Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Ο Αριστοφάνης και οι Αγρότες : Ο ύμνος για την αγροτική ζωή και η υπεράσπιση των Αθηναίων αγροτών

Ο Αριστοφάνης στα έργα του ύμνησε την ήσυχη και μακάρια ζωή της υπαίθρου μακριά από τις έγνοιες της αστικής καθημερινότητας. Ό ποιητής γεννήθηκε το 445 π.Χ. στο δήμο των Κυδαθηναίων, κάτω από την Ακρόπολη και όχι σ’ ένα αγροτικό περιβάλλον. Αν και δεν διαθέτουμε πληροφορίες για την κοινωνική θέση της οικογένειας του, γνωρίζουμε ότι κατείχαν ένα αγρόκτημα στην Αίγινα. Την εποχή που γεννήθηκε ο ποιητής στην Αθήνα, ηγετική μορφή ήταν ο Περικλής και μεσουρανούσε η αθηναϊκή δημοκρατία και η πολιτική ελευθερία. Κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων σημαντική ιστορική στιγμή ήταν η μεταφορά του συμμαχικού ταμείου από τη Δήλο στην Αθήνα, ενώ παράλληλα η Αθήνα γνώριζε μια μεγάλη ανάπτυξη που αποδεικνύεται και από την ανέγερση μεγάλων έργων, όπως ο Παρθενώνας. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του μεγάλη ήταν και η πνευματική άνθιση στην Αθήνα. Ο Αισχύλος είχε πεθάνει (το 460 π.Χ.), ενώ ο Σοφοκλής είχε ήδη ξεχωρίσει και ο Ευριπίδης έκανε τις πρώτες συγγραφικές του απόπειρες. Παράλληλα, οι σοφιστές μιλούσαν στις στοές, διατύπωναν τις ιδέες τους και συνδιαλεγόταν με τον Σωκράτη και άλλους άνδρες του πνευματικού κόσμου στην Αγορά. Ο ποιητής από την παιδική ηλικία του, όπως όλοι οι συνομήλικοι του, έμαθε τις παραβολές του Αισώπου και σίγουρα εμπνεύστηκε από τα παραμύθια του υιοθετώντας ως ήρωες των έργων του ζώα που η παρουσία τους έχουν συμβολικό χαρακτήρα.
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του ξεσπά στην Ελλάδα ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.). Για τον Αριστοφάνη αφορμή του πολέμου αποτέλεσε το «μεγαρίτικο ψήφισμα». «Η αγανάκτηση του νεαρού λογοτέχνη για τον ιμπεριαλισμό του Περικλή δεν έχει όρια41». Πιστεύει πως ο Αθηναίος πολιτικός θα έπρεπε να εξοριστεί, όπως είχαν προτείνει οι Λακεδαιμόνιοι. Έχοντας βιώσει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και τις ολέθριες συνέπειες του, παρουσιάζει στους θεατές τα δεινά που επέφερε ο πόλεμος, την εξαχρείωση των ηθών, την οικονομική καταστροφή και το θάνατο πολλών ανθρώπων. Ψέγει τους πολεμοκάπηλους που είναι υπεύθυνοι για τη συνέχεια του πολέμου και την καταστροφή των αγροτών. Στον αντίποδα, εξυμνεί τα οφέλη της ειρήνης και της απλής ζωής κοντά στην ύπαιθρο. Την εποχή του ποιητή, η αθηναϊκή κοινωνία αλλάζει και μετατρέπεται από αγροτική σε αστική, γεγονός που επιφέρει σημαντικές μεταβολές στην οικονομία, όπου πλέον κυριαρχούν οι εμπορικές συναλλαγές και όχι η εκμετάλλευση της γης. Οι αλλαγές αυτές δεν βρίσκουν σύμφωνο τον συντηρητικό Αριστοφάνη, που εναντιώνεται σε κάθε νεωτερισμό και υποστηρίζει πως οι συμπολίτες του πρέπει να επιστρέψουν στην καλλιέργεια των αγρών.  
Εκτός από τη θέση του στα κοινωνικά και πολίτικα προβλήματα ο ποιητής περιγράφει και την ομορφιά της απλής ζωής. «Οι χαρές της ζωής με ειρήνη έξω από το άστυ, με όλους τους καρπούς και τα προϊόντα που έχει να δείξει η ελληνική γη είναι το προσφιλές θέμα του». «Ο κωμωδιογράφος υμνεί τις παλαιές παραδόσεις και την αρχαία παιδεία ·εγκωμιάζει τον απλό αγρότη και τις φυσικές χαρές της ζωής». Την εποχή που συντάσσει τις κωμωδίες του, οι αγρότες της Αττικής αποτελούν μια μερίδα πολιτών που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τον πόλεμο χάνοντας τις καλλιέργειες τους. Με την αρχή του εμφύλιου πολέμου και έπειτα, από την πρώτη εχθρική εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική το 431 π.Χ. οι αγρότες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη τους και να μεταβούν στην πόλη της Αθήνας. «Ο Αριστοφάνης περιγράφει στις κωμωδίες του την άθλια κατάσταση που βίωναν κλεισμένοι στα τείχη της Αθήνας». Οι Πελοποννήσιοι φτάνοντας στην Αττική βρίσκουν τη γη εγκαταλελειμμένη, κλέβουν τις σοδειές και καταστρέφουν τα αμπέλια και τα μποστάνια. Οι αγρότες ζητούν μάταια από τον Περικλή να τους αφήσει να βγουν έξω από τα τείχη, θα αναγκαστούν να παραμείνουν κλεισμένοι στην Αθήνα. Η αστικοποίηση, όπως είναι εύλογο, επιφέρει μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές, καθώς δεν είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για την ένταξη των αγροτικών οικογενειών. 
Σ' όλα τα έργα του ο κωμικός ποιητής μας παρουσιάζει τόσο τους αγρότες που επιθυμούν την ειρήνη, όσο και εκείνους που χάνοντας τα κτήματα τους χειραγωγήθηκαν από τους δημαγωγούς και πίστεψαν πως ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί μέχρι την τελική εξολόθρευση του αντιπάλου. Θεωρεί πως ο αγροτικός πληθυσμός πρέπει να αντιληφθεί τα πολιτικά παιχνίδια εις βάρος του και να αγωνιστεί για την επικράτηση της ειρήνης. Οι αγρότες εξαιτίας της δουλειάς τους και της απόστασης της υπαίθρου από την πόλη της Αθήνας, δεν συμμετείχαν πριν τον πόλεμο συχνά στις συνελεύσεις, συνεπώς η έλλειψη εμπειρίας στην πολιτική ζωή τους καθιστούσε εύκολα θύματα στα χέρια των δημαγωγών. Όταν κυριαρχήσει και πάλι η ειρήνη και επιστρέψουν οι αγρότες στην ύπαιθρο και τη φιλήσυχη ζωή τους θα κατανοήσουν τι τους στέρησαν τόσο καιρό οι δημαγωγοί και οι υπεύθυνοι του πολέμου. «Η μερίδα αυτή του αθηναϊκού λαού έλπιζε να πάρουν τέλος οι ταλαιπωρίες της και να ξαναχαρεί τη ζωή στην αττική ύπαιθρο, είτε με την επίτευξη ειρήνης, είτε με την επιμονή ως τη συντριβή των αντιπάλων». Η επιθυμία των αγροτών για σύναψη ειρήνης ή έστω εκεχειρίας με τους Λακεδαιμόνιους όξυνε ακόμη περισσότερο τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Αθήνα, δημιουργώντας πολιτική αναταραχή. «Ο Αριστοφάνης προσέγγισε με ιδιαίτερη συμπάθεια τα αιτήματα του αγροτικού πληθυσμού και ανέδειξε επανειλημμένως στα έργα του τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετώπιζε εξαιτίας της παρατεταμένης πολεμικής σύγκρουσης». Ο ποιητής θα παρουσιάσει τα προβλήματα τους και θα χαρακτηριστεί ως «εκπρόσωπος των δημοκρατικών αγροτών που αντιτίθεται στους ολιγαρχικούς. Σε πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη οι ήρωες είναι αγρότες, όπως στα έργα Ἀχαρνῆς, Εἰρήνη, Νεφέλαι, Πλοῦτος, ενώ σε άλλες κωμωδίες ο ποιητής δίνει ονόματα παρμένα από τη φύση και το ζωικό βασίλειο, όπως στους Βατράχους, στους Σφῆκες, στους Ὄρνιθες,. Πέρα από τις γνωστές κωμωδίες που έχουν σωθεί ο Αριστοφάνης έγραψε και άλλες δυο κωμωδίες με τίτλους Γῆρας και Ἀνάγυρος , όπου επικρατεί και πάλι η αγροτική ζωή. Στις κωμωδίες αυτές η Αθήνα παρακμάζει, τα χωράφια δεν είναι πλεον καρποφόρα και οι σοδειές τους δεν καθιστούν τον πληθυσμό αυτάρκη. Ωστόσο, δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες γι’ αυτά τα δυο έργα που δεν σώζονται σήμερα. Τέλος, ένα ακόμη έργο του ποιητή που δεν σώζεται έχει τον τίτλο Γεωργοί.  
Αναντίρρητα, η φύση επιδρά στη βιολογική και πνευματική ζωή των ανθρώπων. Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, οι θεατές επιστρέφουν νοητά στη φύση για όσο διαρκεί η θεατρική παράσταση. Με την τεχνική αυτήν, γνωρίζουν τους ίδιους τους εαυτούς τους, αποκτούν την αυτοκυριαρχία τους και βρίσκουν την ψυχική τους γαλήνη και αρμονία. Η φύση έχει ζωτική σημασία για το ανθρώπινο είδος, γιατί εκεί ο άνθρωπος γεννιέται, αναπτύσσεται, ζει και πεθαίνει σ’ έναν κύκλο δημιουργίας και συνέχειας. Στις περισσότερες κωμωδίες του κωμικού ποιητή, όπως προαναφέρθηκε, οι πρωταγωνιστές στο τέλος επιστρέφουν στο φυσικό περιβάλλον ευτυχισμένοι. Στους Σφῆκες ο κεντρικός ήρωας ο Φιλοκλέωνας αφού περάσει πολλές περιπέτειες για να ικανοποιήσει τη δικομάνια του και τις άλλες σαθρές πολιτικές εκδηλώσεις της Αθήνας του 5ου αιώνα, στο τέλος της κωμωδίας θα κατορθώσει να απαλλαχθεί από την αγάπη του για τα δικαστήρια και θα επιστρέψει στην απλή, αγροτική ζωή χορεύοντας χαρούμενος. Τότε θα ζήσει ευτυχισμένος, απαλλαγμένος από τους νόμους της πόλης και θεραπευμένος από την προγενέστερη δικομανία του‧ θα είναι έτοιμος να απολαύσει τις χαρές της ζωής στην ύπαιθρο. Η κωμωδία θα κλείσει με τον ήρωα να χορεύει μεθυσμένος με τους τρεις γιους του κωμωδιογράφου Καρκίνου, μεταμφιεσμένους σε καβούρια. Η ευημερία για να επιτευχθεί απαιτεί μια απλή ζωή, μακριά από τους θεσμούς της πόλης που αλλοτριώνουν τις ηθικές αξίες του ανθρώπου. Εν αντιθέσει οι άνθρωποι στην ύπαιθρο φαίνεται να ζουν ευτυχισμένοι και χωρίς να είναι επιβαρυμένοι από τις αστικές πολιτικές σκοτούρες. Στις Νεφέλες ο ποιητής δίνει την αξία της ζωής κοντά στη φύση από τους πρώτους κιολας στίχους. Μέσα από τα λόγια του ο κεντρικός ήρωας, ένας πρώην αγρότης, ο Στρεψιάδης παραθέτει τα θετικά της αγροτικής ζωής συγκρίνοντας τη με την αστική. Ο Στρεψιάδης, όπως και ο Δικαιόπολις από τους Ἀχαρνῆς νοσταλγούν τη ζωή τους κοντά στη φύση, όπου δούλευαν στα χωράφια τους και απολάμβαναν την καρποφορία της γης.  
Οι αγρότες αγαπούσαν ιδιαιτέρως τα χωράφια τους και η αδυναμία τους προς τη γη γινόταν ευδιάκριτη πρωτίστως, όταν ερχόταν σε σύγκριση με την αστική ζωή. Ο Αριστοφάνης συνεπώς, μας παρουσιάζει το πόσο αυτάρκεις και ευδαίμονες είναι οι άνθρωποι που ζουν κοντά στη φύση. Η υπεροχή της ζωής στην ύπαιθρο έναντι της αστικής φαίνεται ακόμη μέσα και από τον επιρρηματικό αγώνα του Δικαίου και του Άδικου λόγου στη συγκεκριμένη κωμωδία. «Ο Δίκαιος λόγος υποστηρίζει την υγιή ζωή της υπαίθρου, την καλή υγεία και τη φυσική ρώμη που αποκτά κανείς με την καλλιέργεια της γης, ενώ όλα αυτά χτίζουν μια ηθική παλιού τύπου που περιλαμβάνει πίστη στους θεούς, στις αρετές στην παραδοσιακή μουσική και ποίηση168». Κοντά στη φύση οι άνθρωποι ζουν με σεμνότητα, σεβασμό στους μεγαλύτερους, γαλήνη, ηρεμία και ξεγνοιασιά. Στον αντίποδα μέσω του Άδικου λόγου αποδοκιμάζει την αστική ζωή. Οι αστοί έχουν ως κύριο μέλημα τους τις σαρκικές ηδονές, την ανηθικότητα, την οκνηρία, επιδίδονται σε ανούσιους συλλογισμούς και έχουν καχεκτική εμφάνιση. Στους Ἀχαρνῆς οι αγρότες μέσα στην πόλη της Αθήνας, εγκλωβισμένοι στα Μακρά τείχη είναι δυστυχισμένοι, πέφτουν θύματα των δημαγωγών και γίνονται θύματα των αστών. Η επιστροφή τους στην ύπαιθρο θα σηματοδοτήσει την έναρξη της χαρούμενης και μακάριας ζωής, γεμάτης από απολαύσεις. 
Οι Ὄρνιθες αποτελούν μια ακόμη κωμωδία που ο άνθρωπος έρχεται κοντά στη φύση και σε άμεση επαφή με τα ζώα. Στο έργο αυτό ο Αριστοφάνης μας παρουσιάζει μια νέα αρχή των ανθρώπων σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία. Ο τόπος των πουλιών, κοντά στον ουρανό και στη φύση είναι ένας ουτοπικός κόσμος μακριά από τις έγνοιες, τα προβλήματα των ανθρώπων και τη δικομανία των Αθηναίων. Η αλληλένδετη σχέση ζώων και ανθρώπων, ανθρώπων και φύσης είναι ορατή. Οι άνθρωποι δεν αντέχουν άλλο την παραμονή τους στην πόλη· προκειμένου να επιβιώσουν θα αναζητήσουν μια νέα οικία κοντά στα πουλιά. Μόνο τα πουλιά σύμφωνα με τους χρησμούς του μαντείου θα τους επιδείξουν το σημείο ίδρυσης της νέας πόλης τους. Τα πουλιά με τη σειρά τους χρειάζονται τη συνδρομή των ανθρώπων (του Πισθέταιρου και του Ευελπίδη) για να αποκαταστήσουν την τιμή τους και να πάρουν πάλι την εξουσία τους πίσω, καθώς εξαιτίας της ανευθυνότητας τους την έχασαν. Τα πτηνά διατηρώντας κάποια κατάλοιπα εξουσίας και σε συνεργασία με τους ανθρώπους, θα έρθουν αντιμέτωπα με τους Ολύμπιους θεούς και θα σώσουν το ανθρώπινο είδος. Θα προσφέρουν πολλά αγαθά στους ανθρώπους (στχ 588-610). Η στενή σχέση μεταξύ ανθρώπων και πτηνών στη συγκεκριμένη κωμωδία, αποδεικνύεται και από τις μεταξύ τους ομοιότητες. Τα πουλιά διαθέτουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, καθώς έχουν ήθη, έθιμα (στχ 471), νόμους (στχ 1345), όρκους (στχ 331) και στρατιωτική οργάνωση (στχ 448) όπως ακριβώς και οι άνθρωποι.  
Η σημασία όμως της φύσης και της χρήσης του φανταστικού στοιχείου στους Ὄρνιθες είναι βαθύτερη. «Η Νεφελοκοκκυγία αποτελεί τον παράδεισο της ειρήνης στο μυαλό του ποιητή, εφόσον το μέρος της παράβασης (685-702), το οποίο σχετίζεται με τη θεογονία, λειτουργεί προς υποβάθμιση των πολεμικών συρράξεων μεταξύ των δύο συμμαχιών, προβάλλοντας το ανούσιο στοιχείο του πολέμου, εν συγκρίσει με τη θεϊκή φύση των πτηνών και των θεών». Από την άλλη πλευρά ο φανταστικός κόσμος των πουλιών, η Νεφελοκοκκυγία μπορεί να ταυτιστεί με την αλαζονεία του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. «Ένα κράτος με φτερά, μετέωρο στον αέρα και θεμελιωμένο στο κενό, σαν σύμβολο της ασίγαστης πλεονεξίας και της θαυμαστής τρέλας των Αθηναίων, που μασκαρεύονται μόνο ελαφρά κάτω από το ονειρικό πέπλο του παραμυθιού». Οι ήρωες μάταια πιστεύουν πως αν φύγουν από την πόλη και ζήσουν κοντά στη φύση θα βρουν την απολυτή ευδαιμονία, καθώς η επαφή μόνο με τη φύση δεν εξασφαλίζει κάτι τέτοιο. Πρώτα οι ίδιοι οι άνθρωποι θα πρέπει να αναλάβουν τις προσωπικές ευθύνες τους και να αφήσουν τα ατομικά μικροσυμφέροντα. Η σύνδεση της φύσης με τα έργα του Αριστοφάνη αποδεικνύεται και στους Βατράχους. Η συγκεκριμένη κωμωδία συνδέεται άμεσα με τα Ελευσίνα Μυστήρια, αλλά και με τα Μικρά Μυστήρια των Αγρών. Κύριο στοιχείο αποτελεί η διεξαγωγή του έργου σ΄ ένα λιβάδι. Τα λιβάδια ήταν οι κατεξοχήν χώροι, όπου λάμβαναν χώρα τέτοιου είδους μυστήρια. Συνεπώς, και στην κωμωδία αυτή ο Διόνυσος καλείται να επιστρέψει στον τόπο του, δηλαδή στην ύπαιθρο. Μαζί με το θεό καλούνται και όλοι οι θεατές να μεταβούν σ’ εκείνο το λιβάδι. Όλες οι διονυσιακές τελετές αποδεικνύουν την ενδόμυχη ανάγκη του ανθρώπου να ενωθεί ψυχικά με το ζωικό βασίλειο και τη φύση. Κύριος στόχος η επιστροφή του ανθρώπου στον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής με τις παλιές ηθικές αξίες, την αγάπη για την ύπαιθρο και μακριά από τις αστικές φιλοπόλεμες διαθέσεις.    
Συμπερασματικά, ο Αριστοφάνης με φιλειρηνική διάθεση εξυμνεί τη φύση, την απλή αγροτική ζωή, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί μια φιλοπόλεμη διάθεση και οι ηθικές αξίες έχουν υποστεί διάβρωση. Η ζωή στην πόλη, μακριά από τη φύση, από τις πατρογονικές αξίες οδηγεί στη διαφθορά, στην εκμετάλλευση των αδυνάτων, στο κυνήγι του “εύκολου” χρήματος, στον ατομικισμό, στην αμαύρωση της πολιτικής ζωής. Από την άλλη πλευρά, η ζωή στην ύπαιθρο ταυτίζεται με την ειρήνη, με την απόλαυση των υλικών αγαθών, με την σεξουαλική ικανοποίηση, τη χαρούμενη και ανέμελη ζωή των ανθρώπων που δεν χάνουν την ευκαιρία για να γλεντοκοπήσουν και να τραγουδήσουν για χάρη της.     
Πηγή : ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
«ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ» 
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 
«Η ύπαιθρος, η φύση και η αγροτική ζωή στις κωμωδίες του Αριστοφάνη» 
Ζγκούρα Ανδρομάχη 

Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας μέσα από την αγροτική ζωή των Ελλήνων

Η γέννηση της κωμωδίας είναι άρρητα συνδεδεμένη με τη φύση, την βλάστηση και τη γονιμότητα. Αρχικά δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο κωμωδία, αλλά τη λέξη τρυγωδία, για να δηλώσουν την εποχή του τρυγητού (την εποχή που γινόταν η συλλογή των σταφυλιών). Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται σύμφωνα με τον Αριστοτέλη από τη λέξη κώμo, την παρέα δηλαδή ανθρώπων, που μετά από ένα συμπόσιο μεθυσμένοι γυρνούσαν στους δρόμους, έλεγαν άσεμνα χωρατά και τραγουδούσαν εύθυμα άσματα και τη λέξη ᾠδὴ. Στην Ποιητική (1449a-13) ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η κωμωδία είναι απόρροια των φαλλικών ασμάτων, τραγουδιών που λεγόντουσαν σε αγροτικές γιορτές για τη γονιμότητα των αγρών και των οικογενειών. Η κωμωδία καταγόταν από τον αγροτικό κώμο και τα φαλλικά δρώμενα, όπου οι αγρότες τιμούσαν τον θεό Διόνυσο, θεό του κρασιού, της φυτικής βλάστησης και της γονιμότητας. «Πίσω απ’ αυτήν την περίοδο πάλι, βρίσκεται μια άλλη, που κατά τη διάρκεια της το τελετουργικό δράμα ήταν ακόμη μια σοβαρή θρησκευτική τελετή, που την τελούσαν κάθε χρόνο για τη γονιμότητα του ανθρώπου, των ζώων και των καρπών». Για τους ανθρώπους της υπαίθρου ο Διόνυσος ήταν ο θεός προστάτης τους. Ήταν ο πιο οικείος θεός του δωδεκάθεου εξαιτίας πρωτίστως της φύσης του και του τρόπου που γεννήθηκε. Αποτελούσε τον θεό άνθρωπο, καθώς με τη διακοπή της κύησης και την απόσπαση του από την κοιλιά της νεκρής, θνητής μητέρας του, έγινε θεός. Με την απόσπαση του από τη νεκρή Σεμέλη και τη μεταφύτευση του στον μηρό του αθάνατου Διός, συμβολίζει την απόσπαση του ανθρώπου από τη φύση. «Αυτή η απόσπαση του Διονύσου από τη θνητή του φύση καθώς και η περαιτέρω κυοφορία του συμβολίζουν ακριβώς την αντίστοιχη απόσπαση του ανθρώπου από τη φύση και την περαιτέρω εξέλιξή του μέσα στην πόλη, την οποία, όπως προαναφέραμε, ο ίδιος ο άνθρωπος επινόησε και δημιούργησε». «Οι Έλληνες θεωρούσαν τον Διόνυσο όχι μόνο σα θεό του κρασιού αλλά και σα δημιουργό όλης της υγρής φύσης. Ο Πλούταρχος γράφει ακόμα πως ο Διόνυσος έμαθε τους ανθρώπους να οργώνουν και να σπέρνουν». Πίστευαν ότι ο θεός ήταν υπεύθυνος για τις καιρικές μεταβολές και τον υμνούσαν προκειμένου να έχουν καλή σοδειά. «Ο Διόνυσος αναπαρίσταται είτε ως ο εύθυμος και δραστήριος θεός του οίνου είτε ως αυτός που έχει τη “μέλαινα μορφὴ τοῦ πάσχοντος θεοῦ”». Συνεπώς, για τους αγρότες ήταν ο αγαπημένος θεός τους, αυτός που τους έφερνε στην απόλυτη σύνδεση με τη μητέρα φύση.  
«Στην διάρκεια των διονυσιακών πομπών, οι αγρότες της Αττικής υμνούσαν τον ερχομό της άνοιξης και την αναγέννηση της φύσης, γιατί πίστευαν ότι οι τελετές αυτές αύξαναν την ευφορία των αγρών και βοηθούσαν στην καλύτερη σοδειά ». Οι συμμετέχοντες στα δρώμενα έκαναν επίκληση στον Φαλή, το σύμβολο της γονιμότητας, προσκαλούσαν τον θεό Διόνυσο, πραγματοποιούσαν θυσίες προς τιμήν του και μεθυσμένοι ολοκλήρωναν τις πομπές μ’ έναν κώμο. Οι άνθρωποι αυτοί ονομαζόταν κωμωδοί, δηλαδή «τραγουδιστές του κώμου». Τα τραγούδια των κώμων της παλιάς κωμωδίας θα αποτελέσουν και τη βάση μεταγενέστερα για την ιαμβική ποίηση. Ωστόσο, σύμφωνα με μια θεωρία η ετυμολογία της κωμωδίας παραγόταν από την κώμη, δηλαδή το χωριό και από το ρήμα ἄδω που σήμαινε τραγουδώ, μια άποψη που αντικρούει ο Αριστοτέλης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι χωρικοί κατά τη διάρκεια της νύχτα τραγουδούσαν στα σπίτια των αστών τις αδικίες που υφίσταντο εξαιτίας τους. Τα πρόσωπα των χωρικών ήταν αλειμμένα με μούργα κρασιού. Στο πέρασμα του χρόνου τα φαλλικά αυτά άσματα θα εξελιχθούν στην Αγοραία Κωμωδία. «Η κωμωδία αυτή είχε ως περιεχόμενο τον έλεγχο και την καταγγελία των βλαβών που υφίσταντο οι αγροίκοι (=γεωργοί) από τους αστούς». Η γέννηση της κωμωδίας συνδέεται όμως και με εορτές στην ύπαιθρο, αφιερωμένες στον θεό Διόνυσο που πραγματοποιούταν στην Ικαρία, στο δήμο της Αττικής, κύριο τόπο λατρείας του θεού του κρασιού. Η σύνδεση της κωμωδίας με την ύπαιθρο και την αγροτική ζωή αποδεικνύεται και από τα κατ’ ἀγρούς Διονύσια, εορτές που λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια του αττικού μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβρη), σε αγροτικές περιοχές. Τον 5ο αιώνα οι εορτές αυτές γινόταν σ’ όλους τους αγροτικούς δήμους της Αττικής. Στις γιορτές συμμετείχαν αγρότες και κυρίως αμπελουργοί. Η εποχή που γινόταν οι εορτές δεν συνδέεται με κάποιο στάδιο παραγωγής του κρασιού, καθώς η συγκομιδή της σοδειάς είχε ολοκληρωθεί. «Ο γιορτασμός έχει γενικότερο χαρακτήρα ξορκισμού και παράκλησης για την σπορά και για το χειμωνιάτικο φύτεμα των δένδρων». Επρόκειτο για «μια πομπή με τραγούδι που είχε επικεφαλής κορίτσια με ιερά καλάθια γεμάτα φρούτα και κρασί ». «Την πομπή τη συνόδευαν όλοι οι αγρότες χωρίς επισημότητα αλλά, κατά πως λέει ο Πλούταρχος, “δημοτικῶς καὶ ἱλαρῶς”». Όλοι οι αγρότες της αττικής υπαίθρου συναθροιζόταν προκειμένου να απολαύσουν το κρασί και την αφθονία των καρπών. Σ’ αυτές τις γιορτές μεθυσμένοι νεαροί, φαλλοφόροι τραγουδούσαν περιπαικτικά τραγούδια έχοντας αμφίεση ζώων ή στεφάνια από λουλουδια στο κεφάλι. Στη μέση της πομπής τοποθετούταν ένας μεγάλος φαλλός, που συμβόλιζε τον θεό Διόνυσο και την καρποφορία των αγρών. «Η πομπή είχε πιθανώς τον χαρακτήρα ευχαριστίας προορισμένης να προκαλέσει την ευφορία των αγρών και των κήπων και τη γονιμότητα των εστιών». «Στα κατ’ αγρούς Διονύσια συνηθιζόταν το παιχνίδι του ὰσκωλιασμοῦ: οι συναγωνιζόμενοι προσπαθούσαν να σταθούν ξυπόλητοι πάνω σε φουσκωμένους ασκούς που ήταν αλειμμένοι με λάδι». Στόχος ήταν η ισορροπία αλλά και η πρόκληση γέλωτα. Όποιος κέρδιζε στο αγώνισμα, έπαιρνε ως έπαθλο ένα ασκί γεμάτο κρασί. 
Μετά από τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες στην ύπαιθρο, οι γεωργοί ένιωθαν την ανάγκη της εκτόνωσης και της διασκέδασης. Οι ορμέμφυτες μιμητικές τάσεις του ανθρώπου προκειμένου να προκαλέσουν γέλιο, οδήγησαν στα κωμικά δρώμενα και στη συνέχεια, στην ανάγκη υπέρβασης του πραγματικού κόσμου και δημιουργίας μιας νέας πραγματικότητας που θα επέφερε τη λύτρωση. «Η αρχική κωμική πραγμάτευση θεμάτων της καθημερινότητας και η αξιοποίηση στοιχείων που μιμητικά επαναλαμβανόμενα προκαλούν το γέλιο, βαθμιαία παύει να έχει τον αυθόρμητο, ενστικτώδη, αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα το τυχαίου και απρόοπτου και συγκροτείται δομικά συναρτώμενο με δύο βασικούς θεματικούς άξονες, που κατ’ αυτό τον τρόπο αποτελούν την απαρχή του κωμικού στην προθεατρική του ακόμα μορφή έκφρασης. Πρόκειται για τον άξονα της κοινωνικής συμπεριφοράς και της σεξουαλικότητας του ανθρώπου, που με ποικίλους τρόπους αξιοποίησης και διαχείρισης προκαλούν αβίαστα το γέλιο με τη διόγκωση ή την υποβάθμισή τους». Στις γιορτές που γινόταν σε υπαίθριο χώρο και υμνούταν ο Διόνυσος, ήταν ορατή η στενή του ανθρώπου με τη φύση και τις αγροτικές δουλειές. «Η λατρεία των θεών σχετίζεται άμεσα με τη διαδοχή των εποχών, τη φυσική ευγονία, τη διάθεση του ανθρώπου να απαλύνει την σκληρότητα της καθημερινότητας και να συνδυάσει την ψυχική του ευφορία με αυτή της φύσης». Οι συμμετέχοντες στις εορτές θεωρούσαν πως η καρποφορία των αγρών εξαρτιόταν από την εύνοια των θεών. «Μη μπορώντας να εξηγήσουν τις εποχικές εναλλαγές και μεταμορφώσεις του φυσικού τους περίγυρου, πιστεύανε πως η βλάστηση της άνοιξης, το φύτρωμα των σπόρων, τα στάχια του σταριού και του κριθαριού, οι καρποί των δέντρων, τα σταφύλια των αμπελιών, το πέσιμο των φύλλων το φθινόπωρο, το κρύο, τα χιόνια και οι παγωνιές του χειμώνα, όλες αυτές οι αλλαγές είναι έργο θεϊκό». Πέρα από την θρησκευτική λειτουργία όμως στις εορτές αυτές, οι αγρότες είχαν την αίσθηση ότι συμμετείχαν ταυτόχρονα στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της πόλης. «Όταν οι αγρότες οργανώθηκαν σε πολιτικά κόμματα και σε πολλές πόλεις γκρέμισαν από την εξουσία τους ευγενείς, τα σκώμματα αυτά διαμορφώθηκαν σε τραγούδια σατιρικά που απηχούσανε τις πολιτικές και κομματικές αντιθέσεις29». Τον 6ο αιώνα π.Χ. ο τύραννος Πεισίστρατος αποφάσισε να μεταφέρει τις λατρευτικές αυτές αγροτικές εορτές από την ύπαιθρο της Αττικής στην Αθήνα. Έτσι, σταδιακά η κωμωδία εξελίχθηκε σε πολιτική σάτιρα.  
Η σύνδεση της κωμωδίας με τη φύση φαίνεται και στα έργα πολλών άλλων κωμικών ποιητών πέρα από τον Αριστοφάνη. Πολλοί εκπρόσωποι της αρχαίας κωμωδίας, προγενέστεροι και σύγχρονοι του Αριστοφάνη, είχαν ως κεντρικούς ήρωες στα έργα τους αγρότες και αναφερόταν στην ομορφιά της φύσης. Ο Επίχαρμος στα έργα του σατίριζε τους αγρότες, παρουσιάζοντας τους ως άξεστους χωριάτες και ο Σώφρων είχε γράψει ένα έργο με τίτλο Ἀγροιώτας, που δεν σώζεται σήμερα. Ο Μάγνης, αρχαίος αττικός κωμικός, έγραψε επίσης έργα με τίτλους και χορούς εμπνευσμένους από το ζωικό βασίλειο και την ύπαιθρο, τέτοια έργα ήταν οι Βάτραχοι, οι Ὄρνιθες, οι Ψῆνες. Ο Κράτης, Αθηναίος κωμικός που ο Αριστοφάνης θεωρούσε τον σημαντικότερο από την προηγούμενη γενιά έγραψε τα Θηρία και ενδεχομένως τους Ὄρνιθες, ο Φερεκράτης, σύγχρονος του Αριστοφάνη, τους Μυρμηκανθρώπους, ο Εύπολις, σύγχρονος επίσης του Αριστοφάνης, τις Αἶγες και άλλοι κωμικοί ποιητές έγραψαν αντίστοιχα έργα (Άρχιππος, Ἰχθύες). Εν κατακλείδι, η αττική κωμωδία είχε διονυσιακό χαρακτήρα. «Ο ιδανικός κόσμος της κωμωδίας είναι ένας κόσμος στον οποίο οι άνθρωποι επιδιώκουν την απόλαυση και τη χαρά τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους άλλους». Οι κωμικοί ποιητές κάνουν εκτενείς αναφορές στην ύπαιθρο και στην ομορφιά και τη γαλήνη της φύσης. Καλούν τους θεατές να γυρίσουν στην αγροτική ζωή, όπου θα είναι ευτυχισμένοι, αυτάρκεις και ελεύθεροι. Η φύση επιδρά σημαντικά στη βιολογική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Έτσι, οι ήρωες των έργων όταν έρχονται σε επαφή με την φύση, επιστρέφουν στο φυσικό και ζωτικό χώρο του ανθρώπου. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι διαβρώνεται ο πολιτικός χαρακτήρας της. Καθώς, «η αττική κωμωδία είναι πάντα η ξάγρυπνη συνείδηση του θεατή». «Η κωμωδία αντλεί τις υποθέσεις της από την καθημερινή ζωή: οικογενειακές σκηνές, σκηνές από τα δικαστήρια, από τις συνελεύσεις στην Εκκλησία του Δήμου, σκηνές συμποσίων». Συνεπώς, δεν χάνει ποτέ τον «αστικό» χαρακτήρα της.   
Πηγή : ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
«ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ» 
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 
«Η ύπαιθρος, η φύση και η αγροτική ζωή στις κωμωδίες του Αριστοφάνη» 
Ζγκούρα Ανδρομάχη 

Η αγροτική ζωή στην αρχαία Αθήνα και Αττική - Αγροτικές ασχολίες και αγροικίες

Τα εδάφη της Αττικής στη µεγαλύτερη έκτασή τους είναι πετρώδη, χωρίς ιδιαίτερα εύφορες πεδιάδες, γεγονός που οδηγεί τον Πλάτωνα στο να χαρακτηρίσει τη γη αυτή στο έργο του Κριτίας ως περισσότερο κατάλληλη για την κτηνοτροφία: τά τε αὖ περὶ τὰ ζῷα ἱκανῶς ἥµερα καὶ ἄγρια τρέφουσα. Ο Θουκυδίδης για τον ίδιο λόγο τη χαρακτηρίζει λεπτόγεω, δηλαδή γη µη εύφορη, φτωχή και άγονη. Παρόµοια είναι και η µαρτυρία για την περιοχή των Μεγάρων από τον Θεόφραστο, ο οποίος χαρακτηρίζει το ισχνό έδαφος της περιοχής ως λεπτόγεων εἶναι καὶ ψαφαρὰν τὴν χώραν. Στην κακή ποιότητα γης της Μεγαρίδας αναφέρεται και ο Ισοκράτης στο Περί Ειρήνης. Οι πλέον εύφορες εκτάσεις της Αττικής είναι οι πεδιάδες της Ελευσίνας (Θριάσιο πεδίο), των Αθηνών, του Μαραθώνα και η πεδιάδα των Μεσογείων. Την πεδιάδα των Αθηνών διέρρεαν δύο ισχνοί ποταµοί, ο Κηφισός στα δυτικά, που µε αφετηρία τις υπώρειες της Πάρνηθας χύνεται στον Σαρωνικό και ο Ιλισσός, που εκκινεί από τον Υµηττό και καταλήγει στο Φάληρο. Οι πεδιάδες της Αττικής αποτελούνται κυρίως από στρώµατα νεογενών ψαµµιτών, πηλών, κροκαλοπαγών και ασβεστολίθων. Τα όρη που βρίσκονται στο κέντρο της Αττικής, ο Υµηττός, το Πεντελικό και το Αιγάλεω σχηµατίζουν ένα είδος ασυνεχούς τείχους που περικλείει την πεδιάδα των Αθηνών, γνωστή και ως λεκανοπέδιο, που καταλαµβάνει µία έκταση 580 τ.χλµ. Η Πάρνηθα, η Πεντέλη και ο Υµηττός αποτελούνται κυρίως από σχιστολιθικά πετρώµατα και κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους. Από τις πλαγιές της Πάρνηθας µέχρι τις ακτές της θάλασσας το έδαφος αποτελείται από τα πετρώδη στρώµατα της τριτογενούς περιόδου, που περιέχουν κυρίως αργιλώδεις µάργες, ερυθρό πηλό, ασβεστόλιθους, αµµώδεις λεπτόκοκκους ασβεστόλιθους και ποικίλες οργανικές ουσίες. Οι τριτογενείς διαπλάσεις από το Μενίδι που φτάνουν δια µέσω του Ελαιώνα µέχρι τις ακτές του Φαλήρου καλύπτονται από νεότερες επιχώσεις από φερτές άχρηστες ύλες, χαλίκια, πηλό αναµειγµένο µε ρίζες φυτών και φυτική γη. Από περιοχή σε περιοχή, το πάχος των τριτογενών στρωµάτων µπορεί να διαφέρει. Στην πεδιάδα των Αθηνών, στον Πειραιά και τον Κηφισό ξεπερνά τα 10 µ., ενώ αλλού, όπως στις υπώρειες του Υµηττού και του Λυκαβηττού το πάχος τους µειώνεται πολύ.
Από την ποικιλία των ειδών της χλωρίδας που απαντά στην Αττική, το πλέον χαρακτηριστικό και δηµοφιλές, ίσως, είναι η ελιά (Olea europea var. sativa). Ευρεία είναι, όµως και η διάδοση άλλων ειδών, όπως η πίτυς η Χαλέπειος (Pinus halepensis), η πίτυς η κωνοφόρος (Pinus pinea) και η ελάτη (Abies apollinis), η οποία απαντά σε µεγαλύτερα υψόµετρα. Επιπλέον, συχνή είναι η παρουσία ποικίλων ειδών δρυός, όπως οι δρύες οι µακρολεπίδες (Quercus macrolepis), η δρυς η αρία (Quercus ilex) και η δρυς η κοκκοφόρος (Quercus coccifera)66. Τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήµατος της Αττικής στην αρχαιότητα ήταν τα περιβαλλοντικά φαινόµενα ήπιας έντασης, οι διάφορες τοπικές µικροπεριβαλλοντικές ζώνες και η κατάτµηση του γεωγραφικού αναγλύφου µε ποικίλα οικοσυστήµατα και βιοτόπους. Το αττικό κλίµα είναι εύκρατο µεσογειακό, µείγµα χερσαίου και θαλασσίου, µε έντονες αντιθέσεις ανάµεσα στο καλοκαίρι και τον χειµώνα. Η µέγιστη µέση θερµοκρασία σηµειώνεται τον Ιούλιο και είναι 28 oC., ενώ η ελάχιστη τον Ιανουάριο και είναι 10,3 oC. Οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν αυξηµένη συχνότητα από Οκτώβριο έως Μάρτιο, ωστόσο κατά µέσο όρο η περιοχή της Αθήνας δέχεται µόλις 360 κυβικά χιλιοστά βροχής ανά έτος, συγκριτικά πολύ λιγότερα σε σχέση µε περιοχές της δυτικής Ελλάδας. Οι αρχαίες πηγές δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα διαφωτιστικές για το κλίµα της Αττικής κατά την αρχαιότητα και αυτό οφείλεται µάλλον στο γεγονός ότι οι ήπιες κλιµατολογικές συνθήκες της περιοχής θεωρούνταν δεδοµένες στους κατοίκους της και, εποµένως, ως κάτι µη άξιο ενδελεχούς αναφοράς. Γενικά, έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι, σε αντίθεση µε τη σηµερινή εποχή, στην αρχαιότητα το οικολογικό τοπίο του ελλαδικού χώρου ήταν πιο πλούσιο και η βλάστηση περισσότερο οργιώδης, µε άφθονα δάση. Το κλίµα, όµως, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα σε σχέση µε εκείνο της αρχαιότητας και κατά συνέπεια ήταν, όπως σχεδόν και σήµερα, από τα πλέον ευχάριστα παγκοσµίως. Πράγµατι, από τις διαθέσιµες σχετικές πηγές συµπεραίνεται ότι το κλίµα δεν πρέπει να ήταν και πολύ διαφορετικό.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι από τα έργα της εποχής δεν λείπουν οι αναφορές στο πόσο διαφορετικό και συνάµα καλύτερο ήταν το κλίµα και το φυσικό τοπίο της Αττικής σε παλαιότερες εποχές. Ειδικότερα, στον πλατωνικό Κριτία γίνεται µνεία στο τοπίο της Αττικής του παρελθόντος, υποστηρίζοντας ότι πριν 9.000 χρόνια η Αττική χαρακτηριζόταν από την αφθονία των καρπών, τα πλούσια βοσκοτόπια και τα δάση. Ο φιλόσοφος αντιπαραβάλλει την ειδυλλιακή αυτή εικόνα του µακρινού παρελθόντος µε εκείνη του σύγχρονού του τοπίου, το οποίο αποκαλεί λείψανο της τότε γης. Αναφέρεται, επιπλέον, στο ζήτηµα της αποψίλωσης των δασών και στις επακόλουθες συνέπειες που αυτή έχει στην ποιότητα των εδαφών, καθώς και στις ελλιπείς βροχοπτώσεις κατά την εποχή του . Είναι χαρακτηριστική η παροµοίωση που χρησιµοποιεί, αναφέροντας ότι τα εδάφη της Αττικής της εποχής του µοιάζουν µε σκελετό άρρωστου κορµιού, αφού το εύφορο χώµα είχε παρασυρθεί µε αποτέλεσµα να είναι ορατός µόνο ο φλοιός της γης. Ο Ξενοφών στο έργο του Κυνηγετικός κάνει λόγο, µεταξύ άλλων, για περιπτώσεις παγετού ή ακόµα και χιονιού, που δεν απουσίαζαν από τους χειµώνες της Αττικής. Παρά ταύτα, σε γενικές γραµµές το κλίµα της Αττικής ο συγγραφέας θεωρούσε πως ήταν το ιδανικότερο όλων, καθώς όπως υποστήριζε, όσο αποµακρύνεται κάποιος από αυτήν, τόσο αυξάνεται το ψύχος ή η ζέστη που συναντά, όπως πολύ εύγλωττα γράφει στους Πόρους. Έτσι, έχει επικρατήσει η άποψη κατά την οποία η σύγχρονη Αττική αλλά και η Ελλάδα συνολικά έχουν παρόµοιες κλιµατολογικές και γεωλογικές συνθήκες µε εκείνες της αρχαιότητας.
Ανάλογα µε το αν και κατά πόσο προσφέρονται για αγροτική αξιοποίηση ή όχι, τα εδάφη είναι δυνατό να διαχωριστούν σε δύο µεγάλες κατηγορίες: στην καλλιεργήσιµη και τη µη καλλιεργήσιµη γη. Ωστόσο, η κατηγοριοποίηση αυτή εν πρώτοις ενδέχεται να φαίνεται παραπλανητική, καθώς οι όροι καλλιεργήσιµη και µη καλλιεργήσιµη γη δίνουν την εντύπωση ότι οικονοµικά παραγωγική και αξιοποιήσιµη είναι µόνο εκείνη που µπορεί να καλλιεργηθεί. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, µιας και οι εκτάσεις που δεν µπορούσαν να αξιοποιηθούν προς όφελος κάποιας καλλιέργειας προσφέρονταν για µία σειρά άλλων χρήσεων, µεταξύ των οποίων η βοσκή, η παραγωγή µελιού, η συλλογή διαφόρων φυτών και βοτάνων για τη διατροφή, καθώς και για ιατρική χρήση. Στην αρχαία ελληνική ορολογία απαντούν διάφοροι όροι που ανταποκρίνονται στη γη και στις διαβαθµίσεις της. Η λέξη χωρίον έχει µία αρκετά γενική και ευρεία χρήση και µπορεί να δεχθεί ποικίλες έννοιες. Κατά περίπτωση µπορεί να χαρακτηρίζει γενικά τον χώρο, έναν οικισµό, αλλά και συγκεκριµένα ως προς την αγροτική ορολογία, αντιστοιχεί στο χωράφι ή στην έγγειο ιδιοκτησία. Συχνότατα δε, χρησιµοποιείται στις επιγραφές για να δηλώσει τα προς µίσθωση κοµµάτια γης. Με δεδοµένο λοιπόν το πολύ ευρύ εννοιολογικό πλαίσιο αυτού του όρου, αναζητούνται περαιτέρω όροι, περισσότερο διευκρινιστικοί για τα διάφορα είδη γης που µπορούσαν να αξιοποιηθούν σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό και να καλλιεργηθούν. Οι όροι αυτοί µπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε µία κλίµακα ανάλογη της ποιότητας της γης, από την πιο άγονη στην πλέον εύφορη (ή καλύτερα από τη λιγότερο ή και καθόλου µέχρι την περισσότερο καλλιεργήσιµη) µε την εξής σειρά: όρη, φελλεύς, εσχατιά, αγρός. Τα ορεινά εδάφη, ή αλλιώς ὄρη, αποτελούν την κατηγορία γης µε τη µικρότερη (έως µηδενική) δυνατότητα καλλιέργειας. Δεν προσδιορίζονται αποκλειστικά µε βάση το υψόµετρο: ένα όρος αποτελεί ένα ύψωµα, έξω από τον κατοικηµένο αστικό ιστό και τον καλλιεργούµενο χώρο. Εκεί µπορεί να λάµβαναν χώρα διάφορες δραστηριότητες, όπως η κτηνοτροφία, το κυνήγι, και η εκπόρευση πρώτων υλών (λατοµεία, µεταλλεία, ξυλεία). Όσον αφορά στο θέµα της υλοτοµίας, στο φιλοσοφικό έργο Κριτίας ο Πλάτων αναφέρεται στην όψη της Αττικής της εποχής του, σε σχέση µε την προκατακλυσµιαία Αττική. Υποστηρίζει ότι κάποτε στην Αττική δέσποζαν πλούσια δάση, τα οποία στα χρόνια του υλοτοµήθηκαν προκειµένου να χρησιµοποιηθεί η ξυλεία στις οικίες. Ο όρος φελλεύς αντιστοιχεί σε εκτάσεις γης χαµηλής ποιότητας, µε πετρώδες χώµα και βλάστηση κατάλληλη για κτηνοτροφία. Ο φελλεύς µπορούσε είτε να αποτελεί ιδιοκτησία που αξιοποιείται από τον κάτοχό της είτε να ενοικιάζεται και να αξιοποιείται από άλλους. Είναι εξίσου πιθανό µε τον όρο αυτό να εννοείται ένα µεγαλύτερο κοµµάτι γης, διαµοιρασµένο σε πολλούς ιδιοκτήτες. Από µία τουλάχιστον µαρτυρία, στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, είναι σαφές ότι ο φελλεύς µπορούσε να χρησιµοποιηθεί και στην κτηνοτροφία.
Ο όρος ἐσχατιά αντιστοιχεί στην περιοχή που βρίσκεται στην άκρη µίας καλλιεργήσιµης έκτασης και που µπορεί να γειτνιάζει είτε µε κάποιο βουνό είτε µε τη θάλασσα. Ο Lewis, αφού εξέτασε τον όρο αυτόν σε συνδυασµό µε τοπογραφικά δεδοµένα, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι αντιστοιχεί σε εκτάσεις στην εγγύτητα λόφων. O Jameson, σε µία παρεµφερή θεώρηση, συσχέτισε την εσχατιά µε εκτάσεις που βρίσκονται σε χαµηλές υπώρειες λόφων και ορέων, ενώ αναφορικά µε τη δυνατότητα καλλιέργειάς της, υποστήριξε ότι οι εκτάσεις αυτές απαιτούν διαµορφώσεις όπως η δηµιουργία πλατωµάτων καλλιέργειας ή άλλη ανάλογη διαχείριση, προκειµένου να καταστούν καλλιεργήσιµες. Η τιµή πώλησης µίας εσχατιάς κυµαίνεται σε διάφορα επίπεδα. Υπάρχουν µαρτυρίες για τιµή πώλησης δύο εσχατιών µε 50 δραχµές και άλλες που κάνουν λόγο για πώληση µίας εσχατιάς για 4 τάλαντα. Η βασική τιµή για µία έκταση 1 πλέθρου εσχατιάς έχει υπολογιστεί από τον Andreyev στις 12,5 δραχµές, τιµή κατά πολύ χαµηλότερη σε σχέση µε άλλες εκτάσεις καλύτερης ποιότητας. Ο ἀγρός σχετίζεται κατά κύριο λόγο µε την παραγωγή των σιτηρών και δηµητριακών. Ο Δηµοσθένης κάνει χρήση του όρου µε τη σηµασία τόσο του αγροκτήµατος όσο και της υπαίθρου. Τέλος, ο κῆπος αφορά καλλιεργούµενες εκτάσεις, τόσο στο αγροτικό όσο και στο αστικό και ηµιαστικό τοπίο. Στους κήπους, οι οποίοι συγκαταλέγονται στα πιο εξειδικευµένα στοιχεία µίας αγροικίας, καλλιεργούνταν λαχανικά και διάφορα είδη φρούτων. Επίσης, εκεί ενδεχοµένως λάµβαναν χώρα και πειραµατικές καλλιέργειες. Υπεύθυνος για τον κήπο ήταν ο κηπουρός. Καθώς τα καλλιεργούµενα σε έναν κήπο είδη απαιτούσαν συνεχή φροντίδα, συνεπάγεται ότι η θέση του κήπου ήταν σε κοντινή απόσταση από τον χώρο κατοικίας του ιδιοκτήτη. Όλα τα µέλη ενός οίκου θα µπορούσαν να συνεισφέρουν στη φροντίδα του κήπου, σε αντίθεση µε τους αγρούς, τους φελλείς και τις εσχατιές, όπου αρµόδιοι ήταν κυρίως οι άνδρες.
Αν και παλαιότερα δεν ήταν ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι υπήρχαν διάσπαρτα αποµονωµένα αγροτικά οικήµατα στην αττική ύπαιθρο, πλέον η αντίληψη αυτή έχει αλλάξει. Είναι γενικά παραδεκτό το γεγονός ότι πολλοί κάτοικοι της Αττικής διέµεναν έξω από τα αστικά κέντρα, στους αγρούς, κατέχοντας κτήµατα και ιδιοκτησίες. Εκτός από τα αρχαιολογικά δεδοµένα, ποικίλες φιλολογικές µαρτυρίες το επιβεβαιώνουν. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στις παραµονές του Πελοποννησιακού πολέµου πολλοί Αθηναίοι που ζούσαν στους αγρούς κλήθηκαν να µεταφέρουν τις οικογένειές τους από εκεί µέσα στην πόλη. Στον Οικονοµικό του Ξενοφώντα γίνεται σαφές ότι κάποιος µπορεί να µένει στην πόλη και να µεταβαίνει καθηµερινά στα κτήµατά του. Άλλη µία σηµαντικότατη µαρτυρία σχετικά µε την κατοίκηση στους αγρούς προέρχεται από τον Δηµοσθένη, στον λόγο Προς Καλλικλέαν. Εκεί ο κατηγορούµενος περιγράφει τις σχέσεις της µητέρας του µε τη µητέρα του κατηγόρου, πριν ξεσπάσει η διαµάχη µεταξύ τους, ενώ αναφέρει ότι και οι δύο ζούσαν στους αγρούς και ήταν γειτόνισσες. Επίσης είναι γνωστό ακόµα από τον Ηρόδοτο ότι οι Πάριοι αναζητούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Μιλήτου τα ονόµατα των ιδιοκτητών των καλά καλλιεργηµένων αγρών. Μολονότι η καθηµερινότητα στα χωράφια περιγράφεται συχνά στις διάφορες εκφάνσεις της, εγείρεται το ερώτηµα µε ποιον όρο ή ποιους όρους δηλωνόταν η κατοικία που βρισκόταν στην ύπαιθρο. Εάν υπήρχε δηλαδή στην αρχαία ελληνική γλώσσα κάποιος συγκεκριµένος όρος που να δηλώνει τις οικίες που δεν εντάσσονταν σε κάποιον οικιστικό πυρήνα, αλλά αντίθετα βρίσκονταν στην ύπαιθρο και εκµεταλλεύονταν το περιβάλλον στο οποίο ήταν χωροθετηµένες. Με άλλα λόγια, τίθεται το ζήτηµα του εντοπισµού ενός όρου αντίστοιχου µε την αγροικία της νέας ελληνικής γλώσσας. Παρά την αφθονία των περιγραφών που βρίσκονται στις πηγές σχετικά µε διάφορες επιµέρους πτυχές της αγροτικής ζωής, οι αναφορές σε συγκεκριµένα οικήµατα στην ύπαιθρο είναι σχετικά περιορισµένες.
Ο όρος αγροικία µε την έννοια που διαθέτει στη νέα ελληνική, ήτοι το αγροτικό σπίτι µέσα σε κτήµα, απαντά σπάνια στις αρχαίες πηγές και συνήθως έχει σηµασία διαφορετική από εκείνη της νέας ελληνικής. Η πλέον διαδεδοµένη ερµηνεία του όρου στα αρχαία κείµενα ήταν εκείνη της ιδιότητας του αγροίκου, του άξεστου. Μία λεπτοµερή όσο και κωµική περιγραφή της ιδιότητας αυτής βρίσκεται στο έργο του Θεοφράστου Χαρακτήρες και ταυτίζεται µε τη βάναυση και χονδροειδή συµπεριφορά ενός αγρότη, όπως γίνεται αντιληπτή µέσα από την οπτική γωνία του αστού: ως η απρεπής έλλειψη λεπτότητας. Ο όρος αγροικία µε τη σηµασία της αγροτικής οικίας είναι αρκετά µεταγενέστερος της εποχής που αποτελεί αντικείµενο έρευνας της παρούσας διατριβής και για πρώτη φορά απαντά στον 1ο π.Χ. αιώνα µε το έργο του Διοδώρου του Σικελιώτη. Με τη σηµασία πλέον του αρχιτεκτονήµατος, η λέξη χρησιµοποιείται και αρκετά αργότερα, κατά τον 2ο µ.Χ. αιώνα, στο συγγραφικό έργο του αυτοκράτορα και στωικού φιλόσοφου Μάρκου Αυρηλίου, όπου δηλώνει σαφέστατα πλέον την κατοικία που βρισκόταν στην ύπαιθρο. Ακόµα, ο Αθήναιος ο Ναυκράτιος παραθέτει µέσω του Νυµφόδωρου του Συρακούσιου στο έργο Δειπνοσοφιστές ένα συµβάν που υποτίθεται ότι συνέβη πολύ παλαιότερα, κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα. Η διήγησή του στο συγκεκριµένο απόσπασµα αφορά στην εξέγερση ορισµένων δούλων στο νησί της Χίου, οι οποίοι, αφού απέδρασαν, κατέστρεψαν ορισµένες αγροικίες. Ο όρος αγροικία δεν συναντάται ούτε στις επιγραφικές πηγές των κλασικών χρόνων από την Αττική. Η µη ταύτιση του όρου αγροικία µε την οικία στον αγρό στις πηγές ή, καλύτερα, η έλλειψη οποιουδήποτε άλλου όρου που να δηλώνει επακριβώς την οικία της υπαίθρου, ήταν ο βασικός λόγος που επέτρεψε στον Osborne να διατυπώσει την άποψη ότι στην Αττική των κλασικών χρόνων δεν υπήρχαν αγροικίες.
Πηγή : ΑΡΙΣΤOΤΕΛΕΙO ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙO ΘΕΣΣΑΛOΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤOΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙOΛOΓΙΑΣ ΤOΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΓΡΟΙΚΙΕΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ
ΔΙΔΑΚΤOΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒH ΤΟΜΟΣ Α
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017


Η αγροτική ζωή στην αρχαία Ελλάδα και οι συγγραφικές πηγές

Οι διάφορες πτυχές της αγροτικής ζωής στην αρχαία Ελλάδα περιγράφονται συχνά στα κείµενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, άλλοτε εκούσια, µε έργα που αποσκοπούν στο να διευκρινίσουν και να παραθέσουν τις ποικίλες εκφάνσεις του αγροτικού βίου και να αποτελέσουν εγχειρίδια γεωργίας και άλλοτε ακούσια, καθώς οι τυχαίες αναφορές σε πτυχές του αγροτικού βίου, του αγροτικού υλικού πολιτισµού και του αγροτικού τοπίου αφθονούν, κρυµµένες µέσα σε µεγάλο αριθµό ιστορικών, δραµατικών αλλά και φιλοσοφικών κειµένων. Σε αυτά τα ποικίλων τύπων έργα µπορεί να προστεθεί ένας µεγάλος αριθµός επιγραφών, οι οποίες παρέχουν πληροφορίες για αγοραπωλησίες αγροκτηµάτων σε διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσµου, τις αγροτικές εγκαταστάσεις, καθώς και τις ονοµασίες τους. Έτσι, η ανάγκη να µελετηθεί και να τεκµηριωθεί σφαιρικότερα το θέµα της αγροτικής κατοικίας και του αγροτικού τοπίου, κατέστησε τη σύνταξη ενός corpus µε τις σχετικές πηγές επιτακτική. Κατ’ αρχάς, προτού γίνει αναφορά στα επιµέρους ζητήµατα που προκύπτουν από τη µελέτη του συνόλου των πηγών, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαπιστωθεί ποια ήταν η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για τον αγροτικό βίο εν γένει. Η αγροτική ζωή ορισµένες φορές περιγράφεται µε έναν ιδιαίτερα θετικό τρόπο, ενώ κάποιες άλλες έχει χαρακτήρα σαφώς αρνητικό και απαισιόδοξο. Άλλοτε τονίζεται η κούραση, ο µόχθος και οι κακουχίες των αγροτών και άλλοτε στο επίκεντρο βρίσκονται η χαρά της εργασίας, οι ανταµοιβές και ο εύθυµος τρόπος ζωής της υπαίθρου, µε τις εορτές και τις διαφόρων ειδών διασκεδάσεις. Οι πρώτες αναφορές σχετικά µε τη δυσκολία και τον µόχθο της αγροτικής ζωής προέρχονται ήδη από τον Όµηρο. Ο επικός ποιητής περιγράφοντας την αγροτική ζωή αλλού τονίζει την αρνητική πλευρά της και αλλού τη θετική. Σε ένα χωρίο από την Οδύσσεια περιγράφεται γλαφυρά ο µόχθος του ζευγολάτη. Στο εν λόγω απόσπασµα ο Οδυσσέας παροµοιάζεται µε τον ζευγολάτη που, βλέποντας τον ήλιο να δύει, ανυποµονεί να επιστρέψει στο σπίτι του, έπειτα από µία σκληρή ηµέρα µόχθου στο χωράφι.
Πέραν του Οµήρου, ο Ησίοδος είναι ο συγγραφέας εκείνος ο οποίος παρουσιάζει κατεξοχήν µε απαισιοδοξία στο έργο του Έργα και Ηµέραι τις διάφορες πτυχές της αγροτικής ζωής και του βίου των χωρικών του 7ου π.Χ. αιώνα. Το έργο αυτό είναι σηµαντικό γιατί σκιαγραφεί όχι µόνο τις πτυχές του αρχαίου ελληνικού υλικού αγροτικού πολιτισµού, δηλαδή την αγροτική τεχνολογία, τις τεχνικές καλλιέργειας και τους διάφορους τύπους εργασίας στην ύπαιθρο, αλλά παράλληλα και το πνευµατικό υπόβαθρο της εποχής, τις αξίες του πολιτισµού, τις διάφορες εορτές και τις επικρατούσες αντιλήψεις για την εργασία. Δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο Ησίοδος, υιός γεωργού και µεγαλωµένος σε αγροτικό περιβάλλον και ο ίδιος, γνώριζε από πρώτο χέρι τις λεπτοµέρειες των αγροτικών εργασιών και την εξάντληση που καταβάλλει όποιον αφιερώνεται σε αυτές. Στο έργο του ο αναγνώστης αντιλαµβάνεται τη γενικότερη αντίληψη εκείνων που ασχολούνταν µε τις διαφόρων ειδών αγροτικές εργασίες: ο µόχθος, οι δυσκολίες και οι κακουχίες µε τις οποίες έρχονταν αντιµέτωποι οι γεωργοί υπογραµµίζουν την απαισιοδοξία που διέπει τη ζωή στους αγρούς. Παρόλα αυτά το έργο, χωρίς να αποτελεί κάποιου είδους εγχειρίδιο αγροτικών εργασιών το οποίο θα βοηθούσε τους ασχολούµενους µε τη γεωργία να γίνουν πιο αποτελεσµατικοί, επιτρέπει να διαφανεί το πόσο χρήσιµες, εκτός από κοπιαστικές, ήταν όλες αυτές οι γεωργικές ασχολίες. Αυτό που είναι αµφίβολο στο έργο του Ησιόδου, είναι εάν και σε ποιο βαθµό αντικατοπτρίζει την αγροτική κρίση των αρχών της αρχαϊκής περιόδου, τα θύµατα της οποίας ήταν οι απλοί αγρότες. Έτερο πρόβληµα του έργου του Ησιόδου που έχει απασχολήσει την έρευνα αφορά τα αίτια της φτώχειας των αγροτών της εποχής. Το µεγαλύτερο µέρος του ποιήµατος του Ησιόδου αφιερώνεται στη ζωή του γεωργού και του νοικοκύρη και παρουσιάζει ένα ηµερολόγιο που περιλαµβάνει τον ετήσιο κύκλο του µόχθου. Ο ποιητής κάνει λόγο για το όργωµα, τη σπορά και τον θερισµό και αµέσως µετά για τις αρετές εκείνες, που οφείλει να έχει ένας γεωργός για να επιτύχει στη δουλειά του, να είναι δηλαδή εργατικός και να επιδεικνύει τον απαιτούµενο ζήλο για την εργασία του. Εν συνεχεία, περιγράφεται αναλυτικά η διαδικασία της σποράς και του οργώµατος, ως εργασίες αδιακρίτως απαιτητικές για όλους, τόσο για τα αφεντικά όσο και για τους δούλους που έχουν υπό την επίβλεψή τους. Στον κύκλο των εποχών ακολουθούν περιγραφές της αγροτικής ζωής τον χειµώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι, µε τον ποιητή να αποτυπώνει εκφραστικά τις δυσκολίες που αντιµετωπίζει κάθε εποχή ο άνθρωπος της γης. Ολόκληρη η περιγραφή του αγροτικού έτους στον Ησίοδο βρίθει από µνείες για την ταλαιπωρία και τη σκληρή δουλειά.  
Με παρεµφερή αρνητική χροιά παρουσιάζεται και ο αγροτικός βίος από τον Αριστοφάνη στον πρώιµο 4ο π.Χ. αιώνα, όπου τονίζεται η φτώχεια και η ταλαιπωρία µε την οποία έρχονταν αντιµέτωποι οι αγρότες, στοιχεία αληθή µεν, αλλά ιδωµένα σε αυτήν την περίπτωση µέσα από το πρίσµα της σάτιρας και της κωµωδίας. Μία ενδιαφέρουσα όσο και χαρακτηριστική αναφορά στις δυσκολίες του αγροτικού βίου βρίσκεται στο έργο Τραχίνιαι του Σοφοκλή. Η Δηιάνειρα, σύζυγος του Ηρακλή, παραπονιέται διότι ο σύζυγός της βρίσκεται µακριά από το σπίτι για µεγάλα διαστήµατα. Εκείνη παρουσιάζεται να περιµένει την επιστροφή του και αυτός, στην ουσία, σπάνια βλέπει ακόµα και τα παιδιά του. Στο χωρίο αυτό χρησιµοποιείται η παροµοίωση ότι, όπως ο γεωργός που καλλιεργεί ένα αποµακρυσµένο χωράφι το βλέπει µόνο στη σπορά και τη συγκοµιδή, έτσι κάνει και ο Ηρακλής. Είναι αδιαµφισβήτητο γεγονός ότι συχνότατα η σκληρή αγροτική ζωή, ιδιαίτερα στην περίπτωση των µικροκαλλιεργητών, δεν τύγχανε αναγνώρισης από την κοινωνία ανάλογης της εργατικότητας και της αφοσίωσης που απαιτούσε. Η ροµαντική προσέγγιση της ζωής στους αγρούς, όπως διατυπώνεται αργότερα στα ρωµαϊκά χρόνια µε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, είναι γενικά άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Υπάρχουν όµως αναφορές αρκετά προγενέστερες του Βιργιλίου, στις οποίες διαφαίνονται ορισµένα από τα θετικά στοιχεία του αγροτικού βίου. Μία πρώτη εποικοδοµητική και θετική εκτίµηση για την αγροτική ζωή απαντά στον Όµηρο. Συγκεκριµένα στην περιγραφή της κατασκευής της ασπίδας του Αχιλλέα, στον τρίτο της διακοσµητικό δακτύλιο, απεικονίζονται σκηνές διαφόρων αγροτικών εργασιών93. Στους στίχους 541-572 γίνεται µνεία στο αγροτικό έτος και τις κύριες εργασίες του, το όργωµα, τον θερισµό και τον τρύγο, µε εµφανή την εξιδανίκευση στις λεπτοµέρειες των γεωργικών σκηνών που απεικονίζονται. Στους στίχους 541-549 παρουσιάζεται το όργωµα, όπου οι ζευγάδες ανταµείβονται κάθε τόσο µε µία κούπα γλυκό κρασί. Στη συνέχεια στους στίχους 550-560 περιγράφεται ο θερισµός: o βασιλιάς παρατηρεί τους εργάτες µε χαρά την ώρα που θερίζουν, ενώ παράλληλα οι κήρυκες ετοιµάζουν γεύµατα και οι γυναίκες ζυµώνουν. Η συγκοµιδή των αµπελιών, ο τρύγος, παρουσιάζεται στους στίχους 561-572 σαν µία µεγάλη εορτή, κατά την οποία πολλά αγόρια και κορίτσια δουλεύουν µε τη συνοδεία µουσικής. Η αίσθηση που αποκοµίζει κάποιος από τις εν λόγω περιγραφές είναι καταφανώς αντίθετη από εκείνη που προκύπτει από το έργο του Ησιόδου.  
Παρά τις ποικίλες αναφορές σε διάφορα έργα σε κάθε εποχή, η συνέχεια της αγροτικής ζωής που διέπει την αρχαία ελληνική ιστορία από τον 7ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ., της τεχνολογίας και των τεχνικών διαφαίνεται κυρίως στο έργο Οικονοµικός του Ξενοφώντα. Πρόκειται για µία ιδιαίτερα σηµαντική πηγή µεγάλης έκτασης για την αγροτική ζωή του 4ο αιώνα π.Χ., εντός του οποίου οι σχετικές µε τον αγροτικό βίο αναφορές δεν είναι περιστασιακές, ούτε σποραδικές. Αντίθετα, ο συγγραφέας καταπιάνεται οργανωµένα και εκτενώς µε την αγροτική ζωή, καθιστώντας τον Οικονοµικό έναν πρώτης τάξεως θησαυρό για τις διάφορες πτυχές των ποικίλων αγροτικών δραστηριοτήτων. Ιδιαίτερα τα κεφάλαια 15 έως 20 αποτελούν θεµατικές ενότητες που πραγµατεύονται ζητήµατα σχετικά µε την καλλιέργεια των αγρών, όπως είναι το έδαφος, το όργωµα, η σπορά, το αλώνισµα, το λίχνισµα, η δενδροκοµία, η αµπελοκαλλιέργεια και η ελαιοκαλλιέργεια. Στα συγκεκριµένα κεφάλαια του έργου ο Ισχόµαχος (ήτοι ο ίδιος ο Ξενοφών) παρουσιάζεται ως ικανός καλλιεργητής της γης, µε γνώσεις και παρατηρήσεις σχετικά µε τα θέµατα της γης και της φροντίδας που αυτή απαιτεί. Από το κείµενο του Ξενοφώντα ο αναγνώστης αποκοµίζει την αίσθηση ότι ο αγροτικός βίος είναι εύκολος, ευχάριστος και πάνω απ’ όλα δηµιουργικός και χρήσιµος. Η ενασχόληση µε τη γη παρουσιάζεται ως µία από τις πλέον ωραίες και απαραίτητες δραστηριότητες και µάλιστα σε τέτοιο βαθµό ώστε να εξυµνείται ως «µητέρα» και «τροφός» όλων των άλλων τεχνών. Ο συγγραφέας δεν είναι φειδωλός όσον αφορά στις µνείες για τις ικανοποιητικές χρηµατικές απολαβές που περιµένουν εκείνους που γνωρίζουν πώς να φροντίζουν τα χωράφια τους. Γενικά, η θετική στάση που τηρεί ο Ξενοφώντας για τα ζητήµατα των αγροτικών εργασιών είναι στον αντίποδα εκείνης του Ησιόδου.
