Οξύην την ονομάζει ο Θεόφραστος, φυγόν ο βοτανικός Λιναίος και μητέρα του δάσους αποκαλούν την οξυά οι δασικοί. Είναι η πιο ακατάδεκτη κ’ η πιο ακριβοθώρητη μαρκησία του ελληνικού λόγγου. Ζει αποτραβηγμένη στις πιο απρόσιτες και ψηλές βουνοκορφές μας-από 1.200 μ. κι απάνω-και γι’ αυτό πολύ λίγοι έχουν κάνει τη γνωριμία της. Κοντά σε κατωκημένους τόπους και δημοσιές ποτέ δεν ξαγνάντησε η οξυά. Οι λίγοι θαυμαστές της ανήκουν στους ακούραστους ορειβάτες που κάνουν μεγάλες ανηφορικές πορείες, σαν τους ρομαντικούς ιππότες του παλιού καιρού, για ν’ απολάψουν το πανώριο ειδυλλιακό της προσκύνημα. Ψυχρόβιο φυλλοβόλο δέντρο, σχηματίζει δάση κάπου 2.000.000 στρέμματα σ’ όλη τη χώρα μας. Τα πιο μεγάλα και πολλά δάση σχηματίζει ο οξυά στη Μακεδονία, και μάλιστα στις ψηλές βουνοπλαγιές του Βερμίου, του Ολύμπου, στα Πιέρια, το Μπέλες και τον Όρβυλο. Από κει συνεχίζεται στη δυτική Θράκη, στα ψηλά βουνά της Ροδόπης. Τα ¾ των δασών της βρίσκονται (1.500.000 στρ.) στα παραπάνω μακεδονικά και θρακικά βουνά. Η υπόλοιπη έκταση (500.000 στρ.) ξαπλώνεται στη λοιπή Ελλάδα μέχρι τη Φθιώτιδα. Πιο κάτω, νοτιότερα από την Φθιώτιδα, δεν κατεβαίνει η οξυά.
Γιατί δεν κατεβαίνει, μας το λέει μια παράδοση χαριτωμένη που άκουσα στα μέρη αυτά της Ρούμελης. Ήτανε-λέει-κάποτε λυγερή γυναίκα η οξυά και ταξίδευε από τα βόρεια μ’ ένα συγγενή στενό της, τον έλατο, κατά τα νότια. Αφού πέρασαν χώρες και βουνά, έφτασαν ύστερα στον τόπο μας. Διάβηκαν την Ήπειρο με τα πανέμορφα βουνά της, το Σμόλικα, το ξακουστό Ζαγόρι και το Μέτσοβο, ροβόλησαν στα πλάγια του ξακουσμένου Πίνδου, στην Καράβα και τη Μαγγανιάρα κ’ ύστερα μπήκαν στ’ Άγραφα. Η οξυά, περπατώντας στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων, κατακουράστηκε. Όταν έφτασε στο βουνό «Σαράνταινα» απέναντι από το Βελούχι, έριξε… άγκυρα. «Ως εδώ και μη παρέκει…», λέει κατάκοπη στο σύντροφό της. Ο έλατος έβαλε όλα τα δυνατά του να την πείσει να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Και τι πλάνα λόγια δεν της είπε και τι καλούδια δεν έταξε! «Θα σκαρφαλώσουμε στο γέρο Παρνασσό-τον αφαλό της γης-στη Γκιώνα, τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα, όπου μας καρτερούν τόσες ιερές σκιές από θεούς και ξωτικές παρθένες. Θα ζυγώσουμε στην Αθήνα για ν’ αγναντέψουμε τις ομορφιές της, θα διαβούμε διάσελα και κορφοβούνια ως το Μοριά και θα βιγλίσουμε χώρες και πολιτείες: Τα Σάλωνα και τη Λιβαδιά, την Κόρινθο και τ’ Ανάπλι, την Καλαμάτα και την Τριπολιτσά…». Άδικα όμως παρακαλούσε ο φίλος της. Ούτε ένα βήμα δεν έκανε πιο πέρα. Έμπηξε τα πόδια της και ρίζωσε για πάντα στον τόπο αυτό η οξυά, ενώ ο έλατος, ακούραστος πεζοπόρος συνέχισε μονάχος του το χαρούμενο ταξίδι του και ξάπλωσε τα ρουμάνια του ως τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο. Στα τέσσερα ακριβώς σύνορα Φθιώτιδας, Ευρυτανίας, Δωρίδας και Κραβάρων βρίσκεται το βουνό Σαράνταινα κ’ έχει υψόμετρο 1.925 μ. Γραμμένη Οξυά λέγεται η πλαγιά της, που θρονιάστηκε η οξυά και σκαρφαλώνει σχεδόν ως την κορυφή του σε έκταση 8.000 στρέμματα.
Κοντά στην κορυφογραμμή αναπτύσσεται σε μορφή χαμοκλαριού κ’ οι ντόπιοι την λένε κοντοξυά. Σύμφωνα με τοπική πάλι παράδοση, στους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς τα δασικά ρουμάνια της οξυάς ήσαν λημέρια μόνιμα της κλεφτουριάς. Ο Αλή πασάς έφερε τότε υλοτόμους για να την εξοντώσουν (από τότε ένα ρέμα της λέγεται Αρβανίτης και μια γάργαρη βρύση της Γιουσούφ Αράπης). Μάταια όμως κόπιαζαν. Από τη μια μεριά έκοβαν κι από την άλλη ξαναφούντωνε. Τόσο εύρωστο και θραψερό ρουμάνι είναι. Ανέβηκα ένα πρωί στην κορυφή της Σαράνταινας. Από κει αγνάντεψα την Αρτοτίνα κι όλη τη βουνόχτιστη χώρα των Κραβάρων. Μπροστά μου τα Βαρδούσια όρθωναν άγρια της κορφές τους με τα φοβερά λεπίδια τους. Τιτάνες, Γίγαντες και Εκατόγχειρες εμαρμάρωσαν πάνω στην πιο άγρια πάλη τους, ύστερ’ από τέτοια υπερκόσμια προσταγή… Σκιόφιλο δέντρο η οξυά, όπως κι ο σύντροφος της έλατος, σχηματίζει πυκνές, σκοτεινές πολύξυλες συστάδες με στρογγυλούς υψηλούς κορμούς μέχρι 40 μέτρα ύψος. Τα άφθονα και πυκνά φύλλα της οξυάς σχηματίζουν κάθε χρόνο, με το χινοπωριάτικο φυλλορρόημα, παχύ βελούδινο στρώμα. Το ξερό αυτό φυλλόστρωμα σαπίζει με τον καιρό και φτιάχνει θρεπτικό φυτικό λίπασμα (φυτόχωμα). Μ’ αυτή την αυτόματη φυσική λίπανση πλουτίζεται το χώμα για την ανάπτυξη του δάσους. Γι’ αυτό ονόμασαν την οξυά μητέρα (προστάτιδα) του δάσους. Το ξύλο της οξυάς είναι γεμάτο πρέκνες. Είναι οι καστανόχρωμες κατάπυκνες χρυσαλίδες του. Δεν έχει διάρκεια και αντοχή μεγάλη. Εύκολα προσβάλλεται και σαπίζει. Όχι τόσο κατάλληλο στην επιπλοποιία, γιατί επηρεάζεται πολύ από τις καιρικές μεταβολές, σκάζει, σκεβρώνει και στραβώνει. Γι’ αυτό συνήθως τη βάζουν σε ειδικούς φούρνους για αποξήρανση τεχνητή και τη σερβίρουν στο εμπόριο ως φουρνιστή οξυά, η οποία είναι πιο ελαφρή, στεγνή και σκούρα, αλλά και πιο ακριβή, φυσικά από την αφούρνιστη.
Οι στρωτήρες της οξυάς, πριν χρησιμοποιηθούν, εμποτίζονται με αντισηπτικές ουσίες, όπως το κρεόζωτο (μέθοδος του Μολλ), ο διχλωριούχος υδράργυρος (μέθοδος του Κυάν), ο θειούχος χαλκός. Στην κατώτερη επιπλοποιία, στη σαμαροποιία, στη βαρελοποιία, έχει επίσης πέραση η οξυά. Από την ίδια γίνονται κουπιά, σκελετοί για βάρκες, σουμιέδες, στεφάνια για κόσκινα κλπ. Μεγάλα ποσά ξυλείας οξυάς χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κόντρα-πλακέ. Συνολικά η χώρα μας καταναλώνει κάθε χρόνο γύρω στα 40.000 κυβ. μ. οξυά. Μόλις το 1/3 του ποσού αυτού δίνει η δική μας φτωχική παραγωγή, η δε λοιπή ποσότητα έρχεται από το εξωτερικό, κυρίως τη Ρουμανία. Η καλύτερη οξυά-πάντως λιγοστή-εισάγεται από την Αυστρία, τη Βοσνία, Κροατία και Σλοβενία, μέσω Φιούμε και Τεργέστης. Το ξύλο της οξυάς αλλού το κατεργάζονται χημικά και παράγουν από την κυτταρίνη του φυτικό μαλλί και μετάξι. Να λοιπόν που παράγεται και ρουχισμός… οξύσιος. Η εγχώριά μας όμως ξυλοβιοτεχνία μόνο στα είδη υποδήσεως όχι και ρουχισμού έκανε πρόοδος. Τα αχρείαστα και ξορκισμένα τσόκαρα, που εξυπηρέτησαν σε ποικίλους μοντέρνους τύπους τις Ελληνίδες στη δύσκολη πολεμική περίοδο, γίνονται από οξύσιο ξύλο. Στα βλαχοχώρια του Μετσόβου-κυρίως στη Χρυσοβίτσα- γίνεται η μεγάλη παραγωγή. Από το ξύλο της οξυάς φτιάνουν στο Μέτσοβο τα τυροβάλερα, σαμάρια φορτηγών ζώων, γεωργικά εργαλεία (καρπολόγια, δικούλια, φτυάρια, στυλιάρια κλπ.). Από μια καλή μεσόκοπη οξυά, όγκου συνήθως δύο κυβικών μέτρων, γίνονται 1.000 ζευγάρια τσόκαρα ή 150 σαμάρια, ή 400 καρπολόγια ή 40 βαρέλια πενηντάρικα. Ένα κυβικό μέτρο ζυγίζει γύρω στις 600 οκάδες. Η οξυά ανήκει στα δέντρα που, όπως λέει ο λαός πιστεύει, αποφεύγει ο κεραυνός. Σε μικτό δάσος από δρυς, λεύκες, οξυές που έχουν το ίδιο ύψος, παρατηρήθηκε ότι ποτέ δεν πέφτει στις τελευταίες κεραυνός.
Έξοδος : https://gardikiomilaion.wordpress.com/2009/09/08/ακούω-τα-δέντρα-να-βογγούν-και-τις-οξυέ/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου