Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Λεύκα ή Αίγειρος : Το φυλλοβολο δέντρο των αρχαίων θεών και η φαρμακευτική χρήση του

Λεύκα (Populus nigra). Βιότοπος περιγραφή: Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι POPULUS nigra (Λευκή η μέλαινα ή καβάκι) ή POPULUS tremula (Λευκή η τρέμουσα ή αγριόλευκα). Αυτές είναι οι δύο από τις πολλές ποικιλίες του δέντρου στις θεραπευτικές ιδιότητες των οποίων θα αναφερθούμε. Βιότοπος περιγραφή: Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι POPULUS nigra (Λευκή η μέλαινα ή καβάκι) ή POPULUS tremula (Λευκή η τρέμουσα ή αγριόλευκα). Αυτές είναι οι δύο από τις πολλές ποικιλίες του δέντρου στις θεραπευτικές ιδιότητες των οποίων θα αναφερθούμε σήμερα. Η Λεύκα ανήκει στην οικογένεια των Σαλικιλιδών (Ιτεοειδή). Στη φαρμακευτική χρησιμοποιούνται εκτός των δύο που αναφέραμε, η P.alba (Λεύκη η λευκή ή ασημόλευκα) και η P. tremuloides (Λεύκη η τρεμουλοειδής). Οι λεύκες είναι φυλλοβόλα δέντρα που αυξάνονται γρήγορα και για τον λόγο αυτό φυτεύονται ευρύτατα σε ζώνες καταφυγίων. Είναι δέντρο πυκνό με απλωτά κλαδιά. Οι κλάδοι είναι οριζόντιοι ή λυγίζουν προς τα κάτω. Τα φύλλα του δέντρου είναι έντονα πράσινα, γυαλιστερά, οδοντωτά, με μακριούς μίσχους που παρασύρονται εύκολα από τον άνεμο, γεγονός που τους έχει χαρίσει τις ονομασίες τρέμουσα ή τρεμουλοειδής. Τα άνθη σχηματίζουν μακριούς ίουλους κρεμαστούς. Φτάνει σε ύψος τα 30 και πλέον μέτρα. Είναι συγγενικά είδη με την Ιτιά. Φυτρώνει συνήθως σε όχθες ποταμών και κοντά σε πηγές. Ιστορικά στοιχεία: Η ονομασία Πόπουλους είναι λατινική. Η αρχαία ονομασία του δέντρου ήταν Αχερωίς ή Αίγειρος. Οι αρχαίοι είχαν και την έκφραση «αιγείρου θέα». Την αναφέρουν ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Ο Θεόφραστος στο βιβλίο του περί φυτών, αναφέρει ότι τα χλωρά της ξύλα και τα ξύλα όλων των δέντρων που ζουν σε υγρούς τόπους, όταν καίγονται χλωρά βγάζουν αποπνικτικό καπνό. Η μυθολογία αναφέρει διάφορους μύθους για τη λεύκα. Σύμφωνα με ένα μύθο ο γιος του ήλιου, ο Φαέθων, οδηγώντας το άρμα του πατέρα του πλησίασε τόσο πολύ τη γη που κάηκε ένα μέρος από το άρμα. Ο Δίας για να μην γίνει μεγαλύτερη καταστροφή τον κατακεραύνωσε και αυτός έπεσε νεκρός στον Ηριδανό ποταμό. Εκεί στις όχθες του ποταμού τον βρήκαν οι αδελφές του οι Ηλιάδες και από τη λύπη τους μεταμορφώθηκαν σε αίγειρες (λεύκες) και τα δάκρυά τους έγιναν κεχριμπάρι. 
Άλλος μύθος αναφέρει ότι η Λεύκη ήταν κόρη του Ωκεανού. Ο Άδης την άρπαξε στο βασίλειό του και όταν πέθανε την μεταμόρφωσε σε δέντρο, την αργυρόφυλλη λεύκα. Στην ελληνική μυθολογία ακόμη αναφέρεται η Λεύκα του Δία. Αυτή ήταν μυθικό ιερό δέντρο στην Κρήτη κάτω από το οποίο γεννήθηκε ο Δίας. Σύμφωνα με τον μύθο, η Λεύκα του Δία φύτρωνε στην Κρήτη έξω από το Ιδαίον Άντρον. Το δέντρο αυτό ήταν το μοναδικό του είδους του που έφερε καρπούς, αφού όλα τα άλλα έχαναν τους καρπούς τους πριν ωριμάσουν. Στη σπηλιά αυτή και κάτω από την σκιά της Λεύκας μεγάλωσε ο Δίας. Στο ίδιο σημείο παρέλαβε ο Μίνωας τους νόμους από τον ολύμπιο θεό για να τους παραδώσει στους κατοίκους της Κρήτης. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, στο σημείο αυτό γινόταν θυσία. Στους νόμους του Πλάτωνα μνημονεύεται ένα φαρδύ μονοπάτι με δέντρα γύρω γύρω που οδηγούσε από την Κνωσσό μέχρι στο σημείο που φύτρωνε η Λεύκα. Κοντά στο δέντρο αυτό φύτρωνε δάσος από γηραιότατα κυπαρίσσια, το οποίο έκρυβε τα θεμέλια πανάρχαιου ναού της Ρέας. Οι αυτόχθονες ιθαγενείς της Αμερικής χρησιμοποιούσαν την Λεύκη την τρεμουλοειδή σε μεγάλη κλίμακα για πολλές παθολογικές καταστάσεις. Οι Απάτσι και άλλες φυλές χρησιμοποιούσαν τον εσωτερικό φλοιό ως διατροφικό παράγοντα για τους ίδιους και τα άλογα τους. Συστατικά-χαρακτήρας:  Η Λεύκα περιέχει φαινολικούς γλυκοζίτες (σαλικιλίνη και ποπυλίνη), φλαβονοειδή, αιθέριο έλαιο και τανίνες. Τα  άνθη περιέχουν ένα γλυκοσίδιο, το πουπουλοσίδιο (βενζοικό σαλικοσίδιο) και φλαβονικά παράγωγα. Τα φύλλα περιέχουν γαλλικό οξύ, ποπουλίνη και αλκάλια. Άνθιση χρησιμοποιούμενα μέρη - συλλογή: Η εποχή της άνθισης είναι Μάρτιο και Απρίλιο. Για θεραπευτικούς λόγους χρησιμοποιείται κύρια  ο φλοιός του δέντρου. Έχουν όμως θεραπευτική δράση άνθη, βλαστοί και φύλλα του δέντρου. Ο φλοιός συλλέγεται την άνοιξη. Κατά την συλλογή φροντίζουμε να μην τον αφαιρέσουμε σε μορφή δακτυλίου γύρω από τον κορμό, γιατί τότε σκοτώνουμε το δέντρο. Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις: Όλες οι ποικιλίες που έχουν περίπου τις ίδιες φαρμακευτικές ιδιότητες. 
Διαφέρουν μόνο στην αποτελεσματικότητα π.χ. η Λεύκη η μέλαινα έχει εντονότερη δράση από την Λεύκη την τρέμουσα. Το βότανο δρα ως αντιφλεγμονώδες, στυπτικό, αντισηπτικό, αναλγητικό και χολαγωγό. Είναι εξαιρετικό ίαμα για την θεραπεία της αρθρίτιδας και των ρευματισμών, όταν υπάρχει έντονος πόνος και οίδημα. Η χρήση της είναι παρόμοια με αυτή της Μαύρης Ιτιάς. Είναι αποτελεσματικότερη όταν χρησιμοποιηθεί σαν μέρος της ευρύτερης θεραπείας και όχι μόνη της. Βοηθά πολύ σε οξείες φάσεις ρευματοειδούς αρθρίτιδας, πόνους μυών και πόνους κατά την εμμηνορρυσία.  Ως χολαγωγό διεγείρει την πέψη και ιδιαίτερα την λειτουργία του στομάχου και του ήπατος (όταν υπάρχει ανορεξία). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εμπύρετα κρυολογήματα και λοιμώξεις, όπως η κυστίτιδα. Ως στυπτικό βοηθά στη θεραπεία της διάρροιας. Τα μπουμπούκια της λεύκας χρησιμοποιούνται για τις αιμορροΐδες, ως επουλωτικά, διουρητικά και αποχρεμπτικά, καθώς και ως εφιδρωτικά σε περιπτώσεις ρευματισμών και φλεγμονών ουροδόχου κύστης. Χρησιμοποιούνται ακόμη για να αυξήσουν την αμυντική ικανότητα του οργανισμού έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας. Για την ρευματοειδή αρθρίτιδα συνδυάζεται καλά με Τσιμισιφούγκα, Μηνύανθο και σπόρους Σέλινου. Ως διεγερτικό πέψης συνδυάζεται με Χελώνη και Υδραστίδα. Τα φύλλα και οι βλαστοί σε αφέψημα βοηθούν  εξωτερικά ως επουλωτικό και καταπραϋντικό. Οι οφθαλμοί (μάτια) του δέντρου έχουν χρησιμοποιηθεί κατά της πολυαρθρίτιδας, ενώ στη φαρμακοποιία ήταν ενδεδειγμένα για τις παθήσεις των αγωγών του ουροποιητικού συστήματος για τη βρογχίτιδα και τους ρευματισμούς. Στην ομοιοπαθητική χρησιμοποιούν βάμμα από τα φύλλα και το φρέσκο ξύλο της Λεύκης της τρέμουσας  εναντίον των φλεγμονών της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης, για τις εγκύους. Παρασκευή και δοσολογία: Ο φλοιός παρασκευάζεται ως αφέψημα. Ρίχνουμε 1-2 κουταλιές του τσαγιού ξηρό φλοιό σε ένα φλιτζάνι νερό και το σιγοβράζουμε για 10-15 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε τρεις φορές την ημέρα. 
Για περιπτώσεις ανορεξίας το πίνουμε 30 λεπτά πριν το γεύμα. Υπό μορφή βάμματος η δοσολογία είναι 2-4 ml τρεις φορές την ημέρα. Τα άνθη παρασκευάζονται ως έγχυμα (15 γραμμάρια ανθέων σε 500 ml βραστού νερού για 30 λεπτά). Το ίδιο έγχυμα μπορεί να γίνει με κρασί και ζάχαρη σε δόση τριών ποτηριών του κρασιού την ημέρα. Με τα άνθη επίσης γίνεται μια γνωστή πομάδα ή αλοιφή για εξωτερική χρήση σε  αιμορροΐδες, πόνους πληγών, ενώ στην αισθητική χρησιμοποιείται για την περιποίηση των μαλλιών. Προφυλάξεις: Άτομα που είναι ευαίσθητα στην ασπιρίνη είναι καλό να την αποφεύγουν. Δεν έχουν αναφερθεί άλλες παρενέργειες. Τηρούμε λοιπόν απλά την συνιστώμενη δοσολογία. 
http://www.herb.gr/index.php/catalog/product/view/id/893/s/leuka/category/24/

Φτελιά ή Πτελέα : Το αυτοφυές φυλλοβολο δέντρο και η φαρμακευτική χρήση του

Φτελιά ή Πτελέα ή Καραγάτσι, από τη δημώδη τουρκική που σημαίνει μαύρο (σκουρόχρωμο) δένδρο, ή και Φτιλιάς (επιστ. Ulmus) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δένδρο που ανήκει στην τάξη των αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων, της οικογένειας των Πτελεοειδών (Ulmaceae). Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και έντονα ασύμμετρη. O καρπός της είναι χαρακτηριστικός: ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται «σάμαρα», περικλείoντας στη μέση του το μονό σπόρο. Tα μικρά άνθη δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμo. To γένος Ulmus περιλαμβάνει 34 είδη, όλα τους ιθαγενή στο βόρειο ημισφαίριο. Τα περισσότερα είδη βρίσκονται στην Κίνα και τη Βόρεια Αμερική. H Ευρώπη έχει τρία είδη: 1. Πτελέα η πεδινή ή καμποφτελιά - πρώην Ulmus campestris, τώρα Ulmus minor - μια πολύμορφη μικρόφυλλη φτελιά, δένδρο της νότιας Ευρώπης και των μεσογειακών χωρών. 2. Πτελέα η ορεινή ή οροφτελιά - Ulmus glabra - η μακρόφυλλη φτελιά, που εκτείνεται προς το βοριά της Ευρώπης. 3. «H ευρωπαϊκή λευκή φτελιά», η αλλουβιακή φτελιά ή φτελιά της πoταμιάς - πρώην Ulmus pendunculata, τώρα Ulmus laevis - μια φτελιά της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης. O πρώτος τύπος και o δεύτερος είναι γενετικά στενά, και κάποτε διασταυρώνονται στη φύση. Τα υβρίδια ονομάζονται Ulmus x hollandica. Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι ULMUS fulva (Πτελέα η υπόξανθος). Είναι γνωστή και ως ULMUS rubra (Πτελέα η ερυθρή). Ανήκει στην οικογένεια των Πτελεοειδών. Το συναντούμε με τις ονομασίες Φτελιά, Φτελιός, Πτελιά, Καραγάτσι, Βρυσσός, Βρυσσιά. Αφουσκιά (Κρήτη). Απαντάται σε ημιορεινές περιοχές σε μέρη μάλλον υγρά.  Είναι φυλλοβόλο δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 30 μέτρα. Νεαροί βλαστοί εύθραυστοι και λείοι. Φύλλα αντωνοειδή, ωοειδή ή αντιλογχοειδή, ασύμμετρα στη βάση, με 7 έως 12 νευρώσεις. Άνθη μικρά σε ζωηρό ρόδινο χρώμα, εμφανιζόμενα πριν τα φύλλα, με περιάνθιο κωδωνοειδές, που καταλήγει σε 4 έως 8 λοβούς και περιέχει 4 έως 8 στήμονες. Καρπός, σαμάριο λευκοπράσινο, δισκοειδές, μεμβρανώδες, με φαρδιά πτερύγια και σπόρο στο κέντρο του. Ο καρπός θεωρείται υποκατάστατο του λυκίσκου. 
Ιστορικά στοιχεία: Η Φτελιά καλλιεργείται από την αρχαιότητα. Είναι ο Ούλμος του Διοσκουρίδη. Ο δεύτερος φλοιός, δηλαδή η βύβλος (το μέσα από τον φλοιό περικάλυμμα που αποτελεί το φλοιό του δέντρου) χρησιμοποιείτο πολύ από τους αρχαίους. Ο Διοσκουρίδης τη συνέστησε κατά πολλών δερματικών παθήσεων. Αλλά η χρήση του φλοιού στη συνέχεια για κάποιο λόγο λησμονήθηκε για εκατονταετίες. Τον ανέσυρε από την αφάνεια το 1783, ο άγγλος ιατρός Λάισον που με τον φλοιό νεαρών κλαδιών που μάζευαν την άνοιξη, έκανε θεραπεία δερματικών παθήσεων και της λέπρας. Από τότε οι Λέτσομ και Μπέιναν χρησιμοποίησαν το φυτό για τη θεραπεία πολλών και βαρύτατων δερματικών νόσων. Ο γάλλος Ντεβεγκρί, ιατρός του νοσοκομείου του Σεντ Λούις, παρασκεύασε από αυτό ένα σιρόπι που το λανσάρισε ως μοναδικό για τη θεραπεία του χρόνιου εκζέματος και σαν θαυμάσιο τονωτικό και τροποποιητικό της ιδιοσυγκρασίας των νεαρών λυμφατικών ατόμων. Στη λαϊκή ιατρική το βότανο χρησιμοποιήθηκε για τις χοιράδες, τους ρευματικούς πόνους, τους πυρετούς και τα καρκινογόνα αποστήματα του δέρματος. Σε αφέψημα ή σιρόπι το θεωρούσαν μοναδικό φάρμακο για το έκζεμα, τους αδύνατους οργανισμούς, τις νευρικές παθήσεις και την αϋπνία. Συνιστούσαν την Φτελιά κατά της λέπρας, της ελεφαντιάσεως και άλλων δερματικών κυρίως παθήσεων. Οι ιθαγενείς της βορείου Αμερικής έφτιαχναν από τη Φτελιά ένα θεραπευτικό αντισυλληπτικό σκεύασμα από τον εξωτερικό φλοιό και ένα τσάι για γαργάρες για τον ερεθισμένο λαιμό. Από τον εσωτερικό φλοιό έφτιαχναν ένα σκεύασμα για να διευκολύνουν τις γέννες. Συστατικά χαρακτήρας: Ο φλοιός της Φτελιάς είναι κοκκινωπός ή κιτρινόχρωμος, ευλίγιστος, ευκολόσπαστος, τεντώνεται δε και είναι απαλός, λεπτός, άοσμος, υπόστυφος και πικρός. Περιέχει άμυλο, τανίνη, ανθρακικό ασβέστιο, οξικό κάλι, πικρές ουσίες  και ελαφρά γλισχραματώδη ύλη. Άνθιση χρησιμοποιούμενα  μέρη συλλογή: Το δέντρο ανθίζει Φεβρουάριο και Μάρτιο.  Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιείται ο εσωτερικός φλοιός του δέντρου  και τα φύλλα του. Ο εσωτερικός φλοιός που ξεχωρίζεται από τον εξωτερικό φλοιό, αποξηραίνεται και κονιοποιείται για να πάρει την τελική μορφή μιας ροζ σκόνης. Ο φλοιός αφαιρείται από τον κορμό και τα μεγάλα κλαδιά την άνοιξη από δέντρα 10 ετών και άνω. 
Παραδοσιακά διατίθεται σε δύο τύπους, τον χοντρό (χρησιμοποιείται σε διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα όπως καταπλάσματα) και τον ψιλό (για παρασκευή θεραπευτικών ροφημάτων). Η σκόνη φουσκώνει και γίνεται ένας ζελατινώδης πολτός όταν αναμιγνύεται με νερό. Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις: Το βότανο δρα ως εσωτερικό μαλακτικό, μαλακτικό του δέρματος, θρεπτικό και στυπτικό. Ο φλοιός της Φτελιάς είναι ένα καταπραϋντικό και θρεπτικό μαλακτικό, ιδιαίτερα κατάλληλο για τις ευαίσθητες ή φλεγμονώδεις βλεννογόνους μεμβράνες του πεπτικού συστήματος γιατί σχηματίζει ένα καταπραϋντικό προστατευτικό στρώμα πάνω σε αυτές προάγοντας έτσι τη θεραπεία. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη γαστρίτιδα, το γαστρικό ή δωδεκαδακτυλικό έλκος, την εντερίτιδα, την κολίτιδα και τα παρόμοια. Διογκώνει και μαλακώνει τα κόπρανα, γεγονός που το καθιστά πολύτιμο σε περιπτώσεις δυσκοιλιότητας και αιμορροΐδων. Συχνά χρησιμοποιείται σαν τροφή κατά την ανάρρωση από ασθένειες γιατί δεν κουράζει το στομάχι και αφομοιώνεται εύκολα. Στη διάρροια έχει μαλακτική και στυπτική δράση ταυτόχρονα. Ο φλοιός σε έγχυμα είναι εφιδρωτικός, διουρητικός, για την υδρωπικία (ύδωρ που παρακρατείται στο περιτόναιο), για τον ασκίτη, τον έρπητα και τους λειχήνες. Τα φύλλα του δέντρου είναι καθαρτικά και δρουν κατά της αρθρίτιδας και των ρευματισμών.  Εξωτερικά ο φλοιός γίνεται ένα εξαιρετικό κατάπλασμα για δοθιήνες, αποστήματα, πρησμένους αδένες, κυνάγχη και έλκη. Συνδυάζεται άριστα με την Αλθαία για τα πεπτικά προβλήματα. Για κατάπλασμα συνδυάζεται άριστα με τον λιναρόσπορο για φλεγμονές δέρματος.  Σήμερα στην ομοιοπαθητική ο φλοιός των νέων κλαδιών χρησιμοποιείται υπό μορφή βάμματος σε περιπτώσεις σπυριών του δέρματος και ελκών. Παρασκευή και δοσολογία: Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Η αναλογία είναι ένα μέρος κονιοποιημένου φλοιού με 8 μέρη νερού. Ανακατεύουμε τη σκόνη με λίγο νερό αρχικά, για να γίνει καλή ανάμειξη. Μετά προσθέτουμε το υπόλοιπο νερό και βράζουμε το μίγμα. Στη συνέχεια χαμηλώνουμε τη φωτιά και το αφήνουμε να σιγοβράσει για 10 έως 15 λεπτά. Πίνουμε μισό φλιτζάνι τρεις φορές την ημέρα. Ως κατάπλασμα ανακατεύουμε τον κονιοποιημένο φλοιό με αρκετό βραστό νερό ώστε να σχηματισθεί πολτός και να το τοποθετήσουμε στο σημείο που θέλουμε. 
Αν υποφέρουμε από καούρες μπορούμε να παίρνουμε πριν από κάθε γεύμα δύο κουταλιές σκόνης ανακατεμένης με νερό ώσπου να γίνουν χυλός. Επιπλέον αποκλείστε από τη διατροφή σας τις λιπαρές τροφές, φροντίστε να τρώτε αργά και με την ησυχία σας, αποφύγετε τις πορτοκαλάδες και τα αεριούχα ποτά και φροντίστε να ασκείστε τακτικά. Προφυλάξεις: Η σκόνη φτελιάς θεωρείται διατροφικός παράγοντας. Είναι ασφαλές και αφομοιώσιμο. Κάποτε ολόκληρος ο φλοιός εισαγόταν στον κόλπο για να προκαλέσει αποβολές σαν ερεθιστικός παράγοντας. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος σε πολλές χώρες η χρήση ολόκληρου του φλοιού είχε απαγορευτεί. Όμως η σκόνη χορηγείται με ασφάλεια κατά τη διάρκεια της κυοφορίας.
http://www.haniotika-nea.gr/110626-ygeia-botana/
http://pavlosioakeimidis.blogspot.gr/2012/03/blog-post_3066.html

Πλάτανος : Το γιγάντιο φυλλοβολο δέντρο της ελληνικής φύσης και των χωριών

“Η πλάτανος” όπως την έλεγαν οι αρχαίοι, Ο Πλάτανος όπως τον ονομάζει ο λαός, είναι ο γίγαντας και ο Βασιλιάς του Ελληνικού Φυτικού Βασιλείου. Από τα έξι είδη του Πλατάνου στην Ελλάδα ευδοκιμούν : “Η πλάτανος η Ανατολική” , που φυτρώνει σ’ όλη τη χώρα, και “Η πλάτανος της Κρήτης”, που φυτρώνει σποραδικά και μόνο στην Κρήτη και αποτελεί ποικιλία της πρώτης. Σύμφωνα με την Αρχαία Ελληνική μυθολογία, η Πλάτανος ήταν αδερφή δύο πελώριων γιγάντων, των Αλωαδών, και κόρη του Ποσειδώνα. Από τον πατέρα της κληρονόμησε την αγάπη της στο υγρό στοιχείο, αφού η Πλάτανος φυτρώνει σε μέρη όπου υπάρχουν νερά, είτε στην επιφάνεια είτε στο υπέδαφος. Από τα αδέρφια της κληρονόμησε το γιγάντιο ανάστημα. Αγαπούσε πολύ τους δύο αδερφούς της η μυθική πλάτανος, και όταν εκείνοι πέθαναν νέοι, αυτή από τη θλίψη της μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο δέντρο της πατρίδας μας, στον Πλάτανο. Μακρόβιος (υπάρχουν στην Ελλάδα πλατάνια 700-1000 ετών) μεγαλόσωμος(το ύψος του φτάνει τα 60 με 70 μέτρα και η περίμετρος του κορμού του τα 8 έως 12 μέτρα), είναι δέντρο φυλλοβόλο (ρίχνει τα φύλλα του το Χειμώνα), αρκετά φιλόφωτο (επιζητεί το φως του ήλιου) και υγρόφυλο. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, παλαμοειδή με μακρύ μίσχο. Οι καρποί του είναι σφαιρικοί και περιέχουν λεπτά τριχωτά σπέρματα. Ο πλάτανος ο Κρητικός είναι αειθαλής. Δεν αντέχει όμως στο ξερό έδαφος ούτε στο πολύ υγρό. Το ξύλο του πλατάνου είναι πολύ καλός αγωγός του ηλεκτρισμού γι’ αυτό προσβάλλεται εύκολα από κεραυνούς. Υπάρχουν παραδείγματα πλατάνων που κεραυνοβολήθηκαν κάτω από ουρανό σχεδόν αίθριο. Για τούτο πρέπει να αποφεύγει κανείς να κάθετε κάτω από πλατάνια σε ώρα καταιγίδας. Είναι δέντρο αρκετά χρήσιμο. Τα φύλλα του και τα άνθη του χρησιμοποιούνται στην φαρμακευτική σαν ισχυρά “αποχρεμπτικά”. Τη σκόνη εξάλλου της φλούδας του τη βάζουν σε αποστάγματα και σε εγκαύματα για την ανακούφιση και την θεραπεία τους. Χρησιμεύει επίσης και σαν αιμοστατικό στις πληγές. 
Το ξύλο του χρησιμοποιείτε πάρα πολύ στην ξυλοβιομηχανία, στην κηβωτοποιεία στην ξυλογλυπτική, στην υποδηματοποιία (τακούνια, ξυλοπέδιλα κ.α.), στην χαρτοποιία που είναι περιζήτητο σαν χαρτοπολτός κ.λ.π. Δεν είναι όμως το ξύλο του κατάλληλο για καύσιμη ύλη και δεν δίνει κάρβουνα ούτε είναι κατάλληλο για την σιδηρουργία. Ο πλάτανος χάρη στην μεγαλοπρέπειά του χρησιμοποιείτε ευρύτατα για καλλωπιστικούς σκοπούς, είτε για την δημιουργία δεντροστοιχίων, όπως στην Κηφισιά, το ωραίο προάστιο της Αθήνας, είτε για να εξωραΐζει τις πλατείες σε κωμοπόλεις και χωριά, πάντοτε κοντά σε νερά πηγών ή σε γραφικές βρύσες. Ο γνωστός σε όλους μας Πλάτανος, είναι δένδρο μεγάλου μεγέθους που συνήθως επιλέγεται για να τοποθετείτε σε σημεία συγκέντρωσης των ανθρώπων. Οικογένεια : Πλατανίδες (Platanaceae). Ο γνωστός σε όλους μας Πλάτανος,  είναι δένδρο μεγάλου μεγέθους που συνήθως επιλέγεται για να τοποθετείτε σε σημεία συγκέντρωσης των ανθρώπων. Σε πάρα πολλά ελληνικά χωριά το συναντάμε στην κεντρική πλατεία όπου απολαμβάνουμε την πλούσια σκιά του τους καλοκαιρινούς μήνες. Επίσης αυτοφυής κατά μήκος των ποταμών και περιμετρικά των λιμνών στην ελληνική ύπαιθρο. Δένδρο που μπορεί να ζήσει χιλιάδες χρόνια με απόδειξη το μεγάλο πλάτανο στην περιοχή του Προκοπίου  που υπολογίζεται ότι φτάνει η ηλικία του τα 2000 χρόνια. Το γένος αυτό περιλαμβάνει γύρω στα 10 είδη μεγάλων και μακρόβιων, φυλλοβόλων δένδρων, που φτάνουν σε ύψος 50μ. και είναι ιδιαίτερα δεδομένα στη Βόρεια Αμερική καθώς και στις κεντρικές και νότιες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας. Έχουν ογκώδη κορμό που συνήθως διακλαδίζεται λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος και μεγαλοπρεπή «κόμη» η οποία στηρίζεται πάνω σε πολύ εύρωστους πρωτεύοντες βραχίονες. Ο φλοιός του κορμού που είναι πολύ λεπτός και ανοιχτοκάστανος, αποσπάται εύκολα σε «λέπια» αφήνοντας εκτεθειμένο το λείο φελλοποιημένο στρώμα που βρίσκεται από κάτω και έχει κίτρινο ή ανοιχτοπράσινο χρώμα. 
Ο πλάτανος έχει ανοιχτοπράσινα μάλλον δερματώδη παραλαμοειδή φύλλα που υποδιαιρούνται σε 3 ή 5 ευδιάκριτους λοβούς και θυμίζουν τα φύλλα του σφένδαμου. Έχει «αρσενικά» και «θηλυκά» άνθη που εμφανίζονται πάνω στο ίδιο δέντρο ενωμένα σε σφαιρικά «κεφάλια» με μακρύ ποδίσκο, αλλά είναι μικρά και τελείως ασήμαντα από διακοσμητική άποψη. Η ανθοφορία παρατηρείται κατά τον Απρίλιο-Μάιο. Οι καρποί του είναι μικρά αχαίνια ενωμένα σε χαρακτηριστικές σφαιρικές ταξικαρπίες κάπως αγκαθωτές και εφοδιασμένες με μακρύ ποδίσκο. Ωριμάζουν κατά το φθινόπωρο και μπορούν να μείνουν πάνω στο δέντρο ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο. Ο πλάτανος εκτιμάται ιδιαίτερα σα διακοσμητικό είδος χάρη στη μεγάλη και επιβλητική «κόμη» του. Κλαδεύεται εύκολα και φυτεύεται σε πάρκα ή κατά μήκος των λεωφόρων. Είδη και ποικιλίες. Πλάτανος Χ σφενδαμνόφυλλος (platanus x acerifolia - platanus x hispanica). Είδος άγνωστης προελεύσεως. Μερικοί το θεωρούν σα φυσικό υβρίδιο που έχει δημιουργηθεί από διασταύρωση των ειδών Πλάτανος ο δυτικός (Platanus occidentalis) στην Ισπανία γύρω στον 17ο αιώνα ενώ άλλοι πιστεύουν ότι δημιουργήθηκε στην Αγγλία γι' αυτό τον ονομάζουν «Πλάτανο του Λονδίνου» ( London plane tree). Ορισμένοι ειδικοί εξάλλου υποστηρίζουν ότι πρόκειται απλώς για μια ποικιλία του Πλάτανου του δυτικού (platanus occidentials). Τέλος μερικοί άλλοι του έχουν δώσει την ονομασία Πλάτανος ο σφενδαμνόφυλλος (platanus acerifolia) ή υβρίδιο Platanus x hispanica ή platanus x hybrida. Πάντως σε κάθε περίπτωση ο πλάτανος αυτός είναι πιο εύρωστος από τα υποτιθέμενα γόνιμα είδη και πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπόρο. Έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τα μητρικά είδη. Φτάνει σε ύψος 30-40μ και παρουσιάζει πυραμιδοειδή, στρογγυλωπή κόμη διαμέτρου 10-15μ. Ο κορμός του ευθυτενής και εύρωστος περιβάλλεται με λεπτό φλοιό που αποσπάται με τη μορφή «λεπίων». Έχει παλαμοειδή πράσινα φύλλα που είναι πιο ανοιχτόχρωμα στην κάτω επιφάνεια και διαιρούνται συνήθως σε 5 μυτερούς και ευδιάκριτους λοβούς. 
Παράγει σφαιρικούς καρπούς 2-3 πάνω στον ίδιο ποδίσκο που το χρώμα τους είναι πράσινο στην αρχή και γίνεται ανοιχτοκάστανο γύρω στον Σεπτέμβριο. Υποποικιλίες αν μπορούμε να τοποθετηθούμε έτσι του είδους Platanus x acerifolia είναι το είδος 'Bloodgood',το είδος 'yard sycamore', το είδος 'Columbia'. Από το είδος Platanus x acerifolia έχουν δημιουργηθεί επίσης μερικές διακοσμητικές ποικιλίες όπως η «kelseyana» με χρυσωπά φύλλα και η «suttneri» της οποίας τα φύλλα έχουν λευκά στίγματα. Πλάτανος ο δυτικός (platanus occidentalis). Γνωστό και σαν «αμερικανικό πλατάνι» το είδος αυτό κατάγεται από τη βόρεια Αμερική και ξεπερνά το ύψος των 50μ. Έχει ευθυτενή κυλινδρικό κορμό που η διάμετρος του μπορεί να ξεπεράσει τα 3μ. Ο φλοιός αποσπάται σε μικρά «λέπια» αφήνοντας εκτεθειμένο το υπόλευκο φελλοποιημένο στρώμα που βρίσκεται από κάτω. Τα φύλλα του είναι επίσης παλαμοειδή αλλά έχουν λιγότερο εμφανείς λοβούς από τα άλλα είδη και ανασηκωμένες οδοντωτές παρυφές. Οι καρποί του είναι συνήθως μονήρεις. Πλάτανος ο ανατολικός (platanus orientalis). Πρόκειται για τον κοινό πλάτανο που είναι διαδομένος σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Φτάνει σε ύψος 30μ και έχει ευθυτενή, κυλινδρικό κορμό με φλοιό που αποσπάται εύκολα σε μικρά, καστανέρυθρα «λέπια». Έχει έντονα, έλλοβα φύλλα, ενώ οι καρποί του σχηματίζονται ανά 3 - 4 πάνω στον ίδιο ποδίσκο. Μια από τις γνωστές ποικιλίες του είδους αυτού είναι η «Digitata» που κατάγεται από την Κύπρο και έχει έντονα έλλοβα πολύ μακριά και λεπτά φύλλα. Άλλα επιμέρους είδη πλατάνου είναι: Platanus racemosa Platanus rzedowskii, Platanus wrightii, Platanus kerrii, Platanus Mexicana, Platanus oaxacana, Platanus chiapensis, Platanus gentry. Τεχνική της καλλιέργειας. Ο πλάτανος είναι δέντρο με λίγες σχετικά απαιτήσεις και ευδοκιμεί σε όλα τα είδη εδάφους. Προτιμάει όμως τα γόνιμα, βαθιά και υγρά εδάφη που όμως δεν κατακρατούν το νερό όπως στις όχθες των ποταμών ή των ρυακιών. Ευδοκιμεί τόσο στα εύκρατα όσο και στα ηπειρωτικά κλίματα, που όμως δεν είναι ιδιαίτερα ψυχρά επειδή τα νεαρά κυρίως δέντρα δεν αντέχουν σε παρατεταμένους παγετούς. 
Προτιμά τις προσήλιες θέσεις και όταν φυτεύεται σαν μεμονωμένο δέντρο μπορεί να διαμορφωθεί σε ελεύθερο σχήμα ενώ όταν καλλιεργείται σε γραμμές ή όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για σκιά δρόμων ή πλατειών μπορεί να κλαδευτεί κατάλληλα γι' αυτό το σκοπό. Ο πλάτανος αντέχει ακόμα και τα πιο «αυστηρά» κλαδέματα που πρέπει να γίνονται από τον Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο. Πολλαπλασιασμός. Ο πλάτανος πολλαπλασιάζεται με σπόρο ή με μοσχεύματα. Η σπορά γίνεται την άνοιξη σε τελάρα που περιέχουν τύρφη και φυτόχωμα οι σπόροι τοποθετούνται μέσα σε ψυχρά κασόνια. Τα νεαρά φυτά αναπτύσσονται γρήγορα, μεταφυτεύονται σε φυτώριο τον επόμενο χρόνο και μπορούν να φυτευτούν στην οριστική τους θέση, 3 χρόνια μετά τη σπορά. Τα φυτά που παράγονται με σπόρο δεν διατηρούν σχεδόν ποτέ τα χαρακτηριστικά του μητρικού δέντρου αλλά είναι πιο ανθεκτικά και μεγαλώνουν γρηγορότερα από τα δέντρα που διατηρούνται με άλλους τρόπους πολλαπλασιασμού. Ο κορμός τους είναι χοντρός και διακλαδισμένος και η «κόμη» τους πιο πλατιά γι' αυτό καλύτερα να καλλιεργούνται σαν μεμονωμένα δέντρα. Ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα χρησιμοποιείται όταν επιθυμεί κανείς να διατηρηθούν οι χαρακτήρες του μητρικού δέντρου όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Platanus x acerifolia. Τα μοσχεύματα κόβονται σε μήκος 20 - 30εκατ. από κλαδιά του ίδιου χρόνου κατά προτίμηση μαζί με ένα τμήμα παλιότερου ξύλου και τοποθετούνται για ριζοβόληση το φθινόπωρο σε ελαφρό φυτόχωμα μέσα σε ψυχρό κασόνι. Μεταφυτεύονται σε φυτώριο τον επόμενο χρόνο και φυτεύονται στην οριστική τους θέση στο ύπαιθρο έπειτα από 3-4 χρόνια.
http://www.greekarchitects.gr/gr/κηποτεχνια/πλατάνι-πλάτανος-platanus-id4367
http://gym-platan.chan.sch.gr/cdrom/xl_platanos.htm

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Πασχαλιά : Το ανθεκτικό μελισσοκομικο δέντρο της Ελλάδας και σύμβολο του Χριστιανισμού

Τα λουλούδια της Πασχαλιάς έχουν συνδέσει το όνομά τους με το γεγονός ότι ανθίζουν μια φορά το χρόνο, για είκοσι έως τριάντα μέρες, κοντά στο Πάσχα. Θεωρείται προάγγελος της άνοιξης. Με την εποχή της άνθισής της σηματοδοτεί το αν η άνοιξη θα έρθει νωρίς ή αργά. Είναι ένα ξεχωριστό φυτό που χρειάζεται υπομονή για να περιμένουμε να ανθίσει. Την άνθισή του συνοδεύει ένας μύθος που το κάνει ακόμα πιο ιδιαίτερο κι έχει σχέση με την Ανάσταση του Ιησού. Η παράδοση και ο μύθος. Η πασχαλιά λέγετε πως ήταν το δένδρο που πρόσφερε την δροσιά και τον ίσκιο του στην Παναγία και τον Ιωσήφ, όταν εκείνοι όδευαν προς την Αίγυπτο στην προσπάθεια τους να σώσουν τον Χριστό από την δολοφονική μανία του Ηρώδη. Τότε η Παναγία το ευλόγησε να είναι πάντα φορτωμένο με πανέμορφα, ευωδιαστά άνθη. Σύμφωνα με το μύθο όμως το όνομα του το πήρε λίγο καιρό αργότερα, όταν οι Ιουδαίοι σταύρωσαν τον Χριστό. Είχε φυτρώσει κοντά στο Γολγοθά και βλέποντας τον Κύριο να σταυρώνεται μαράθηκε, από τον καημό του. Όταν τρεις μέρες μετά ο Ιησούς αναστήθηκε, το δεντράκι ζωντάνεψε για να πάρει κι αυτό μέρος στη μεγάλη χαρά της Ανάστασης. Οι πασχαλιές είναι επίσης γνωστές από την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, κάποτε στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε μια πανέμορφη Νύμφη η Σειρήνα. Για να γλυτώσει από τον θεό Πάνα ο οποίος την κυνηγούσε γιατί την ερωτεύτηκε, μεταμόρφωσε τον εαυτό της σε αρωματικό θάμνο. Καλλιέργεια. Από όλα τα είδη Πασχαλιάς η κοινή Πασχαλιά είναι αυτή πού καλλιεργείται περισσότερο. Θάμνος ή δενδρύλλιο με ζωηρή ανάπτυξη ύψους 3 - 5 μ. και μικρά άνθη κατά τα τέλη Απριλίου ως 15 Μαΐου, πού βρίσκονται σε ογκώδεις επάκριες πυκνές σταχυοειδεΐς ταξιανθίες. Κάθε βλαστός φέρει 2-4 ανθοταξίες πού έχουν χρώμα λευκό καθαρό, ροζ, κόκκινο πορφυρό, μωβ, βιολέ και μπλε- λιλά, ανάλογα με τις ποικιλίες. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες με άνθη μονά ή διπλά, μερικές από τις όποιες καλλιεργούνται στην Ελλάδα, χωρίς να είναι γνωστές με τα ονόματά τους. 
Φυλλοβόλος θάμνος με μεγάλα, βαθυπράσινα και σε σχήμα καρδιάς φύλλα, η πασχαλιά οφείλει το όνομα της στο γεγονός ότι ανθίζει για 20 έως 30 ημέρες κοντά στο Πάσχα. Ανάλογα με το είδος και την ποικιλία, τα αρωματικά της λουλούδια βγαίνουν σε μεγάλες και εντυπωσιακές, κωνικές ταξιανθίες. Οι πιο πολλοί την έχουμε θαυμάσει σε διάφορες αποχρώσεις του μοβ, ωστόσο συχνά συναντάμε τα απλά ή διπλά άνθη της σε διάφορους τόνους του λευκού, ιώδους, μπλε και κίτρινου. Το πιο σύνηθες είδος στην Ελλάδα είναι η κοινή πασχαλιά (Syringa vulgaris), με τα χαρακτηριστικά μοβ-φούξια άνθη. Μετρίου μεγέθους, δεν ξεπερνά σε ύψος τα 4 – 5 μ. και τα 2 – 3 μ. σε διάμετρο. Φυτεύεται ως θάμνος (μεμονωμένα είτε σε ομάδες), καθώς και σε μπορντούρες ή φράχτες. Με το ανάλογο κλάδεμα μπορεί να διαμορφωθεί σε δενδρύλλιο, ενώ τα κομμένα άνθη της -αν και δεν διατηρούνται πολύ-διακοσμούν το βάζο μας. Πρόκειται για ένα ανθεκτικό και σκληροτράχηλο φυτό που μεταφυτεύεται εύκολα και δεν έχει πολλές απαιτήσεις σε φροντίδα, νερό και λιπάσματα. Το μόνο ίσως μειονέκτημα του είναι πως έχει την τάση να πετάει παραφυάδες. Έδαφος-απαιτήσεις. Δεν έχει απαιτήσεις ως προς το έδαφος, καλύτερα όμως γίνεται στα γόνιμα και με μέτρια υγρασία εδάφη. Πολλαπλασιασμός πασχαλιάς. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα, διαίρεση τής τούφας και εμβολιασμό. Ο τελευταίος χρησιμοποιείται για τις ποικιλίες πού έχουν μεγαλύτερη άξια και υποβάλλονται σε φορτσάρισμα. Αυτές εμβολιάζονται σε υποκείμενα από σπόρο, μοσχεύματα ή διαίρεση, καθώς και σε λιγούστρο. Ανθοφορεί σε ξύλο του προηγουμένου χρόνου, γι’ αυτό και δεν γίνεται κανένα κλάδεμα προ της ανθήσεως. Μετά την άνθηση κλαδεύονται τα φυτά ελαφρά, ώστε να υποβοηθηθεί η ανάπτυξη βλαστών για την επόμενη άνθηση. Κάθε 3-4 χρόνια μπορεί να γίνεται εάν ελαφρό κλάδεμα ανανεώσεως το χειμώνα. Για πρώιμα και λευκά άνθη. Για άνθηση κατά τη χειμερινή περίοδο τα φυτά καλλιεργούνται αλλού σε φυτώριο και έχουν ηλικία μερικών ετών. 
Εξάγονται από το φυτώριο με μπάλα χώματος και υποβάλλονται σε φορτσάρισμα. Ομως πρέπει να «προετοιμασθούν» τα φυτά, γίνεται δε αυτό με παραμονή των φυτών σε ψυγείο με χαμηλές θερμοκρασίες ή με αιθερίωση. Η αιθερίωση εφαρμόζεται στους φυλλοβόλους θάμνους και ειδικότερα στην πασχαλιά. Τα φυτά υφίστανται την επίδραση του αιθέρος σε ειδικούς θαλάμους για 48 ώρες. Με τον τρόπο αυτό συμπληρώνεται η χειμερία ανάπαυση, που θα τελείωνε κανονικά την άνοιξη. Κατόπιν αρχίζει το φορτσάρισμα σε σέρρα με θερμοκρασία 20° και ημισκιά ή πλήρες σκοτάδι. Έπειτα δίνεται βαθμιαία φως και αυξάνεται η θερμοκρασία μέχρι 30°, οπότε χαμηλώνεται πάλι σε 20°, όταν τα φυτά είναι σε άνθηση. Σ’ όλο αυτό το διάστημα των 4-5 εβδομάδων διατηρείται στη σέρρα μια καλή ατμοσφαιρική υγρασία με καταβρέγματα. Τα άνθη όλων των ποικιλιών, που υποβάλλονται σε φορτσάρισμα, γίνονται λευκά. Άλλα είδη: Πασχαλιά η περσική (S. persica): Θάμνος 1-3 μ. με λεπτές διακλαδώσεις, κυρτές τοξοειδώς. Μικρά φύλλα και άνθη κατά Μάιο, μπλε λεβαντίνης. Πασχαλιά ή μικρόφυλλος (S. microphylla «Suberba»): Άνθη ροζ, λαμπερό κατά Μάιο-Ιούνιο, πολύ κομψά. Πασχαλιά η καμπτή (S. reflexa): Κρεμαστές ανθοταξίες μήκους 15-18- εκατοστών, χρώματος λουλουδιών ροζ φωτεινό. Μπουμπούκια κόκκινα. Χρήσεις. Το δέντρο της Πασχαλιάς είναι γνωστό και με το όνομα Απρίλης και το συναντάμε περισσότερο στα χωριά της Ελλάδας. Είναι πρώιμο μελισσοκομικό φυτό που δίνει πρώιμα άνθη και τροφή για τις μέλισσες. Τα άνθη της προσφέρονται για την επέτειο γάμου. Τα μοβ συμβολίζουν στη γλώσσα των λουλουδιών τα πρώτα συναισθήματα της αγάπης, ενώ τα λευκά άνθη της αντιπροσωπεύουν τη νεανική αθωότητα. Επίσης χρησιμοποιείται πολύ για τον στολισμό του Επιταφίου και της Εκκλησίας την Μεγάλη Εβδομάδα. Τέλος χρησιμοποιείται για όμορφους φράχτες και δίνει επίσης πολλή καλή σκίαση.
Πηγή : http://www.ftiaxno.gr/2015/04/pasxalia-kalliergeia.html
http://beausillage.com/πασχαλια-το-φυτο-του-πασχα/

Πεύκο : Το αειθαλες ρυτινοφορο δέντρο της Ελλάδας και οι φαρμακευτικές χρήσεις του

Το πεύκο ή πεύκος ανήκει στην οικογένεια των Πευκιδών. Είναι δένδρα αειθαλή, με πυραμοειδή κορόνα που φθάνουν σε ύψος μέχρι και τα 30 μέτρα. Έχουν φύλλα βελονοειδή ανά ζεύγη σε αραιές τούφες. Τα άνθη τους είναι σε κώνους, μικροί οι αρσενικοί και βρίσκονται σε ομάδες στα νεαρά κλαδιά των δένδρων και μονήρεις οι θηλυκοί ή ανά ζεύγη με μικρό μίσχο στη βάση των νεαρών κλαδιών. Η ωρίμανση των καρπών γίνεται κάθε δεύτερο έτος. Το πεύκο καθαρίζει τον αέρα και τον κάνει πιο υγιεινό. Το πεύκο το βρίσκετε σε όλη την Ελλάδα και είναι καταπράσινο όλες τις εποχές. Ανθίζει από το Μάιο ως τον Ιούνιο και αυτή την εποχή η γύρη του προκαλεί σε πολλούς αλλεργίες. Μαζέψτε μερικά νέα κλαριά με μπουμπούκια και φύλλα την άνοιξη και φυλάξτε τα σε γυάλινο βάζο ή ξύλινο κουτί. Tο πεύκο (είδος Pinus),  είναι ένα από τα σημαντικότερα δένδρα στο ελληνικό περιβάλλον. Είναι αειθαλή ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με πάνω από 100 περίπου είδη ανά τον κόσμο. Η  κώμη τους απλωτή και φλοιό καστανό-γκρι. Φύλλα βελονόμορφα, με βαθύ πράσινο χρώμα και μήκος 5-7 εκατοστά Συναντάται κυρίως στη βόρεια εύκρατη ζώνη της Ευρώπης και της Αμερικής. Είναι είδη που αγαπούν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη, αλλά αναπτύσσονται ακόμη και σε φτωχά εδάφη. Το ύψος τους κυμαίνεται από 20 έως 40 μέτρα. Ο φλοιός τους είναι παχύς και αυλακωτός, τα φύλλα βελονοειδή που φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται αρσενικοί (κίτρινο-καφε-πράσινοι) και θηλυκοί κώνοι που μετά τη γονιμοποίησή τους παράγονται οι καρποί, τα κουκουνάρια που περιέχουν τα σπέρματα. Είναι τα άνθη του πεύκου γνωστά με την ονομασία κουκουνάρια. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι το πεύκο, - η ''Πίτυς'' των αρχαίων Ελλήνων-, ήταν αφιερωμένο στο θεό Ποσειδώνα γιατί έδινε την καλύτερη ξυλεία για την κατασκευή πλοίων. 
Ήταν, το αγαπημένο δέντρο της Ρέας, της μητέρας των θεών, της κόρης του Ουρανού και της Γης, γιατί συμβόλιζε το σύνδεσμο Ουρανού και Γης. Είναι γνωστός από την ελληνική μυθολογία και ο ''Σίνης ο Πιτυοκάμπτης'' ο οποίος ήταν ληστής και νόθος γιος του Ποσειδώνα και τον οποίο σκότωσε ο Θησέας. Τα πεύκα συνήθως είναι δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, με την πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Στη χώρα μας συναντούμε τα είδη: Πεύκη η χαλέπιος (Pinus halepensis), Κουκουναριά (P. Pinea), Μαυρόπευκο (P. brutia, P. nigra), Πεύκη η άγρια (P sylvestris, P. peuce, P. leucodermis). Στην Ασία, Αμερική και Ευρώπη τα χαμηλότερα είδη είναι: Πεύκη η νάνα της Σιβηρίας (Pinus pumila) και η Πεύκη η κορυφήτης, ενδημικό στο Μεξικό (Pinus culminicola), με ύψος μέχρι 3 μέτρα. Σε αντιδιαστολή, το ψηλότερο είναι η Πεύκη η βαριά ή πεύκη η βαρύξυλος (Pinus ponderosa), με ένα άτομο του είδος στο Όρεγκον των δυτικών ΗΠΑ να έχει ύψος 81,79 μέτρα, ενώ η Πεύκη η λαμπερτιανή (Pinus lambertiana), γηγενές στα βουνά της ακτής του Ειρηνικού στις ΗΠΑ, μπορεί να ξεπεράσει σε ύψος τα 82 μέτρα. Στην Ελλάδα, τα δάση αυτής της πεύκης αποτελούν το 11% των συνολικών δασών, μια έκταση που δεν παραμένει σταθερή λόγω των δασικών πυρκαγιών και της φυσικής αναγέννησης των πευκοδασών μέσα από αυτή. Συνεπώς, υπεύθυνα για τη μεταπυρική αναγέννηση και την επιτυχή επανίδρυση του πευκοδάσους μετά τη φωτιά είναι αποκλειστικά τα σπέρματα της''τράπεζας'' τους  πάνω στο έδαφος, που παραμένουν σε αναμονή, μέσα στους κλειστούς κώνους τους και συσσωρεύονται με την πάροδο του χρόνου. ο κουκουναρόσπορος, καταναλωνόταν ευρέως από την Παλαιολιθική περίοδο στην Ευρώπη και την Ασία. Στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και στη Ρώμη, την Αμερική των Ινδιάνων και στη μακρινή Σιβηρία, το κουκουνάρι αποτελούσε ανέκαθεν περιζήτητη λιχουδιά. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εκτιμούσαν την πλούσια θρεπτική αξία του και ίσως και αυτός ήταν ο λόγος που το θεωρούσαν και σύμβολο ανδρισμού και γονιμότητας. 
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, συνήθιζαν να σερβίρουν ένα είδος μπισκότου με κουκουνάρι, που είχε ως κύριο στόχο την ενίσχυση των ερωτικών επιδόσεων.Επίσης και τα νεαρά κουκουνάρια είναι βρώσιμοι καρποί. Έχουν μαλακή σύσταση με γεύση ρητίνης και κάνουν εύγευστα τα φαγητά. Προστίθενται στο παγωτό, κέικ, πουτίγκες, και σε  άλλα γλυκίσματα. Αλεσμένοι οι σπόροι, χρησιμοποιούνται στις σούπες ως πηκτική ουσία ή για άρωμα. Πάνω από 20 είναι τα είδη του πεύκου που παράγουν καρπούς κατάλληλους για συγκομιδή. Χρήσιμα μέρη πεύκου. Τα βελονωτά φύλλα του, το ρετσίνι, τα κουκουνάρια και τα φρέσκα κλαράκια με τα μπουμπούκια του. Δραστικά συστατικά του πεύκου. Το αιθέριο λάδι του περιέχει πινένιο, εστέρες, γλυκοσίδια, ρητίνη, ταννίνη και βιταμίνη C. To ρετσίνι του που παράγεται με τραυματισμό του κορμού των πεύκων είναι η τερεβινθίνη που περιέχει ρητίνη, αιθέριο έλαιο και πικρές ουσίες και με απόσταξη δίνει το τερεβινθέλαιο με κύριο δραστικό συστατική το α-πινένιο, το β-πινένιο, ρητινικά οξέα και άλλα συστατικά ουδέτερα. Το κολοφώνιο είναι το υπόλειμμα από την απόσταξη της τερεβινθίνης και είναι μια ρητινώδης, κιτρινωπή και διαυγής μάζα. Η τερεβινθίνη και το τερεβινθέλαιο χρησιμοποιούνται για αλοιφές και έμπλαστρα. Το δραστικό συστατικό του τερεβινθέλιου, το α-πινένιο, χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία για την παρασκευή καμφοράς για θεραπευτικούς σκοπούς. Ενδείξεις πεύκου. Η ομοιοπαθητική χρησιμοποιεί το πεύκο κατά των ρευματισμών, της ισχιαλγίας, της πνευμονίας και του βήχα. Από το πεύκο βγαίνει το ρετσίνι και από αυτό με απόσταξη το τερεβινθέλαιο (νέφτι) και το κολοφώνιο, που χρησιμοποιούνται ως αλοιφές σε ρευματισμούς, έμπλαστρα και σε φάρμακα για στραμπουλήγματα και μώλωπες. Το πεύκο είναι κατάλληλο για τη θεραπεία της φυματίωσης. Το πεύκο διεγείρει όλες τις εκκρίσεις και ενεργοποιεί τους ενδοκρινείς αδένες. Χρησιμοποιείται στη χρόνια και οξεία βρογχίτιδα, στην πνευμονία, στην πλευρίτιδα, σε κυστίτιδα, σε πέτρες στην κύστη και σε κολπικές υπερεκκρίσεις. 
Το ρετσίνι του (το παλαιό τερεβινθέλαιο) είναι αντίδοτο σε δηλητηρίαση από φώσφορο (φωσφορικά λιπάσματα). Το νέφτι στη βιομηχανία χρησιμοποιείται για βερνίκια, λάκες, ελαιοχρώματα και κρέμες για την υποδηματοποιία. Τα μπουμπούκια, οι βελόνες και τα πράσινα κουκουνάρια βοηθούν και σε φλογώσεις της χολής από πέτρες και στην καλή λειτουργία του συκωτιού. Με τα άνθη του πεύκου φτιάχνουν οι μέλισσες την πρόπολη. Τα κουκουνάρια πεύκου αρωματίζουν το κρασί »κώνειος οίνος». Το ρετσίνι του πεύκου χρησιμοποιείται στα βαρέλια του κρασιού. Το ξύλο του πεύκου χρησιμοποιείται στη ναυπηγική, στις οικοδομές για πατώματα, δοκούς, κουφώματα, επενδύσεις τοίχων και σε ορυχεία κ.ά γιατί είναι ανθεκτικό. Επίσης είναι κατάλληλο για φωτιστικό μέσο γιατί περιέχει ρετσίνι και δεν σβήνει εύκολα και όταν βραχεί. (δαδιά) και χρησιμοποιείται και για νυχτερινό ψάρεμα. Ιδιότητες πεύκου. Το πεύκο ‘’το δασικό’’ μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις βρογχίτιδας, ιγμορίτιδας ή καταρροής του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, τόσο για εισπνοές όσο και εσωτερικά. Βοηθά επίσης στο άσθμα. Η διεγερτική δράση του κάνει αυτό το φυτό χρήσιμο στη θεραπεία των ρευματισμών και της αρθρίτιδας. Υπάρχει παράδοση στη χρησιμοποίηση του αφεψήματος στο νερό του μπάνιου για την καταπράυνση της κόπωσης, της νευρικής εξασθένησης και της αϋπνίας, καθώς επίσης και για την επούλωση αμυχών και την καταπράυνση δερματικών ερεθισμών. Έχει αντισηπτικές, αποχρεμπτικές, αντιγηραντικές, αντιοξειδωτικές ιδιότητες και είναι πλούσιο βιταμίνες C και Α. . Έρευνες έδειξαν ότι μια κούπα πευκοβελόνες έχουν πέντε φορές περισσότερη βιταμίνη C από ένα πορτοκάλι. Βοηθάει στην απορρόφηση του σιδήρου, δίνει ενέργεια και δύναμη. Επίσης, ανακουφίζει από τους πόνους στους μύες, τονώνει το ήπαρ, ανακουφίζει από το άγχος, βοηθάει στην ομαλοποίηση της αρτηριακής πίεσης και αποκαθιστά τη συνολική ισορροπία του σώματος. Παρενέργειες πεύκου. Το πολύ ρετσίνι προκαλεί ναυτία.
Πηγή : http://proionta-tis-fisis.com/pefko-therapeftikes-idiotites-ofeli-kai-hriseis/#
http://http---ellinon-anava.pblogs.gr/2015/05/to-efergetiko-pefko.html

Έλατο: Το αειθαλες κωνοφόρα δέντρο, η ποικιλία του και οι φροντίδες του

Το έλατο είναι ένα είδος αειθαλούς κωνοφόρου δέντρου, με καταγωγή από την Β. Αμερική και την Β. Ευρώπη, αρκετά παρεξηγημένο όλα αυτά τα χρόνια εξαιτίας κάποιων συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του, παρόλη τη δύναμη, την ομορφιά και την μεγαλοπρέπεια που εκπέμπει η αρχική του εικόνα. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ορεινής χλωρίδας σε όλα τα σημεία του πλανήτη και ανήκει σε μια ευρύτερη οικογένεια που περιλαμβάνει συνολικά 230 ποικιλίες, εκ των οποίων δυστυχώς μόνο οι 60 μπορούν να ευδοκιμήσουν στη χώρα μας. Το εύκρατο κλίμα της Ελλάδας με τις αυξημένες τιμές στις καλοκαιρινές θερμοκρασίες και την υγρασία και τις αντίστοιχες χειμωνιάτικες συνθήκες αρκετά ήπιες, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στο καλλίγραμμο αυτό κωνοφόρο δέντρο με το πυραμιδοειδές σχήμα και τα βελονόληκτα κλαδιά του να αναπτυχθεί σωστά και γρήγορα. Ωστόσο 5 εκπρόσωποι του είδους φαίνεται πως τα καταφέρνουν πολύ καλά, διατηρώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της αργής αλλά σταθερής εξέλιξης, της αντοχής, της ανθεκτικότητας και του κωνικού σχήματος, προσαρμόζοντας τα στις εκάστοτε κλιματολογικές αλλαγές που θα προκύψουν, με τελικό αποτέλεσμα θεαματικότερο από το αναμενόμενο. Πρόκειται για το abies cephalonica, το abies nordmanniana, το abies koreana, το abies concolor και το abies pinsapo. Το abies cephalonica, πρώτο στην λίστα, είναι το αμιγώς ελληνικό έλατο με καταγωγή από την Πελοπόννησο και την Κεφαλλονιά, από όπου πήρε και το όνομα του με τους πληθυσμούς του στο νησί να διατηρούν λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης την αυθεντική τους ταυτότητα. Η κεφαλληνιακή ελάτη εμφανίζεται και στην Χαλκιδική, καλύπτοντας την ενδοχώρα της από το υψόμετρο των 800μ και πάνω με δέντρα μεσαίου μεγέθους με ύψος από 25μ εως 35μ περίπου και διάμετρο κορμού μέχρι τα 2μ που διαθέτουν πυκνά κλαδιά με γυαλιστερές σκούρου πράσινου χρώματος επίπεδες βελόνες. 
Το αργής ανάπτυξης αυτό δέντρο έχει δύο πολύ σοβαρά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα υπόλοιπα: το πρώτο αφορά την ποιότητα της ξυλείας του, που είναι πολύ υψηλή και εφαρμόζεται σε οικοδομικές και ναυπηγικές εργασίες, και το δεύτερο σχετίζεται με την προσαρμοστικότητα του σε θερμά κλίματα και αυξημένη θερμοκρασία εδάφους που έχει πολύ ελαστικά όρια. Ένα μικρό μυστικό για τη ασφαλή του διαβίωση αποτελεί η μερική προστασία του την Άνοιξη από πιθανό καθυστερημένο παγετό λόγω του γεγονότος ότι είναι η μοναδική ποικιλία που αναπτύσσει τόσο νωρίς τα νεαρά του φύλλα. Σε άμεση σχέση το abies nordmanniana διαθέτει και αυτό μέτρια ανάπτυξη εως 20μ περίπου, συμμετρικό σχήμα, μαλακές σκούρες πράσινες βελόνες και λείο, ανοιχτό γκρί κορμό. Είναι γνωστό και σαν έλατο του Καυκάσου, διότι προέρχεται από τις περιοχές της Αρμενίας, της Γεωργίας και της Ν. Ρωσίας, όπου έχει ευρύτατη χρήση σε οικοδομές αλλά και στην παραγωγή χαρτικής ύλης. Η ανθεκτικότητα του είναι παρόμοια με εκείνη της κεφαλληνιακής ελάτης, ενώ και τα δύο είδη διαθέτουν πλούσια πυκνά φυλλώματα. Το τρίτο είδος, το abies koreana, είναι σίγουρα πολύ ανθεκτικότερο από τα δύο προηγούμενα, όμως σε μικρότερες διαστάσεις, αφού το τελικό του ύψος δεν ξεπερνά τα 10μ. Με καταγωγή από την μακρινή Κορέα, το εντυπωσιακό αυτό δέντρο μεγαλοπρεπέστατο και πανέμορφο έχει πολύ αργή ανάπτυξη και διαθέτει πολύ χαρακτηριστικού σχήματος και χρώματος κώνους. Φυτεύεται από το υψόμετρο των 1000μ και πάνω και διατηρεί το άψογα συμμετρικό πυραμιδοειδές σχήμα του για πάντα. Σε αυτήν του την ιδιαιτερότητα οφείλεται και το βραβείο που απέσπασε η ποικιλία Silberlocke σε ανάλογο διαγωνισμό που πραγματοποιήθηκε για αυτόν τον λόγο. Τέταρτον, η καθαρά αμερικάνικη εκδοχή του είδους, το abies concolor, είναι ένα έλατο παρόμοιας φυσιολογίας με το κορεάτικο που ζεί και αναπτύσσεται στις βόρειες περιοχές της Αμερικής και διαθέτει απίστευτα όρια αντοχής στο κρύο τα οποία ξεπερνούν τους -25 και φτάνουν εως τους -30 με -40 βαθμούς Κελσίου. 
Όπως και το κορεάτικο, παρουσιάζει απόλυτη εμφάνιση με συμμετρικό, πυραμιδοειδές σχήμα και ξεχωριστούς διακοσμητικούς κώνους. Ακολουθεί πολύ αργό ρυθμό ανάπτυξης και διακρίνεται από τα υπόλοιπα είδη για την μεγάλη διάμετρο που αποκτά με τα χρόνια και για τις ανοιχτού πράσινου ή γαλάζιου χρώματος βελόνες του. Για αυτό και ονομάζεται και λευκό έλατο ή αλλιώς έλατο της Αμερικής, συνδυάζοντας τη δύναμη με την ομορφιά και την χρηστικότητα. Τέλος πέμπτο και τελευταίο είναι το ισπανικό έλατο, το abies pinsapo, με καταγωγή από την Ισπανία και το Μαρόκο. Τα χαρακτηριστικά του συμπίπτουν με εκείνα των δύο πρώτων με τη διαφορά ότι περνώντας τα χρόνια, το δέντρο δεν αποκτά το ανάλογο ύψος και έτσι αποδομείται το αρχικό κωνικό του σχήμα, χάνοντας αρκετά από την εμφάνισή και την ευρωστία του. Ευτυχώς, το υπέροχου γαλάζιου χρώματος φύλλωμα και τα ευέλικτα όρια της αντοχής του μας αποζημιώνουν και με το παραπάνω. Φυτεύεται σε όλα τα εδάφη με υψόμετρο από 900 εως 1700μ χωρίς κανένα πρόβλημα. Το έλατο είναι μία καταπληκτική περίπτωση δέντρου. Είναι πολυχρηστικό, σαν ελβετικός σουγιάς. Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε ένα κάρο κηπουρικές περιστάσεις: Το αγοράζεις σε μία μεγάλη γλάστρα, από αυτές τις μαύρες με τα χερουλάκια. Το έχεις για μερικά χρόνια στο μπαλκόνι σου και το καμαρώνεις. Τι; Μόνο το καμαρώνεις; Παίρνεις δυο εξάδες μπάλες χρυσαφένιες και μία σειρά λαμποκοπίζοντα φωτάκια, και το στολίζεις τα Χριστούγεννα. Και το βάζεις μπροστά στην μπαλκονόπορτα και το χαζεύεις από μέσα και είσαι πολύ ευτυχισμένος και δίνεις φιλιά κάτω από γκι και τρως κουραμπιέδες. Και κάνεις κι άλλα πράγματα Χριστουγεννιάτικης θαλπωρής. Σκέψου πόσο καλή ιδέα είναι, από το να πάρεις πλαστικό, κρύο και απρόσωπο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μετά από λίγα χρόνια θα μεγαλώσει και δε θα μπορεί να ζει άλλο μέσα στη γλάστρα. 
Τι κάνεις; Το φυτεύεις στο χώμα. Αν δε βρίσκεις πού, σκέψου εναλλακτικές λύσεις: το χαρίζεις σε κάποιον  με κήπο, το φυτεύεις στο άδειο παρτέρι της πολυκατοικίας ή στο παρκάκι της γειτονιάς που έχει να δει ζωντανό φυτό από τότε που η ζούγκλα ήταν γλάστρα. Όπου το φυτέψεις πρέπει να θυμάσαι να το ποτίζεις και να το επισκέπτεσαι. Αλλιώς θα τα πάρει στο κρανίο το έλατο και θα σε διαγράψει από φίλο του. Αν έχεις κήπο, το φυτεύεις κατευθείαν στο κήπο σου, σε ένα σημείο με ανοιχτωσιά. Δε το στριμώχνεις σε γωνίες, ανάμεσα σε άλλα δέντρα, κολλητά στον τοίχο. Το ελάτο μεγαλώνει σε ύψος, αλλά και απλώνει τα κλαδιά σου και σε πλάτος. Δεν είναι λεύκη να παίρνει μόνο μπόι. Ας είναι στα πρώτα χρόνια του προστατευμένο από τον καυτό ήλιο. Αν το πάρεις πολύ μικρό, το προστατεύεις όπως κάνουν κάτι φίλοι στο Ουζμπεκιστάν στα νεαρά ελατάκια το καλοκαίρι. Αν είσαι πάρα πολύ πλούσιος και έχεις έναν κήπο ίσα με γήπεδο ολυμπιακών διαστάσεων, μπορείς να φτιάξεις και ολόκληρη δενδροστοιχία με ελατάκια. Τα πιο συνηθισμένα ελατάκια που θα βρεις στα φυτώρια είναι τα κλασικά πράσινα που ξέρεις από μικρό παιδί. Όλα θα σου φαίνονται ίδια, αλλά μπορεί να είναι διάφορα είδη, όπως Abies cephalonica, Abies nordmanniana, Abies borisii- regis. Το όνομα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς μοιάζουν αρκετά, κοστίζουν περίπου το ίδιο και θέλουν την ίδια φροντίδα. Με περίπου 60-80 ευρώ αγοράζεις ένα από τα παραπάνω στο ύψος σου και ίσως λίγο πιο ψηλό. Η μεγάλη διαφορά είναι στο άλλο το έλατο, το μπλε έλατο (Abies pungens ‘Hoopsii’). Αυτό είναι πιο ακριβό από τα άλλα, το βρίσκεις με περίπου 150 ευρώ, και οι βελόνες του έχουν γλαυκό χρώμα. Είναι πολύ ιδιαίτερο έλατο. Θα σε συναρπάσει. Θα καταπλήξει τα πλήθη. Θα κάνει τον γείτονα να βγάλει καντήλες.
Πηγή : http://www.kipologio.gr/konofora-elato/
http://www.fytoriakentia.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=353:ο-θησαυρός-του-χειμώνα-το-έλατο-και-οι-ποικιλίες-του&Itemid=28

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Φλαμουριά : Ενα εντυπωσιακό μεγάλο δέντρο με τα αρωματικά λουλούδια

Η φλαμουριά με τις πολλές κοινές ονομασίες (φλαμούρι, τίλιο, φιλουριά, φιλύρα κ.α.) είναι ένα φυλλοβόλο και εντυπωσιακό δέντρο μεγάλου μεγέθους. Στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε 5-6 είδη του γένους Tilia. Όλα αυτά τα είδη αυτοφυούνται σε δάση είτε των βόρειων πολιτειών των Η.Π.Α. είτε της βόρειας και ανατολικής Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας. Στη χώρα μας θα δούμε αυτοφυούμενες φλαμουριές στη βόρειο Ελλάδα, στην Ήπειρο και στα βουνά της Πελοποννήσου.  Αναλόγως του είδους, το ύψος της φλαμουριάς κυμαίνεται μεταξύ 15-40μ., η διάμετρος της κόμης τους από 5 ως 15μ. ενώ το πάχος των κορμών μπορεί να φτάσει και τα 4μ.! Τα λουλούδια είναι λευκοκίτρινα, αρωματικά, εμφανίζονται από τον Μάιο και ως τον Ιούλιο (αναλόγως του είδους) και προσελκύουν τις μέλισσες. Τα φύλλα είναι σε σχήμα καρδιάς και πριονωτά στην περιφέρειά τους, βαθυπράσινα που κιτρινίζουν το φθινόπωρο. Η παρουσία ή όχι λευκού χνουδιού στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και στα κλαδιά είναι παράγοντας που διαχωρίζει τα είδη μεταξύ τους. Το σχήμα τους ποικίλλει από κωνικό-πυραμιδοειδές ως σφαιρικό. Λόγω του επιβλητικού μεγέθους τους οι φλαμουριές φυτεύονται στην κηποτεχνία είτε μεμονωμένες είτε σε δενδροστοιχίες, σε πλατείες και πάρκα. Κοινώς, όπου και αντί να φυτεύονται πλατάνια, θα μπορούσε να φυτευτεί και μια φλαμουριά! Αν θέλουμε να δώσουμε αρχοντικό τόνο στον κήπο μας και να έχουμε παχιά και πλούσια σκιά, η φλαμουριά θα πρέπει να είναι στις επιλογές μας αρκεί να έχουμε αρκετό διαθέσιμο χώρο για να μην ‘’πνίξει’’ τα γειτονικά φυτά. Επίσης, μπορούμε να την επιλέξουμε (σε συνδυασμό με άλλα δέντρα) για ψηλό ανεμοφράκτη (τις φυτεύουμε ανά 6-8μ.) ή για να μας καλύψει την ανεπιθύμητη θέα από κάποιο κτίριο. Αν προτιμήσουμε τη φύτευση σε δενδροστοιχίες, οι αποστάσεις φύτευσης θα πρέπει να είναι στα 10-12μ. Είδη φλαμουριάς. 
Στα ελληνικά φυτώρια θα βρούμε κάποιο από τα παρακάτω είδη φλαμουριάς: Φλαμουριά η καρδιόφυλλη ή μικρόφυλλη (Tilia cordata): κατάγεται από την Ευρώπη και είναι ίσως η μικρότερη σε μέγεθος φλαμουριά (ύψος 10-20μ. και διάμετρο κόμης 7-10μ.). Ανθίζει Ιούνιο-Ιούλιο και τα φύλλα είναι πιο μικρά, σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη. Το σχήμα της δεν είναι σταθερό αλλά ακανόνιστο. Είναι η πιο ανθεκτική φλαμουριά στις χαμηλές θερμοκρασίες (την επιλέγουμε για τις κρύες περιοχές της Ελλάδας). Φλαμουριά η αμερικάνικη (Tilia americana): προέρχεται από τις βόρειες Η.Π.Α. και είναι από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος και όγκο φλαμουριές (φτάνει σε ύψος τα 40μ. και σε διάμετρο τα 15μ., ωστόσο συνήθως δεν ψηλώνει περισσότερο από 25-30μ.). Το σχήμα των μεγάλων δέντρων είναι σφαιρικό. Τα φύλλα της είναι λεία και βαθυπράσινα, τα άνθη εμφανίζονται Ιούνιο και Ιούλιο και αντέχει λιγότερο την ατμοσφαιρική ρύπανση των πόλεων, σε σχέση με τα άλλα είδη. Φλαμουριά η πλατύφυλλος (Tilia platyphyllos): η πιο συχνά απαντημένη φλαμουριά στην Ευρώπη (κυρίως στο βόρειο ημισφαίριό της), τόσο ως άγριο είδος όσο και στην κηποτεχνία. Με ύψος τα 20-30μ., διάμετρο κόμης τα 8-12μ. και σχήμα σφαιρικό ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα είδη στο ότι η κάτω επιφάνεια των φύλλων και τα νεαρά κλαδιά καλύπτονται με χνούδι. Τα λουλούδια εμφανίζονται πιο πρώιμα (από τον Μάιο) και είναι ελαφρά κρεμαστά. Φλαμουριά η εριώδης ή αργυρόφυλλη (Tilia tomentosa): αυτοφυείται στην ανατολική Ευρώπη και δυτική Ασία και το έντονο χνούδι που έχει σε φύλλα και κλαδιά της δίνουν από μακριά μια ασημόλευκη εικόνα (η κάτω επιφάνεια των φύλλων είναι σχεδόν λευκή). Το σχήμα της είναι πυραμιδοειδές και το μέγεθός της ανάλογο με το αμερικάνικο είδος.Είναι η πιο ανθεκτική φλαμουριά στην έλλειψη ατμοσφαιρικής και εδαφικής υγρασίας (την επιλέγουμε σε ξηρές περιοχές και όπου δεν έχουμε πολύ διαθέσιμο νερό για πότισμα). Φλαμουριά η κοινή (Tilia europaea ή Tilia vulgaris): πρόκειται για διασταύρωση μεταξύ της πλατύφυλλου και της μικρόφυλλης φλαμουριάς και ανθίζει Ιούνιο-Ιούλιο. Το ύψος της φτάνει τα 15-25μ., η διάμετρος της κόμης της τα 8-12μ. και το σχήμα της είναι ελαφρά κωνικό. ΧΡΗΣΙΜΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΑ. Οι φλαμουριές ανήκουν στην οικογένεια Tiliaceae και στο γένος Tilia. 
Από τα 30 περίπου είδη του γένους Tilia, στην αγορά θα βρούμε τουλάχιστον 5-6 είδη φλαμουριάς με κηποτεχνικό ενδιαφέρον. Κλίμα. Τα περισσότερα είδη προτιμούν εύκρατα κλίματα και δροσερό περιβάλλον, με εξαίρεση την αργυρόφυλλη φλαμουριά που αντέχει περισσότερο την εδαφική και ατμοσφαιρική ξηρασία. Οι ενήλικες φλαμουριές είναι ανθεκτικές τόσο στον παγετό (αντέχουν αρκετούς βαθμούς κάτω από τους 0oC) όσο και στη ζέστη. Τα νεαρά δέντρα όμως είναι ευαίσθητα στους παγετούς, γιαυτό τα προστατεύουμε από τις χαμηλές θερμοκρασίες, καλύπτοντάς τα με φλις παγοπροστασίας. Οι φλαμουριές αποτελούν ιδανικές επιλογές για τα αστικά τοπία επειδή αντέχουν την ατμοσφαιρική ρύπανση, με εξαίρεση την αμερικάνικη φλαμουριά που είναι σχετικά ευαίσθητη και την επιλέγουμε σε περισσότερο φυσικά οικοσυστήματα. Καθώς οι φλαμουριές αγαπάνε την εδαφική και ατμοσφαιρική υγρασία, σε περιοχές με ξηρό καιρό προτιμάμε τη φύτευση σε ημισκιερές θέσεις του κήπου, για να προστατεύονται από την καυτή ηλιακή ακτινοβολία των θερινών μηνών. Επίσης, έχουν μικρή αντοχή στους ανέμους (σχίζονται τα φύλλα τους) γιαυτό επιλέγουμε απάνεμες θέσεις. Πολλαπλασιασμός. Πολλαπλασιάζονται με σπόρο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες, όμως οι τεχνικές αυτές απαιτούν κάποιες γνώσεις και είναι σχετικά χρονοβόρες. Μπορούμε να αγοράσουμε το είδος της φλαμουριάς που προτιμάμε από τα φυτώρια και να το φυτέψουμε κατευθείαν στον κήπο μας. Κλάδεμα. Αφήνουμε τις φλαμουριές να πάρουν ελεύθερα το τελικό τους μέγεθος και (αν θέλουμε) κλαδεύουμε μόνο τα πρώτα χρόνια από τη φύτευση την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου τα νεαρά δέντρα, προκειμένου να τους δώσουμε το επιθυμητό σχήμα και για να αφαιρέσουμε τα ξερά ή άρρωστα κλαδιά. Δεν κλαδεύουμε τα ενήλικα δέντρα και αν χρειαστεί κλάδεμα, π.χ. για τη διόρθωση του σχήματος των δέντρων ή για να αφαιρέσουμε ξερά κλαδιά ή βραχίονες, αυτό μπορεί να γίνει μόνο από συνεργεία με εξειδικευμένα μηχανήματα, λόγω του ύψους και του μεγέθους των δέντρων. 
Σε κάθε περίπτωση, αν κόψουμε μια φλαμουριά χαμηλά ανανεώνεται και αναπτύσσει νέους και δυνατούς βλαστούς, καθώς ανέχεται ακόμα και τα αυστηρά κλαδέματα. Πότισμα. Όλα τα είδη έχουν ανάγκη από αρκετή εδαφική και ατμοσφαιρική υγρασία. Ποτίζουμε τακτικά όλους τους θερμούς μήνες του έτους (3-5 ποτίσματα ανά μήνα), ιδιαίτερα σε περιοχές ξηρές και χωρίς αρκετή ατμοσφαιρική υγρασία. Φροντίζουμε να μη λιμνάζει το νερό στην περιοχή των ριζών. Προσβολές. Τα πιο σοβαρά προβλήματα δημιουργούνται από μύκητες και βακτήρια που προσβάλλουν τις ρίζες των δέντρων και μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και την ξήρανσή τους. Για να το αποφύγουμε αυτό, πρέπει να λάβουμε μέτρα ώστε να στραγγίζει πολύ καλά το νερό του ποτίσματος και της βροχής. Έτσι, κατά τη φύτευση ανοίγουμε μεγάλο λάκκο (70εκ. x 70εκ) και στο μίγμα που θα φτιάξουμε χρησιμοποιούμε τόσο κόμποστ ή καλά χωνεμένη κοπριά (για να είναι το μίγμα αφράτο και με αρκετή οργανική ουσία) όσο και κάποιο αποστραγγιστικό υλικό, όπως ελαφρόπετρα, χαλίκι, άμμο κλπ. Όσο τα δέντρα είναι σε μικρό ακόμα μέγεθος, αν εμφανιστούν μελίγκρες τα ψεκάζουμε με διάλυμα πράσινου σαπουνιού και οινόπνευμα (διαλύουμε 2-3 κουταλιές της σούπας σαπούνι και 1 κουταλιά της σούπας οινόπνευμα σε 1 λίτρο νερό) και αν διαπιστώσουμε κοκκοειδή ή ψώρες (μικρά έντομα που μυζούν χυμούς από κλαδιά και φύλλα), κλαδεύουμε το χειμώνα αραιώνοντας τους πυκνούς βλαστούς για να αερίζεται περισσότερο το δέντρο. Λίπανση:  Τα ενήλικα δέντρα δε χρειάζονται λίπανση αλλά μπορούμε κάθε 2-3 χρόνια να σκορπίζουμε γύρω από τον κορμό (και όσο εκτείνεται η φυλλωσιά των δέντρων) 50 κιλά καλά χωνεμένη κοπριά, ώστε να αυξήσουμε την οργανική ουσία του εδάφους. Για να αναπτυχθούν γρήγορα τα νεαρά δέντρα, τα πρώτα 3-4 χρόνια από τη φύτευση ρίχνουμε αρχές άνοιξης ένα σύνθετο, κοκκώδες βιολογικό λίπασμα, του τύπου 7-7-10. Μικρές Συμβουλές: λόγω του μεγέθους τους οι φλαμουριές δεν καλλιεργούνται σε γλάστρες. Επίσης, φυτεύουμε 7-8μ. μακριά από διαδρόμους και κτίσματα, λόγω του ισχυρού ριζικού τους συστήματος.
Πηγή : http://realfarm.gr/thamnoi-dendra/flamouria-Tilia-spp.html

Μεσμηλέα η Γερμανική (Μουσμουλιά) : Ένα δένδρο γνωστό στην Ελλάδα με τους νοστιμους και θρεπτικους καρπούς

Μεσπηλέα η Ιαπωνική. Η μεσπηλέα είναι δένδρο αρκετά γνωστό στην Ελλάδα, ιδίως στις θερμότερες περιφέρειες αυτής. Μολονότι, από δενδροκομικής άποψης δεν παρουσιάζει αξιόλογη σημασία, εν τούτοις, λόγω της εξαιρετικής πρωιμότητας των καρπών της, αποτελεί είδος ενδιαφέρον τόσον από παραγωγικής όσο και από οικονομικής εκμετάλλευσης. Η μεσπηλέα, από το επιστημονικό της όνομα φαίνεται ότι κατάγεται από την Ιαπωνία και την Ανατολική Κίνα, εισήχθη δε στην Ευρώπη, μάλλον ως φυτό καλλωπιστικό, που επεκτάθηκε κατόπιν στα θερμότερα μέρη ως καρποφόρο δένδρο. Σε εμάς συναντάται συνήθως υπό τον διπλό αυτό ρόλο, συγκαλλιεργουμένη μαζί με άλλα οπωροφόρα, άνθη ή λαχανικά, σπανιότερα και μονομερώς σε μεγάλη κλίμακα, κυρίως δε στις περιφέρειες Πατρών, Αττικής και των Νησιών. Το φυτό αυτό είναι αειθαλές, ανήκει στην οικογένεια των ροδανθών, είναι σχετικώς μικρών διαστάσεων 3-4 μ. ύψους, λαμβάνει φυσικός στρογγυλό σχήμα ή πυραμιδοειδές. Φέρει φύλλα μεγάλα περγαμηνοειδή, λεία επί της άνω επιφάνειας και τραχέα χνουδωτά υπόλευκα επί της κάτω και άνθη κίτρινα, ενωμένα κατά κορύμβους, αναδίδοντας χαρακτηριστική οσμή πικραμυγδάλων, τα οποία εμφανίζονται κατά Νοέμβριο-Φεβρουάριο αναλόγως του κλίματος. Ο καρπός είναι ραξ, σφαιρικός ή ωοειδής με σάρκα κίτρινη οξύγλυκη, περικλείουν 2-4 μεγάλους σπόρους, οι οποίοι και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του όγκου του. Η μεσπηλέα, ως δένδρο καρποφόρο, ευδοκιμεί γενικώς υπό ανάλογο κλίμα προς το της ελιάς, αλλά σε τόπους πάντως απαλλαγμένους των χειμερινών και εαρινών παγετών, για να μην διακινδυνεύει η πρωιμότατη ανθοφορία της και συνεπώς ολόκληρη η παραγωγή. Ως εκ τούτου, προτιμά θέσεις προφυλαγμένες από τις πάχνες και τους ψυχρούς ανέμους με περιβάλλον σχετικώς δροσερό, προκειμένου όμως για σκοπό αποκλειστικώς καλλωπιστικό παρουσιάζει αντοχή και υπό κλίμα βορειότερο. Όσον αφορά το έδαφος, δεν είναι πολύ απαιτητική, αρκεί τούτο να είναι βαθύ, γόνιμο και διαπερατό, αλλά τους αφθονώτερους και ευχυμότερους καρπούς αποδίδει ασφαλώς στις ελαφρές γαίες και φυσικώς υγρές ή αρδεύσιμες. 
Ο πολλαπλασιασμός της μεσπηλέας γίνεται δια σποράς, παραφυάδων και εμβολιασμού. Η σπορά ενεργείται εντός σπορείων ή δοχείων κατά Απρίλιο-Μάιο, διά σπόρων ληφθέντων προσφάτως από τελείως ώριμων καρπών, αλλιώς μετά 10-15 ημέρας αυτοί χάνουν την βλαστική τους ικανότητα. Οι καλλιεργητικές περιποιήσεις αυτών είναι ανάλογοι προς τις των άλλων οπωροφόρων δένδρων. Τα αποκτώμενα δενδρύλλια μεταφυτεύονται επί τόπου μετά από 2-4 έτη, εάν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, πάντοτε μαζί με το χώμα τους. Τα προερχόμενα δένδρα από σπόρο αποβαίνουν ζωηρότερα, ανθεκτικότερα και παραγωγικότερα από αυτά των παραφυάδων. Ο εμβολιασμός ευρίσκει εφαρμογή μόνον προς απόκτηση ορισμένων επιθυμητών ποικιλιών, χρησιμοποιουμένων ως υποκειμένων είτε της εκ σποράς μεσπηλέας είτε άλλων τινών συγγενών ειδών π. χ. της μεσπηλέας της Γερμανικής, της κυδωνιάς και του κραταίγου οξυακάνθου. Ο μάλλον εν χρήσει εμβολιασμός είναι ο ενοφθαλμισμός, ο οποίος εφαρμόζεται και Αύγουστο-Σεπτέμβριο, ή ο εγκεντρισμός διά σχισμής, κατά Μάρτιο-Απρίλιο, λαμβανομένου ως εμβολίου κλάδου διετούς. Στη καλλιέργεια και εκμετάλλευση, η μεσπηλέα έχει ανάγκη όλων των συνήθων φροντίδων, δηλαδή των οργωμάτων και σκαλισμάτων, των απαραιτήτων αρδεύσεων ανά 15-20 ημέρες, καθώς και κατάλληλων λιπάνσεων προς εξασφάλιση μείζονος και βελτιωμένου προϊόντος. Επί της κόμης δεν απαιτούνται έτερα κλαδεύματα, αλλά μόνο τα αναγκαία καθαρίσματα, διά αφαιρέσεως των ξηρών και περιττών κλαδιών, αραιωμένων συγχρόνως και των πολύ πυκνών και παλαιών καρπόφορησάντων κλαδίσκων. Η καρποφορία της μεσπηλέας συνήθως ξεκινάει κατά το 7-8 έτος, φτάνοντας σε ακμή παραγωγής κατά το 15-20 έτος, τότε η απόδοσης κυμαίνεται μέχρι 30-50 οκάδ, κατά δένδρο. Η ωρίμανση των καρπών λαμβάνει χώρα τον Απρίλιο στα θερμότερα μέρη και κατά Μάιο στα ψυχρότερα. Η συλλογή αυτών πρέπει να γίνεται σε πλήρη ωρίμανση, δηλαδή, όταν οι καρποί αποκτήσουν το χαρακτηριστικόν χρώμα κίτρινο - ηλέκτρου. Επειδή δε παρουσιάζονται ως πρώτα φρούτα της άνοιξης, ευρίσκουν στην αγορά πάντοτε ικανοποιητικές τιμές και ευχερή κατανάλωση. 
Ποικιλίες: Δεν παρουσιάζει παρά δυο τυπικές ποικιλίες, την μικρόκαρπο και την στρογγυλόκαρπο διακρινόμενες από την μορφή των καρπών αυτών. Ασθένειες: Είναι ανάλογες προς τις ασθένειες της κυδωνιάς, παρουσιάζονται όμως σε μικρότερα κλίμακα από αυτή. Η Μεσμηλέα η Γερμανική (Μουσμουλιά) αποτελεί έτερο είδος συγγενές και όμοιο προς το προηγούμενο, αλλά φυλλοβόλο και μάλλον αγροτικό, προέρχεται δε από την Ασία και συναντάται σε όλες τις εύκρατες χώρες καλλιεργούμενη ως καρποφόρο είτε και καλλωπιστικό. Το δένδρο αυτό είναι μέτριων ή μικρών διαστάσεων και συνήθως θαμνώδες. Οι κλάδοι είναι χονδροί και ενίοτε ακανθώδεις στα νέα φυτά, με φλοιό αρχικώς πράσινο χνουδωτό, καθιστάμενο βραδύτερο τεφρόχρουν και λείο. Τα φύλλα είναι μεγάλα και επιμήκη, χνουδωτά επί της κάτω επιφάνειας και αισθητώς ρικνά, τα δε άνθη μεμονωμένα, υπόλευκα, παρουσχαζόμενα στα άκρα των λεπτών μονοετών κλάδων, όπως στην κυδωνιά. Ο καρπός, σχήματος κωνικού (σβούρας) με οφθαλμό πολύ ευρύ στεφανωμένο διά των αυξημένων πετάλων έχει σάρκα λίαν όξινη και στυφή που περικλείει 2-5 ξυλώδεις σπόρους. Η εν λόγο μεσμηλέα (κοινώς μουσμουλιά) υπερβαίνει την ζώνη της ελιάς, ευδοκιμεί και σε βορειότερους ή ορεινότερους τόπους, ακολουθεί δε σχεδόν την άμπελο. Πάντως όμως, ως δένδρο καρποφόρο απαιτεί τόπους προφυλαγμένους, ιδίως εκ των εαρινών παγετών. Ως προς το έδαφος συμβιβάζεται με όλα τα εδάφη εκτός των πολύ υγρών ή πολύ ξηρών. Εν τούτοις στα μάλλον γόνιμα αμμοαργιλλώδη παρουσιάζει ασφαλώς καλλίτερα αποτελέσματα. Ο πολλαπλασιασμός της μεσμηλέας αυτής επιτυγχάνεται διά «σποράς και εμβολιασμού». Ο πρώτος είναι ελάχιστα σε χρήση, ως πολύ βραδύς, προτιμουμένου, συνηθέστερο, του εμβολιασμού δια εξημερώσεις διαφόρων υποκειμένων. Ο εμβολιασμός είναι δυνατόν να εφαρμόζετε δια ενοφθαλμισμού κατά τον Αύγουστο - Σεπτέμβριο, είτε δια εγκεντρισμού στεφανίτου ή σχισμής κατά Μάρτιο - Απρίλιο. 
Ως υποκείμενα χρησιμοποιούνται όλοι οι τύποι των κράταιγων, η κυδωνιά, η σορβιά, ως και η αχλαδιά. Το καλλίτερο από όλα θεωρείται ο κράταιγος αζαρόλος. Η μεσμηλέα συνήθως εμφυτεύεται προς σχηματισμό μονομελούς δενδρώδους ή σε συγκαλλιέργεια μετά της αμπέλου, λαχανικών κ.ά. χαμηλών φυτών. Δύναται όμως να αποτελέσει πρώτης τάξεως για συστάδες διαζωμάτων, δρόμων, χωρισμάτων διαφόρων καλλιεργειών είτε και φρακτών. Η καλλιέργεια δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις, αλλά τις στοιχειωδέστερες, όσες και τα λοιπά καρποφόρα δένδρα. Εμβολιαζόμενη δε επί υποκειμένων αυτοφυών αντέχει εξόχως στην ξηρασία και τις δυσμενείες του περιβάλλοντος. Ωσαύτως δεν έχει ανάγκη κλαδευμάτων παρά μικρά υποβοήθηση κατά τα πρώτα έτη, προς απόκτηση στοιχειώδους κανονικού σχήματος, αφινόμενη κατόπιν σε ελευθέρα ανάπτυξη για δημιουργία πολλών λεπτών κλαδίσκων, οργάνων της παραγωγής. Η καρποφορία ξεκινάει κατά το μάλλον και ήττον συντόμως, αναλόγως τις ηλικίας και του είδους του υποκειμένου. Η συλλογή των καρπών γίνεται διά της χειρός το φθινόπωρο, μόλις αρχίσουν να αποκτούν χρώμα ρόδινο ανοικτό και σχετική τινά στιλπνότητα. Στην κατάσταση ταύτη, λόγο της πολλής τανίνης, που περιέχουν, δεν τρώγονται, διότι είναι εξαιρετικά στυφοί και όξινοι. Η ωρίμανση λαμβάνει χώρα στην αποθήκη, όπου τοποθετούνται εντός ξηρών φόρτων, φύλλων ή άχυρων, η κατανάλωσης δε αυτών είναι δυνατή μόνο, όταν υποστούν την υπερωρίμανση, δηλαδή, αρχίσουν να καθίστανται μαλακοί και να λαμβάνουν μελανόφαιο χροιά. Ως καρποί όψιμοι αποτελούν πολλές φορές είδος επιτραπέζιο αρκούντως επιθυμητό. Ποικιλίες. Εκ τούτων οι μάλλον σταθερές και διακεκριμένοι είναι : Μεσμηλέα η κοινή με καρπούς μέσου μεγέθους, η οποία είναι και η μάλλον διαδεδομένη. Μεσμηλέα η μεγαλόκαρπος με καρπούς ογκωδέστερους, άλλα κατωτέρας ποιότητας. 
Ασθένειες: Οι μάλλον συνήθεις είναι: Σκωρίαση των φύλλων: Εκδηλώνετε με ερυθρωπών κηλίδων, οφειλόμενων σε φυτικό παράσιτο (Stigmata Mespili). Καταπολεμείται με βορδιγάλλειο πολτό. Ωΐδιο: Προσβάλλει τα φύλλα και τους νεαρούς βλαστούς προκαλώντας την πρόωρη πτώση αυτών. Οφείλεται σε μύκητα (Rodosphaera oxyacanthae) ο οποίος καταπολεμείται ευχερώς δια επανειλημμένων θειώσεων. Φουσικλάδιο: Ανάλογο με αυτό της αχλαδιάς. Η περιεκτικότητα λοιπόν αυτού του μικρού και νόστιμου, ανοιξιάτικου φρούτου σε σημαντικά θρεπτικά συστατικά, μπορεί να μας προστατέψει από τον καρκίνο, τη φλεγμονή και εκφυλιστικές ασθένειες, ενώ επίσης βοηθά στην υγεία των ματιών. Τα μούσμουλα είναι νόστιμα και δροσερά ανοιξιάτικα φρούτα, γεμάτα βιταμίνες, μέταλλα, αντιοξειδωτικά, φλαβονοειδή και άλλα θρεπτικά συστατικά. Προέρχονται από την ορεινή Κίνα και αργότερα εξαπλώθηκαν ευρέως στην Ινδία, τη Μεσόγειο και σε άλλες περιοχές, αλλά και στη χώρα μας και είναι δημοφιλή για τη γλυκιά και «πικάντικη» γεύση τους. Πέρα όμως από τη νοστιμιά τους, προσφέρουν και σημαντικά οφέλη στην υγεία μας. Περιέχουν υψηλό ποσοστό ινών, γνωστών και ως πηκτίνη, η οποία είναι ιδιαίτερα ευεργετική για την απομάκρυνση των τοξινών που παράγονται στο σώμα. Είναι επίσης αποτελεσματική για την πρόληψη της εναπόθεσης της περίσσειας τοξίνης στο παχύ έντερο, ελαχιστοποιώντας έτσι τα αποτελέσματά της και προστατεύοντας από τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Επιπλέον, τα μούσμουλα περιέχουν ένα σημαντικό ποσοστό αντιοξειδωτικών, τα οποία είναι αποτελεσματικά για την προστασία του σώματος από τις ελεύθερες ρίζες και το οξειδωτικό στρες, αλλά και φυτοθρεπτικά συστατικά. Η περιεκτικότητα λοιπόν αυτού του μικρού φρούτου σε θρεπτικά συστατικά, μπορεί να μας προστατέψει από τον καρκίνο, τη φλεγμονή και εκφυλιστικές ασθένειες, ενώ επίσης βοηθά στην υγεία των ματιών. Τα μούσμουλα, εμφανίζονται στα δέντρα προς το τέλος του χειμώνα, αλλά είναι ώριμα και έτοιμα για συλλογή στα μέσα της Άνοιξης και ως τον Ιούνιο.
Πηγή : http://www.ftiaxno.gr/2015/06/meskoulia-mousmoulia-spora-fitema-kalliergeia.html?m=1
http://www.clickatlife.gr/your-life/story/14749

Αρώνια : Ένα ιδιαίτερα ευεργετικό φυτό χωρίς εχθρούς με καρπούς ως υπερτροφή

Η αρώνια η μελανόκαρπη είναι ιδιαίτερα ευεργετικό φυτό και μπορεί επάξια να φέρει τον τίτλο του super food. Ανήκει στην οικογένεια των ροδοειδών και φυσικά τη συναντάμε στην βόρεια Αμερική και στον Καναδά, αν και τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται ευρέως στην Ευρώπη και στη Ρωσία, λόγω της αναγνωρισμένης φαρμακευτικής της αξίας. Στην Ελλάδα αρκετοί αγρότες έχουν ήδη ξεκινήσει τις πρώτες καλλιέργειες αρώνιας με επιτυχία. Αποτελεί μια ιδανική εναλλακτική καλλιέργεια, η οποία αποφέρει ένα ικανοποιητικό εισόδημα, ενώ δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις και μπορεί να ευδοκιμήσει σε διάφορα κλίματα και εδάφη. Προτιμά τα ελαφρά και υγρά εδάφη και αναπτύσσεται γρήγορα σε ένα μέρος με ηλιοφάνεια. Η αρώνια είναι ένας φυλλοβόλος μακρόβιος θάμνος, μπορεί να ζήσει μέχρι και 100 χρόνια, ιδιαίτερα ανθεκτικός στις ασθένειες, αλλά και στον παγετό. Γενικά δεν παρουσιάζει καμία ασθένεια και ο μόνος εχθρός του μπορεί να είναι τα πουλιά και τα ζώα, όταν καρποφορεί. Η αρώνια φυτεύεται κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, ανθίζει νωρίς την άνοιξη και οι καρποί του ωριμάζουν τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβρη. Δώστε στο φυτό 1 τετραγωνικό μέτρο χώρο εάν το φυτέψετε στον κήπο και 2 τετραγωνικά μέτρα σε πιο εντατική καλλιέργεια. Η αρώνια μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλους σχεδόν τους τύπους καλά στραγγιζόμενων εδαφών. Δεν απαιτεί παρά ελάχιστο κλάδεμα. Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με καρπούς, μοσχεύματα και σπόρους. Είναι είδος λιτοδίαιτο, και μπορεί να καλλιεργηθεί ευρύτατα σε διαφορετικά κλίματα (ξηρά ή υγρά) σε καλά στραγγιζόμενα εδάφη ουδέτερα έως αλκαλικά. Ευδοκιμεί και αναπτύσσεται ταχύτερα σε υγρά, ελαφρά και τυρφώδη εδάφη. Απαιτεί ηλιοφάνεια. Οι κατάλληλες αποστάσεις φύτευσης, σε μέτρα, είναι 3 x 3, 3 x 2,5 ή 3 x 2. Δεν χρειάζονται χημικά λιπάσματα, διότι η καλλιέργεια της αρώνιας γίνεται κατά κανόνα βιολογικά. Όμως η παραγωγή αυξάνεται με την εμπλουτισμό του εδάφους με οργανική ουσία (κοπριά), διότι βελτιώνεται η δομή και η σύσταση του εδάφους. 

Σαν φυτό είναι ευαίσθητο σε συνθήκες μακράς ξηρασίας και για τον λόγο αυτό χρειάζεται άρδευση (κατά προτίμηση σε στάγδην), ιδιαίτερα στα πρώτα έτη μετά τη φύτευση, διότι η άρδευση της φυτείας βελτιώνει κατά πολύ τις τελικές αποδόσεις. Η σκληρή και παχιά επιδερμίδα των φύλλων, καθώς και η μεγάλη περιεκτικότητα των φύλλων και των καρπών σε πολυφαινόλες αποτελούν σημαντική φυσική άμυνα για το φυτό. Στη διεθνή βιβλιογραφία δεν έχουν αναφερθεί μέχρι σήμερα ασθένειες από μύκητες ή έντομα. Η συγκομιδή των καρπών της αρώνιας γίνεται από τα μέσα Αυγούστου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου. Οι καρποί διατηρούνται νωποί σε ψυγεία (2°C) και πωλούνται ως νωποί ή διατηρούνται ως κατεψυγμένοι ή σε μορφή σταφίδας. Επίσης, μπορούν να μεταποιηθούν σε εμπορεύσιμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και οικονομικής σημασίας όπως οι μαρμελάδες, χυμοί, σιρόπι ή κρασί. Σήμερα, σε διεθνές επίπεδο η ζήτηση σε καρπούς και μεταποιημένα προϊόντα αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Η απόδοση σε καρπούς κατά μέσο όρο κυμαίνεται στα 10 κιλά/φυτό. Οι τιμές πώλησης των καρπών της αρώνιας στη διεθνή αγορά κυμαίνονται από 4-6 €/κιλό οι νωποί, 5-7 €/κιλό οι κατεψυγμένοι και 12-15 €/κιλό οι αποξηραμένοι σε μορφή σταφίδας. Οι τιμές του χυμού κυμαίνονται από 7-8 €/κιλό και του κρασιού από 15-30 €/κιλό. Η πρώτη καλλιέργεια αρώνιας στην Ελλάδα ξεκίνησε στο χωρίο Παραπόταμος του νομού Σερρών, από τον καλλιεργητή Κώστα Χοκμετίδη. Στο αγρόκτημά του έγινε εμπλουτισμός μόνο με φυσικό λίπασμα (κοπριά) και τα φυτά αρδεύονται (με σύστημα στάγδην). Η παραγωγή σε καρπούς σήμερα κυμαίνεται από 8-13 κιλά ανά δενδρύλλιο. Ο καρπός του φυτού Αρώνια είναι πλούσιος σε αντιοξειδωτικές ουσίες και βιταμίνη C, αν και συχνά δεν τον τρώμε μόλις κοπεί, λόγω της στυφής του γεύσης. Επεξεργάζεται και καταναλώνετε σαν μαρμελάδα ή χυμός. Μπορεί να συνοδεύει ποτό, τσάι ή κάποιο γλυκό του κουταλιού. Επίσης είναι βασικό συστατικό σε πολλά φαρμακευτικά προϊόντα λόγω των θεραπευτικών του ιδιοτήτων. 

Τα μωβ φρούτα της αρώνιας περιέχουν πηκτίνη, μία φυτική ίνα που τη βρίσκουμε σε μεγάλο βαθμό στα κυδώνια και τα μήλα. Οι ευεργετικές ιδιότητες της αρώνιας είναι αμέτρητες. Βοηθά στη θεραπεία φλεγμονών, στην πρόληψη και αντιμετώπιση αφροδισιακών και δερματολογικών προβλημάτων, θεραπεύει ουρολογικά νοσήματα, προστατεύει την καρδιά από παθήσεις, μειώνει την υπέρταση και την χοληστερίνη. Αρωνια το «βατόμουρο της νιότης». Εάν λαμβάνετε μία χούφτα απο Aronia berries κάθε μέρα, πιστεύεται πως έχει μία θετική επιρροή στο στομάχι σας, προστατεύοντας σας από προβλήματα και ασθένειες του πεπτικού συστήματος, όπως είναι ο καρκίνος του παχέος εντέρου. Το υψηλό αντιοξειδωτικό επίπεδο επίσης μειώνει τους θρόμβους στο αίμα και τις καρδιοαγγειακές ασθένειες. Ελληνική Αρωνία (Βιολογική) (Aronia berries) Ιδιότητες. Ο καρπός θεωρείται εξαιρετικά ωφέλιμος για τον ανθρώπινο οργανισμό αφού: Ομαλοποιεί την αρτηριακή πίεση. Βοηθά στην καταπολέμηση της υπέρτασης 50ml χυμό 3 φορές την ημέρα. (Κλινικές δοκιμές). Προλαμβάνει και αντιμετωπίζει μια σειρά από καρδιαγγειακά νοσήματα. Ενισχύει τους συνδετικούς ιστούς. Μειώνει τα επίπεδα των ορμονών του στρες. Βοηθά την θεραπεία του καρκίνου. Έχει Ισχυρές αντιοξειδωτικές δράσεις. Αυξάνει την ζωτικότητα του σώματος, υπερνικά νευρικές διαταραχές, και την κόπωση, διεγείρει την ανάπλαση των μυών και των ιστών, το σχηματισμό του αίματος και το μεταβολισμό. Έχει Αντισηπτικές ιδιότητες: Ισχυρό εργαλείο για την καταπολέμηση του ιού της γρίπης. Υψηλή περιεκτικότητα του ιωδίου οφέλη την ανάπτυξη στα παιδιά. Ανακουφίζει από βρογχίτιδα. Είναι Επωφελής για τις εγκύους, παιδιά, διαβητικούς, αθλητές και για ασθενείς που υποβάλλονται σε πολύπλοκες αγωγές. Αντιμετωπίσει τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Έχει υποαλλεργικά αποτελέσματα: Χρησιμοποιείται σε γαστρίτιδα, αιμορραγία, αναιμία, ρευματισμούς.
Πηγή: https://fitologos.blogspot.is/2013/09/blog-post_13.html?m=1
http://makpress.blogspot.is/2015/01/blog-post_490.html?m=1

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Καρυδιά : Το δέντρο των ορεινών της Ελλάδας με την εξαιρετική ξυλεία και τους ωφέλιμος καρπούς

Καλλιέργεια καρυδιάς. Με τη ζήτηση της αγοράς να υπερβαίνει τις διαθέσιμες ποσότητες καρυδόψιχας, την ελληνική ποιότητα να υπερέχει ποιοτικά έναντι ασιατικών και τις εξαγόμενες ποσότητες από την Ελλάδα να είναι ελάχιστες, ίσως η καλλιέργεια του γνωστού σε όλους αιωνόβιου δέντρου, αποτελεί καλή λύση για τη χώρα μας. Κλίμα: Η καρυδιά ευδοκιμεί σε ορεινά και ημιορεινά τμήματα της χώρας, καθώς απαιτεί υγρό και δροσερό αλλά όχι κρύο κλίμα. Δεν είναι ανθεκτική σε παρατεταμένες περιόδους παγετού κάτω των -11 βαθμών κελσίου, αλλά ούτε σε θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών, διότι δημιουργούνται προβλήματα στον καρπό. Χρειάζεται να περάσει μια περίοδο 800- 1000 ωρών με θερμοκρασίες κάτω των 7 βαθμών προς ικανοποίηση των αναγκών της. Έδαφος: Δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες απαιτήσεις ως προς την ποιότητα των εδαφών, ευδοκιμεί κάλλιστα και σε φτωχά εδάφη αρκεί να είναι βαθιά και να προσφέρουν καλή αποστράγγιση . Άριστα αποτελέσματα ωστόσο φαίνεται να δίνει σε μεσαίας κοκκομετρικής σύστασης εδάφη και σε PH εύρους 5- 8, 2. Πριν τη σπορά είναι καλό να έχει προηγηθεί μια ανάλυση εδάφους. Πολλαπλασιάζεται απευθείας με σπέρματα που έχουν επιλεγεί και διατηρηθεί προσεκτικά από τον παραγωγό, είτε με εμβολιασμό σε άγριες κυρίως ποικιλίες. Σπορά γίνεται είτε απευθείας στο έδαφος το Νοέμβριο ή το Μάρτιο, σε λάκκους φύτευσης 30επί 30 και 30 cm βάθος οι οποίοι καλύπτονται περί τα 2/3 τους με χώμα καλής ποιότητος. Στη συνέχεια φυτεύονται 2 -3 σπέρματα. Μετά τη βλάστησή τους θα επιλεγεί και θα διατηρηθεί το καλύτερο, ενώ τα άλλα θα απομακρυνθούν. Τα δέντρα θα πρέπει να έχουν μεταξύ τους απόσταση 15-18 μ. Εναλλακτικά δεν φυτεύονται απευθείας σπέρματα, αλλά μικρά φυτά που έχουν προέλθει από κάποιο φυτώριο, στο οποίο έχουν ήδη ολοκληρωθεί με επιτυχία τα αρχικά στάδια. Τα νεαρά φυτά φυτεύονται στη συνέχεια στο χωράφι με τη γνωστή τεχνική και στις ίδιες αποστάσεις. 
Νερό : Η καρυδιά έχει μεγάλες απαιτήσεις γενικά σε νερό γι’ αυτό καλό θα ήταν πριν τη φύτευση σε κάποιο σημείο, ο παραγωγός να έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα προμήθειας της καλλιέργειας σε υγρασία. Λίπανση : Χρειάζονται αρκετές ποσότητες φωσφόρου και καλίου , ενώ ελάχιστες αζώτου. Αν μετά από την ανάλυση εδάφους παρατηρηθεί ότι το έδαφος υπολείπεται ασβεστίου θα χρειαστεί και προσθήκη του παραπάνω στοιχείου. Η λίπανση γίνεται κυκλικά γύρω από τον κορμό και σε απόσταση 1-1 ,5 μ από αυτόν, ενώ είναι απαραίτητο να είναι αρκετά βαθιά. Κλάδεμα: Το κλάδεμα στο συγκεκριμένο δέντρο είναι απαραίτητο μόνο κατά τα αρχικά στάδια όταν ακόμη είναι μικρό. Για ποικιλίες που προορίζονται για εκμετάλλευση του καρπού, τα δέντρα κόπτονται περί τα 30 -50 cm ενώ αν προορίζονται για ξυλεία περί τα 3μ, έτσι τους δίνεται αρχικά ένα πρώτο σχήμα. Αργότερα όταν τα δέντρα μεγαλώσουν δεν χρειάζονται κλάδεμα, παρά μόνο κάποιο καθαρισμό που και που, προς απομάκρυνση τυχόν ξερών είτε λαίμαργων βλαστών. Όταν όμως η ηλικία τους αυξηθεί πολύ, θα αρχίσει να παρατηρείται κάποια μείωση της παραγωγής. Τότε θα χρειαστεί να κλαδευτούν οι βραχίονες λοξά, περί τα 60-100 cm και να καλυφθούν οι πληγές. Από τους νέους βλαστούς που θα προκύψουν κρατάμε μόνο αυτούς που διατηρούν το σχήμα και οι υπόλοιποι αφαιρούνται. Η παραγωγή τους θα φανεί μετά από 5- 6 χρόνια. Εχθροί- Ασθένειες : Η καλλιέργεια πλήττεται από φυτοφθόρα, αρμιλλάρια, αγροβακτήριο και νηματώδεις. Ασθενεί κυρίως παρουσιάζοντας βακτηρίωση και ανθράκωση, ενώ επηρεάζεται από εχθρούς όπως καρποκάψα (Laspeyresia pomonella) που προσβάλει τον καρπό, αλλά και αφίδες και τετράνυχους που προσβάλλουν τα φύλλα. Έτσι καλό θα ήταν να ληφθούν κατάλληλα φυτοπροστατευτικά μέτρα ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και σε συνεργασία με τον αντίστοιχο επιστήμονα. Αποδόσεις : H καλλιέργεια είναι δενδρώδης, συνεπώς θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός ώσπου μπει σε κάποια παραγωγή. Συνήθως κατά τον 5ο χρόνο τα δέντρα εισέρχονται σε παραγωγή. 
Μια μέση παραγωγή ανά δέντρο είναι περίπου 37 κιλά ανά δέντρο με τα ώριμα δέντρα να έχουν πιθανότητα να ξεπεράσουν τα 180 κιλά. Τιμές κυμαίνονται σύμφωνα με παραγωγούς γύρω στα 3 ευρώ το κιλό ανάλογα με τη ζήτηση. Ή καρυδιά καλλιεργείται για τον καρπό της, το καρύδι, και για την εξαιρετικής ποιότητας ξυλεία της. Τα καρύδια, όταν ωριμάσουν, τινάζονται από το δέντρο με ράβδισμα και μαζεύονται από το έδαφος πριν μαυρίσουν. Στη συνέχεια ξεφλουδίζονται και ξεραίνονται σε ειδικά ξηραντήρια. Το καρύδι έχει σχήμα σφαιρικό και το περικάρπιο του όταν είναι χλωρό είναι παχύ σαρκώδες και πράσινο ενώ όταν ωριμάζει αλλάζει χρώμα σε ανοιχτό μπεζ-καφέ και γίνεται σκληρό, ξυλώδες κέλυφος. Το εσωτερικό του καρυδιού, η καρυδόψιχα, αποτελείται από δύο μεγάλες κοτυληδόνες οι οποίες περιβάλλονται από ένα λεπτό σπερματικό περίβλημα. Η καρυδόψιχα τρώγεται σκέτη σαν ξηρός καρπός, χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική και τρώγεται με μέλι. Το χλωρό καρύδι γίνεται νόστιμο γλυκό του κουταλιού. Η Κίνα είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή καρυδιών. Ακολουθούν οι Η.Π.Α., το Ιράν, η Τουρκία και η Ουκρανία. Η έκταση που καταλαμβάνει στην Ελλάδα ανέρχεται σε 700.000 στρ. περίπου, ενώ η ετήσια παραγωγή καρυδιών ανέρχεται σε 25.000 τόνους. Η αποφλοίωση - σπάσιμο των καρυδιών πέρα των καρυδοθραυστών προσωπικής χρήσης γίνεται και σε ειδικά μηχανήματα τους σπαστήρες καρυδιών. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν εταιρίες που προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες. Σε μια χούφτα καρύδια κρύβεται ένας πλούτος ωφέλιμων συστατικών που προστατεύουν την καρδιά, τα οστά, τον εγκέφαλο και όχι μόνο. Μην υπολογίσετε, λοιπόν, τις θερμίδες, απλώς αντικαταστήστε στη διατροφή σας το ζωικό λίπος με καρύδια! Οι ξηροί καρποί, ανάμεσά τους και τα καρύδια, υπήρξαν για πολλά χρόνια μια παρεξηγημένη κατηγορία τροφίμων λόγω του θερμιδικού τους φορτίου (μια χούφτα καρύδια, περίπου 30 γρ., δίνει 196 θερμίδες). 
Τα τελευταία χρόνια, όμως, πολλές έρευνες έχουν αποδείξει την υψηλή διατροφική τους αξία και, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορούν να αποτελέσουν μέρος ενός ισορροπημένου διαιτολογίου, αρκεί η ημερήσια κατανάλωση να μην ξεπερνά τις 1-2 μερίδες (30-60 γρ.). Πρόκειται για τροφή πλούσια σε φυτικές ίνες (2 γρ./30 γρ.), μέταλλα (μαγνήσιο, φώσφορο, κάλιο, ασβέστιο, χαλκό) και βιταμίνες (Β6, Ε). Μάλιστα, μια χούφτα καρύδια περιέχει τόση βιταμίνη Ε όση μισό φλιτζάνι ελαιόλαδο. Τέλος, δεν έχουν χοληστερίνη, είναι πλούσια σε φυτικές στερόλες και περιέχουν υψηλές ποσότητες μονοακόρεστων (2,6 γρ./30 γρ.) και πολυακόρεστων ω-3 και ω-6 λιπαρών οξέων (14 γρ./30 γρ.), που τα καθιστούν πλούσια σε αντιοξειδωτική δράση. Κυκλοφορούν μερικές χιλιάδες συνταγές που μπορείτε να βρείτε σε βιβλία μαγειρικής ή ζαχαροπλαστικής, στο ιντερνετ και στις φυλλάδες σε διάφορα περιοδικά. Κάποιες ιδέες για πιάτα ημέρας θα μπορούσαν να είναι: γλώσσα με πέστο καρυδιού και πουρέ καρότου, κιμαδόπιτα με κασέρι και καρύδια, ταλιατέλες με καρύδια, ψωμί με καρύδια, χοιρινό με δαμάσκηνα και καρύδια, ρυζότο με λαχανικά, αποξηραμένα φρούτα, κολοκυθόσπορο και καρύδια και πολλά άλλα. Και αν ο χρόνος σας είναι πολύ λίγος, και η λύση για ανεύρεση νέων συνταγών αποτελεί πολυτέλεια, τότε η λύση του να συνοδεύεται απλά τις σαλάτες σας με θρυμματισμένα καρύδια είναι ίσως η πιο εύκολη, λιγότερο χρονοβόρα και πιο σωτήρια για την προάσπιση της υγείας του οργανισμού σας. Προσθέστε αποξηραμένα φρούτα, ξύδι βαλσάμικο, μέλι και ελαιόλαδο ώστε να δέσετε τις σαλάτες με μια ελκυστική σως και να δώσετε στα πιάτα σας λίγη δόση ενός «καλού εστιατορίου». Θωρακίστε τον οργανισμό σας με τους ωφέλιμους καρπούς της φύσης καταναλώνοντας όχι περισσότερο από 40-60 γρ./ημέρα, διότι η υπερβολή ενδέχεται να σας οδηγήσει σε πρόσληψη βάρους.
Πηγή : http://www.agrocapital.gr/Category/Kalliergies/Article/5913/kalliergeia-karydias
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καρυδιά_(φυτό)
http://www.vita.gr/diatrofi/eating-healthy/article/8414/sto-ikroskopio-ta-karydia/
https://www.diatrofi.gr/food/food-food/item/1016-τα-καρύδια/

Μυρτιά : Ο πανάρχαιος ελληνικός θάμνος, σύμβολο γονιμότητας με φαρμακευτικές ιδιότητες

Μερσινιά, μερτιά, μυρσίνη, μυρτιά ή σμυρτιά (Αρχαίες ονομασίες μυρρίνη-μύρρινος (Θεόφραστος), μυρσίνη (Διοσκουρίδης), μυρτίνη (Πίνδαρος) οι καρποί λέγονται και μυρσινόκοκκοι. Η μυρτιά είναι είδος φυτού που ανήκει στο γένος μύρτος (Myrtus) και στην οικογένεια των Μυρτοειδών (Myrtaceae). Στο γένος Myrtus ανήκουν δύο είδη, τα Myrtus communis L. και Myrtus nivellei. Η μυρτιά είναι πυκνός θάμνος μεσαίου μεγέθους που φτάνει σε ύψος το ένα με τρία μέτρα. Οι καρποί που παράγει είναι περίπου ένα εκατοστό και μοιάζουν με μικρές ελιές. Είναι μαύροι, σπάνια λευκοί και περιέχουν πολλά σπέρματα. Είναι ελαφρώς στυφοί, αλλά όχι δυσάρεστα. Τρώγονται άνετα και ωμοί, με έντονη την αίσθηση της φρεσκάδας και μεθυστικό άρωμα. Θρεπτικοί και τονωτικοί, πιστεύεται από κάποιους ότι χαρίζουν μακροζωία. Συλλέγονται το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Δεν πρέπει να συγχέονται με τα Μύρτιλλα τα οποία, αν κι ως καρποί μοιάζουν κάπως εξωτερικά, ανήκουν στην οικογένεια των Βακκινίων Vaccinium, οπως τα Bilberry: Μύρτιλλο (Vaccinium Myrtillus) Cranberry: Οξύκοκκος Μύρτιλλoς) και δεν έχουν πραγματική συγγένεια με την Μυρτιά. Στην αρχαιότητα παρασκεύαζαν με μυρτιά ένα αρωματικό κρασί, τον "μυρτινίτη οίνο", καθώς και αρωματικό λάδι (μύρτινον έλαιον). Τα μύρτα τρώγονται ωμά και γίνονται μ' αυτά εξαιρετικές μαρμελάδες. Με φύλλα μυρτιάς ή μύρτα αρωματίζονται κρέατα, λουκάνικα, κυνήγι, ψάρι, τυριά, τυρόπιτες, λικέρ, κρασιά και ξερά σύκα. Μπορούμε να ψήσουμε κρέας ή ψάρι στο φούρνο πάνω σε στρώμα από φύλλα μυρτιάς. Οι κάτοικοι της Σαρδηνίας χρησιμοποιούν τους ώριμους καρπούς της για να παρασκευάσουν ένα εύγευστο και αρωματικό λικέρ. Μπορούμε επίσης να το χρησιμοποιήσουμε για το υπέροχο μοβ χρώμα του. Το διατηρούμε σαν σιρόπι ή λικέρ και το χρησιμοποιούμε στα γλύκα μας. Στη Ρόδο, μια παλιά συνταγή για αποξηραμένα σύκα θέλει εκείνα που έχουν πέσει στο έδαφος, τα λεγόμενα ασκάδια, αφού ξεραθούν, να ζεματιστούν σε νερό αρωματισμένο με μούρα μυρτιάς (μυρσινόκοκκους), φασκόμηλο, σχίνο και φύλλα δάφνης. 
Στη συνέχεια αποξηραίνονται πάλι. Η Μυρτιά χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην παρασκευή καλλυντικών και στη φαρμακευτική. Παράγει αιθέριο έλαιο (μυρτέλαιο). Το ανθεκτικό της ξύλο χρησιμοποιείται στη λεπτοξυλουργική και τα κλαδιά της στην καλαθοπλεκτική. Ιερό φυτό από την αρχαιότητα, συνδέθηκε με αρκετές θεότητες και κυρίως με τη θεά του Έρωτα, την Αφροδίτη. Η ωραία αυτή θεά που γεννήθηκε από τον αφρό των κυμάτων, βγαίνοντας από την θάλασσα έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τις μυρτιές. Σύμβολο του έρωτα και της γονιμότητας - πολλοί είναι οι μύθοι, οι λαϊκές δοξασίες αλλά κι οι αναφορές στην ποίηση και την λογοτεχνία που συνδέονται με την Μυρτιά. Οι περίφημοι κοσμηματοποιοί της αρχαιότητας έφτιαχναν εξαιρετικά κοσμήματα σε σχήμα φύλλων και καρπών μυρτιάς. Ένα υπέροχο χρυσό στεφάνι από μυρτιά βρέθηκε στους μακεδονικούς βασιλικούς τάφους της Βεργίνας στη Βόρεια Ελλάδα. Επίσης, οι νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων, πριν το στεφάνι κότινου (ελιάς), στεφανώνονταν με μυρτιές. Τα φύλλα της μυρτιάς είναι γεμάτα από αδένες με αιθέριο έλαιο που δίνει και τη μυρωδιά στο φυτό. Οι αδένες αυτοί φαίνονται κόντρα στο φως σαν τρύπες. Κατά τη μυθολογία, τις τρύπες αυτές τις είχε κάνει η Φαίδρα, η σύζυγος του Θησέα, που από τη στεναχώρια της για την περιφρόνηση του πρόγονού της, Ιππόλυτου, που είχε ερωτευθεί, τρύπησε τα φύλλα της μυρτιάς πριν κρεμαστεί στα κλαδιά της. Η Φαίδρα, σύζυγος του βασιλιά της Αθήνας Θησέα, ερωτεύτηκε το θετό γιο της Ιππόλυτο. Ο νέος δεν ανταποκρινόταν στον έρωτα της, κι αυτή, πάνω στην ταραχή της, τρυπούσε με μια βελόνα τα φύλλα ενός φυτού που ήταν αφιερωμένο στη θεά του έρωτα Αφροδίτη. Πρόκειται για τη μυρτιά (Myrtus communis) ή μυρσίνη. Αν δείτε το φύλλο του φυτού απέναντι από το φως, θα βεβαιωθείτε ότι είναι όλο γεμάτο μικροσκοπικές φωτεινές κηλίδες. Η αλήθεια είναι ότι στο μικρό λογχοειδές φύλλο της μυρτιάς οι τρύπες της Φαίδρας δεν είναι παρά οι αδένες που παράγουν το εύοσμο αιθέριο έλαιο του φυτού, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη φαρμακευτική και στην παρασκευή καλλυντικών. 
Αυτό το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίες Ελληνίδες ως αποσμητικό και γι’ αυτό η μυρτιά θεωρήθηκε «γυναικείο» φυτό. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι, όταν ανασκάπτουν τάφους και βρίσκουν φύλλα μυρτιάς, είναι βέβαιοι ότι πρόκειται για γυναικείους τάφους. Αντίστοιχα, στους ανδρικούς τάφους βρίσκονται φύλλα ή κλαδιά βελανιδιάς. Η μυρτιά εκτός από διακοσμητικό φυτό είναι και πολύτιμο για την ξυλεία της. Τα φύλλα της είναι στυπτικά, τονωτικά και αντισηπτικά. Δρα κατά της ουλίτιδας, των πονόδοντων, των δερματικών παθήσεων, της διάρροιας και του εκζέματος. Παρασκευάστε αφέψημα. Για τη διάρροια παρασκευάστε αφέψημα των βλαστών με χρήση 10-15 γρ. σε ένα λίτρο νερού και πίνετε 1-2 φλυτζάνια του καφέ ημερησίως Για τις δερματοπάθειες και το έκζεμα παρασκευάστε αφέψημα των φύλλων και ανθέων χρησιμοποιώντας 30-50 γρ. σε ένα λίτρο νερού και κάντε εξωτερικές πλύσεις. Για τον πονόδοντο και παρασκευάστε αφέψημα των φύλλων χρησιμοποιώντας 30-50 γρ. σε ένα λίτρο νερού και κάντε πλύσεις. Η μυρτιά έχει ισχυρές αντιρυτιδικές ιδιότητες, επειδή επιδρά στη διάρκεια ζωής των κυττάρων, ενισχύοντας τη σύνθεση της πρωτεΐνης SIRT-1. Βοηθά στη σωστή επικοινωνία των κυττάρων, δρώντας στις καβεολίνες, και εξασφαλίζοντας την καλή λειτουργία των κυττάρων Η Μυρτιά αναφέρεται από τον αρχαίο Έλληνα γιατρό Διοσκουρίδη, ως φάρμακο για τη θεραπεία των λοιμώξεων του αναπνευστικού και της ουροδόχου κύστης. Στη σύγχρονη αρωματοθεραπεία, χρησιμοποιείται κυρίως για αναπνευστικές παθήσεις και για την περιποίηση της επιδερμίδας. Είναι ένα μη τοξικό, απαλό αιθέριο έλαιο, πολύ κατάλληλο για παιδιά και ηλικιωμένους. Συνιστάται ιδιαίτερα για αναπνευστικά προβλήματα, όπως το άσθμα, η βρογχίτιδα, η καταρροή και ο βήχας. Μπορεί να τοποθετηθεί στην παιδική κρεβατοκάμαρα για να ανακουφίσει από τον έντονο νυχτερινό βήχα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί ακόμη να βοηθήσει στη θεραπεία των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος. 
Η Μυρτιά έχει επίσης στυπτικές ιδιότητες που την καθιστούν χρήσιμη στη φροντίδα του λιπαρού και ώριμου δέρματος, καθώς και του δέρματος με ανοιχτούς πόρους και ακμή. Το γλυκό άρωμα της Μυρτιάς μπορεί να έχει θετική επίδραση στο νευρικό σύστημα και την ψυχική κατάσταση. Προάγει τα θετικά συναισθήματα και κατευνάζει την εθιστική, αυτοκαταστροφική και ψυχαναγκαστική συμπεριφορά. Μερικά σημερινά οικολογικά σαπούνια περιέχουν μυρτιά ή και το αιθέριο έλαιο της με βελανιδιά, αγράμπελη και αιθέριο έλαιο γιασεμί ή με δεντρολίβανο και θυμάρι ή με βελανιδιά, κυπαρίσσι και αιθέριο έλαιο σανταλόξυλο ή με κουμαριά και θυμάρι. Οι καρποί της μυρτιάς, τα μύρτιλλα τρώγονται ωμά και γίνονται μ’ αυτά εξαιρετικές μαρμελάδες. Με φύλλα μυρτιάς ή μύρτιλλα αρωματίζονται κρέατα, λουκάνικα, κυνήγι, ψάρι, τυριά, τυρόπιτες, λικέρ, κρασιά, ξερά σύκα. Μπορούμε να ψήσουμε κρέας ή ψάρι στο φούρνο πάνω σε στρώμα από φύλλα μυρτιάς για να ευωδιαστούν τα φαγητά μας.
Πηγή : http://www.glykokyriakis.gr/content/μύρτα-οι-καρποί-της-μυρτιάς
http://lifehub.gr/μυρτια-ενα-φυτο-με-ερωτικη-παραδοση/

Οξιά : Το δέντρο που ζει αποτραβηγμενο στις πιο απρόσιτες και ψηλές βουνοκορφές της Ελλάδας

Οξύην την ονομάζει ο Θεόφραστος, φυγόν ο βοτανικός Λιναίος και μητέρα του δάσους αποκαλούν την οξυά οι δασικοί. Είναι η πιο ακατάδεκτη κ’ η πιο ακριβοθώρητη μαρκησία του ελληνικού λόγγου. Ζει αποτραβηγμένη στις πιο απρόσιτες και ψηλές βουνοκορφές μας-από 1.200 μ. κι απάνω-και γι’ αυτό πολύ λίγοι έχουν κάνει τη γνωριμία της. Κοντά σε κατωκημένους τόπους και δημοσιές ποτέ δεν ξαγνάντησε η οξυά. Οι λίγοι θαυμαστές της ανήκουν στους ακούραστους ορειβάτες που κάνουν μεγάλες ανηφορικές πορείες, σαν τους ρομαντικούς ιππότες του παλιού καιρού, για ν’ απολάψουν το πανώριο ειδυλλιακό της προσκύνημα. Ψυχρόβιο φυλλοβόλο δέντρο, σχηματίζει δάση κάπου 2.000.000 στρέμματα σ’ όλη τη χώρα μας. Τα πιο μεγάλα και πολλά δάση σχηματίζει ο οξυά στη Μακεδονία, και μάλιστα στις ψηλές βουνοπλαγιές του Βερμίου, του Ολύμπου, στα Πιέρια, το Μπέλες και τον Όρβυλο. Από κει συνεχίζεται στη δυτική Θράκη, στα ψηλά βουνά της Ροδόπης. Τα ¾ των δασών της βρίσκονται (1.500.000 στρ.) στα παραπάνω μακεδονικά και θρακικά βουνά. Η υπόλοιπη έκταση (500.000 στρ.) ξαπλώνεται στη λοιπή Ελλάδα μέχρι τη Φθιώτιδα. Πιο κάτω, νοτιότερα από την Φθιώτιδα, δεν κατεβαίνει η οξυά. 

Γιατί δεν κατεβαίνει, μας το λέει μια παράδοση χαριτωμένη που άκουσα στα μέρη αυτά της Ρούμελης. Ήτανε-λέει-κάποτε λυγερή γυναίκα η οξυά και ταξίδευε από τα βόρεια μ’ ένα συγγενή στενό της, τον έλατο, κατά τα νότια. Αφού πέρασαν χώρες και βουνά, έφτασαν ύστερα στον τόπο μας. Διάβηκαν την Ήπειρο με τα πανέμορφα βουνά της, το Σμόλικα, το ξακουστό Ζαγόρι και το Μέτσοβο, ροβόλησαν στα πλάγια του ξακουσμένου Πίνδου, στην Καράβα και τη Μαγγανιάρα κ’ ύστερα μπήκαν στ’ Άγραφα. Η οξυά, περπατώντας στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων, κατακουράστηκε. Όταν έφτασε στο βουνό «Σαράνταινα» απέναντι από το Βελούχι, έριξε… άγκυρα. «Ως εδώ και μη παρέκει…», λέει κατάκοπη στο σύντροφό της. Ο έλατος έβαλε όλα τα δυνατά του να την πείσει να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Και τι πλάνα λόγια δεν της είπε και τι καλούδια δεν έταξε! «Θα σκαρφαλώσουμε στο γέρο Παρνασσό-τον αφαλό της γης-στη Γκιώνα, τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα, όπου μας καρτερούν τόσες ιερές σκιές από θεούς και ξωτικές παρθένες. Θα ζυγώσουμε στην Αθήνα για ν’ αγναντέψουμε τις ομορφιές της, θα διαβούμε διάσελα και κορφοβούνια ως το Μοριά και θα βιγλίσουμε χώρες και πολιτείες: Τα Σάλωνα και τη Λιβαδιά, την Κόρινθο και τ’ Ανάπλι, την Καλαμάτα και την Τριπολιτσά…». Άδικα όμως παρακαλούσε ο φίλος της. Ούτε ένα βήμα δεν έκανε πιο πέρα. Έμπηξε τα πόδια της και ρίζωσε για πάντα στον τόπο αυτό η οξυά, ενώ ο έλατος, ακούραστος πεζοπόρος συνέχισε μονάχος του το χαρούμενο ταξίδι του και ξάπλωσε τα ρουμάνια του ως τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο. Στα τέσσερα ακριβώς σύνορα Φθιώτιδας, Ευρυτανίας, Δωρίδας και Κραβάρων βρίσκεται το βουνό Σαράνταινα κ’ έχει υψόμετρο 1.925 μ. Γραμμένη Οξυά λέγεται η πλαγιά της, που θρονιάστηκε η οξυά και σκαρφαλώνει σχεδόν ως την κορυφή του σε έκταση 8.000 στρέμματα. 

Κοντά στην κορυφογραμμή αναπτύσσεται σε μορφή χαμοκλαριού κ’ οι ντόπιοι την λένε κοντοξυά. Σύμφωνα με τοπική πάλι παράδοση, στους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς τα δασικά ρουμάνια της οξυάς ήσαν λημέρια μόνιμα της κλεφτουριάς. Ο Αλή πασάς έφερε τότε υλοτόμους για να την εξοντώσουν (από τότε ένα ρέμα της λέγεται Αρβανίτης και μια γάργαρη βρύση της Γιουσούφ Αράπης). Μάταια όμως κόπιαζαν. Από τη μια μεριά έκοβαν κι από την άλλη ξαναφούντωνε. Τόσο εύρωστο και θραψερό ρουμάνι είναι. Ανέβηκα ένα πρωί στην κορυφή της Σαράνταινας. Από κει αγνάντεψα την Αρτοτίνα κι όλη τη βουνόχτιστη χώρα των Κραβάρων. Μπροστά μου τα Βαρδούσια όρθωναν άγρια της κορφές τους με τα φοβερά λεπίδια τους. Τιτάνες, Γίγαντες και Εκατόγχειρες εμαρμάρωσαν πάνω στην πιο άγρια πάλη τους, ύστερ’ από τέτοια υπερκόσμια προσταγή… Σκιόφιλο δέντρο η οξυά, όπως κι ο σύντροφος της έλατος, σχηματίζει πυκνές, σκοτεινές πολύξυλες συστάδες με στρογγυλούς υψηλούς κορμούς μέχρι 40 μέτρα ύψος. Τα άφθονα και πυκνά φύλλα της οξυάς σχηματίζουν κάθε χρόνο, με το χινοπωριάτικο φυλλορρόημα, παχύ βελούδινο στρώμα. Το ξερό αυτό φυλλόστρωμα σαπίζει με τον καιρό και φτιάχνει θρεπτικό φυτικό λίπασμα (φυτόχωμα). Μ’ αυτή την αυτόματη φυσική λίπανση πλουτίζεται το χώμα για την ανάπτυξη του δάσους. Γι’ αυτό ονόμασαν την οξυά μητέρα (προστάτιδα) του δάσους. Το ξύλο της οξυάς είναι γεμάτο πρέκνες. Είναι οι καστανόχρωμες κατάπυκνες χρυσαλίδες του. Δεν έχει διάρκεια και αντοχή μεγάλη. Εύκολα προσβάλλεται και σαπίζει. Όχι τόσο κατάλληλο στην επιπλοποιία, γιατί επηρεάζεται πολύ από τις καιρικές μεταβολές, σκάζει, σκεβρώνει και στραβώνει. Γι’ αυτό συνήθως τη βάζουν σε ειδικούς φούρνους για αποξήρανση τεχνητή και τη σερβίρουν στο εμπόριο ως φουρνιστή οξυά, η οποία είναι πιο ελαφρή, στεγνή και σκούρα, αλλά και πιο ακριβή, φυσικά από την αφούρνιστη. 

Οι στρωτήρες της οξυάς, πριν χρησιμοποιηθούν, εμποτίζονται με αντισηπτικές ουσίες, όπως το κρεόζωτο (μέθοδος του Μολλ), ο διχλωριούχος υδράργυρος (μέθοδος του Κυάν), ο θειούχος χαλκός. Στην κατώτερη επιπλοποιία, στη σαμαροποιία, στη βαρελοποιία, έχει επίσης πέραση η οξυά. Από την ίδια γίνονται κουπιά, σκελετοί για βάρκες, σουμιέδες, στεφάνια για κόσκινα κλπ. Μεγάλα ποσά ξυλείας οξυάς χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κόντρα-πλακέ. Συνολικά η χώρα μας καταναλώνει κάθε χρόνο γύρω στα 40.000 κυβ. μ. οξυά. Μόλις το 1/3 του ποσού αυτού δίνει η δική μας φτωχική παραγωγή, η δε λοιπή ποσότητα έρχεται από το εξωτερικό, κυρίως τη Ρουμανία. Η καλύτερη οξυά-πάντως λιγοστή-εισάγεται από την Αυστρία, τη Βοσνία, Κροατία και Σλοβενία, μέσω Φιούμε και Τεργέστης. Το ξύλο της οξυάς αλλού το κατεργάζονται χημικά και παράγουν από την κυτταρίνη του φυτικό μαλλί και μετάξι. Να λοιπόν που παράγεται και ρουχισμός… οξύσιος. Η εγχώριά μας όμως ξυλοβιοτεχνία μόνο στα είδη υποδήσεως όχι και ρουχισμού έκανε πρόοδος. Τα αχρείαστα και ξορκισμένα τσόκαρα, που εξυπηρέτησαν σε ποικίλους μοντέρνους τύπους τις Ελληνίδες στη δύσκολη πολεμική περίοδο, γίνονται από οξύσιο ξύλο. Στα βλαχοχώρια του Μετσόβου-κυρίως στη Χρυσοβίτσα- γίνεται η μεγάλη παραγωγή. Από το ξύλο της οξυάς φτιάνουν στο Μέτσοβο τα τυροβάλερα, σαμάρια φορτηγών ζώων, γεωργικά εργαλεία (καρπολόγια, δικούλια, φτυάρια, στυλιάρια κλπ.). Από μια καλή μεσόκοπη οξυά, όγκου συνήθως δύο κυβικών μέτρων, γίνονται 1.000 ζευγάρια τσόκαρα ή 150 σαμάρια, ή 400 καρπολόγια ή 40 βαρέλια πενηντάρικα. Ένα κυβικό μέτρο ζυγίζει γύρω στις 600 οκάδες. Η οξυά ανήκει στα δέντρα που, όπως λέει ο λαός πιστεύει, αποφεύγει ο κεραυνός. Σε μικτό δάσος από δρυς, λεύκες, οξυές που έχουν το ίδιο ύψος, παρατηρήθηκε ότι ποτέ δεν πέφτει στις τελευταίες κεραυνός.
Έξοδος : https://gardikiomilaion.wordpress.com/2009/09/08/ακούω-τα-δέντρα-να-βογγούν-και-τις-οξυέ/

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...