνο καρδιοπάθειας. Ακόμη, το CLA φαίνεται να βοηθά στην καλύτερη διαχείριση του βάρους και την κατανομή του λίπους, καθώς και στην ομαλοποίηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα (ευγλυκαιμία) και γι’ αυτόν τον λόγο πιθανόν να βοηθά στην πρόληψη για την εμφάνιση διαβήτη. Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο το βοδινό κρέας, όχι μόνο παρέχουν υψηλής ποιότητας εύπεπτη πρωτεΐνη και ενέργεια, αλλά είναι συγχρόνως και μια συμπαγής και αποδοτική πηγή άμεσα διαθέσιμων μικροθρεπτικών συστατικών, με ξεχωριστό ρόλο στην ανάπτυξη σωματική και πνευματική κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία, αλλά και τη διατήρηση της υγείας κατά την ενήλικη ζωή και τη βελτίωση αυτής στην τρίτη ηλικία. 
Πηγή : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%BF%CF%85%CF%82_%CE%BF_%CF%84%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82
http://www.gaiapedia.gr/gaiapedia/index.php/Βόειο_κρέας
http://users.otenet.gr/~vetermes/bovinae.htm

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Κόνικλος ή Κουνέλι : Το μικρό οικόσιτο ζώο με το θρεπτικό ελαφρύ κρέας


Το  κουνέλι δεν είναι όρος της συστηματικής βιολογίας. Χρησιμοποιείται για αυτά τα είδη διάφορων γενών, που μοιάζουν με το ευρωπαϊκό κουνέλι, ενώ τα άλλα είδη των γενών αυτών ονομάζονται λαγός ή πίκα. Γι' αυτόν το λόγο το ταξινομοπλαίσιο στην δεξιά πλευρά δεν ορίζει τα κουνέλια, αλλά μόνο απαριθμεί τα γένη, που μεταξύ άλλων περιέχουν είδη, τα οποία ονομάζονται κουνέλια, δηλαδή στα αγγλικά rabbits. Το κουνέλι (κόνικλος) είναι μικρό θηλαστικό της οικογένειας των λαγοειδών (Leporidae), που ζουν σε πολλά σημεία του κόσμου. Υπάρχουν επτά διαφορετικά γένη στην οικογένεια. στα οποία ταξινομούνται τα κουνέλια, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Κουνελιού (αγριοκούνελο - Oryctolagus cuniculus), του Συλβίλαγου (γένος Sylvilagus; 13 είδη), και του Λαγού Amami (Pentalagus furnessi, ένα είδος υπό εξαφάνιση στο Amami Oshima, Ιαπωνία). 

Υπάρχουν πολλά ακόμα είδη κουνελιών, τα οποία, μαζί με το Συλβίλαγο, το πίκα (pika, λαγόμορφο θηλαστικό της Ασίας) και το λαγό σχηματίζουν την τάξη Lagomorpha. Τα κουνέλια ζουν για περίπου 4-10 έτη. Έχουν μήκος σώματος από 40-50 εκατ. του μέτρου, κοντή ουρά, τρίχες δέρματος παχιές με διάφορα χρώματα, που ποικίλουν ανάλογα με τη φυλή, αυτιά μακρυά και πόδια με νύχια. Το άγριο κουνέλι έχει μήκος 25-35 εκατ. και βάρος 2-2,5 χιλ/μα. Έχει χρώμα λευκό, με τρίχες μέσα στο λευκό χρώμα διάσπαρτες φαιές. Πολλές φορές βρίσκουμε και κουνέλια με μαύρο χρώμα, αλλά αυτά έχουν διασταυρωθεί με κουνέλια οικιακά. Η φυσική ζωή του άγριου κουνελιού ανέρχεται σε 8-9 χρόνια. Ζει σε όλα τα είδη των εδαφών, σε κοιλάδες και βουνά μέχρι 600 μέτρα υψόμετρο. Έχει πολλούς εχθρούς, όπως τους κυνηγούς, τη νυφίτσα, την ικτίδα, την οξογαλή, την αλεπού και σχεδόν όλα τα αρπακτικά πουλιά. Η περίοδος της γονιμότητας του αρχίζει περί τα μέσα Φεβρουαρίου και η εγκυμοσύνη διαρκεί ένα μήνα, με γονιμοποίηση 4-6 φορές το χρόνο. Το οικόσιτο προέρχεται από το άγριο κουνέλι που συνήθισε να εκτρέφεται και σε κλειστό χώρο, τα κονικλοτροφεία. Η επίδραση της οικόσιτης κονικλοτροφίας και η επιλογή έφερε πολλές ευγενείς επιδράσεις στο αγριοκούνελο, στο μέγεθος του σώματος, στο τρίχωμα, στο μήκος των αυτιών και στη διάπλαση της κεφαλής του. Γενικά, το οικόσιτο κουνέλι είναι πιο παχύσαρκο από το αγριοκούνελο και πολλές φορές ζυγίζει 7-9 χιλιόγραμμα. Μερικές φορές το τρίχωμα είναι φαιό, αλλά επίσης λευκό, μαύρο, σκουρόχρωμο, κηλιδωτό και συνήθως το μήκος του τριχώματος περισσότερο μακρύ. Τα αυτιά του είναι πιο κοντά και το κεφάλι πιο στενό αλλά μακρύτερο. Η γονιμότητα του οικοδίαιτου κουνελιού διαρκεί περισσότερο από του άγριου, με 7-10 γέννες το χρόνο. 

Επειδή η διατροφή των κουνελιών παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην υγεία τους, θα πρέπει να αποτελείται από ξηρά τροφή, φρούτα,λαχανικά και σανό τα οποία παρέχουν όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά και την ενέργεια που χρειάζεται το κουνέλι σας. Η ξηρά τροφή αποτελεί το βασικό τρόφιμο για τα κουνέλια, δίνετε σε ποσότητες ανάλογα με την ηλικία και τα κιλά του κουνελιού. Καθώς μεγαλώνει το κουνέλι σας θα περιορίζεται και η ποσότητα της ξηράς τροφής η οποία θα πρέπει να αναπληρώνεται με λαχανικά. Όσο κι αν μειώνετε όμως, δεν θα πρέπει φυσικά να διακοπεί εντελώς. Τα φρούτα και τα λαχανικά θα πρέπει να μην παραλείπονται από την καθημερινότητά τους. Πέρα από τη βασική τους τροφή, τα κουνέλια χρειάζονται  κυρίως φυτικές ίνες, και βιταμίνες, πρωτεΐνες, μεταλλικά στοιχεία και ιχνοστοιχεία τα οποία βρίσκουμε σε φρούτα όπως μήλο και αχλάδι.Τα κουνέλια τρώνε επίσης μπανάνες, ροδάκινα και κορόμηλα, άλλα πάλι μπορεί να προτιμούν και σταφύλια, φράουλες κ.α. Μην ξεχνάμε πως το καθ΄ ένα έχει και διαφορετικές προτιμήσεις, καλό θα ήταν όμως να μην δίνουμε στο κουνέλι μας ζουμερά φρούτα για να μην υπάρξουν διαταραχές στο στομάχι τους, πράγμα που είναι εμφανές από την απότομη αλλαγή των κοπράνων. Είναι πιο ευαίσθητα, από οποιαδήποτε ασθένεια και να προσβληθούν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Αν μια ασθένεια στο κουνέλι υπάρχει αρκετό διάστημα, και εσείς αργήσετε να το καταλάβετε, οι πιθανότητες επιβίωσης του ζώου είναι δυστυχώς ελάχιστες. Μερικές γνωστές ασθένειες είναι η διάρροια, η καταρροή, η θερμοπληξία, η παράλυση, οι δερματολογικές παθήσεις και τα προβλήματα στα δόντια. 

Ο χώρος εμποριας κρεατος κουνελιού είναι ελλειμματικός, καθώς δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί το φθηνότερο, εισαγόμενο κρέας κουνελιού, από μεγάλες παραγωγούς ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία). Οι εισαγωγές ανέρχονται περίπου στα 2/3 της κατανάλωσης, αφήνοντας μόλις 35%-40% της κάλυψης των αναγκών της αγοράς στους Έλληνες εκτροφείς. Ωστόσο, υπάρχει δυνατότητα σημαντικής ανάπτυξης του κλάδου, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας του παραγόμενου κρέατος και των αυξημένων παραγωγικών ιδιοτήτων του κουνελιού. Μάλιστα, παρά τα περιορισμένα τους μεγέθη, οι Έλληνες εκτροφείς προσπαθούν, προχωρούν και καινοτομούν, διαθέτοντας οι ίδιοι πόρους, υψηλό επίπεδο τεχνολογίας και τεχνογνωσίας και παρέχοντας προσωπική ενασχόληση και φροντίδα. Οι άνθρωποι επιλέγουν πιο εύκολα για τη διατροφή τους ζώα όπως η αγελάδα και το κοτόπουλο σε σχέση με το κουνέλι, σύμφωνα με κείμενο της «Washington Post». Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί μια υγιεινή και θρεπτική εναλλακτική πρόταση για το βόειο και το χοιρινό κρέας. Το κρέας του κουνελιού είναι σχετικά χαμηλό σε λιπαρά, γεγονός που το καθιστά ένα από τα καλύτερα κρέατα που διατίθενται στην αγορά σήμερα. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, το κρέας του κουνελιού περιέχει χαμηλά ποσοστά λίπους και υψηλά ποσοστά πρωτεΐνης. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, προσθέτοντας στη διατροφή μας κουνελίσιο κρέας, ενισχύεται ο οργανισμός μας με βιταμίνη Β-12, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και του μεταβολισμού. Επίσης, το κρέας του κουνελιού είναι πηγή βιταμίνης Β-3, που είναι γνωστή ως νιασίνη, είναι τρυφερό, μαλακό, εύπεπτο και εξαίρετο συνοδευτικό τροφών, πλούσιων σε φυτικές ίνες. Το κουνελίσιο κρέας έχει πολύ πιο χαμηλά επίπεδα χολητερόλης από τα υπόλοιπα είδη κρέατος. Τα επίπεδα λίπους του κουνελίσιου κρέατος βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα απ’ ότι των άλλων ειδών κρέατος. 
Πηγή : http://www.ypaithros.gr/εκτροφή-κουνελιών-στην-ελλάδα/
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BB%CE%B9
http://tapantagiatokouneli-lena.blogspot.gr
http://www.ypaithros.gr/εκτροφή-κουνελιών-στην-ελλάδα/

Χοίρος ή Γουρούνι : Το πανάρχαιο παμφάγο κτηνοτροφικό ζώο και η κατανάλωση κρέατος

Ο οικόσιτος χοίρος (κοινώς γουρούνι) είναι οικόσιτο θηλαστικό ζώο που ανήκει στο γένος συς, στην οικογένεια συίδες και στην τάξη αρτιοδάκτυλα. Είναι ζώο παμφάγο και πολύ γόνιμο. Απαντάται σε όλα τα μέρη της γης και εκτρέφεται κυρίως για το κρέας του. Είναι γνωστό από τα αρχαιότατα χρόνια και πιστεύεται ότι ο κατοικίδιος χοίρος ή συς ο οικοδίαιτος (Sus scrofa domesticus, Συς η σκρόφα ο οικιακός) προέρχεται από τον αγριόχοιρο, τον οποίο εξημέρωσαν οι πρόγονοί μας κατά την παλαιολιθική εποχή. Παρά τις διαφορές τους, όλες οι φυλές γουρουνιών χαρακτηρίζονται γενικά από χοντροκομμένο και μονοκόμματο σώμα, κοντά πόδια και κωνικό κεφάλι, το οποίο καταλήγει σε κοντό ρύγχος. Το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές φυλές χοίρων υποδεικνύει ότι η εξημέρωση έγινε ανεξάρτητα σε διάφορες περιοχές του κόσμου και ότι δεν ξεκίνησε από το ίδιο είδος αγριόχοιρου. Ο χοίρος προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες, ωστόσο αναπτύσσεται καλύτερα σε ψυχρά κλίματα. Είναι αδηφάγο ζώο.Τρώει ποντίκια, χόρτο, ακόμα και γλυκά, αλλά μόνο την άσπρη σοκολάτα διότι η καφέ τους προκαλεί εμετό. Το πεπτικό του σύστημα μπορεί να επεξεργαστεί κάθε είδους τροφή, ακόμα και τα υπολείμματα του φαγητού που τρων οι άνθρωποι. Αυτό συνιστά μεγάλο πλεονέκτημα για τους εκτροφείς χοίρων, όπως και η μέγιστη απόδοσή του σε κρέας και λίπος. Η απόδοση αυτή φτάνει άνετα το 70% του βάρους του σώματός του στις κοινές φυλές και ξεπερνά το 85% στις βελτιωμένες. Γεννά συνήθως δύο φορές το χρόνο, από 5-20 μικρά κάθε φορά. Οι χοίροι θεωρούνται γενικά σύμβολα ακαθαρσίας, στην πραγματικότητα όμως ο μόνος υπεύθυνος για την ακαθαρσία των γουρουνιών είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι όταν δεν τηρούνται οι κανόνες υγιεινής, τότε οι χοίροι προσβάλλονται από ασθένειες και παράσιτα, τα οποία στη συνέχεια μεταδίδονται και στον άνθρωπο. Οι χοίροι θεωρούνται γενικά σύμβολα ακαθαρσίας, στην πραγματικότητα όμως ο μόνος υπεύθυνος για την ακαθαρσία των γουρουνιών είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι όταν δεν τηρούνται οι κανόνες υγιεινής, τότε οι χοίροι προσβάλλονται από ασθένειες και παράσιτα, τα οποία στη συνέχεια μεταδίδονται και στον άνθρωπο. Το γουρούνι είναι και "βρωμικο" μεταφορικά γιατι εχει οργασμό που διαρκεί τριάντα λεπτά. 

Στην αρχαία Ελλάδα τα σέβονταν. Οι κουδουνίστρες για τα μωρά είχαν το σχήμα τους, γιατί τα θεωρούσαν σύμβολα υγείας και πλούτου... Μετά, κάτι πήγε στραβά. Οι θρήσκοι Εβραίοι και μουσουλμάνοι τα θεώρησαν βρώμικα ζώα. Δεν αξιώνουν καν να τα φάνε. Ακόμα πιο υποκριτική ήταν η στάση των χριστιανών. Ενώ συμβάλαν τα μέγιστα στην επιβίωσή τους, από τον Μεσαίωνα και μετά έγιναν στόχος απίστευτων λοιδοριών. Κατά τους κλασικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδας, το κρέας παρουσίαζε μεγαλύτερη κατανάλωση στις τάξεις των εύπορων γαιοκτημόνων, που είχαν ως βασική ενασχόληση τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στα εύφορα λιβάδια και στις πεδιάδες της Θεσσαλίας, καθώς και στα ορεινά ακραία σημεία, έτρεφαν πρόβατα, κατσίκες, χοιρινά και βοοειδή σε αγέλες. Στην Αττική, όπου η κτηνοτροφία δεν ήταν διαδεδομένη, το κρέας (με εξαίρεση το χοιρινό) ήταν σε γενικές γραμμές, ακριβό. Οι φτωχοί πολίτες σπάνια έτρωγαν κρέας, παρά μόνο  μετά την τέλεση των θυσιών, που κατέληγαν σε "ευωχία". Το κρέας που με μεγαλύτερη ευχαρίστηση έτρωγαν οι Αθηναίοι ήταν το χοιρινό. Έδειχναν σε αυτό ιδιαίτερη προτίμηση γιατί ήταν αρκετά φθηνό και προσιτό στις λαϊκές μάζες (λόγω της διαδεδομένης χοιροτροφίας), αλλά και πολύ νόστιμο. Επίσης περιορίζονταν στα λιγοστά κατοικίδια και πτηνά που κυνηγούσαν στις γειτονικές περιοχές της Αττικής γης. Από όλα τα μέρη του χοίρου εκτιμούσαν ιδιαίτερα για την γεύση τους τον μαστό και την μήτρα. Επίσης νόστιμο ήταν το λίπος που καλύπτει το υπογάστριο και τα «ακροκώλια» δηλ. τα μπούτια. Τα έκοβαν κατά μήκος των μηρών και τα έτρωγαν ψητά ή παστά. Επίσης τους άρεσαν τα σπλάχνα του χοίρου, ιδιαίτερα το συκώτι ψητό στη σχάρα, αλειμμένο με λίπος ή λάδι και καρυκευμένο με αλάτι ή κολίανδρο. Εκτός από τα νωπά κρέατα, ήταν σε χρήση και τα διατηρημένα μέσα στη σαλαμούρα ή καπνιστά. Αυτά τα πωλούσαν οι έμποροι παστών, τα έκαναν εισαγωγές κατά κανόνα από τον Εύξεινο Πόντο. 
Οι Έλληνες είμαστε κρεοφάγοι. Είμαστε 7οι στην ημερήσια κατανάλωση κρέατος παγκοσμίως. Οπότε ένα θέμα που πραγματεύεται το κρέας αποκτά απευθείας ενδιαφέρον. Το χοιρινό κρέας είναι σχετικά παρεξηγημένο τρόφιμο, οπότε κρίνεται σκόπιμο να διαφωτιστούν ορισμένες πτυχές του. Μερικά δυνατά σημεία του χοιρινού: Είναι καλή πηγή βιταμινών, 100γρ χοιρινού δίδουν πάνω από το 50% των αναγκών σε θειαμίνη, πάνω από το 35% νιασίνη, πάνω από 35% σε Β6. Περιέχει καλές ποσότητες σιδήρου, ψευδαργύρου. Τα 100γρ χοιρινού προσφέρουν 0,7-1,1mg ποιοτικού και καλά απορροφήσιμου σιδήρου και 2,6-2,7mg ψευδαργύρου, δηλαδή το 10% και 25%, αντίστοιχα, των ημερήσιων αναγκών. Ίδια ποσότητα μοσχαριού (100γρ) προσφέρει κοντά στο 20% και 50% των αναγκών μας σε σίδηρο και ψευδάργυρο, αντίστοιχα. Το λίπος του χοιρινού είναι ορατό, κάτι που δίνει το πλεονέκτημα να αφαιρείται, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν να περιέχει λιγότερα λιπαρά. Σημειώνεται ότι ο διαχωρισμός λίπους στο μοσχάρι είναι δυσκολότερος έως αδύνατος. Υπάρχουν κομμάτια χοιρινού που περιέχουν μόνο 6% λίπος (ψαρονέφρι, «το μάτι» μπριζόλας με κόκκαλο). Βέβαια, υπάρχουν κομμάτια χοιρινού (πχ ‘παντσέτες’) που ξεπερνάνε το 30% σε λίπος, οπότε προσοχή στο τι διαλέγετε. Κατά μέσο όρο το χοιρινό περιέχει λιγότερη χοληστερόλη από το μοσχάρι. 100 γρ χοιρινού περιέχουν περί τα 100mg χοληστερόλης. Η πρωτεΐνη που περιέχει είναι καλής ποιότητας, με πολλά απαραίτητα αμινοξέα (που δεν μπορεί να τα συνθέσει ο ανθρώπινος οργανισμός), όπως ισχύει με τα περισσότερα κόκκινα κρέατα. Κατά μέσο όρο το χοιρινό έχει λίγο λιγότερη ποσοτικά πρωτεΐνη από το μοσχάρι. Όμως ένα κομμάτι «χοιρινό κόντρα» διαχωρισμένο από λίπος (“sirloin”), έχει ίδια ποσότητα πρωτεΐνης με το αντίστοιχο κομμάτι μοσχαριού (“sirloin”). Μάλιστα, ένα τέτοιο κομμάτι χοιρινού έχει 2 γρ λιγότερα σε λίπος. 
Προσφέρει πολλές εκδοχές στη μαγειρική, με πολλές συνταγές για «κατσαρόλα». Μην ξεχνάμε επιπλέον ότι στην Ελλάδα της ύφεσης ότι το χοιρινό κρέας παρουσιάζει μεγαλύτερη αυτάρκεια (35%) σε σχέση με το μοσχάρι. Είναι σημαντικό λοιπόν να προτιμάμε ελληνικό χοιρινό, βοηθώντας στην τοπική μας οικονομία περισσότερο. Όλα τα παραπάνω είναι καλό να τα γνωρίζουμε, όπως είναι καλό να γνωρίζουμε ότι τη μέση κατανάλωση κρέατος πρέπει να την ελαττώσουμε. 1 φορά/ εβδομάδα κατανάλωση κόκκινου κρέατος είναι αρκετή, εφόσον μιλάμε για υγιείς ενήλικες.
Πηγή : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%82_%CF%87%CE%BF%CE%AF%CF%81%CE%BF%CF%82
http://www.arcadiaportal.gr/news/xoirino-ena-pareksigimeno-kreas
http://gastronomion.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html
http://www.stougiannidis.gr/hypoglossal/32_gourouni.htm
http://gazikapllani.blogspot.gr/2008/12/blog-post_25.html

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Αίγα (Γίδα, Κατσίκι) : Το εύκολο και ανθεκτικό κτηνοτροφικό ζώο με το ελαφρύ και θρεπτικό κρέας

Η οικόσιτη γίδα (Αιξ η κατοικίδιος, Capra aegagrus hircus - Αιξ ο αίγαγρος ο τράγος ή Αιξ ο αίγαγρος ο αίγος), γίδα ή αίγα, είναι υποείδος της εξημερωμένης κατσίκας και κατάγεται από την άγρια (μη εξημερωμένη) κατσίκα της Νοτιοδυτικής Ασίας και της Ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για ζώο μηρυκαστικό, της οικογένειας των βοοειδών και της τάξης των αρτιοδάχτυλων. Μαζί με το πρόβατο θεωρείται από τα πρώτα ζώα που εξημερώθηκαν από τους ανθρώπους. Εκτρέφονται για το γάλα, το κρέας και για το τρίχωμά τους. Τον τελευταίο αιώνα έγιναν δημοφιλή ζώα και ως κατοικίδια. Εχθροί της είναι τα σαρκοφάγα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Η ευκολία στην απόκτηση και στη συντήρησή της, έκανε πολλούς να τη χαρακτηρίσουν «αγελάδα του φτωχού». Στην αρχαία ελληνική κοινωνία η οικονομία ήταν μικτή. Βασιζόταν στην καλλιέργεια των αγρών και στην ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Η καλλιέργεια και η συγκομιδή των δημητριακών, καθώς και η συλλογή καρπών και φυτών (άγριων και καλλιεργημένων) μαζί με την άσκηση της κτηνοτροφίας συνθέτουν την οικονομία μιας αρχαίας ελληνικής πόλης. Άλλωστε και η πολιτική-διοικητική διάρθρωση στηριζόταν στην ιδιοκτησία του κλήρου, της γης. Στην καλλιέργεια κυριαρχούσαν τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι), οι ελιές και τα αμπέλια, η λεγόμενη μεσογειακή τριάδα, τα οποία οι Έλληνες τα θεωρούσαν δώρα της Δήμητρας, της Αθηνάς και του Διονύσου αντίστοιχα. Σημαντική θέση στις ασχολίες των κατοίκων κατείχε το κυνήγι, όπως και το ψάρεμα σε ποτάμια, λίμνες και θάλασσα με προϊόντα που παρείχαν σημαντικό συμπλήρωμα διατροφής. Ο Ιπποκράτης στο έργο του «Περί Διαίτης» αναφέρει, ότι οι αρχαίοι έλληνες έτρωγαν τα εξής κρέατα: τα βόεια, τα μόσχεια, τα άρνεια, τα ελάφεια, τα λαγώα και τα των εχίνων (σκαντζόχοιρους). Προτιμούσαν ιδιαίτερα το χοιρινό, διότι ήταν φτηνό και γευστικό. Ο Γαληνός εκτιμούσε το χοιρινό και θεωρούσε, ότι έδινε δύναμη στους αθλητές. Οι αρχαίοι έλληνες έτρωγαν επίσης, κοτόπουλα, πετεινούς, ορτύκια, περιστέρια, καθώς και άλλα πουλιά.  Το ότι οι αρχαίοι έλληνες ήταν φανατικοί κρεατοφάγοι φαίνεται και από την ελληνική μυθολογία. Ο Όμηρος αναφέρει, ότι ο Ερμής συνήθιζε να κόβει το κρέας μικρά κομματάκια, να τα περνά σε κλώνους και να τα ψήνει σε κάρβουνα. Οι αρχαίοι έλληνες συνόδευαν το κατσίκι και το αρνί τής σούβλας με τον μυττικό, που πολλοί θεωρούν, ότι ήταν σαν το τζατζίκι. Επίσης, έτρωγαν ένα φαγητό, που έμοιαζε με το στιφάδο και λεγόταν μίμαρκυς και ένα άλλο φαγητό, που έμποιαζε με τον πατσά και λεγόταν ήνυστρον. Στους Δειπνοσοφιστές αναφέρεται, ότι οι αρχαίοι έλληνες έψηναν κρέας με λίπος σε ζουμί από μέλι και ξύδι. 

Οι γίδες ευχαριστούνται πολύ στα ορεινά μέρη. Μοιάζουν δε σε πολλά με τα πρόβατα. Ζευγαρώνουν την ίδια εποχή και εγκυμονούν 5 μήνες όπως και τα πρόβατα. Οι γίδες κάνουν συνήθως δίδυμα και τα τρέφουν και δίνουν αρκετό εισόδημα, από το γάλα το τυρί και το κρέας, επίσης δε και από τις τρίχες. Οι τρίχες της γίδας είναι χρήσιμες για να φτιάχνουμε σκοινιά και σάκους και τα όμοια τους καθώς και για τους ναυτικούς. Γιατί τα είδη που γίνονται από τρίχα γίδας ούτε κόβονται εύκολα ούτε σαπίζουν, εκτός εάν κανείς τα παραμελήσει εντελώς. Πρέπει να διαλέγουμε από τις γίδες όσες έχουν καλοδεμένο κορμί και είναι μεγαλόσωμες και γεμάτες μυς και το δέρμα τους είναι λείο και έχουν πυκνές τρίχες και μαστάρια μεγάλα και ογκώδη. Οι γίδες όταν είναι τέτοιες είναι καλύτερες να τις διατηρήσουμε. Γιατί το ζώο αυτό δύσκολα υποφέρει από το κρύο και αυτό φαίνεται, από το ότι εκ φύσεως έχει πάντα πυρετό και αν καμιά φορά τους λείψει ο πυρετός ψοφούν. Από τα τραγιά διαλέγουν τα μεγαλόσωμα και όσα έχουν γερά πλευρά και μεγάλους γοφούς και είναι πυκνότριχα και έχουν μακριές και άσπρες τρίχες και σβέρκο και λαιμό κοντό και παχύ και λαρύγγι πιο μακρύ. Η καλύτερη εποχή για το βάτεμα των τράγων είναι κατά την χειμερινή τροπή. Το τραγί δεν φεύγει αν του κουρέψουμε το γένι. Τα γίδια τα φροντίζουμε με τον ίδιο τρόπο όπως και τα πρόβατα και στην τροφή τους και στις αρρώστιες. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τα δικά τους ιδιώματα. Τα γίδια δεν βόσκουν μαζί όπως τα πρόβατα, αλλά πηδούν και τρέχουν μακριά το ένα από το άλλο και βόσκουν σε μεγάλη έκταση. Ευχαριστιούνται δε σε απόκρημνα μέρη. Ότι έχει περισσότερη αντίληψη το γίδι από τα άλλα ζώα φαίνεται από το εξής. Όταν αρχίσει και χάνει το φως του, χώνεται μέσα σε βούρλα και πετιέται μόνο του και έτσι γιατρεύεται. Δίνουμε στις γίδες επί 5 ημέρες να τρώνε πεντάφυλλο πριν τις ποτίσουμε. 

Οι γίδες κάνουν πολύ γάλα, αν τους βάλουμε για φυλαχτό γύρω από την κοιλιά δίκταμο. Τα 100γρ. αρνιού έχουν 375 θερμίδες. Είναι πλούσιο σε κορεσμένο λίπος, το οποίο συνδέεται με καρδιαγγειακά νοσήματα. Το ολικό λίπος του αρνιού αγγίζει τα 15 γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια κρέατος. Το κατσίκι έχει λιγότερες θερμίδες, λιγότερο ολικό και κορεσμένο λίπος και λιγότερη χοληστερόλη. Είναι πλούσιο σε συνένζυμο Q10 -η αντιοξειδωτική δράση του οποίου μειώνει την LDL "κακή" χοληστερόλη- προλαμβάνοντας τη στεφανιαία νόσο και τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή. Περιέχει L-καρνιτίνη, η οποία μεταφέρει τα λιπαρά οξέα στα μιτοχόνδρια, οπού μπορούν να διασπαστούν για να δώσουν ενέργεια στον οργανισμό (λιπολυτική δράση). Τέλος, έχει υψηλή περιεκτικότητα σε γ-λινολεϊκό οξύ (CLA), το οποίο συμβάλλει στη ελάττωση του λίπους σε υπέρβαρα άτομα καθώς και στη βελτίωση του λιπιδαιμικού τους προφίλ. Τα αρνητικά του κατσικιού είναι ότι έχει περισσότερα τρανς λιπαρά, λιγότερη πρωτεΐνη και περισσότερο νάτριο. Οι διατροφολόγοι ψηφίζουν κατσίκι, γιατί έχει λιγότερες θερμίδες και άρα είναι πιο υγιεινό.
Πηγή : http://medlabgr.blogspot.com/2013/04/blog-post_28.html#ixzz4KtqgG6Gh
http://www.ftiaxno.gr/2010/09/blog-post.html
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%AF%CE%BA%CE%B1
http://www.iphicratisamyras.com/2014/05/blog-post_7321.html
http://www.mouseioaianis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=127&Itemid=96

Πρόβατο : Το πιο διαδεδομένο κτηνοτροφικό ζώο του κόσμου με την μεγάλη παραγωγική χρησιμότητα

Το πρόβατο, αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό, είναι το πιο διαδομένο κατοικίδιο κι εκτρέφεται στις πιο διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες σ' όλο τον κόσμο. Η εκτροφή του αποτελεί μια απ' τις πιο σημαντικές παραγωγικές διαδικασίες στη ζωική παραγωγή και εξακολουθεί να είναι ο μοναδικός σχεδόν παραγωγός μαλλιού στον κόσμο. Τα πρόβατα δίνουν ακόμη το γάλα και το κρέας τους, που θεωρείται αξιόλογο και, ιδιαίτερα στη χώρα μας, έχει μεγάλη κατανάλωση. Ακόμη το δέρμα τους, και από το λίπος του μαλλιού τους παίρνουμε τη λανολίνη, μια απ' τις πιο βασικές ύλες της βιομηχανίας των καλλυντικών. Το αρνί είναι από τα πρώτα ζώα που εξημερώθηκαν από τους ανθρώπους, πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Η εξημέρωση του αρνιού πιθανότατα ξεκίνησε στη Μέση Ανατολή. Το αρνί δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως τροφή αλλά και για κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα (μαλλί). Οι Ρωμαίοι είναι αυτοί που εισήγαγαν τα αρνιά στη Μεγάλη Βρετανία, πριν από 2.000 χρόνια. Το αρνί εισήχθη στο Δυτικό ημισφαίριο στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν οι στρατιές του Ισπανού εξερευνητή και κατακτητή Ερνάν Κορτές μετέφεραν μαζί τους αρνιά στις εξερευνήσεις τους. Στους αρχαίους πολιτισμούς, το αρνί ήταν πολύτιμο όχι τόσο για το κρέας του, αλλά για το μαλλί του. Μάλιστα, στη Βαβυλώνα και την Περσία, η εκτροφή των αρνιών για το μαλλί τους, ήταν σημαντική για την οικονομική και την βιομηχανική ανάπτυξη.  Στην ελληνική μυθολογία, γνωστό ήταν το «φτερωτό κριάρι, που είχε χρυσόμαλλη προβιά», το οποίο έπαιξε κεντρικό ρόλο στο μύθο του Ιάσονα και των Αργοναυτών, καθώς σκοπός της Αργοναυτικής εκστρατείας ήταν να το παραδώσουν στον βασιλιά Πελία. Από τους αρχαίους χρόνους, το αρνί έχει θεωρηθεί θρησκευτικό σύμβολο. Χρησιμοποιούνταν ευρέως ως σύμβολο θυσίας, σε πολλές θρησκείες, και του Ιουδαϊσμού. Στην Ελλάδα, το αγαθό αυτό ζώο, θρησκευτικό σύμβολο της αγνότητας, είναι άμεσα συνδεδεμένο με το Πάσχα. Ο Ιησούς συχνά αναφέρεται και ως «ο Αμνός του Θεού». 

Το αρνί είναι μια σημαντική τροφή της παγκόσμιας γαστρονομίας, και ιδιαίτερα της Τουρκίας, της Ελλάδας, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας, της Αφρικής και των χωρών της Μέσης Ανατολής. Οι καλύτερες προβατίνες είναι όσες έχουν πολλά μαλλιά και μαλακά και οι τολούπες των μαλλιών τους είναι βαθιές και πυκνές σε όλο το σώμα, κυρίως όμως στο λαιμό και το σβέρκο. Και όταν η κοιλιά τους είναι πυκνά μαλλιασμένη και έχει πολλά μαλακά και μονόχρωμα μαλλιά. Οι προβατίνες πρέπει να έχουν καλοδεμένο κορμί, να είναι όμορφα, να έχουν ζωηρά μάτια και μακριά πόδια και κέρατα. Αυτές δε είναι οι καλύτερες για να κάνουν αρνιά. Τα κριάρια πρέπει να έχουν καλοδεμένο κορμί, να είναι όμορφα, να έχουν ζωηρά μάτια, μαλλιασμένο πρόσωπο, όμορφα και μικρά κέρατα, τα αυτιά τους να είναι σκεπασμένα από πυκνό μαλλί, να έχουν πλατιά οπίσθια, μεγάλα γεννητικά όργανα και να είναι μονόχρωμα. Η κατάλληλη ηλικία για τα κριάρια και τις προβατίνες είναι όταν φτάσουν τριών χρονών. Ένα κριάρι μπορεί να γκαστρώσει 50 προβατίνες. Ένας βοσκός είναι αρκετός για να φυλάει και να φροντίζει 20 πρόβατα όταν έχει και ένα παιδί να τον βοηθάει. Το πρόβατο εγκυμονεί 5 μήνες. Τα καλύτερα πρόβατα είναι όσα έχουν απλωτά μαλλιά. Όσα έχουν σγουρά μαλλιά, είναι αδύνατα, καθώς το βεβαιώνουν. Τα μαντριά πρέπει να είναι πολλά και ευρύχωρα και να είναι ζεστά και στεγνά. Το έδαφός πρέπει να είναι πλαγιαστό και να το ισάζουμε στρώνοντας πέτρες. Στο ψηλότερο μέρος του μαντριού βάζουμε τα παχνιά και από πάνω βάζουμε σκάλες για να μην μπορούν τα πρόβατα όταν παίρνουν τροφή να πηδούν από επάνω. Το καλοκαίρι τα πρόβατα τρέφονται και μαντρίζονται και στην ύπαιθρο. Αλλά όταν καίει πολύ ο ήλιος τα πηγαίνουμε στον ίσκιο. Όχι όμως και όταν δεν καίει γιατί τα βλάπτει πολύ το κρύο. 

Για να μην μπαίνουν στο μαντρί τα ζωύφια που πειράζουν τα πρόβατα, θυμιατίζουμε το μαντρί με γυναικείες τρίχες ή με χαλβάνη ή με κέρατο από ελάφι ή με νύχι από γίδα ή με τρίχες και κατράμι και συνναμική ή κόνυζα ή και με κάθε άλλο που έχει βαριά μυρωδιά, κοπανισμένα χωριστά ή και περισσότερα μαζί. Για στρώμα των προβάτων χρησιμοποιούμε αγριοδυόσμο και σπερδούκλι ή γληφώνι ή της αγάπης το βοτάνι ή κόνυζα ή μυρμηγκοβότανο. Γιατί από αυτά φεύγουν τα ζωύφια. Τους βάνουμε δε να τρώνε τριφυλλόκλαδο και τριφύλλι ή μοσχοσίταρο ή βρώμη ή άχυρα από όσπρια ή από κριθάρι. Τα άχυρα γίνονται καλύτερα όταν στο αλώνι τα ραντίζουμε με άλμη. Κατάλληλα επίσης για τροφή των προβάτων είναι τα πεσμένα αγριόσυκα και τα ξερά φύλλα. Στη βοσκή τα βγάζουμε το καλοκαίρι πριν βγει ο ήλιος, όταν ο τόπος έχει ακόμα δροσιά. Το χειμώνα όταν η πάχνη και η δροσιά έχει φύγει. Πρέπει να προσέχουμε να έχουν τον ήλιο πάντοτε από πίσω. Των προβάτων ο αριθμός πρέπει να είναι μονός, γιατί ο μονός αριθμός έχει κάποια απόκρυφη δύναμη να διατηρεί και να σώζει τα κοπάδια. Τα κριάρια πρέπει να τα χωρίζουμε 2 μήνες πριν το ζευγάρωμα και να τους δίνουμε περισσότερο να τρώνε. Όταν παχύνουν και μαζέψουν δύναμη τα αφήνουμε να πάνε στα θηλυκά. Η κατάλληλη ηλικία για ζευγάρωμα στα κριάρια είναι από 2 χρονών έως 8. Το ίδιο δε και στις προβατίνες. Πρέπει να ξέρουμε ότι τα κριάρια κυνηγούν πρώτα τις μεγαλύτερες προβατίνες που βατεύονται γρηγορότερα και έπειτα τις νέες. Σε μεγαλύτερη ηλικία δεν πρέπει να βατεύονται τα πρόβατα γιατί βλάπτονται. Μερικοί για να έχουν αρνιά και γάλα όλο το χρόνο βάνουν τα πρόβατα να ζευγαρώνουν σε διάφορες εποχές της χρονιάς. Τα κριάρια γίνονται δυνατά για το βάτεμα όταν ανακατέψουμε στην τροφή τους κρεμμύδια και πολυγόνατο, το οποίο και για τα άλλα ζώα που βόσκουν είναι διεγερτικό. Πρέπει δε να τα ποτίζουμε με το ίδιο νερό και όχι με νερό που δεν έχουν συνηθίσει. Τα αρνιά μόλις γεννηθούν, αφού χορτάσουν γάλα τα μαντρίζουμε χωριστά. Γιατί όταν μαντρίζονται μαζί με τις προβατίνες ποδοπατούνται. Ως τους 2 μήνες δεν πρέπει να αρμέγουμε το γάλα. Καλύτερα δε είναι αν δεν το αρμέξουμε καθόλου. Και έτσι γίνονται πολύ παχιά τα αρνιά. Τα πρωτότοκα αρνιά τα ξεκάνουμε γιατί είναι ακατάλληλα για να τα κρατήσουμε. 

Τα πρόβατα πρέπει να τα κουρεύουμε όταν δεν κάνει πια κρύο, ούτε όμως και το καλοκαίρι, αλλά στα μέσα της άνοιξης. Τις πληγές που θα πάθει το πρόβατο στο κούρεμα τις αλείφουμε με υγρή πίσσα, το άλλο δε μέρος του σώματος με λάδι ανακατεμένο με κρασί ή με χυλό από βρασμένα πικρά λούπινα. Προτιμότερο όμως είναι να ανακατέψουμε μούργα και άλλο τόσο κρασί ή λάδι και άσπρο κρασί με κερί και με ξύγκι και τα αλείφουμε. Και έτσι με το φάρμακο αυτό ούτε το μαλλί γίνεται βλαβερό, ούτε παθαίνουν ψώρα τα πρόβατα, ούτε αφορμίζει το μέρος που πληγώθηκε το πρόβατο. Πρέπει δε να προσέχουμε να κουρεύουμε τα πρόβατα όταν έχουν στεγνώσει καλά, μια ώρα ημέρα ώστε να έχει ξεραθεί η δροσιά που έπεσε τη νύχτα στα μαλλιά και να τα βγάζουμε μάλλον στον ήλιο. Γιατί καθώς ιδρώνει το πρόβατο που κουρεύουμε, τον ιδρώτα του τον τραβούν τα μαλλιά και έτσι παίρνουν καλύτερο χρώμα και γίνονται μαλακότερα. Τα ζώα που βόσκουν μας δίνουν πάρα πολύ γάλα όταν τρώνε τριφυλλόκλαδο ή αν τους βάλουμε δίκταμο για φυλαχτό στην κοιλιά τους. Το αρνί έχει πλούσια διατροφική αξία και θρεπτικά συστατικά, ιδιαίτερα πρωτεΐνες, βιταμίνη Β12 και ψευδάργυρο. Αρνί θεωρείται το πρόβατο μικρότερο του ενός έτους και ανήκει στην κατηγορία του κόκκινου κρέατος. Αρκετές πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι τα συνολικά επίπεδα λίπους στο αρνί μπορούν να μειωθούν όταν τρέφονται με χορτάρι. Αυτή η συνολική μείωση της περιεκτικότητα τους σε λιπαρές ουσίες έχει επίσης αποδειχθεί και είναι ιδιαίτερα εμφανής σε φιλέτα αρνιού, με μειωμένα λιπαρά μέχρι και 15%. Τα αρνιά ελευθέρας βοσκής είναι πιο δραστήρια από τα αρνιά παραμένουν σε εσωτερικούς χώρους, και αυτό το αυξημένο επίπεδο δραστηριότητας τους είναι πιθανό να συμβάλει στην ανάπτυξη μυϊκού ιστού και να καίνε περισσότερες θερμίδες. Επιπλέον, αρνιά ελευθέρας βοσκής είναι πιθανό να τρώνε λιγότερο, σε αντίθεση με τα αρνιά παραμένουν σε εσωτερικούς χώρους και τρέφονται με ζωοτροφές.
Πηγή : http://www.ftiaxno.gr/2010/08/blog-post_30.html
http://www.mydiatrofi.gr/trofi/trofima/kreas-poulerika-thalassina/arni-diatrofiki-aksia-kai-threptika-systatika
http://www.livepedia.gr/index.php/Πρόβατο

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...