Η μεταξουργία ήταν γνωστή πριν από 4.500 χρόνια στην Κίνα, όπως αναφέρουν τα αρχαία κείμενα. Ο μύθος λέει ότι η σύζυγος του Κίτρινου αυτοκράτορα, Λέι Τσου (Leizu) ή αλλιώς Σι-Λινγκ Τσι ( Xi-Lingshi) το 2650 π.Χ. καθώς περιδιάβαινε στον κήπο της παρατήρησε ένα παράξενο σκουλήκι που έτρωγε ένα φύλλο μουριάς. Για αρκετές ημέρες το παρακολουθούσε να πλέκει ένα χρυσαφί ιστό και πίστεψε ότι ήταν η ψυχή κάποιου πεθαμένου προγόνου της. Ύστερα, το σκουλήκι κλείστηκε στον χρυσαφένιο ιστό του δημιουργώντας ένα κουκούλι. Μετά από μερικές ημέρες μέσα από αυτό το κουκούλι ξεπρόβαλε μια πεταλούδα. Μαγεμένη η αυτοκράτειρα καθώς έβλεπε την πεταλούδα, το κουκούλι έπεσε μέσα σ’ ένα φλιτζάνι με τσάι. Έβγαλε το μουσκεμένο κουκούλι από την κούπα της και καθώς άρχισε να το ξετυλίγει βρέθηκε να κρατάει στο χέρι της μια μακριά, απαλή, δυνατή και αστραφτερή κλωστή από μετάξι. Μετά την ανακάλυψη αυτή, άρχισε να διδάσκει τις γυναίκες πώς να υφαίνουν την κλωστή και πώς να εκτρέφουν το παράξενο αυτό σκουλήκι. Κατασκεύασε μέσα στα ανάκτορα σηροτροφείο, μεταξουργείο και υφαντουργείο με εργάτες τις ευγενείς κυρίες της Αυλής. Από τότε η αυτοκράτειρα αυτή λατρεύτηκε ως θεά του μεταξοσκώληκα και ονομάστηκε «Θεά της Μουριάς και του Μεταξιού».
Οι Κινέζοι απαγόρευαν με αυστηρούς νόμους τη διάδοση της σηροτροφίας, ενώ η εξαγωγή των σπόρων του μεταξοσκώληκα θεωρείτο αδίκημα και η ποινή ήταν θάνατος. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων. Η πρώτη κλοπή του μυστικού της κινέζικης σηροτροφίας οφείλονταν στην λατρεία που είχε μια πριγκίπισσα της αυτοκρατορικής κινεζικής αυλής, για τα πολύτιμα μεταξένια φορέματα. Όταν ένας βασιλιάς του Khotan (περιοχή του Θιβέτ) τη ζήτησε σε γάμο, την προειδοποίησε ότι αυτή θα έπρεπε να απαρνηθεί τα ρούχα που φορούσε συνήθως, γιατί στο δικό του βασίλειο η σηροτροφία ήταν άγνωστη. Η πριγκίπισσα μη θέλοντας να απαρνηθεί τα πολυτελή στολίδια της, έκρυψε σπόρους μουριάς και αυγά μεταξοσκώληκα μέσα στα πολύ πλούσια μαλλιά της και κατόρθωσε να αποφύγει, χάρις τον πριγκιπικό της τίτλο, την στενή επίβλεψη που ασκούνταν στα σύνορα της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, τα μετέφερε στο Θιβέτ, όπου και δίδαξε την τέχνη παραγωγής του μεταξιού.
Από τον 9ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες, άποικοι της Μ. Ασίας γνώριζαν την ύπαρξη του μεταξιού και των μεταξωτών υφασμάτων, αλλά θεωρούσαν ότι είναι φυτική ίνα. Με τις εκστρατείες του Μ. Αλέξανδρου (336-323 π.Χ.) το μεταξωτό ύφασμα εισήχθη στην αρχαία Ελλάδα. Ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε δείγματα στο δάσκαλό του Αριστοτέλη θέλοντας να μάθει το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σήμερα γνωρίζουμε, από τις ανασκαφές του Κεραμεικού στην Αθήνα, ότι κινεζικά μεταξωτά ήταν σε χρήση στη Δύση από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ Έως τον 5ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο του μεταξιού το έλεγχαν οι Πέρσες και οι Σύροι. Στα Ρωμαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασμένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιμων υφασμάτων. Οι πηγές μαρτυρούν ότι κατά τα ρωμαϊκά χρόνια το μετάξι είχε τεράστια αξία, ίση με αυτή των πολύτιμων λίθων και του χρυσού. Αποτέλεσε στο εμπόριο ένα μετατρέψιμο νόμισμα μεταξύ ανατολής και Δύσης, και το βάρος του μετατρέπονταν σε χρυσό.
Οι έμποροι χρησιμοποιούσαν τους δρόμους του μεταξιού για την μεταφορά του ήδη από την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή. Ο αυτοκράτορας στη Ρώμη φορούσε αποκλειστικά την πορφυρή μέταξα, ενώ τα μεταξωτά ενδύματα φορούσαν οι αξιωματούχοι του κράτους και μερικοί ευκατάστατοι ιδιώτες. Έτσι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, για να περιορίσει και να σταματήσει το εμπόριο και την αγορά μεταξωτών από την Κίνα και για να γίνει η ίδια η αυτοκρατορία κέντρο παραγωγής και εμπορίας του μεταξιού, έπρεπε να μάθει το καλά κρυμμένο μυστικό της παραγωγής του. Το μυστικό της σηροτροφίας μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία μόλις τον 3ο αιώνα μ.Χ. από Κινέζους μετανάστες που μετέφεραν κρυφά σπόρους μεταξοσκώληκα. Προοδευτικά επεκτάθηκε στις Ινδίες, στη Σογδιανή, τη Βακτριανή και την Περσία.
Σύμφωνα με την παράδοση, η διάδοση της σηροτροφίας από την Ανατολή στη Δύση έγινε από μοναχούς του Βυζαντίου. Οι Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού περιηγήθηκαν στην Περσία και στην Κίνα προκειμένου να μεταδώσουν τη Χριστιανική θρησκεία αλλά και να μάθουν για το μετάξι. Κατά τη διάρκεια των περιηγήσεων τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή του μεταξιού. Φεύγοντας όμως από την Κίνα, επειδή γνώριζαν ότι απαγορεύεται η εξαγωγή τους, έκρυψαν μέσα στα κούφια καλαμένια ραβδιά τους αρκετό μεταξόσπορο, και στο τέλος της περιοδείας τους το 554 μ.Χ. τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Από τότε εισήχθη η σηροτροφία στο Βυζάντιο. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι, οι δύο μοναχοί Χριστιανοί πρέπει μάλλον να ήσαν Νεστοριανοί (μια αίρεση, Χριστιανική που υπήρχε στην Περσία, στην Σογδιανή, την Ινδία, και στην Κίνα. Παρατήρησαν τον ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής του μεταξιού στην Κίνα στον 6ο αιώνα μ.Χ. και τον παρέδωσαν στον Ιουστινιανό, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοιά του. Έπειτα, δημιουργήθηκαν κέντρα παραγωγής, στην Κωνσταντινούπολη, Βηρυτό, Αντιόχεια, Τύρο, Θήβα, και στην Θράκη. Έτσι το Βυζάντιο είχε το μονοπώλιο πάνω στην παραγωγή μεταξιού στην Ευρώπη για 6 αιώνες μέχρι τον 13ο αιώνα. Ήταν μεγάλη οικονομική βάση για την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και μεγάλη πληγή για τις Περσικές και Κινεζικές οικονομίες. Η παραγωγή μεταξιού συνεχίζεται στην Ελλάδα έως σήμερα.
Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία. Αργότερα όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα. Έτσι η σηροτροφία και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μορέας-μουριάς. Η Μεσσηνία και ιδιαίτερα η Καλαμάτα, εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο παραγωγής μεταξιού και άκμασε από τον 18ο έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Επίσης ένα από τα πιο ισχυρά κέντρα ανάπτυξης της μεταξουργίας, ήταν το Σουφλί. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, οι Φράγκοι έπαιρναν αιχμάλωτους σηροτρόφους από το Βυζάντιο και τους μετέφεραν στις πατρίδες τους, όπου και τους χρησιμοποιούσαν για την μετάδοση της τεχνογνωσίας που κατείχαν και για την βελτίωση της οργάνωσης των σηροτροφικών μονάδων που λειτουργούσαν στη Δύση. Επίσης το 730 μ.Χ. Άραβες πειρατές μετέφεραν μέσω των αιχμαλώτων τους την σηροτροφία στην Σικελία.
Βιοτεχνίες μεταξιού είχαν αναπτυχθεί στην Κωνσταντινούπολη και στις βυζαντινές επαρχίες πριν από την άφιξη των σταυροφόρων το 1204. Σημαντικά κέντρα παραγωγής μεταξιού ήταν η Θήβα, η Κόρινθος, η Πάτρα, η Εύβοια και η Άνδρος, όπου παραγόταν το εξάμιτον, ένα ανθεκτικό, γυαλιστερό μεταξωτό ύφασμα με διαγώνια ύφανση, που περιείχε έξι νήματα. Η Θήβα, στην ανατολική Βοιωτία, θεωρούνταν στο δυτικό Βυζάντιο του 12ου αιώνα το κύριο κέντρο παραγωγής υψηλής ποιότητας μεταξωτών υφασμάτων, για τη βαφή των οποίων χρησιμοποιούνταν πορφύρα από θαλάσσια μαλάκια. Η μεγάλη ποσότητα οστράκων πορφύρας που απαιτούνται για την παραγωγή μιας μικρής ποσότητας βαφής (το πορφυρό χρώμα), η εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την προετοιμασία της βαφής, καθώς και η διαδικασία βαφής του μεταξιού στη Θήβα, κατέστησαν το μεταξωτό ύφασμα ένα προϊόν υψηλού κόστους, η παραγωγή του οποίου επιδοτούνταν από τον αυτοκράτορα.
Οι βυζαντινές γραπτές πηγές (όπως ο ποιητής Ιωάννης Τζέτζης, 1110-1180) μιλούν για τις επιδέξιες υφάντρες, χαμηλής αλλά και υψηλής κοινωνικής τάξης, στη βιοτεχνία παραγωγής μεταξιού της Θήβας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν ο Νορμανδός βασιλιάς Ρογήρος Β΄ της Σικελίας κατέλαβε τη Θήβα το 1147, έστειλε στο Παλέρμο μεγάλο αριθμό επιδέξιων μεταξουργών, ανάμεσά τους και πολλούς Εβραίους. Σύμφωνα με τον Εβραίο περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, ο οποίος επισκέφτηκε τη Θήβα γύρω στα 1160, η θηβαϊκή μεταξουργία γρήγορα ανέκαμψε έπειτα από αυτό το γεγονός και αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο. Η φραγκική κατάκτηση του 1204 δεν είχε αρνητικές συνέπειες για τη θηβαϊκή μεταξουργία, η οποία επιβίωσε και συνέχισε να αναπτύσσεται κατά το 14ο αιώνα, παράγοντας υψηλής ποιότητας μετάξι, το οποίο εξήγε στη δυτική Ευρώπη και την Αίγυπτο.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα η επεξεργασία του μεταξοσκώληκα και η παραγωγή μεταξιού παίρνει πλέον βιομηχανική μορφή και γνωρίζει μια συνεχή τεχνολογική ανάπτυξη κατά τον 18ο αιώνα. Τα σημαντικότερα κέντρα επεξεργασίας και εμπορίας του μεταξιού που υπήρχαν την εποχή αυτή ήταν η Λυών, η Τουρ και η Αβινιόν της Γαλλίας καθώς και η Γένοβα η Βενετία η Φλωρεντία και το Κόμο της Ιταλίας. Το 1822 η παρουσίαση της συνθετικής ίνας στην διεθνή εμπορική έκθεση του Παρισιού αποτέλεσε καθοριστικό γεγονός που μείωσε την παραγωγή μεταξιού στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες. Επίσης στην μείωση της παραγωγής του μεταξιού στη Γαλλία συντέλεσε και η μεγάλη επιδημία της πιπερίτιδας ( ασθένεια που προσβάλλει τους μεταξοσκώληκες και άλλα είδη κάμπιας ) που έπληξε τους μεταξοσκώληκες (1820-1825).
Πηγή : https://silversilk.gr/blog/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CF%8D/
http://boeotia.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=12878
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου