Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι.
Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.)

Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται ηδέ φύονται.
– Χώμα και νερό είναι όλα όσα γεννιούνται και φυτρώνουν.
Ξενοφάνης Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος (570-480 π.Χ.)

Ο μεν γεωργός, την γην, ο δε φιλόσοφος την ψυχήν εξημεροί.
Θεόκριτος Αρχαίος Έλληνας ποιητής (3ος π.Χ. αιών)

Έτος φέρει ούτις άρουρα.
– Η χρονιά φέρνει [την καλή σοδειά] όχι η γη.
Θεόφραστος Αρχαίος φιλόσοφος, συνεχιστής του Αριστοτέλη (372-287 π.Χ.)

Κακαί γεωργείν χείρες ευ τεθραμμέναι.
– Τα καλοθρεμμένα χέρια είναι ακατάλληλα για τη γεωργία.
Ευριπίδης Αρχαίος τραγικός (480-406 π.Χ.) – Ρήσος

Τι εστι Γεωργός; Καρπών υπηρέτης, όμβρων διαιτητής, ερημίας συνήθης, αθαλασσίας έμπορος, ύλης ανταγωνιστής, τροφής υπουργός, πεδίων αριστευτής, γης ιατρός, δένδρων φυτουργός, ορνέων παιδαγωγός, κακοπαθείας συνήθεια.
Σεκούνδος ο Σιωπηλός Αρχαίος κυνικός φιλόσοφος (2ος αιώνας μ.Χ.)

Ο δε Κάιν γεωργός τυγχάνων, και μετά την καταδίκην χειρόνως βιώσας, πρώτος µέτρα και στάθμια και γης όρους επενόησεν.
Γεώργιος Αμαρτωλός Βυζαντινός μοναχός & ιστορικός (9ος αιών)

Ο σπείρων φειδομένως, φειδομένως και θερίσει.
– μτφρ: Αυτός που θα σπείρει λίγα, θα θερίσει και λίγα.
Επιστολές Αποστόλου Παύλου– προς Κορινθίους Β’ 9.6

Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος. Ελένη Βλάχου Δημοσιογράφος & εκδότρια (1911-1995)

Αγρότης είναι ένας άνθρωπος που ιδρώνει για να κάνει το γιο του κύριο, που αργότερα θα ντρέπεται για τον πατέρα του. Adrien Decourcelle Γάλλος συγγραφέας (1824-1892)

Με την εισαγωγή της γεωργίας, η ανθρωπότητα μπήκε σε μια μακρά περίοδο κακίας, μιζέριας και τρέλας, από όπου απελευθερώνεται μόλις τώρα με την ωφέλιμη χρήση των μηχανών. Μπέρτραντ Ράσελ Βρετανός φιλόσοφος (1872-1970)

Ο αγρότης ίσως είναι το μοναδικό είδος ανθρώπου που δεν του αρέσει η εξοχή και δεν τη θαυμάζει ποτέ. Jules Renard Γάλλος συγγραφέας (1864-1910)

Η αγροτική ευημερία εξευγενίζει. Η βιομηχανική ευημερία εκχυδαΐζει.
Nicolás Gómez Dávila Κολομβιανός συγγραφέας (1913-1994)

Όταν οι αγρότες ευημερούν, ευημερεί και η χώρα, και όταν οι αγρότες έχουν προβλήματα, έχει προβλήματα και η χώρα. Χάρυ Τρούμαν Αμερικανός πρόεδρος [1945-1953] (1884-1972)

Το φαγητό είναι μια γεωργική πράξη. Wendell Berry Αμερικανός συγγραφέας (1935-)

Κάθε είδος τυριού φανερώνει ένα λιβάδι με διαφορετικό χορτάρι κάτω από έναν διαφορετικό ουρανό. Italo Calvino Ιταλός συγγραφέας (1923-1985)

Ακόμα δυσκολότερη αναμένεται να είναι η νέα χρονιά στον πρωτογενή τομέα, καθώς ήδη οι προβλέψεις των αναλυτών κάνουν λόγο για μείωση άνω του 30% στην παραγωγή αραβόσιτου και σιταριού από την Ουκρανία, που «υποθηκεύει» νέες αυξήσεις στο κόστος φυτικής και ζωικής παραγωγής. Σε επίπεδο εγχώριας αυτάρκειας, στην πλειονότητα των προϊόντων φυτικής παραγωγής κυμαίνεται κάτω του 50%, ενώ στη ζωική παραγωγή στο αγελαδινό γάλα, στο χοιρινό και στο βόειο κρέας τα ποσοστά εξάρτησης από τις εισαγωγές παραμένουν υψηλά. Η περιορισμένη εγχώρια επάρκεια αναμένεται να διευρύνει περαιτέρω το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, το οποίο στο εννεάμηνο του 2022 διαμορφώθηκε σε 560,8 εκατ. ευρώ. Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από την έρευνα «Προκλήσεις στην παραγωγή, το εμπόριο και την αυτάρκεια των γεωργικών προϊόντων της χώρας» που παρουσίασε σε πρόσφατη εκδήλωση η διευθύνουσα σύμβουλος της Gaia Επιχειρείν, Έλλη Τσιφόρου.

Αναλυτικότερα, όπως ανέφερε η κ. Τσιφόρου: «Βρισκόμαστε εν μέσω μιας “τέλειας καταιγίδας” ελέω των γεωπολιτικών κλυδωνισμών και της κλιματικής κρίσης. Από ό,τι φαίνεται η επόμενη χρονιά θα είναι δύσκολη. Προβλέπεται μείωση παραγωγής άνω του 30% και στον αραβόσιτο και στο σιτάρι στην Ουκρανία. Αυτό θα έχει επιπτώσεις. Να σημειωθεί ότι την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο (2021/2022) οι παραγωγοί είχαν προλάβει να σπείρουν και υπήρχαν και αποθέματα να διατεθούν στις αγορές. Φέτος δεν συνέβη αυτό». Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση, την οποία οι παραγωγοί τη βιώνουν πολύ σκληρά, όπως σημείωσε η ίδια, καθιστούν «αναγκαίο να εξακριβωθεί ο βαθμός τρωτότητας της ελληνικής γεωργίας».

Σε επίπεδο φυτικής παραγωγής, σύμφωνα με την έρευνα, σε όρους αυτάρκειας, εφτά προϊόντα έχουν πολύ χαμηλό βαθμό, δηλαδή κάτω του 50% και στηρίζονται κατά βάση σε εισαγωγές από άλλες χώρες. Πρόκειται για τις φακές με ποσοστό αυτάρκειας 41,9%, τα φουντούκια (41,9%), το φιστίκι αράπικο (35,1%), το μαλακό σιτάρι (25,1%), το αραβοσιτέλαιο (22,3%), η σόγια (5,2%) και η ζάχαρη (1,9%). Σε χαμηλά σχετικά επίπεδα διατηρείται και η αυτάρκεια σε κριθάρι (83,5%), αμύγδαλα (81,7%), ρεβίθια (79,5%), πατάτες (75,8%), αραβόσιτο (63,4%), ηλιέλαιο (57%) και φασόλια (52,9%). Ικανοποιητικός βαθμός επάρκειας καταγράφεται σε μπιζέλια (99,9%), κρεμμύδια (99,3%), σπανάκι (98,4%), βίκο (97,8%), μαρούλια (97,8%), ελαιοκράμβη (96,2%), ηλίανθο (93,8%), λεμόνια (92,8%), βρώμη (91,6%) καρύδια (90,4%) και κουκιά (90,4%).

Στα σιτηρά, στη δεκαετία 2013-2022 καταγράφηκε μείωση κατά 36% στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, με τον όγκο παραγωγής να συρρικνώνεται κατά 47%. Στον αραβόσιτο η υποχώρηση στον όγκο παραγωγής άγγιξε το 50%, στο σκληρό σιτάρι το 49%, στο μαλακό σιτάρι το 54%, ενώ η παραγωγή βρώμης μειώθηκε κατά 37%. Ειδικότερα, στον αραβόσιτο η αυτάρκεια κινείται στο επίπεδο του 63,4%, με τη χώρα να έχει υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές που διαμορφώθηκαν την περίοδο 2018-2020 πάνω από 700 χιλ. τόνους, προερχόμενες κυρίως από τη Βουλγαρία σε ποσοστό 56%, τη Ρουμανία (18%), ενώ Μολδαβία, Ρωσία και Ουκρανία συνολικά είχαν το 17% των εισαγωγών. Στο εννεάμηνο του 2022 καταγράφηκε άνοδος της τιμής εισαγωγής κατά 37%.

Στο μαλακό σιτάρι -που αποτελεί πρώτη ύλη για βασικά είδη διατροφής όπως άλευρα, ενώ το 40% χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή- η αυτάρκεια της χώρας διαμορφώνεται στο 25,1%. Οι εισαγωγές την τριετία 2018/20 διαμορφώθηκαν σε 831 χιλ. τόνους, με βασικές προμηθεύτριες αγορές τις Βουλγαρία, Ρωσία, Ρουμανία, Γαλλία, Μολδαβία, Ουγγαρία, ενώ Ρωσία, Μολδαβία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν το 37%. Στο εννεάμηνο του 2022 καταγράφηκε μείωση εισαγωγών (-10%), ενώ η άνοδος της μέσης τιμής εισαγωγής ενισχύθηκε κατά 58%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την άνοδο των εισαγωγών αλεύρων μαλακού σίτου κατά 33%, με έντονη αύξηση της αξίας κατά 79% λόγω της σημαντικής ανόδου της μέσης τιμής εισαγωγής (502 ευρώ/τόνο). Αντίστοιχα, στη σόγια η αυτάρκεια της χώρας κινείται στο 5,2%, στο ηλιέλαιο στο 57% και στο αραβοσιτέλαιο στο 22,3%.

https://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=2982
https://www.naftemporiki.gr/finance/economy/1460754/protogenis-tomeas-o-vathmos-aytarkeias-se-vasika-proionta-kai-oi-apeiles/

Η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα : Η συρρίκνωση της καλλιέργειας και η εξαφάνιση των γεωργών

Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος. Ελένη Βλάχου Δημοσιογράφος & εκδότρια (1911-1995)

Όταν εντάχθηκε η Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ το 1981, στη γεωργία απασχολούνταν το 30% του εργατικού δυναμικού της χώρας και η γεωργική παραγωγή αποτελούσε το 25% του ΑΕΠ. Σήμερα η γεωργία απασχολεί το 12% του εργατικού δυναμικού και συμβάλει κατά 3,6% στην εθνική προστιθέμενη αξία. Αυτό είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. όπου στη γεωργία απασχολούνται μόνο το 4% και η συμμετοχή στο ΑΕΠ είναι 1,5%. Η μέση αγροτική εκμετάλλευση στην Ελλάδα αντιστοιχεί στη μισή έκταση από ό,τι στην Ε.Ε. Η μικρότερη έκταση ανά εκμετάλλευση προκαλεί και τις εξής διαφορές: Το επιχειρηματικό εισόδημα ανά εκμετάλλευση είναι τα 3/4 αυτού της Ε.Ε., ενώ ανά εκτάριο στην Ελλάδα είναι διπλάσιο από της Ε.Ε. Το συνολικό κόστος παραγωγής ανά εκτάριο στην Ελλάδα είναι 75% της Ε.Ε., ενώ το κόστος ανά εκμετάλλευση είναι περίπου το 1/3 της Ε.Ε. Η προστιθέμενη αξία της πρωτογενούς παραγωγής ανά εκτάριο είναι κατά 5% μεγαλύτερη από της Ε.Ε., ενώ είναι περίπου η μισή της Ε.Ε. ανά εκμετάλλευση. Η προστιθέμενη αξία διατροφής (μεταποίηση, διανομή και εστίαση) ανά εκτάριο είναι το 1/3 της Ε.Ε., και περίπου το 1/6 ανά εκμετάλλευση. Το τελευταίο έχει μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη ότι στην Ε.Ε. η μισή σχεδόν παραγωγή (49%) διακινείται μέσω συνεταιρισμών, άρα και ένα αντίστοιχο ποσοστό της προστιθέμενης αξίας επιστρέφει στους ιδιοκτήτες-παραγωγούς, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι μόλις 8%. Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι συγκρίσιμο με της υπόλοιπης οικονομίας (87%) ενώ είναι μόνο 45% στην Ε.Ε. Η διαφορά αυτή οφείλεται περισσότερο στο χαμηλό μη-αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε. Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από αυτό της Ε.Ε., αλλά σε σχέση με το μη-αγροτικό εισόδημα της χώρας είναι συγκριτικά καλύτερα, ειδικά κατά την διάρκεια της κρίσης, όπου το μη-αγροτικό εισόδημα μειώθηκε, ενώ το αγροτικό παρέμεινε σχετικά σταθερό. Μια σύγκριση επίσης είναι σημαντική να τονιστεί, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων γεωργών ασκεί τη γεωργία χωρίς ιδιαίτερες συστηματικές γνώσεις, με μόνο εφόδιο την πρακτική εμπειρία. Μόλις 5,5% των Ελλήνων γεωργών έχουν παρακολουθήσει κάποια βασική εκπαίδευση (20,2% στην Ε.Ε.), ενώ ελάχιστοι έχουν πλήρη γεωργική εκπαίδευση.

Πολύ συχνά ακούμε από τα χείλη των αρμόδιων υπουργών για την ανάγκη ενίσχυσης της αγροτικής παραγωγής και της αγροτικής οικονομίας, ως ένα βασικό βήμα για την «αναθέρμανση» του ΑΕΠ. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η ελληνική αγροτιά, εδώ και χρόνια, παλεύει μόνη της, χωρίς ιδιαίτερες στηρίξεις, έχοντας να ανταγωνιστεί πολύ πιο προηγμένες αγροτικά χώρες, αλλά και να αντεπεξέλθει μια σειρά εγχώριων δυσχερειών. Όλα αυτά, όπως είναι εύλογο, αποτυπώνονται και στις ετήσιες επιδόσεις της γεωργικής παραγωγής, η οποία καταγράφει σταθερή και αισθητή μείωση τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το 2019, όπου η παραγωγή -για παράδειγμα- στα σκληρά σιτηρά περιορίστηκε κατά 11,5% και διαμορφώθηκε σε μόλις 821.000 τόνους. Διψήφια ήταν η πτώση και στην παραγωγή ελαιόλαδου, η οποία αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος για αρκετές περιοχές της χώρας (Μεσσηνία, Κρήτη), καθώς συρρικνώθηκε κατά 11% και ανήλθε σε 290.000 τόνους. Πτωτική ήταν η τάση δε, και σ’ άλλα βασικά αγαθά, όπως το ρύζι (-2,3%), τα καρπούζια (-2,7%), οι τομάτες (-4%), οι πιπεριές (-3,1%), ο μούστος (6,6%), τα μανταρίνια (-1,1%), τα ροδάκινα – νεκταρίνια (-6%) κ.α. Φυσικά, υπάρχουν και προϊόντα, των οποίων η παραγωγή αυξήθηκε, όπως για παράδειγμα, τα αμύγδαλα (8,2%), τα μήλα (4,7%), τα ακτινίδια (9,9%), τα αγγούρια (1,9%), οι πατάτες (1,9%), το κριθάρι (2,3%) και το βαμβάκι (4,8%).

Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων κατά ομάδες και είδη :
1) παραγωγή σκληρού σιταριού, μείωση κατά 11,5% το 2019 σε σχέση με το 2018
2) παραγωγή αραβοσίτου, μείωση κατά 0,4% το 2019 σε σχέση με το 2018
3)παραγωγή βαμβακιού, αύξηση κατά 4,8% το 2019 σε σχέση με το 2018
4) παραγωγή σταφυλιών, αύξηση κατά 0,3% το 2019 σε σχέση με το 2018
5) παραγωγή μούστου, μείωση κατά 6,6% το 2019 σε σχέση με το 2018
6) παραγωγή πορτοκαλιών, μείωση κατά 0,6% το 2019 σε σχέση με το 2018
7) παραγωγή ελαιόκαρπου, αύξηση κατά 17,2% το 2019 σε σχέση με το 2018
8) παραγωγή ελαιόλαδου, μείωση κατά 11,4% το 2019 σε σχέση με το 2018
Την ίδια ώρα, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, τουλάχιστον το 2019, παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, καθώς σε σχέση με το 2018 παρατηρήθηκαν οι εξής μεταβολές:
1) Καλλιεργούμενη γεωργική γη 32,1 εκατ. στρέμματα, μειώση 0,2%
2) Αροτραίες καλλιέργειες 16,9 εκατ. στρέμματα, μείωση 1,2%
3) Κηπευτική γη 595.000 στρέμματα, μείωση 3,7%
4) Μόνιμες καλλιέργειες 10,8 εκατ. στρέμματα, αύξηση 0,3%
5) Αγραναπαύσεις 3,7 εκατ. στρέμματα, αύξηση 4,2%

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια σημειώνεται σταθερή μείωση των εκτάσεων, οι οποίες καλλιεργούνται περιορίζοντας τη δυναμική της αγροτικής οικονομίας. Το 2019 δε, το 52,8% της καλλιεργούμενης έκτασης χρησιμοποιήθηκε για αροτραίες καλλιέργειες, το 1,9% για κηπευτικές, το 33,8% για μόνιμες καλλιέργειες και το 11,5% ήταν αγραναπαύσεις.
Οι σημαντικότερες αλλαγές ανά είδος καλλιέργειας :
1) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με σιτάρι σκληρό, μείωση κατά 11,6%
2) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με αραβόσιτο, μείωση κατά 1,0%
3) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με βαμβάκι, αύξηση κατά 4,0%
4) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με αμπέλια (σύνολο), μείωση κατά 2,5%
5) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με πορτοκαλιές, αύξηση κατά 0,5%
6) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με ροδάκινα – νεκταρίνια, μείωση κατά 0,5%
7) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με ελαιώνες (σύνολο), αύξηση κατά 0,8%

Και ειδικότερα:
1) Σιτηρά 7,1 εκατ. στρεμματα, μειωση 7,2%
2) Βρώσιμα όσπρια 318.000 στρέμματα, μειωση 16%
3) Βιομηχανικά φυτα (καπνος, βαμβακι) 4,1 εκατ. στρέμματα, αύξηση 4,4%
4) Αρωματικά φυτά 79.000 στρέμματα, αύξγση 24%
5) Kτηνοτροφικά φυτά 5 εκατ. στρέμματα, αύξηση 5,2%
6) Πατάτες 178.000 στρέμματα, μειωση 3,9%
7) Αμπέλια 870.000 στρέμματα, μειωση 2,5%
8) Εσπεριδοειδη 420.000, στρέμματα αύξηση 0,6%
9) Οπωροφόρα 312.000 στρέμματα, αύξηση 4,6%
10) Πυρηνόκαρπα (ροδακινα, νεκταρινια, κεράσια, βερικοκα) 657.000 στρέμματα, μείωση 0,1%
11) Ακρόδρυα (αμυγδαιές, καρυδιες, καστανιες) 434.000 στρέμμα, αύξηση 6,9%
12) Ελαιώνες 7,9 εκατ. στρέμματα, αύξηση 0,8%
Πηγή : https://www.moneyreview.gr/business-and-finance/37455/poso-echei-allaxei-i-agrotiki-paragogi-stin-ellada/amp/
https://www.dianeosis.org/2020/08/i-elliniki-georgia-kai-agrodiatrofi-meta-tin-pandimia/
https://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=2982

Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια στην Ελλάδα, η ανάπτυξη και ο ανταγωνισμός

Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια είναι η μόνη μέθοδος παραγωγής στην οποία μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό έλεγχος των παραγόντων του περιβάλλοντος που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών. Αποτελεί, κατά συνέπεια, έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής, δίνοντας τη δυνατότητα για παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων (λαχανοκομικών, ανθοκομικών, αρωματικών, φαρμακευτικών και φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού σε ελεγχόμενο περιβάλλον) καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές κλιματικές συνθήκες, με αποδοτική χρήση εισροών σε νερό, λιπάσματα και ενέργεια και μειωμένες εισροές σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες μπορεί να αποτελέσουν διέξοδο και ταυτόχρονα σημαντικό παράγοντα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ακόμη και για περιοχές οι οποίες παραδοσιακά έχουν σχέση μόνο με μεγάλες καλλιέργειες. Το 3% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων στη χώρα μας καλύπτεται με λαχανοκομικές καλλιέργειες, οι οποίες συνεισφέρουν στο 18% της συνολικής αξίας των παραγόμενων προϊόντων. Στη σημερινή παραγωγή θερμοκηπιακών προϊόντων πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση τόσο στην επίτευξη ικανοποιητικής απόδοσης, που θα καθιστά το θερμοκήπιο βιώσιμο, όσο και στη βελτίωση της ποιότητας και στη μείωση των εισροών και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη δραστηριότητα αυτή. Έτσι, τα θερμοκήπια ως συστήματα υψηλής δυναμικότητας, παραγωγικότητας, έντασης εργασίας και πόρων, αποτελούν μία δραστηριότητα που, συγκριτικά με τις καλλιέργειες στον ανοιχτό αγρό, απαιτούν μία σημαντικά μεγαλύτερη επένδυση ανά μονάδα επιφάνειας.

Αν και σε πολλές περιπτώσεις επιδοτείται το 40%-50% της επένδυσης ή και περισσότερο, φαίνεται πως το κεφάλαιο που πρέπει να επενδυθεί είναι υπερβολικά μεγάλο για έναν παραγωγό, καθώς για την εγκατάσταση ενός πλήρως εξοπλισμένου θερμοκηπίου με υδροπονική καλλιέργεια απαιτούνται 70.000-100.000 ευρώ ανά στρέμμα, με μία ελάχιστη προτεινόμενη έκταση της τάξεως των 5 στρεμμάτων. Αυτός είναι, εξάλλου, και ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να γίνονται μεγάλες επενδύσεις σε θερμοκήπια μόνο από εταιρείες που δραστηριοποιούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο χώρο των τροφίμων. Παράλληλα, οι επενδύσεις αυτές συνδυάζονται σε αρκετές περιπτώσεις με την παραγωγή ενέργειας, προκειμένου να καλύπτουν ένα από τα μεγαλύτερα λειτουργικά κόστη του θερμοκηπίου, αυτό της θέρμανσης.

Πρόκειται για έναν τομέα υπό πίεση, καθώς παρατηρείται ισχυρός ανταγωνισμός με γειτονικές αναδυόμενες οικονομίες (βαλκανικές χώρες, Τουρκία), ενώ οι απαιτήσεις των καταναλωτών βαίνουν συνεχώς προς αύξηση. Σημειώνεται, ιδιαίτερα, πως οι γειτονικές μας χώρες έχουν επενδύσει δυναμικά εδώ και πολλά χρόνια στην ανάπτυξη των θερμοκηπίων με κορυφαίο παράδειγμα την Τουρκία που αποτελεί σήμερα τον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή των θερμοκηπίων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι εκτάσεις με θερμοκήπια στην Τουρκία το 1980 ήταν 8.000 στρέμματα και το 2020 πάνω από 800.000 στρέμματα. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα το 1980 υπήρχαν περίπου 30.000 στρέμματα και το 2020 οι εκτάσεις υπολογίζονται σε 65.000 στρέμματα. Είναι προφανές λοιπόν ότι η χώρα μας έχει μείνει πολύ πίσω στην κούρσα αυτή. Επιπλέον, η μέση θερμοκηπιακή έκταση ανά θερμοκηπιακή επιχείρηση στη χώρα μας είναι περίπου 6,5 στρέμματα, όταν η αντίστοιχη τιμή στην Ολλανδία και στην Ισπανία είναι μεγαλύτερη από 30 στρέμματα. Οι παραγωγοί στις παραπάνω χώρες έχουν αναπτύξει μεγάλες Ομάδες Παραγωγών και συνεταιρισμούς, προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους, κάτι που δεν συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στη χώρα μας, όπου η ανάγκη αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη, λόγω του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων. Για να καταστεί δυνατή και οικονομικά βιώσιμη η ανάπτυξη των θερμοκηπίων, θα πρέπει προφανώς να θεσπιστούν περαιτέρω οικονομικά κίνητρα, να γίνει εκπαίδευση των ενδιαφερόμενων παραγωγών και εκσυγχρονισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων με την υιοθέτηση τεχνικών και τεχνολογιών προσαρμοσμένων στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την αειφορία των αγροτικών οικοσυστημάτων.

Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια στην Ελλάδα είναι περίπου 50.000 - 60.000 στρέμματα, την ώρα που στην Τουρκία είναι 800.000 στρέμματα. Μεγάλη υπεραξία στον πρωτογενή τομέα χάνεται εξαιτίας της περιορισμένης εκμετάλλευσης του εγχώριου κλίματος στην κατεύθυνση της διεύρυνσης της θερμοκηπιακής καλλιέργειας. Όπως ανέφερε χθες στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου ο διευθύνων σύμβουλος της Intelligent Green Corps κ. Κωνσταντίνος Φιλιππίδης «Η Ελλάδα έχει μείνει 20 χρόνια πίσω σε ο,τι αφορά στην θερμοκηπιακή γεωργία όταν η γειτονική Τουρκία – ενώ ξεκίνησε τη δραστηριοποίηση σε αυτό το κλάδο την ίδια περίοδο με τη χώρα μας – εμφανίζει σήμερα τεράστια δυναμική στη θερμοκηπιακή καλλιέργεια ενώ επενδύει στρατηγικά σε αυτό το πεδίο με την στήριξη του κράτους». Όπως εξήγησε ο ίδιος, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία εισήλθαν πιο ουσιαστικά στην καλυμμένη καλλιέργεια το 2000. Στην εγχώρια αγορά υπολογίζεται ότι η θερμοκηπιακή καλλιέργεια αναπτύχθηκε σε περίπου 50.000 – 60.000 στρέμματα και έκτοτε έχει διατηρήσει αυτή την δυναμική. Από αυτά τα στρέμματα μόλις 1500 -2000 στρεμμματα υπολογίζεται ότι αφορούν σε μονάδες υψηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, στη Τουρκία σήμερα περί τα 800.000 στρέμματα, η πλειονότητα των οποίων είναι υψηλής τεχνολογίας, αφορούν σε καλυμμένη γεωργία.

Να επισημανθεί ότι μονάδες υψηλής τεχνολογίας σημαίνει ότι περιέχουν ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρισης κλίματος και λίπανσης. Προς τούτο και η Τουρκία αναπτύσσει μια συντονισμένη πολιτική προχωρώντας μάλιστα και στην προώθηση χωροταξικού σχεδίου γεωθερμίας προκειμένου να παρέχει φθηνή θέρμανση ως επιπλέον κίνητρο στους επενδυτές. Να σημειωθεί ότι το βασικό λειτουργικό κόστος στην θερμοκηπιακή καλλιέργεια αφορά στην ενέργεια θερμική και ηλεκτρική. «Στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε το κλίμα και να καταστούμε κυρίαρχοι των Βαλκανίων σε αγροτικά προϊόντα θερμοκηπιακής γεωργίας υψηλής τεχνολογίας» επισήμανε ο κ. Φιλιππίδης προσθέτοντας ότι «δυστυχώς αυτή τη στιγμή τα υφιστάμενα θερμοκήπια είναι πολύ λίγα σε σχέση με ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν καν το πλεονέκτημα του θερμού κλίματος της Ελλάδας ενώ ο αριθμός των μονάδων υψηλής τεχνολογίας είναι μηδαμινός».


Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο καθηγητής ΓΠΑ Δ. Σάββας στην Ελλάδα το 3% της καλλιεργήσιμης γης(περί το 1,160 εκατ στρεμματα) αφορά στα οπωροκηπευτικά και το 39% από τα 10 δισ/ της συνολικής αξίας της πρωτογενούς παραγωγής. Με γνώμονα ότι απόδοση σε όρους παραγωγικότητας των θερμοκηπιακών καλλιεργειών είναι πολλαπλάσια έως και δέκα φορές σε σχέση με την συμβατική γεωργία καθώς η παραγωγή μπορεί να γίνει σε δωδεκάμηνη βάση και σε απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον, η έλλειψη μονάδων υψηλής τεχνολογίας οδηγεί σε σημαντική απώλεια υπεραξίας. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια αμιγώς πράσινη δραστηριότητα καθώς έχει μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και ενσωματώνει όλες τις βέλτιστες πρακτικές της ευφυούς γεωργίας, ενώ αποτελεί ουσιαστική διέξοδο στο πεδίο της επισιτιστικής εξασφάλισης.

Σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Φιλιππίδης εκτιμώντας ότι πρέπει να υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός ενίσχυσης της θερμοκηπιακής γεωργίας υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα προτείνει: τη δημιουργία πιλοτικών μονάδων διαφόρων ποικιλιών ανά περιοχή σε όλη την επικράτεια έως 20 στρέμματα , την κρατική επιδότηση ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε απόφοιτους γεωπονικών σχολών ώστε να λάβουν την απαιτούμενη κατάρτιση από άλλες ευρωπαϊκές αγορές- γιατί δυστυχώς η εξειδίκευση στην θερμοκηπιακή καλλιέργεια υψηλής τεχνολογίας είναι πολύ περιορισμένη στην Ελλάδα- και τέλος την δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων σε συνεργασία με τις τράπεζες για την συγχρηματοδότηση μέσω παροχής δανείων με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου με ταυτόχρονη αξιοποίηση κονδυλίων από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ώστε να καταστεί πιο ελκυστικός ο κλάδος.
Πηγή : https://www.naftemporiki.gr/business/1520401/intelligent-green-i-ellada-echei-meinei-20-chronia-sti-thermokipiaki-georgia/
https://www.ypaithros.gr/prooptikes-anaptyksis-thermokipion-stin-ellada/



Η ιππασία στην ιστορία : Η μεσαιωνική εφεύρεση του αναβολέα και η χρήση των αλόγων από τους Βυζαντινούς Έλληνες

Ο άσημος αναβολέας και η σημασία του. Το εξάρτημα που μετέτρεψε το ιππικό σε φονική μηχανή. Ινδιάνοι, Μακεδόνες, Άραβες και ιππότες καβαλάρηδες και η μαχητική τους ικανότητα. Κανένας δε μπορεί σήμερα να διανοηθεί πόσο μεγάλη σημασία έπαιξαν στην παγκόσμια ιστορία κάποιες μικρές, ασήμαντες σήμερα στα μάτια μας εφευρέσεις. Επρόκειτο για φαινομενικά μικρά τεχνολογικά επιτεύγματα, τα οποία όμως μέσα στην πορεία των αιώνων βελτίωσαν δραστικά τη ζωή των ανθρώπων και έδωσαν ώθηση στην πορεία των κοινωνιών. Οι πιο πολλές απ’ αυτές δεν έχουν καταγεγραμμένο εφευρέτη, αφού κάποιος ανώνυμος οξυδερκής τεχνίτης, μέσα από την παρατήρηση και την καθημερινή δουλειά, έκανε κάποτε το τεχνολογικό βηματάκι, δίχως τις περισσότερες φορές να αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή τη σπουδαιότητα του επιτεύγματος του.


Ας δούμε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: Όλοι οι ιστορικοί του πολέμου, θεωρούν καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη και τη βελτίωση της μαχητικής ικανότητας του ιππικού, την εφεύρεση του αναβολέα. Αυτού του μεταλλικού κρίκου που περασμένος σ’ ένα δερμάτινο λουρί κρέμεται από τις σέλλες των αλόγων ή από τα σαμάρια. Ο καβαλάρης βάζει το πόδι του στον αναβολέα και σταθεροποιείται πάνω στο άλογο που ιππεύει. Στα σύγχρονα κινηματογραφικά έργα βλέπουμε ιππείς της αρχαιότητας να αλληλοσφάζονται πατώντας πάνω στους αναβολείς τους. Πρόκειται για ιστορική αυθαιρεσία. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε αυτό το εξάρτημα. Οι καβαλάρηδες του περίφημου θεσσαλικού ιππικού του Αλεξάνδρου που έφθασαν ανίκητοι ως την Ινδία, κάλπαζαν ή πολεμούσαν με τα πόδια τους ελεύθερα και κολλημένα στις κοιλιές των αλόγων τους για να μην πέσουν. Το ίδιο και οι ερυθρόδερμοι ιθαγενείς της βόρειας Αμερικής, στους πολιτισμούς των ανοικτών πεδιάδων που ισοπέδωσαν οι δυτικοί έποικοι.

Ο αναβολέας είναι πιθανότατα ασιατική εφεύρεση. Οι Βυζαντινοί τον χρησιμοποιούσαν ήδη από τον 7ο αιώνα, απ’ τους Βυζαντινούς τον πήραν οι Άραβες και από τους Άραβες τον παρέλαβαν οι δυτικοί, μέσω της Ισπανικής χερσονήσου που ήταν τότε Αραβική. Στη Δύση, χρησιμοποιήθηκε τον 8ο αιώνα. Κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο άλλαξαν οι φαινομενικά ασήμαντοι αυτοί κρίκοι τον τρόπο του πολέμου. Το ιππικό απέκτησε ξαφνικά πολλαπλάσια επιχειρησιακή ικανότητα. Οι καβαλάρηδες ένιωσαν ξαφνικά ασφαλέστεροι πάνω στο άλογο τους, με αποτέλεσμα να αποτολμούν πολύ πιο περίτεχνους και επικίνδυνους ελιγμούς. Πριν την εμφάνιση του αναβολέα, το ιππικό ήταν οπλισμένο μόνο με σπαθί. Μόνο όταν τα πόδια του καβαλάρη πάτησαν γερά, μπόρεσε να οπλιστεί με λόγχη, αφού υπήρχε πλέον η δυνατότητα απορρόφησης της μετωπικής κρούσης μ’ αυτήν, ειδικά σε ακίνητους στόχους όπως οι πεζοί στις φάλαγγες. Η βαριά λόγχη των ιπποτών του μεσαίωνα άλλωστε, χρειαζόταν συχνά πυκνά και τα δύο χέρια για τη διόρθωση της κατεύθυνσης της, κάτι που έγινε δυνατό μόνο όταν οι αναβολείς εξασφάλιζαν την ισορροπία του καβαλάρη δίχως να κρατά τα γκέμια του αλόγου. Η εφεύρεση αυτή επίσης μεγάλωσε αισθητά τη γωνία στρέψης του καβαλάρη και του έδωσε τη δυνατότητα να πολεμά σε πολύ μεγαλύτερη ακτίνα γύρω από το κορμί του. Δίχως αναβολείς, αναγκαζόταν αντί να γυρίζει το κορμί του για να πολεμήσει, να στρέφει το άλογο ώστε να το φέρει σε κατάλληλο σημείο για μάχη.
Τέλος, ο αναβολέας έδωσε τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν ράτσες πιο εύσωμων αλόγων στα σώματα του ιππικού. Ένα μεγάλο άλογο κουμαντάρεται καλύτερα με χέρια και πόδια μαζί, έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη σύγκρουση, αλλά είναι δυσκολότερο να κρατήσει τον καβαλάρη στην πλάτη του δίχως ισχυρή στήριξη. Επίσης, είναι πολύ δυσκολότερο να ξανανέβει κανείς πάνω του αν πέσει κάτω κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης, δίχως να πατήσει σε αναβολέα και ενώ γύρω του μαίνεται η μάχη. Μη χαμογελάτε μ’ αυτά, διότι τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα μικρών εφευρέσεων κατά την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας σας διαψεύδουν. Όταν ας πούμε, κάποιος ανώνυμος τεχνίτης του μεσαίωνα σκέφτηκε να βάλει δερμάτινους ιμάντες ανάμεσα στην καμπίνα των επιβατών και στην βάση μιας επιβατικής άμαξας ώστε να απορροφούνται οι κραδασμοί, ήταν αδύνατο να φανταστεί τι επανάσταση θα έφερνε στις χερσαίες μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων. Οι άθλιοι χωματόδρομοι της Ευρώπης έγιναν για πρώτη φορά προσβάσιμοι για ταξίδια μεγάλων αποστάσεων σε μέσα μαζικής μεταφοράς και όχι μόνο σε πεζούς ή μοναχικούς καβαλάρηδες. Όλοι μπορούν να καταλάβουν πόσο σημαντική εξέλιξη ήταν αυτή για την ευρωπαϊκή ιστορία.
Tο Bυζάντιο, αντιμέτωπο με λαούς που πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, υποχρεώθηκε, προσαρμόζοντας τις στρατιωτικές του δυνάμεις και την πολεμική τακτική του στον τρόπο πολέμου του αντιπάλου, να αναπτύξει ελαφρύ,ευκίνητο ιππικό, αλλά και θωρακισμένες έφιππες μονάδες. H χρήση του αλόγου στο Βυζάντιο, όπως και σε άλλες κοινωνίες μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, ήταν ευρύτατη στις αγροτικές εργασίες, τις μετακινήσεις, τις μεταφορές αγαθών και στον πόλεμο. Λόγω της έκτασης του θέματος, αλλά και της επικάλυψής του με άλλα, εκτίθενται στη συνέχεια μόνο ορισμένα στοιχεία που παρέχουν οι πηγές και αναφέρονται ειδικά στο άλογο στο Bυζάντιο. H παρουσία του αλόγου στον αγροτικό βίο των Bυζαντινών δεν παρουσιάζει για εμάς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι εκεί άλλα ζώα, τα βόδια και οι ημίονοι, ήταν καταλληλότερα. Aπαραίτητη ήταν η χρήση του στις χερσαίες μετακινήσεις και στον πόλεμο, και για τους τομείς αυτούς θα αναζητήσουμε πληροφορίες.
Στη Pωμαϊκή αυτοκρατορία το δημόσιο ταχυδρομείο ήταν καλά οργανωμένο λόγω της μεγάλης έκτασης της επικράτειάς της. H λειτουργία του βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη συντήρηση αλόγων σε σταθμούς (mansiones και motationes), όπου υπήρχε η δυνατότητα αλλαγής αλόγων. Oι διάδοχοι των Pωμαίων, οι Bυζαντινοί, κατέβαλαν επίσης προσπάθειες για τη διατήρηση των οδών και των σταθμών σε καλή κατάσταση, και μάλιστα με επιτυχία ώς τον 6ο αιώνα, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος. Tα γρήγορα άλογα του ταχυδρομείου ονομάζονταν «βέρεδοι» (από τη λατινική τους ονομασία veredos), ενώ απαντά και η ονομασία «κούντουρα», η οποία αποδίδεται στη συνήθεια να «κονταίνουν» την ουρά τους (κούντουρος < κοντός+ουρά), ώστε να τρέχουν με μεγαλύτερη ευκολία. H σημασία που δινόταν στα άλογα προκύπτει από διατάξεις στη νομοθεσία (Θεοδοσιανός Kώδικας), που προέβλεπαν ποινές για όσους φόρτωναν υπερβολικά ή κακομεταχειρίζονταν τα άλογα και τα υποζύγια γενικώς. O πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει άλογα στην υπηρεσία του ταχυδρομείου, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις καταχρηστικών επιτάξεων ίππων των κατοίκων περιοχών που γειτνίαζαν με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες.
Ακόμη σημαντικότερος απ’ ό,τι στο ταχυδρομείο ήταν ο ρόλος του αλόγου στον πόλεμο. Mε τη λήξη της αρχαιότητας και τη σταδιακή μετάβαση στη μεσαιωνική εποχή αναπτύσσεται περισσότερο το ιππικό. Προς την κατεύθυνση αυτήν οδήγησαν αφ’ ενός μεν γενικότερες εξελίξεις στην κοινωνία, αφ’ ετέρου δε το γεγονός ότι το Bυζάντιο είχε να αντιμετωπίσει λαούς που πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, όπως οι Πάρθοι και οι Πέρσες, οι Άβαροι, οι Oύννοι, οι Άραβες, οι Tούρκοι και, από την εποχή των σταυροφοριών και μετά, οι Δυτικοί. Eτσι, οι Bυζαντινοί ήταν υποχρεωμένοι να προσαρμόζουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και την τακτική τους στον τρόπο πολέμου του αντιπάλου. Διέθεταν ελαφρύ, ευκίνητο ιππικό, αλλά και θωρακισμένες έφιππες μονάδες. Hταν επιτακτική η ανάγκη συνεχούς συντήρησης πολλών ίππων και μάλιστα τέτοιων που να μπορούν να ανταποκρίνονται στην αντιμετώπιση ξαφνικών και γρήγορων επιθέσεων, άλλων που θα μετέφεραν τους «πανσίδηρους ιππείς», καθώς και «παριππίων», δηλαδή αλόγων κατάλληλων για βοηθητική χρήση στις εκστρατείες. Eίναι λοιπόν κατανοητό ότι στο Bυζάντιο εκτρέφονταν διάφορα είδη ίππων – έτσι εισήλθε στη μεσαιωνική ελληνική γλώσσα, μαζί με άλλα πολλά δάνεια, και η αραβική λέξη «φαρί». Παράλληλα προς τις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις το Bυζάντιο προσελάμβανε ξένους μισθοφόρους, συχνά κατά ομάδες και μάλιστα προερχόμενους από γειτονικούς νομαδικούς λαούς, οι οποίοι κατά κανόνα έφιπποι αντιμετώπιζαν παρόμοιου τύπου εχθρούς της αυτοκρατορίας. Mε τον τρόπο αυτόν προέκυπταν και ανανεώνονταν στο Bυζάντιο οι ράτσες των αλόγων.


Σε ειδικά στρατιωτικά εγχειρίδια παραδίδονται οδηγίες για την εκγύμναση των ιππέων, ώστε να είναι σε θέση να πολεμούν υπό διάφορες συνθήκες έφιπποι, καθώς και για τις κινήσεις τακτικής του ιππικού, πληροφορίες που μαρτυρούν τη σημασία των αλόγων για το στράτευμα, αλλά και την ενασχόληση των Bυζαντινών με την εκπαίδευση ίππων και ιππέων. aναφέρω εδώ μερικές λεπτομέρειες που μας παραδίδουν τα κείμενα, οι οποίες οπωσδήποτε ισχύουν όχι μόνο για το Bυζάντιο, αλλά και για άλλους πολιτισμούς: Σύμφωνα με συγκεκριμένες οδηγίες, όταν άρχιζε η επίθεση του εχθρικού ιππικού, έπρεπε να βάλλουν με τα τόξα εναντίον των αλόγων του, έπρεπε να σκάβουν στο έδαφος παγίδες, τους λεγόμενους «ιπποκλάστες», για να πέφτουν μέσα τα άλογα των αντιπάλων την ώρα της σύγκρουσης, δεν επιτρεπόταν να ποτίζουν τα άλογα με άφθονο νερό, ώστε να μην το συνηθίζουν και να μπορούν να αντέχουν απότιστα επί πολύ κατά τη διάρκεια της μάχης ή σε άνυδρες περιοχές, συχνά, όταν αναγκάζονταν να αφήσουν πίσω τους τα ζώα, τους έκοβαν τους τένοντες των γονάτων («αγκυλοκοπείν»), για να τα αχρηστεύσουν ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον αντίπαλο. Στον στρατό, εκτός από τα πολεμικά άλογα, τους «ίππους τραχείς και ευτόνους» ή «σελλάρια», ευρέως σε χρήση ήταν οι «ίπποι σαγματάριοι», τα «παρίππια», τα «παρασυρτά», τα «αδέστρατα», άλογα, δηλαδή, τα οποία μαζί με τα «μωλάρια» και τα «βορδώνια» χρησίμευαν κατά τη διάρκεια εκστρατειών για τη μεταφορά των εφοδίων. Yπήρχαν ειδικοί ιπποκόμοι, τα «παλληκάρια», οι «παίδες» ή οι «υπουργοί» των πηγών μας, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φροντίδα των αλόγων γενικότερα και ακολουθούσαν τους πολεμιστές μαζί με τα υποζύγια.

Πηγή : https://www.newsit.gr/mia-stagona-istoria/i-efeyresi-pou-ektokseyse-to-ippiko/2716207/
https://medievalswordmanship.wordpress.com/2014/09/26/h-%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF/

Η αγάπη των Ελλήνων για τους ίππους (άλογα) στην αρχαία ελληνική ιστορία

Για τον μέσο αρχαίο κάτοικο στα οικοσυστήματα του Αιγαιακού χώρου το άλογο ήταν ένα εξαιρετικό ζώο. Ίσως κανένα άλλο δεν έχει τόσους ρόλους και δεν παρουσιάζεται τόσο συχνά στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Ποιος δεν θα γνώριζε τον Πήγασο, το άλογο με φτερά; Ποιος δεν θα γνώριζε το πόσο δυσκολεύτηκε ο Ηρακλής να δαμάσει τα σαρκοφάγα άλογα του Διομήδη. Ο Θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, λάτρευε τα άλογα. Το κοπάδι του εμφανιζόταν στον αφρό της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Τα άλογα είχαν τη δική τους Θεά: την Αθηνά. Τη Θεά της σοφίας, της σκέψης και των νεών ιδεών. Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία η Αθηνά είχε εφεύρει τα χαλινάρια, που θεωρήθηκε ένα αποτελεσματικό μέσο για την εξημέρωση των άγριων αλόγων. Για αυτό στη Θεά αποδόθηκαν τα επίθετα Χαλινίτις και Αθηνά Ιππία. Οι Αμαζόνες, οι γυναίκες μαχήτριες που ζούσαν ανατολικά της χώρας των Σκύθων κατάφεραν και εξημέρωσαν τα άλογα, όπως μας μαρτυρεί ο Ηρόδοτος.
Παράλληλα, στην αρχαία ελληνική μυθολογία μπορούμε να συναντήσουμε και όντα τα οποία είχαν στοιχεία από άλογα. Ο Ιππόκαμπος λ.χ. το άλογο της θάλασσας, το οποίο ήταν μέχρι τη μέση άλογο, αλλά αντί των πίσω ποδιών και της ουράς του αποδιδόταν ουρά ψαριού. Ακόμα, οι θρυλικοί Κένταυροι οι οποίοι είχαν σώμα και κεφάλι ανθρώπου αντί του λαιμού και του κεφαλιού του αλόγου. Υπάρχει υπόθεση ότι οι γρήγοροι καβαλάρηδες της Θεσσαλίας ήταν η αιτία της πίστης στους Κενταύρους. Ένας πολύ καλός ιππέας αλόγου μοιάζει σαν άλογο με ανθρώπινο θώρακα και κεφάλι αφού ο καλός ιππέας δείχνει σαν να είχε ενωθεί με το δίχως ένταση ήρεμο άλογο. Ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν σε εκείνους που τους βλέπουν από μακριά να καλπάζουν πλησιάζοντας ή καθώς απομακρύνονται στον ορίζοντα. Εξάλλου οι κάτοικοί της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Θράκης και της Ηπείρου γνώρισαν τα άλογα πολύ νωρίτερα σε σχέση με τους κατοίκους της Αττικής, της Πελοποννήσου ή των νησιών του Αιγαίου. Ένα άλλο πασίγνωστο άλογο της αρχαίας μυθολογίας είναι το άλογο της Τροίας – Το επικό τεράστιο ξύλινο ομοίωμα αλόγου γεμάτο με Έλληνες πολεμιστές. (Εικ. 47). Εξάλλου η αρχαία Ελληνική μυθολογία είναι ένας χώρος που μας εμφανίζεται πλήθος αλόγων.
Για τα άλογα έχουμε αναφορές από πολλούς αρχαίους συγγραφείς. Όμως το σημαντικότερο έργο μας το άφησε ο Αθηναίος, λάτρης της Σπαρτιατικής πολιτιστικής παράδοσης Ξενοφών, που έζησε περίπου το 430 – 353 π. Χ. Το έργο του “Περί ιππικής” έγινε βασικότατο εγχειρίδιο για την εκτροφή αλόγων για αρκετούς αιώνες. Ακόμα και σήμερα το έργο αυτό είναι πολύ γνωστό στους ιππολόγους όλου του κόσμου και φυσικά στους λάτρεις του αλόγου. Στον ένα ή στον άλλο βαθμό μέσα από το έργο του Ξενοφώντα καταδεικνύεται η πολιτιστική σχέση των αρχαίων Ελλήνων με το άλογο. Όπως παρατηρεί: «Το άλογο είναι κάτι όμορφο, κανείς δεν θα κουραστεί να το κοιτάζει, όσο επιδεικνύεται στον θεατή με όλο του το μεγαλείο». Πολλά στοιχεία του έργου του παραμένουν επίκαιρα και σήμερα. Μάλιστα σε σχέση με ορισμένες περιοχές του σημερινού κόσμου μας είναι πολύ μπροστά. Ο Ξενοφώντας περιγράφει μεταξύ άλλων πως μπορεί κάποιος να αποκτήσει ένα καλό άλογο, πως πρέπει να το φροντίζει, πως να το εκτρέφει, αλλά και πως να το γιατρεύει από διάφορες ασθένειες ή τραυματισμούς. Ακόμα, πως να ιππεύει σωστά, πως να εκπαιδεύει ένα άλογο για πολεμικούς σκοπούς, για επιδείξεις, για αγώνες ή για εργασία. Γνώριζε πάρα πολύ καλά και με κάθε λεπτομέρεια την ανατομία του αλόγου, αλλά επίσης και το χαρακτήρα του.
Ενδιαφέρον είναι ότι στα ελληνικά περάσαμε από την λέξη ίππος στον όρο “άλογο” δηλαδή το όν που δεν μιλάει, άφωνο, αμίλητο. Το πέρασμα αυτό στον ένα ή στον άλλο βαθμό αντανακλά τις κοσμολογικές αλλαγές στην σκέψη και στον τρόπο κατανόησης του ζώου, όπως επίσης και της ίδιας της σχέσης των τοπικών κοινωνιών με τα άλογα. Ακόμα όμως από την αρχαιότητα οι Έλληνες θεωρούσαν το άλογο ως το δεύτερο πιο έξυπνο πλάσμα του κόσμου μετά τον άνθρωπο. Ήταν πολύ κοντά στην λογική του ανθρώπου, αλλά δεν μιλούσε. Από την άλλη, για τους αρχαίους Έλληνες και όχι μόνο για αυτούς, ειδικά μάλιστα από τους κλασικούς χρόνους και ύστερα η φύση αντιπροσώπευε έναν χώρο που ο άνθρωπος πρέπει να κυριαρχήσει. Το ιδανικό ήταν ο θεϊκός κόσμος, αλλά ο άνθρωπος θεωρούσε τον εαυτό του σημαντικά ανώτερο από τα ζώα. Σκοπός τους ήταν να υπηρετήσουν τον άνθρωπο. Ωστόσο, οι Έλληνες και στην βάση κυρίως της προσωκρατικής οντολογικής φυσιοκεντρικής προσέγγισης γνώριζαν ότι η σχέση με το άλογο πρέπει να είναι ισορροπημένη, διαφορετικά δεν θα ήταν σε δύσκολες καταστάσεις πιστό, θα ήταν επιθετικό, ή θα πέθαινε πρόωρα. Το άλογο όμως πέρα από τις ηθικολογικές κοσμοαντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν πολύ ακριβό. Ήταν πολύ ακριβό να πάρεις ένα άλογο και να το φροντίζεις όταν μάλιστα δεν μπορούσαν να το εκθρέψουν για κρέας ή γάλα. Μάλιστα, είναι επιπλέον πολύ ευαίσθητο στα τρόφιμα, απαιτητικό σε νερό, στην καθημερινή φροντίδα και στην επικοινωνία.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα άλογο κόστιζε από 200 έως 1.200 αργυρές δραχμές ανάλογα με την ηλικία του, το παράστημα του και την εκπαίδευσή του. Ένα αξιοπρεπές εκπαιδευμένο άλογο ιππασίας θα μπορούσατε να το αποκτήσετε με 600 έως 800 δραχμές. Ήταν περίπου η αξία μιας οικογενειακής οικίας στην πόλη. Κορυφαία πολεμικά άλογα πουλιόντουσαν πάνω από 800 δραχμές. Τα πολύ νεαρά πουλάρια, πολύ περισσότερο τα υπέργηρα άλογα ήταν ασφαλώς αρκετά φθηνότερα. Το φαγητό, το νερό και κάθε άλλη φροντίδα θα πρόσθεταν 30 δραχμές το μήνα στον προϋπολογισμό σας. Θα έπρεπε να πληρώνετε μισή δραχμή με μια δραχμή τη μέρα για ιπποκόμο που θα το φρόντιζε εκτός αν διαθέτατε σκλάβο. Για την απόκτηση σκλάβου πιθανότατα θα έπρεπε να καταβάλετε γύρω στο ένα τρίτο της τιμής ενός αλόγου. Οι περισσότεροι ελεύθεροι των πόλεων εκείνης της εποχής είχαν εισόδημα μόλις 0,5 — 1 δραχμή την ημέρα, από το οποίο συντηρούσαν πολύ σεμνά μια μικρή οικογένεια. Ο Ξενοφώντας μας επιβεβαιώνει ότι 360 δραχμές ετησίως είναι το ελάχιστο εισόδημα της οικογένειας ώστε να μην υποφέρει από πείνα ή άλλες ελλείψεις. Έτσι ξεκάθαρα διαπιστώνουμε πως τα άλογα ήταν μια εξαιρετικά ακριβή ενασχόληση και σίγουρα ήταν ένα χόμπι ή μια πολιτιστική αναφορά της άρχουσας τάξης. Ο Ηρόδοτος λ.χ. μας μεταφέρει την πληροφορία για ένα από τους κορυφαίους της Αθηναϊκής ελίτ, τον Κίμων. Κηδεύτηκε, σίγουρα στην βάση της προσωπικής επιθυμίας του, δίπλα στα άλογά του. Εν ζωή το υψηλό του εισόδημά επέτρεψε στον Κίμωνα να αγοράζει αρκετά, διακεκριμένα μάλιστα ακόμα και στους Ολυμπιακούς αγώνες, άλογα. Είναι προφανής η οικονομική ισχύς του Κίμωνα σε σχέση με τον μέσο ελεύθερο Αθηναίο πολίτη. Παράλληλα προσπερνώντας στενές και ιδεοληπτικές προσεγγίσεις για την αγάπη του Κίμωνα προς τα άλογα, αξίζει να σταθούμε στην εγωκεντρική λογική του που αντανακλούσε τις κοσμοαντιλήψεις της Αθηναϊκής κοινωνίας. Μια τέτοια λογική διαφαίνεται από την ίδια την διαδικασία της ταφής του ιδιοκτήτη μαζί με τα άλογα του που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος. Ανάλογες οπτικές και συμπεριφορές προς τα άλογα (και όχι μόνο) στον ένα ή τον άλλο βαθμό χαρακτήριζαν ολόκληρη την Αθηναϊκή ελίτ της περιόδου εκείνης.
Πηγή :
https://atexnos.gr/%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1-%CE%AC%CE%BB%CE%BF/
https://atexnos.gr/%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1-%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3/

Η εξημέρωση των ίππων (αλόγων) στην παγκόσμια ιστορία των ανθρώπων

Η Luz Aguilar στο βιβλίο της για τα άλογα γράφει αρκετές πληροφορίες για την εξέλιξη του ίππου: «Προς το τέλος της εποχής των Παγετώνων ή της Πλειστοκαίνου περιόδου, περίπου το 10.000 π.Χ., τα άλογα περιπλανιούνται ελεύθερα στην Αμερική, την Ευρώπη και τη δυτική Ασία. Οι συγγενείς τους, οι ζέβρες και τα γαϊδούρια, κατοικούσαν σε άλλα σημεία του πλανήτη (...) Η σχέση του homo sapiens με τα άλογα δεν ήταν άλλη από εκείνη του κυνηγού - θηράματος. Μερικές παλαιολιθικές τοιχογραφίες δείχνουν πως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής κυνηγούσαν άλογα για να τα φάνε (...) Το συνεχές κυνήγι υπήρξε πιθανόν η αιτία της εξαφάνισης των αλόγων στην Αμερική εδώ και περίπου 8.000 χρόνια. Αρκετά χρόνια μετά, το 3.000 π.Χ., στην ακμή της Νεολιθικής εποχής, οι νομάδες από τις ρωσικές και ασιατικές στέπες ανακάλυψαν τις δυνατότητες που είχαν αυτά τα ζώα και άρχισαν να τα εξημερώνουν και να διατηρούν κοπάδια αλόγων για να πάρουν το γάλα, το δέρμα και το κρέας τους». Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο άνθρωπος από την προϊστορική εποχή άρχισε να βλέπει τη χρησιμότητα του αλόγου, μέχρι που κατάφερε να το εξημερώσει και να το θέσει στις δικές του υπηρεσίες. Μετά την ανακάλυψη του τροχού, το άλογο έμελλε να αλλάξει την ιστορία της ανθρωπότητας.


Ο ίππος έχει τη δική του δύναμη. Γι’ αυτό και στη σύγχρονη εποχή οι μηχανές των αυτοκινήτων έχουν σαν βάση μέτρησης την ιπποδύναμη. Αλλά ας δούμε πώς η φυσική νομοτέλεια έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή της φυσιολογίας των αλόγων. «Το άλογο, με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα», γράφει ο Josee Hermsen στην «Εγκυκλοπαίδεια των Αλόγων», «είναι αποτέλεσμα αιώνων εξέλιξης. Ο αρχαιότερος γνωστός τύπος αλόγου έζησε πριν από 60.000.000 χρόνια και είχε ύψος 25-45 εκατοστά, έως το ακρώμιο. Τα μπροστινά πόδια του είχαν τέσσερα δάχτυλα και τα πίσω πόδια μόνο τρία. Αυτά τα άλογα υπέστησαν σημαντικές εξελικτικές αλλαγές με το πέρασμα του χρόνου και σε αυτές συνετέλεσαν και οι κλιματολογικές αλλαγές. Ο πρόγονος των σημερινών αλόγων ήταν ένα σαρκοβόρο ιπποειδές που ζούσε στα τροπικά δάση. Οι κλιματολογικές αλλαγές προκάλεσαν την αντικατάσταση των δασών αυτών από μεγάλες και ανοιχτές πεδιάδες, οπότε και το άλογο προσαρμόστηκε σε φυτοφάγο, το οποίο μπορούσε να τρέχει γρήγορα για να αποφύγει τους εισβολείς (...). Οι κλιματολογικές αλλαγές είναι πιθανόν να διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του αλόγου, αλλά ο άνθρωπος είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στην περαιτέρω εξέλιξή του...». Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι υπάρχουν περίπου 200 ράτσες αλόγων. Κάποιες απ’ αυτές υπερτερούν και ξεχωρίζουν. Η φιλία του αλόγου με τον άνθρωπο αποτέλεσε έναν σταθμό στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.


Οι πόλεμοι διά μέσου των αιώνων, έχουν διεξαχθεί πάνω σε άλογα. Τα άρματα που έσερναν άλογα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση των μαχών. «Ο Ασσυριακός λαός», μας πληροφορεί η Luz Aguilar, «ανέπτυξε την ιππευτική τέχνη, που αργότερα υιοθετήθηκε από τους Πέρσες, αφού κατέλαβαν την Αυτοκρατορία τους το 612 π.Χ. Ο ιδρυτής της περσικής αυτοκρατορίας, ο Κύρος ο Μέγας, διέθετε πολλές χιλιάδες άλογα και φοράδες μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας, το 538 π.Χ. (...) Για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία, το άλογο αποτελούσε αναγκαίο μέσο για την επέκτασή της».


Η ελληνική μυθολογία έχει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για το άλογο, τον Πήγασο. Ένα πανέμορφο άλογο με αστείρευτες δυνάμεις και, το κυριότερο, είχε φτερά. Αυτό το άλογο θέλησε να αποκτήσει ο Βελλερεφόντης, ώσπου με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς κατάφερε να δαμάσει τον Πήγασο και έτσι πέταξε στους ουρανούς βοηθώντας τους ανθρώπους. Η Έντιθ Χάμιλτον γράφει σχετικά στην «Επίτομη Ελληνική και Παγκόσμια Μυθολογία»: «Ντυμένος με ολόκληρη τη μπρούντζινη πανοπλία του, πήδησε στη ράχη του και το έβαλε να τρέξει με όλη του την ταχύτητα. Το άλογο φάνηκε ενθουσιασμένο τόσο με το τρέξιμο, όσο και με εκείνον τον ίδιο. Τώρα πια ήταν κύριος του αέρα. Πετούσε όπου ήθελε και τον ζήλευαν όλοι. Καθώς αποδείχτηκε, όμως, ο Πήγασος δεν ήταν κατάλληλος μόνο για διασκέδαση, αλλά μπορούσε να προσφέρει και μεγάλη βοήθεια σε ώρα ανάγκης, γιατί σκληρές δοκιμασίες περίμεναν τον Βελλερεφόντη...». Μέσα από αυτά τα λόγια, πιθανόν να βρίσκεται μια εξήγηση, αποκωδικοποιώντας τον μύθο, δηλαδή την εξημέρωση του αλόγου και τη συνύπαρξή του με τον άνθρωπο. Στην αστρονομία υπάρχει ο αστερισμός του Πήγασου, που σχηματίζει το φτερωτό μυθικό άλογο στον νυχτερινό ουρανό.


Οι αρχαίοι Ελληνες έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τα άλογά τους. Ιππείς και άλογα απεικονίζονται στον διάκοσμο του Παρθενώνα, στα αετώματα, στις μετόπες και τη ζωφόρο. Εχουν εξέχουσα θέση στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Οι Ιππικοί Αγώνες στην Αγορά, το περίφημο Ιππικό του αθηναϊκού στρατού, οι «Ιππής» του Αριστοφάνη, το «Περί Ιππικής» του Ξενοφώντα, αλλά και πλειάδα ονομάτων, Ιπποκράτης, Ιππολύτη, Φίλιππος, με συνθετικό το «ίππος», είναι μερικά από τα οποία αντλούμε σήμερα την αγάπη τους για αυτό το ζώο.

Πηγή : https://simerini.sigmalive.com/article/2016/3/11/alogo-o-aionios-uperetes-tou-anthropou/
https://eleftherostypos.gr/politismos/889827-uphrxe-ippomania-sthn-arxaia-ellada

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Η ιστορία της σοκολάτας : Από την αρχαιότητα μέχρι την νεότερη εποχή


Πόσο βαρετή θα ήταν η ζωή πριν από τον 16ο αιώνα, πόσο άγευστη. Οι Ευρωπαίοι δεν γνώριζαν ακόμα τι εστί σοκολάτα. Εντάξει, για να είμαστε δίκαιοι, και για άλλα πράγματα δεν είχαν ιδέα – ας πούμε για την πενικιλίνη – και ο βίος τους, για τα δικά μας δεδομένα, ήταν ένα γρήγορο πέρασμα από αυτόν τον πλανήτη – άλλος ένας λόγος για να είναι διπλά απολαυστικός όσο κρατούσε. Ο θεός των Αζτέκων Quetzalcoatl σύμφωνα με τον μύθο ήταν εκείνος που δώρισε στον άνθρωπο τους καρπούς του κακάου. Παρόλο που το κακαόδεντρo είναι αυτοφυές σε διάφορα μέρη της Νότιας Αμερικής, οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι η σοκολάτα είναι γέννημα θρέμμα της Μεσοαμερικής, εκεί όπου σήμερα βρίσκονται το Νότιο Μεξικό και η Κεντρική Αμερική. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί σκεύη με υπολείμματα θεοβρωμίνης, μιας ουσίας που περιέχεται στο κακάο. Έτσι γνωρίζουμε ότι οι Μάγια χρησιμοποιούσαν τους καρπούς του κακαόδεντρου για να παρασκευάσουν ένα ζεστό ρόφημα σοκολάτας για τελετουργική χρήση ήδη από το 1900 π.Χ. Κάποιες φορές πρόσθεταν καλαμποκάλευρο, βανίλια ή άνθη, συχνότερα όμως το έπιναν σκέτο. Καταλαβαίνετε ότι η γεύση της ήταν πικρή, δεν έβαζαν γλυκαντικά και η ζάχαρη τους ήταν άγνωστο είδος. Αυτά τα σκεύη που βρέθηκαν μοιάζουν με μπολ, έχουν μεγάλο άνοιγμα κι ένα στόμιο στη μία άκρη, από όπου έριχναν το ρόφημα από μεγάλο ύψος σε άλλο σκεύος, για να δημιουργήσουν αφρό. Η σοκολάτα ήταν η σαμπάνια τους, δεν έλειπε από καμιά επίσημη τελετή και γιορτή, δείγμα πλούτου και δύναμης ενός μεγαλόθυμου ηγεμόνα.

Ρόφημα από κόκκους κακάου έφτιαχναν και οι Αζτέκοι, χρονικά μεταγενέστεροι και εγκατεστημένοι βορειότερα από τους Μάγια. Την προτιμούσαν κρύα και βαριά παρφουμαρισμένη με βανίλια, τσίλι και σπόρους από το δέντρο kapok. Έμοιαζε δε με αίμα, γιατί την έβαφαν κόκκινη. Πρόσθεταν ενίοτε μέλι, αλλά και αλεύρι καλαμποκιού, για να κάνουν τη σοκολάτα πηχτή. Ακόμα και σήμερα, αυτή η συνήθεια επιβιώνει στο Μεξικό, όπου με καλαμποκάλευρο φτιάχνουν διάφορα ροφήματα, με σοκολάτα ή χωρίς (ονομάζονται atole και champurrado αντίστοιχα). Για τους ιθαγενείς το κακαόδεντρο ήταν το δέντρο της ζωής, μια θεότητα από μόνο του, κι έτσι απεικονίζεται στην τέχνη τους. Ζούσε και μεγάλωνε πάντα στη σκιά, κρυμμένο κάτω από τα μεγάλα δέντρα της ζούγκλας. Συμβολικά, αντιπροσώπευε τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, τον αόρατο Κάτω Κόσμο, «το κρυμμένο στόμα που καταπίνει τους νεκρούς». Το κακάο συνδέεται επίσης με την αναγέννηση στην επόμενη ζωή. Πολύ σωστά ο Σουηδός βοτανολόγος Linnaeus το βάφτισε Theobroma cacao («τροφή των θεών»). Πρόκειται για ένα αειθαλές δέντρο που σε άγρια κατάσταση μπορεί να φτάσει τα 6-12 μέτρα, αλλά στις φυτείες κλαδεύεται, προκειμένου να είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμο. Καρπίζει όλο τον χρόνο και πάνω στους κορμούς μπορείς να δεις ταυτόχρονα λουλούδια και καρπούς. Έχει λεία, γυαλιστερά φύλλα με ελλειπτικό σχήμα. Συστάδες από μικρά ροζ άνθη εμφανίζονται στον κορμό του δέντρου, κατά μήκος των κύριων κλάδων του, ακόμη και στις εκτεθειμένες ρίζες. Από κάθε τέτοιο σύμπλεγμα προκύπτει συνήθως ένας καρπός 15-35 εκ., που μοιάζει με μπάλα του αμερικανικού ποδοσφαίρου και φέρει χαρακτηριστικές επιμήκεις αυλακώσεις. Όταν ωριμάζει ο καρπός, παίρνει χρώμα κόκκινο ή κιτρινοπράσινο. Στο εσωτερικό του κρύβει πέντε «κελιά». Το καθένα από αυτά έχει σειρές από κόκκους (σπόρους) μέσα σε έναν λευκό και πολύ όξινο πολτό, από τον οποίο οι τοπικές κοινωνίες φτιάχνουν αλκοόλ. Κάθε δέντρο παράγει περίπου 30 καρπούς τον χρόνο.

Το 1492 ο Κολόμβος ανακαλύπτει την Αμερική, ανοίγοντας τον δρόμο για την κατάκτηση ολόκληρης της ηπείρου. Ακολουθούν τρία ταξίδια γνωριμίας. Στο προτελευταίο από αυτά κατάσχει ένα πλοιάριο των Μάγια γεμάτο κόκκους κακάου, για τους οποίους γνώριζε ότι είχαν χρήση νομίσματος, αλλά όχι ότι με αυτούς έφτιαχναν σοκολάτα. Επιστρέφει στην Ισπανία και τους παρουσιάζει στη βασίλισσα Ισαβέλλα, κι εκείνη τους βάζει στο μουσείο. Άδοξη η πρώτη επαφή της Ευρώπης με τους πολύτιμους καρπούς. Το 1528 ο Ερνάν Κορτές, ο Ισπανός κατακτητής που ήταν υπεύθυνος για την κατάλυση της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, παρατηρώντας την αστείρευτη ενέργεια του αυτοκράτορα των Αζτέκων, Μοντεζούμα, ο οποίος έπινε περίπου 40 κούπες σοκολάτα την ημέρα, αποφάσισε να τη δοκιμάσει κι εκείνος. Γράφει μάλιστα στον βασιλιά Κάρολο Κουίντο της Ισπανίας ότι αισθάνεται πιο δραστήριος. Ήταν η πρώτη φορά που ένας Ευρωπαίος διαπίστωνε τις θετικές παρενέργειες της καφεΐνης. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, οι Ισπανοί ευγενείς έχουν γνωριστεί καλύτερα με τη σοκολάτα, σε μια πιο γλυκιά εκδοχή από εκείνη της Αμερικής, αφού την αναμειγνύουν με ζάχαρη. Παραμένει ωστόσο άγνωστη στον λαό. Την ίδια περίοδο αρχίζει να αποκτά φήμη ως γιατρικό διά πάσαν νόσον. Ένα πανάκριβο φάρμακο για τους λίγους εκλεκτούς. Επαινέθηκε για τη χαλαρωτική της δράση και γιατί ξυπνούσε τις αισθήσεις, και σύντομα έγινε το αγαπημένο «ναρκωτικό» της αριστοκρατίας. Για την παρασκευή της χρησιμοποιούσαν πλέον γάλα, αντί για νερό, και μπαχαρικά, όπως κανέλα, μπαχάρι, γλυκάνισο και γαρίφαλο.

Αλλά και πίσω στην πατρίδα της η σοκολάτα είχε υποστεί ανάλογη μεταμόρφωση, αφού τα γούστα και οι προτιμήσεις άλλαζαν παράλληλα με την αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού. Έτσι, τα χρόνια μετά την ισπανική κατάκτηση, οι άποικοι έφεραν τις δικές τους συνήθειες, «μπασταρδεύοντας» τη σοκολάτα των Αζτέκων. Όπως έχει σωστά ειπωθεί, «κατά το 90% της μακραίωνης ιστορίας της, η σοκολάτα ήταν κάτι που έπινες και δεν είχε καμία σχέση με τη ζάχαρη». Οι Ισπανοί κατάφεραν να κρατήσουν τη σοκολάτα μακριά από τα αρπακτικά χέρια των άλλων Ευρωπαίων για πολύ καιρό. Τον 17ο αιώνα, όμως, παίρνει διαβατήριο για Ιταλία. Εκεί την αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά, περίπου ως μπαχαρικό. Οι καρποί του κακάου γίνονται το νέο κύμινο. Ο Καζανόβα επευφημεί την αφροδισιακή της δράση, που τη θεωρεί ανώτερη κι από εκείνη των στρειδιών και της σαμπάνιας. Το 1666 ο προσωπικός γιατρός του Κόζιμου Γ ́, μεγάλου δούκα της Τοσκάνης, γράφει για ένα ρόφημα σοκολάτας αρωματισμένο με τσίλι, φλούδα λεμονιού και κίτρου, αμπάρο, μόσχο και γιασεμί. Λίγο αργότερα, η σοκολάτα αποβιβάζεται στην Αγγλία και σε άλλες χώρες και η άλωση της Ευρώπης ολοκληρώνεται. Οι Άγγλοι έφτιαχναν ένα πληθωρικό ρόφημα από σοκολάτα, γάλα, αυγά και κρέμα, το επονομαζόμενο και «ινδικό νέκταρ». Στη Γαλλία πρώτος καταγεγραμμένος σοκολατοπότης είναι ο Αλφόνς ντε Ρισελιέ, αδελφός του διάσημου καρδινάλιου, ο οποίος θεωρούσε ότι απάλυνε τους πόνους στη σπλήνα του. Στο Παρίσι ήταν μόδα. Λέγεται ότι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ ήταν τρελός φαν και ότι από τη φυλακή έγραφε στη γυναίκα του να του στείλει σοκολατένιες παστίλιες, μπισκότα και κέικ.

Τον 18ο αιώνα υπήρχαν στη Μαδρίτη τουλάχιστον 150 μυλωνάδες σοκολάτας, που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να αλέσουν τους πολύτιμους καρπούς μπροστά στον πελάτη – ήταν τόσο ακριβοί που όλοι φοβούνταν μην τους κλέψουν στο ζύγι. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ένα κωμικό επεισόδιο στην όπερα του Μότσαρτ «Έτσι κάνουν όλες». Η υπηρέτρια διαμαρτύρεται λέγοντας: «Εδώ και μισή ώρα χτυπάω τη σοκολάτα. Τώρα είναι έτοιμη. Πρέπει απλώς να στέκομαι και να τη μυρίζω, με το στόμα μου στεγνό; Μήπως το στόμα μου δεν είναι ίδιο με το δικό σας; Ω, ευγενικές μου κυρίες, γιατί εσείς να απολαμβάνετε την ουσία κι εγώ μόνο το άρωμά της; Μα τον Θεό, θα τη δοκιμάσω – εξαίσια!». Σύντομα ανά την Ευρώπη βλέπουμε τα πρώτα – ας μας συγχωρήσετε την έλλειψη καλύτερης λέξης – «καφενεία» σοκολάτας. Πολλά τέτοια είχαν ανοίξει και στο Λονδίνο, γύρω από τις αριστοκρατικές οδούς St James και Pall Mall. Εκεί, πριν ακόμα από την έλευση του τσαγιού και του καφέ, οι άντρες έπιναν σοκολάτα ανακατεμένη συνήθως με κάτι πιο… δυνατό. Αλκοόλ δηλαδή. Έτσι εξηγείται γιατί άναβαν τόσο συχνά τα αίματα κι είχαμε διάφορα κωμικοτραγικά συμβάντα. Σε ένα από αυτά επενέβη ο στρατός για να κατευνάσει τρεις δανδήδες που άρχισαν να ξιφομαχούν. Στα στέκια αυτά η χαρτοπαιξία και τα στοιχήματα ήταν στην ημερήσια διάταξη, αλλά μπορούσες επίσης να φας και να συζητήσεις περί πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι θεωρούνται πρόδρομος του θεσμού της λέσχης αντρών.

Η σοκολάτα είχε και μια σκοτεινή πλευρά: τη φήμη ότι μπορούσε να γίνει πρόσφορο μέσο δηλητηρίασης. Έτσι πιστεύουν κάποιοι ότι δολοφονήθηκε ο Πάπας Κλήμης ΙΔ ́, το 1774. Την περίοδο εκείνη η σοκολάτα ήταν ένα ευγενές ρόφημα για τις ανώτερες τάξεις. Από τα σκεύη που απεικονίζονται καταλαβαίνουμε ότι την έπιναν με γάλα και ζάχαρη.
Το 1693 ιδρύεται μια τέτοια λέσχη σοκολάτας, η θρυλική λέσχη White’s – τότε, με την πλήρη ονομασία «White’s Chocolate House» – από έναν Ιταλό. Μέλη της σήμερα είναι ο πρίγκιπας Κάρολος και ο γιος του, Ουίλιαμ. Στα πρώτα χρόνια της ζωής της είχε χαρακτηριστεί «η πιο μοδάτη κόλαση του Λονδίνου», λόγω της φαυλότητας των θαμώνων της. Ο ζωγράφος και χαράκτης William Hogarth την έχει απαθανατίσει υπέροχα στη σειρά από σατιρικές και ηθικολογικές σκηνές «Η πρόοδος του ασώτου».Ένα αποκαλυπτικό επεισόδιο περιγράφει η Telegraph: «Μια καλοκαιρινή μέρα του 1750, ένας άντρας κατέρρευσε μπροστά στην κεντρική πύλη του παλατιού του Σεντ Τζέιμς. Κάποιοι περαστικοί τον κουβάλησαν στο πλησιέστερο κτίριο, που για κακή του τύχη αποδείχτηκε ότι ήταν το White’s Chocolate House. Στο εσωτερικό, εν μέσω πυκνών αναθυμιάσεων από άρωμα, καπνό και ατμούς σοκολάτας, μια συντροφιά από ακόλαστους δούκες, κόμητες και λόρδους μετά βίας έδειξε ενδιαφέρον για την κατάσταση του ασθενούς. Αντιθέτως, όπως αναφέρει ο Οράτιος Ουόλπολ, ο οποίος βρήκε εξαιρετικά διασκεδαστική την όλη υπόθεση, “άρχισαν αμέσως να βάζουν στοιχήματα αν ζούσε ή πέθανε”. Όταν κάποιοι έσπευσαν να τον βοηθήσουν, “αυτοί που στοιχημάτισαν ότι θα πέθαινε διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν θα ήταν δίκαιο το στοίχημα”. Ο άντρας πέθανε λίγο μετά».1828


Άγιο προστάτη της σοκολάτας θα έπρεπε να αναγορεύσουν τον Ολλανδό σοκολατοποιό Van Houten, ο οποίος εφηύρε μια υδραυλική πρέσα που αφαιρούσε το μεγαλύτερο ποσοστό από το βούτυρο κακάο, διευκολύνοντας έτσι τη δημιουργία της σκόνης κακάου, που έγινε η βάση για όλα τα σοκολατένια προϊόντα. Μετά τη λήξη της πατέντας, άλλοι σοκολατοποιοί μπόρεσαν να φτιάξουν το δικό τους κακάο και να πειραματιστούν με νέες δημιουργίες. Το 1847, η αγγλική σοκολατοποιία J. S. Fry & Sons έφτιαξε την πρώτη μπάρα σοκολάτας. Το 1865, στο Πιεμόντε της Ιταλίας η σοκολάτα αναμειγνύεται με πάστα από φουντούκια και προκύπτει η τζιαντούγια. Το 1875, ο Ελβετός Daniel Peter φτιάχνει τη σοκολάτα γάλακτος χρησιμοποιώντας γάλα σε σκόνη, ένα καινοτόμο προϊόν που πήρε από τον γείτονά του Henri Nestlé. Το 1879, ένας ακόμα Ελβετός σοκολατοποιός, ο Rodolphe Lindt, ιδρυτής της ονομαστής σοκολατοβιομηχανίας, εφάρμοσε πρώτος το στάδιο της άλεσης της κακαόμαζας σε ειδικούς μύλους, όπου αναπτύσσεται υψηλή θερμοκρασία. Το αποτέλεσμα είναι μια λεία σοκολάτα, χωρίς κοκκώδη υφή. Το 1930, η Nestlé λανσάρει την πρώτη λευκή σοκολάτα.
Πηγή : https://www.gastronomos.gr/topikes-kouzines/kosmos/i-paraxeni-istoria-tis-sokolatas/113807/


Η ιστορία του μεταξιού και η καλλιέργεια στην Ελλάδα

Η μεταξουργία ήταν γνωστή πριν από 4.500 χρόνια στην Κίνα, όπως αναφέρουν τα αρχαία κείμενα. Ο μύθος λέει ότι η σύζυγος του Κίτρινου αυτοκράτορα, Λέι Τσου (Leizu) ή αλλιώς Σι-Λινγκ Τσι  ( Xi-Lingshi) το 2650 π.Χ. καθώς περιδιάβαινε στον κήπο της παρατήρησε ένα παράξενο σκουλήκι που έτρωγε ένα φύλλο μουριάς. Για αρκετές ημέρες το παρακολουθούσε να πλέκει ένα χρυσαφί ιστό και πίστεψε ότι ήταν η ψυχή κάποιου πεθαμένου προγόνου της. Ύστερα, το σκουλήκι κλείστηκε  στον χρυσαφένιο ιστό του δημιουργώντας ένα κουκούλι. Μετά από μερικές ημέρες μέσα από αυτό το κουκούλι ξεπρόβαλε μια πεταλούδα. Μαγεμένη η αυτοκράτειρα καθώς έβλεπε την πεταλούδα, το κουκούλι  έπεσε μέσα σ’ ένα φλιτζάνι με τσάι. Έβγαλε το μουσκεμένο κουκούλι από την κούπα της και καθώς άρχισε να το ξετυλίγει βρέθηκε να κρατάει στο χέρι της μια μακριά, απαλή, δυνατή και αστραφτερή κλωστή από μετάξι. Μετά την ανακάλυψη αυτή, άρχισε να διδάσκει τις γυναίκες πώς να υφαίνουν την κλωστή και πώς να εκτρέφουν το παράξενο αυτό σκουλήκι. Κατασκεύασε μέσα στα ανάκτορα σηροτροφείο, μεταξουργείο και υφαντουργείο με εργάτες τις ευγενείς κυρίες της Αυλής. Από τότε η αυτοκράτειρα αυτή λατρεύτηκε ως θεά του μεταξοσκώληκα και ονομάστηκε «Θεά της Μουριάς και του Μεταξιού».


Οι Κινέζοι απαγόρευαν με αυστηρούς νόμους τη διάδοση της σηροτροφίας, ενώ η εξαγωγή των σπόρων του μεταξοσκώληκα θεωρείτο αδίκημα και η ποινή ήταν θάνατος. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων. Η πρώτη κλοπή του μυστικού της κινέζικης σηροτροφίας οφείλονταν στην λατρεία που είχε μια πριγκίπισσα της  αυτοκρατορικής κινεζικής αυλής,  για τα πολύτιμα  μεταξένια  φορέματα. Όταν ένας βασιλιάς του Khotan (περιοχή του Θιβέτ)  τη ζήτησε σε γάμο,  την προειδοποίησε  ότι αυτή θα έπρεπε να απαρνηθεί τα ρούχα που φορούσε συνήθως,  γιατί στο δικό του βασίλειο η σηροτροφία ήταν άγνωστη. Η πριγκίπισσα μη θέλοντας να απαρνηθεί τα πολυτελή στολίδια της, έκρυψε σπόρους μουριάς και αυγά μεταξοσκώληκα μέσα στα πολύ πλούσια μαλλιά της και κατόρθωσε να αποφύγει, χάρις τον πριγκιπικό της τίτλο, την στενή επίβλεψη που ασκούνταν στα σύνορα της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, τα μετέφερε  στο Θιβέτ, όπου και δίδαξε την τέχνη παραγωγής του μεταξιού.


Από τον 9ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες, άποικοι της Μ. Ασίας γνώριζαν την ύπαρξη του μεταξιού και των μεταξωτών υφασμάτων, αλλά θεωρούσαν ότι είναι φυτική ίνα. Με τις εκστρατείες του Μ. Αλέξανδρου (336-323 π.Χ.) το μεταξωτό ύφασμα εισήχθη στην αρχαία Ελλάδα. Ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε δείγματα στο δάσκαλό του Αριστοτέλη θέλοντας να μάθει το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σήμερα γνωρίζουμε,  από τις ανασκαφές του Κεραμεικού στην Αθήνα,  ότι κινεζικά μεταξωτά ήταν σε χρήση στη Δύση από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ Έως τον 5ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο του μεταξιού το έλεγχαν οι Πέρσες και οι Σύροι. Στα Ρωμαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασμένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιμων υφασμάτων. Οι πηγές μαρτυρούν ότι κατά τα ρωμαϊκά χρόνια το μετάξι είχε τεράστια αξία, ίση με αυτή των πολύτιμων λίθων και του χρυσού. Αποτέλεσε στο εμπόριο ένα μετατρέψιμο νόμισμα μεταξύ ανατολής και Δύσης, και το βάρος του μετατρέπονταν σε χρυσό.


Οι έμποροι χρησιμοποιούσαν τους δρόμους του μεταξιού για την μεταφορά του  ήδη από την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή. Ο αυτοκράτορας στη Ρώμη φορούσε αποκλειστικά την πορφυρή μέταξα, ενώ τα μεταξωτά ενδύματα φορούσαν οι αξιωματούχοι του κράτους και μερικοί ευκατάστατοι ιδιώτες. Έτσι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, για να  περιορίσει και να σταματήσει το εμπόριο και την αγορά μεταξωτών από την Κίνα και για να γίνει η ίδια η αυτοκρατορία κέντρο παραγωγής και εμπορίας του μεταξιού, έπρεπε να μάθει το καλά κρυμμένο μυστικό της παραγωγής του. Το μυστικό της σηροτροφίας μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία μόλις τον 3ο αιώνα μ.Χ. από Κινέζους μετανάστες που μετέφεραν κρυφά σπόρους μεταξοσκώληκα. Προοδευτικά επεκτάθηκε στις Ινδίες, στη Σογδιανή, τη Βακτριανή και την Περσία.


Σύμφωνα με την παράδοση,  η διάδοση της σηροτροφίας από την Ανατολή στη Δύση έγινε από μοναχούς του Βυζαντίου. Οι Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού  περιηγήθηκαν στην Περσία και στην Κίνα προκειμένου να μεταδώσουν τη Χριστιανική θρησκεία αλλά και να μάθουν για το μετάξι. Κατά τη διάρκεια των περιηγήσεων τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή του μεταξιού. Φεύγοντας όμως από την Κίνα, επειδή γνώριζαν ότι απαγορεύεται  η εξαγωγή τους, έκρυψαν μέσα στα κούφια καλαμένια ραβδιά  τους αρκετό μεταξόσπορο, και  στο τέλος της περιοδείας τους το 554 μ.Χ. τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Από τότε εισήχθη η σηροτροφία στο Βυζάντιο. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι, οι  δύο  μοναχοί Χριστιανοί πρέπει μάλλον να ήσαν Νεστοριανοί (μια αίρεση, Χριστιανική που υπήρχε στην Περσία, στην Σογδιανή,  την Ινδία, και στην Κίνα. Παρατήρησαν τον ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής του μεταξιού στην Κίνα στον 6ο αιώνα μ.Χ. και τον παρέδωσαν στον Ιουστινιανό,  προκειμένου να κερδίσουν την εύνοιά του. Έπειτα, δημιουργήθηκαν κέντρα παραγωγής, στην Κωνσταντινούπολη, Βηρυτό, Αντιόχεια, Τύρο, Θήβα, και στην Θράκη. Έτσι το Βυζάντιο είχε το μονοπώλιο πάνω στην παραγωγή μεταξιού στην Ευρώπη για 6 αιώνες μέχρι τον 13ο αιώνα. Ήταν μεγάλη οικονομική βάση για την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και μεγάλη πληγή για τις Περσικές και Κινεζικές οικονομίες. Η παραγωγή μεταξιού συνεχίζεται στην Ελλάδα έως σήμερα.


Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία.  Αργότερα όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα. Έτσι η σηροτροφία και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την  Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μορέας-μουριάς. Η Μεσσηνία και ιδιαίτερα η Καλαμάτα, εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο παραγωγής μεταξιού και άκμασε από τον 18ο έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Επίσης ένα από τα πιο ισχυρά κέντρα ανάπτυξης της μεταξουργίας, ήταν το Σουφλί. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, οι Φράγκοι έπαιρναν αιχμάλωτους σηροτρόφους από το Βυζάντιο και τους μετέφεραν στις πατρίδες τους, όπου και τους χρησιμοποιούσαν για την μετάδοση της τεχνογνωσίας που κατείχαν και για την βελτίωση της οργάνωσης των σηροτροφικών μονάδων που λειτουργούσαν στη Δύση. Επίσης το 730 μ.Χ. Άραβες πειρατές μετέφεραν μέσω των αιχμαλώτων τους την σηροτροφία στην Σικελία.


Βιοτεχνίες μεταξιού είχαν αναπτυχθεί στην Κωνσταντινούπολη και στις βυζαντινές επαρχίες πριν από την άφιξη των σταυροφόρων το 1204. Σημαντικά κέντρα παραγωγής μεταξιού ήταν η Θήβα, η Κόρινθος, η Πάτρα, η Εύβοια και η Άνδρος, όπου παραγόταν το εξάμιτον, ένα ανθεκτικό, γυαλιστερό μεταξωτό ύφασμα με διαγώνια ύφανση, που περιείχε έξι νήματα. Η Θήβα, στην ανατολική Βοιωτία, θεωρούνταν στο δυτικό Βυζάντιο του 12ου αιώνα το κύριο κέντρο παραγωγής υψηλής ποιότητας μεταξωτών υφασμάτων, για τη βαφή των οποίων χρησιμοποιούνταν πορφύρα από θαλάσσια μαλάκια. Η μεγάλη ποσότητα οστράκων πορφύρας που απαιτούνται για την παραγωγή μιας μικρής ποσότητας βαφής (το πορφυρό χρώμα), η εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την προετοιμασία της βαφής, καθώς και η διαδικασία βαφής του μεταξιού στη Θήβα, κατέστησαν το μεταξωτό ύφασμα ένα προϊόν υψηλού κόστους, η παραγωγή του οποίου επιδοτούνταν από τον αυτοκράτορα.


Οι βυζαντινές γραπτές πηγές (όπως ο ποιητής Ιωάννης Τζέτζης, 1110-1180) μιλούν για τις επιδέξιες υφάντρες, χαμηλής αλλά και υψηλής κοινωνικής τάξης, στη βιοτεχνία παραγωγής μεταξιού της Θήβας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ο Νορμανδός βασιλιάς Ρογήρος Β΄ της Σικελίας κατέλαβε τη Θήβα το 1147, έστειλε στο Παλέρμο μεγάλο αριθμό επιδέξιων μεταξουργών, ανάμεσά τους και πολλούς Εβραίους. Σύμφωνα με τον Εβραίο περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, ο οποίος επισκέφτηκε τη Θήβα γύρω στα 1160, η θηβαϊκή μεταξουργία γρήγορα ανέκαμψε έπειτα από αυτό το γεγονός και αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο. Η φραγκική κατάκτηση του 1204 δεν είχε αρνητικές συνέπειες για τη θηβαϊκή μεταξουργία, η οποία επιβίωσε και συνέχισε να αναπτύσσεται κατά το 14ο αιώνα, παράγοντας υψηλής ποιότητας μετάξι, το οποίο εξήγε στη δυτική Ευρώπη και την Αίγυπτο.


Από τις αρχές του 16ου αιώνα η επεξεργασία του μεταξοσκώληκα και η παραγωγή μεταξιού παίρνει πλέον βιομηχανική μορφή και γνωρίζει μια συνεχή τεχνολογική ανάπτυξη κατά τον 18ο αιώνα. Τα σημαντικότερα κέντρα επεξεργασίας και εμπορίας του μεταξιού που υπήρχαν την εποχή αυτή ήταν η Λυών, η Τουρ και η Αβινιόν της Γαλλίας καθώς και η Γένοβα η Βενετία η Φλωρεντία και το Κόμο της Ιταλίας. Το 1822 η παρουσίαση της συνθετικής ίνας στην διεθνή εμπορική έκθεση του Παρισιού αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός που μείωσε την παραγωγή μεταξιού στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες. Επίσης στην μείωση της παραγωγής του μεταξιού στη Γαλλία συντέλεσε και η μεγάλη επιδημία της πιπερίτιδας ( ασθένεια που προσβάλλει τους μεταξοσκώληκες και άλλα είδη  κάμπιας ) που έπληξε τους μεταξοσκώληκες (1820-1825).

Πηγή : https://silversilk.gr/blog/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CF%8D/
http://boeotia.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=12878

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...