Πηγή : ΑΡΙΣΤOΤΕΛΕΙO ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙO ΘΕΣΣΑΛOΝΙΚΗΣ 
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤOΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙOΛOΓΙΑΣ ΤOΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ  
ΑΓΡΟΙΚΙΕΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ 
ΔΙΔΑΚΤOΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒH ΤΟΜΟΣ Α
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017 

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Β)

Ο υλικός βίος εμφανίζει στα μέσα του 20ου αιώνα: 1. Αυξημένο ποσοστό οικονομικής αυτάρκειας. Η παράλληλη ενασχόληση της πλειοψηφίας των κατοίκων με την κηπουρική και τη γεωργία και η ύπαρξη οικόσιτης κτηνοτροφίας, που εντάθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα με τη σταβλισμένη αγελαδοτροφία, εξασφάλιζε επάρκεια στα περισσότερα είδη διατροφής καθώς και σε ζωοτροφές. Αλλά και τα κλινοσκεπάσματα και κάποια υφάσματα για ένδυση που ύφαιναν, κεντούσαν και έρραβαν οι γυναίκες συντελούσαν στην επαύξηση της επάρκειας. Αν συνυπολογισθεί και ο λιτός τρόπος διαβίωσης οι δαπάνες για καταναλωτικά αγαθά ήταν περιορισμένες. Τον θεσμό της οικογένειας πολύ ισχυρό. Κάθε αγροτική εκμετάλλευση αποτελούσε μία οικογενειακή οικονομική μονάδα. Όλοι για τον ένα και ο ένας για όλους. Το κάθε μέλος πρόσφερε ότι μπορούσε και για τις ανάγκες τους, η προσφορά όλων των υπολοίπων συλλογική. Πολύ υψηλό ποσοστό αγροτών σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού. Η απασχόληση δεν ήταν εποχική. Ήταν συνεχής και εντατική, από το περιβόλι, στο χωράφι κι από το χωράφι στο στάβλο, τις περισσότερες ημέρες του χρόνου από νύχτα σε νύχτα. Από τα πάρα πάνω χαρακτηριστικά άλλα εξαλείφθηκαν και άλλα διαφοροποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, που αποτελούν τη δεύτερη περίοδο της κηπουρικής. Διαφέρει από τη πρώτη γιατί μειώθηκε αισθητά η παραγωγή και τα προϊόντα διαθέτουν στις λαϊκές αγορές οι ίδιοι οι παραγωγοί. 
Η ζωή έγινε αστική. Δημητριακά δεν καλλιεργούνται. Δεν υπάρχουν άλογα και τα άλλα ζώα που χρησιμοποιόντουσαν για άροση και για μεταφορές. Οι όποιες μεταφορές γίνονται με μικρά ιδιόκτητα φορτηγά αυτοκίνητα. Τα κάρρα, οι σούστες και οι άμαξες λησμονήθηκαν. Η μηχανοκίνητη άροση, που εντάθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μειώθηκε κατακόρυφα. Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, που είχαν ως βάση την οικογένεια και εξασφάλιζαν αυξημένο ποσοστό αυτάρκειας σε τρόφιμα και άλλα είδη, φθίνουν οριστικά και το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται γενικά με τη γεωργία είναι πολύ περιορισμένο. Η κηπουρική που ανθούσε περιορίστηκε στο ελάχιστο. Μερικοί στράφηκαν στην δενδροκαλλιέργεια, φιστικιές κυρίως, αλλά όπως φαίνεται προσωρινά. Πολλοί ξεριζώνουν τα δένδρα για να χρησιμοποιήσουν σε άλλες δραστηριότητες τη γη. Όσοι παρέμειναν κηπουροί, καλλιεργούν τα αναγκαία είδη που μπορούν να διαθέσουν οι ίδιοι στις λαϊκές αγορές της Αθήνας και του Πειραιά. Οι αλλαγές, που δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές, παρατηρούνται και στις παραδοσιακές μεθόδους και τεχνικές καθώς και στα παραδοσιακά εργαλεία πολλά από τα οποία είναι άγνωστα στη νέα γενιά. Γι αυτό η κάποια αναφορά παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον.
Στον κάμπο του Θριασίου διατηρούνται ακόμα πολλές υπόγειες δεξαμενές βρόχινου νερού, γκρόπες, αρκετές μάλιστα γνωστές με το επώνυμο κάποιου που σε κάποια εποχή ήταν ιδιοκτήτης του κτήματος στο οποίο βρίσκεται η κάθε συγκεκριμένη δεξαμενή. Το πρώτο ερώτημα που σου γεννιέται παρατηρώντας τις είναι το μυστικό της κατασκευής τους. Το στόμιο είναι στο αυτό επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους για να ρέει το νερό από το χωράφι στη δεξαμενή. Έχει διάμετρο ένα μέτρο και πολλές φορές μικρότερη. Όταν κοιτάς το εσωτερικό της δεξαμενής διαπιστώνεις ότι ο πάτος, μια επίπεδη κυκλική επιφάνεια στον βυθό της, έχει διάμετρο μεγαλύτερη εκείνης του στομίου. Το βάθος κυμαίνεται συνήθως από 3,5 μέχρι 5 μέτρα. Αν κατέβουμε στον πάτο και κοιτάξουμε ψηλά διαπιστώνουμε ότι όσο ανεβαίνει η ματιά τα καμπυλοειδή πλαϊνά τοιχώματα πλαταίνουν μέχρι τα 2/5 σχεδόν του ύψους. Εκεί αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια οριζόντια τομή θα είχαμε την πιο πλατιά περιφέρεια της δεξαμενής με διάμετρο να προσεγγίζει τα 3/5 του βάθους της. Από το σημείο αυτό και μέχρι το στόμιο τα τοιχώματα στενεύουν, συγκλίνουν. Λόγω αυτής της μορφής έχουν ονομάσει τις δεξαμενές κωδωνοειδείς ή αχλαδόσχημες, επειδή έχουν σχήμα κουδουνιού ή αχλαδιού. Το νερό αντλούσαν δένοντας σε σχοινί ένα κουβά και πετώντας το να βυθισθεί στο νερό της δεξαμενής. Αν φαντασθεί κανείς τον γεωργό γερμένο πάνω στο στόμιο να αντλήσει νερό, πατάει σε μια επιφάνεια χώματος που στο βάθος αυτής υπάρχει κενό, πατάει σε κάποιο σημείο που αν προεκτείνουμε νοερά την κατακόρυφο συναντάμε το κενό της δεξαμενής. Το χώμα γύρω από το στόμιο όχι μόνο δεν υποχωρούσε στο βάρος του ανθρώπου, αλλά και στο βάρος του ζώου που θα πατούσε εκεί. Την απορία την έχω από τα παιδικά μου χρόνια. Οι χωρικοί απέδιδαν την ανθεκτικότητα των τοιχωμάτων στο αργιλοκονίαμα με το οποίο τις είχαν αλείψει. Στην πορσελάνη όπως ονόμαζαν το κονίαμα και κάποιοι μάλιστα παρεφθαρμένα την έλεγαν μπουρσελάνα. Όμως αυτή η επάλειψη εξασφάλιζε τη στεγανότητα. Εμπόδιζε τη διήθηση του νερού, δεν είχε σχέση με τη στατική της δεξαμενής. 
Ρώτησα πολλούς κατά καιρούς αν είχαν ακούσει το όνομα κάποιου γνώστη της τεχνικής που χρησιμοποιείτο για την κατασκευή. Δεν γνώριζαν. Μου απαντούσαν ότι έτσι τις είχαν γνωρίσει, θέλοντας να πουν ότι υπήρχαν από παλιά και οι πιο πολλές γνωστές με κάποιο όνομα. Του Καματερού, του Γκολέμη, του Κατσάρη, του Αγίου Γεωργίου κ.λπ. Προέρχονταν τα ονόματα από εκείνα διαφόρων οικογενειών, που σύμφωνα με την παράδοση έμεναν εκεί μόνιμα ή εποχιακά ή ακόμα όσο διαρκούσαν οι εργασίες στα χωράφια. Υπήρχαν και δεξαμενές, γκρόπες, με άλλη ονομασία που προερχόταν όχι από επώνυμο αλλά με κριτήριο τη γειτνίαση με κάποιο μνημείο ή εκκλησία (Αγίου Γεωργίου) ή κάποιο τοπωνύμιο (Στις Ομπόρες). Δεν έχω σταματήσει να αναζητώ την ερμηνεία του τρόπου κατασκευής. Πολλές φορές συζήτησα με Πολ. Μηχανικούς, γνώστες στατικής, αλλά παρέμειναν απλές συζητήσεις. Φαίνεται ότι δεν μπόρεσα να τους δημιουργήσω ενδιαφέρον. Διάβασα βιβλία που αναφέρονταν σε τεχνικές της νεολιθικής εποχής, σε τεχνικές μεταγενέστερων χρόνων σχετικές με την οικοδόμηση και την αρχιτεκτονική. Δεν είναι δυνατό να εκφράσεις υπεύθυνη άποψη αν δεν είσαι ειδικός. Απλώς θα αναφέρω κάποιες σκέψεις με επιφύλαξη. Ο εκφορικός τρόπος χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία καμπυλόγραμμων σχημάτων. Με εκφορικό τρόπο είναι κατασκευασμένη και η γέφυρα της Οίης στο χείμαρρο «της Μαύρης Ώρας». Άλλες ενδεικτικές περιπτώσεις εις Χρήστου Τσούντα. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης. 
Η τεχνική του εκφορικού τρόπου στέγασης είναι γνωστή. Κάθε πέτρα ή πλίνθος που τοποθετείται όσο ανεβαίνει η τοιχοποιία εκφέρεται, δηλαδή προεξέχει εσωτερικά μέχρι ότου φθάνει να κλείσει στην κορυφή με την υπόλοιπη τοιχοποιία. Οι αντίρροπες δυνάμεις εξουδετερώνονται και δημιουργείται ισορροπία. Το ίδιο συμβαίνει με τη διάνοιξη μιας σήραγγας. Επομένως και στις υπόγειες δεξαμενές που έπρεπε να έχουν αναγκαστικά μικρό στόμιο, τα τοιχώματα δεν υποχωρούν γιατί πρέπει και εδώ οι δυνάμεις που ασκούν οι χωμάτινες μάζες να εξουδετερώνονται και να ισορροπούν. Συμπέρασμα που ελέγχεται αν είναι και αληθές. Εκείνο που δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς είναι η ικανότητα και η εμπειρία να δημιουργήσουν τις αναγκαίες καμπύλες σκάβοντας και αφαιρώντας το χώμα που θα εξασφάλιζαν τη στατική του υπογείου αυτού κενού που δημιουργούσαν. Ένα αποτέλεσμα που δημιουργείτο χωρίς τη χρήση υποστυλωμάτων. Οι αναγκαίες απαντήσεις δεν περιορίζονται μόνο στον τρόπο κατασκευής. Επεκτείνονται και στον χρόνο. Ποιοι τις κατασκεύαζαν, ποιοι τις πρωτοχρησιμοποίησαν, ποιοι τις διατήρησαν. Πόσο παλιές είναι. Δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση, κατά την Τουρκοκρατία, είναι ακόμα παλαιότερες; Ο χρόνος κατασκευής αποτελεί τεκμήριο για συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κατοίκηση της περιοχής. Η μεγαλύτερη δεξαμενή που υπήρχε στον κάμπο του Θριασίου ήταν η γκρόπα στις Ομπόρες. Σε ξάφνιαζε το μέγεθος της. Στο μεγαλύτερο εύρος της η διάμετρος ξεπερνούσε τα 5 μέτρα. Όσο για το βάθος της έπρεπε να αφαιρούσαν τα διάφορα μπάζα, σκουπίδια και λοιπές ακαθαρσίες που είχαν καλύψει σημαντικό από τον χώρο της δεξαμενής για να μπορούσε κανείς να συμπεράνει ποιο ήταν στην πραγματικότητα. Δεδομένου ότι ο οικισμός πρέπει να έπαψε να υπάρχει μετά την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Αττική η πιο πιθανή εκδοχή είναι η δεξαμενή αυτή να κατασκευάστηκε πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα. Δυστυχώς τώρα δεν υπάρχει ώστε να την ερευνούσαν ειδικοί επιστήμονες. Ελπίζω ότι κάτι θα μπορούσαμε να αποκαλύψουμε μελετώντας εκείνες που διασώζονται. Απαιτείται όμως ενδιαφέρον και κινητοποίηση. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, υπήρχαν οικογένειες εγκατεστημένες σε διάφορα σημεία του κάμπου προτού να συγκεντρωθούν στα Καλύβια που ήταν ο σημαντικότερος πυρήνας. Οι Λιοσαίοι ήσαν οι τελευταίοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Ζουνό (τοπωνύμιο ανατολικά του χωριού) και να εγκατασταθούν στα Καλύβια για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ωστόσο διαβίωση χωρίς νερό δεν ήταν δυνατό να υπάρξει. 
Στα Καλύβια υπήρχαν τα πηγάδια απ’ όπου αντλούσαν την αναγκαία ποσότητα νερού. Το βάθος τους μόλις που επέτρεπε την άντληση. Βορειότερα στον κάμπο αυτά τα χρόνια ούτε σκέψη για πηγάδια. Έπρεπε να ήσαν πολύ βαθιά για να φθάσουν στην υδροφόρο λεκάνη όπως αποδείχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Κι ακόμα αν ήταν δυνατό να υπάρξει κάποιο πηγάδι δεν ήταν δυνατή η άντληση με τις δυνατότητες και τα μέσα αυτών των καιρών. Ώστε η χρησιμότητα των δεξαμενών με βρόχινο νερό για την κατοίκηση ή τουλάχιστο για την καλλιέργεια του κάμπου, την γεωργία και την κτηνοτροφία είναι αυταπόδεικτη. Το νερό χρησιμοποιείτο για το πότισμα των ζώων και για κάθε μορφής λάτρα. Απαραίτητη ήταν κατά διαστήματα και η συντήρηση της δεξαμενής και ο καθαρισμός από τα χώματα και ότι άλλα είχαν κατακαθίσει στον πυθμένα. Ερώτημα γεννιέται με το πόσιμο νερό. Πώς το προμηθεύονταν. Από μεταγενέστερες εποχές όταν δηλαδή οι γεωργοί ξεκινούσαν από τα σπίτια τους στο χωριό για το χωράφι γνωρίζουμε ότι φόρτωναν στη σούστα μαζί με τα απαραίτητα, ανάλογα με το είδος της δουλειάς, εργαλεία και δοχείο ή βούτσα με νερό καθώς και το απαραίτητο ασκί. Όμως σε προγενέστερες εποχές, χωρίς σούστα με τις μεταφορές να γίνονται πάνω στα σαμάρια των ζώων, όταν παρέμεναν στο χωράφι και στις πρόχειρες καλύβες και ενώ δεν υπήρχε στον κάμπο τρεχούμενο νερό τι συνέβαινε; Διήγηση καμία δεν μου είναι γνωστή. Όμως μπροστά στην ανάγκη πείθονται και οι θεοί. Και τίποτε δεν αποκλείει για κάποιους να έρχοταν στιγμή που να έβραζαν νερό της δεξαμενής και να το χρησιμοποιούσαν. Ποιος ρώτησε, εξ’ άλλου, βοσκό αν πάνω στη δίψα του δεν έσκυψε και ήπιε νερό από σπιθάρι, δηλαδή νερό σε κοίλωμα βράχου; Θεώρησα απαραίτητο να μην αφήσουμε χωρίς σχολιασμό τις γκρόπες, τις δεξαμενές με βρόχινο νερό, αυτά τα δημιουργήματα της ανάγκης, γιατί είχαν κι’ αυτές τη δική τους συμβολή στην εξασφάλιση της διαβίωσης. Η αρχή ήταν το νερό.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Α)

Ο Ασπρόπυργος του 1900, σύμφωνα με την τότε απογραφή, είχε 509 άνδρες. Απ’ αυτούς 130 είχαν δηλώσει γεωργοί, 78 κηπουροί, 48 κτηματίες, 72 ποιμένες και 87 εργάτες. Οι τελευταίοι, σχεδόν όλοι, δούλευαν μεροκαματιάρηδες στα χωράφια και τα περιβόλια όσων είχαν ανάγκη από πρόσθετα εργατικά χέρια επειδή, η ακτημοσύνη τους ή τα λίγα ιδιόκτητα χωράφια, τους υποχρέωναν να ξενοδουλεύουν για να εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό τους. Μαζί, 415 όλοι τους, αποτελούσαν το 81,5%. Οι άλλοι 94 που απέμεναν, το 18,5%, ασκούσαν 38 διαφορετικά επαγγέλματα. Η εικόνα που έχουμε από την απογραφή δεν δείχνει όλη την πραγματικότητα ωστόσο εκφράζει τις εργασίες στις οποίες ρίχνανε το βάρος κατά προτεραιότητα. Η διάκριση σε κτηματίες, γεωργούς, κηπουρούς δεν ήταν απόλυτα ακριβής. Δεν διέφεραν οι κτηματίες από τους γεωργούς ουσιαστικά ή από τους κηπουρούς και αυτό γινόταν φανερό με την πάροδο του χρόνου. Πάντως ο κτηματίας έπρεπε να κατείχε κάπως μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία. Η εικόνα ήταν παραπλανητική για τις γυναίκες. Δήλωναν «οικιακά» ωσάν να μην έκαναν καμία άλλη εργασία έξω από το σπίτι. Δούλευαν στα περιβόλια και στις εποχικές αγροτικές εργασίες χωρίς διάκριση και οι γυναίκες μέλη της κάθε οικογένειας και οι γυναίκες των οικογενειών των εργατών για το μεροκάματο. 
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής οι κηπουροί αντιστοιχούσαν στο 15,3% επί του συνόλου των 509 ανδρών, στο 31,2% του συνόλου των 250 γεωργών κτηματιών, ποιμένων, και το 43,8 των 178 γεωργών και κτηματιών. Μια εξέλιξη που χρειάστηκε για να πραγματοποιηθεί 2/3 του αιώνα όσα ήσαν τα χρόνια από την απελευθέρωση μέχρι το 1900. Οι αιώνιες αντιθέσεις μεταξύ των γεωργών και των ποιμένων δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Οι ποιμένες διεκδικούσαν περισσότερες εκτάσεις για βοσκή και οι γεωργοί απαιτούσαν περισσότερη προστασία της γεωργικής παραγωγής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ζωή στα βουνά ήταν πιο ελεύθερη και ο ποιμενικός βίος ανθούσε. Η ζωή στον κάμπο του Θριασίου ήταν εκτεθειμένη σε πολλαπλούς κινδύνους. Όσοι καλλιεργητές αποτολμούσαν, ζούσαν μόνιμα ή εποχικά ανάλογα με τη διάρκεια της απασχόλησης κατά πατριές και διάσπαρτα στον κάμπο. Μετά την απελευθέρωση άρχισε η κάθοδος από το βουνό στον κάμπο με μόνιμη πλέον εγκατάσταση. Η Χασιά, το κεφαλοχώρι κατά την Τουρκοκρατία, έχανε μέρα με τη μέρα το ηγετικό της ρόλο. Η σκυτάλη πέρασε στα Καλύβια στο δικό της χωριό στον κάμπο. Έτσι πήρε και η γεωργία τα πρωτεία από την ποιμενική. Η ανάγκη για μονιμότερη απασχόληση συνετέλεσε να στραφούν με περισσότερη έμφαση στην κηπουρική και δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι ήταν επιβεβλημένη η συνύπαρξη και η αλληλοσυμπλήρωση της κηπουρικής και της γεωργίας με την κτηνοτροφία και ειδικότερα με την αγελαδοτροφία. Σύμφωνα με την πάρα πάνω απογραφή οι τέσσερεις στους πέντε ασχολούνταν με την αγροκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία και ο πέμπτος ασκούσε κάποιο άλλο επάγγελμα. Αν αναφερθούμε σ’ αυτά τα επαγγέλματα μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που ζούσαν, μάλιστα αν συσχετίσουμε το είδος της απασχόλησης με την κατασκευή σπιτιών, την οικοσκευή, την ενδυμασία, τη διατροφή, το εμπόριο, τα αναγκαία εργαλεία για τις αγροτικές εργασίες, τις μετακινήσεις και τις παροχές διαφόρων υπηρεσιών θα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
Στη δημοτική περιφέρεια Ασπρόπυργου ανήκουν σχεδόν τα 3/5 της όλης έκτασης του Θριασίου. Μέχρι το 1960, που η χρήση της γης ήταν αποκλειστικά γεωργική οι Ασπροπυργιώτες, στην πλειοψηφία γεωργοί, είχαν επεκτείνει τις αγροτικές ιδιοκτησίες και στις γειτονικές δημοτικές περιφέρειες. Στον Ασπρόπυργο δεν υπήρξαν μεγάλες ιδιοκτησίες, γεγονός που συνέτεινε στις ομαλές κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων. Η Ελληνική Παλιγγενεσία βρήκε το Θριάσιο με μοναδική μεγάλη ιδιοκτησία ένα πρώην μούλκι Τούρκου πασά στο νότιο τμήμα του κάμπου (γειτνίαζε με τη θάλασσα και το Ποικίλο όρος) το γνωστό Στεφάνι, και ορισμένες εκτάσεις στα βορεινά του κάμπου τα «μοναστηριακά» που ανήκαν στη Μονή Κλειστών. Όμως αρχικά το Στεφάνι και αργότερα τα «μοναστηριακά» μοιράστηκαν με παραχωρητήρια και με κλήρους στους Ασπροπυργιώτες! Έκτοτε και μέχρι πρόσφατα στη δεκαετία του εξήντα οι ιδιοκτησίες της πλειοψηφίας των αγροτών κυμαίνονταν από 30 μέχρι 150 στρέμματα ενώ ελάχιστοι είχαν συνολική ατομική ιδιοκτησία μεταξύ 300 και 500 στρεμμάτων. Στις αγροτικές εργασίες απασχολείτο όλη η οικογένεια και σε περιόδους αιχμής ή όταν η οικογενειακή προσφορά εργασίας δεν επαρκούσε καλούσαν αγροτοεργάτες άνδρες και γυναίκες από τις φτωχότερες οικογένειες, ημερομίσθιους, με τους οποίους η οικογένεια εργαζόταν πλάι, πλάι και έτρωγαν όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι χωρίς να αφήνονται περιθώρια να δημιουργηθούν κοινωνικές διακρίσεις. Στις αρχές του εικοστού αιώνα τα περιβόλια ήσαν παραθαλάσσια. Άρχιζαν από τη θάλασσα και προχωρούσαν μερικές εκατοντάδες μέτρα μέσα στον κάμπο, επειδή τα μαγγάνια περιστρέφονταν με άλογα και τα πηγάδια δεν ήταν δυνατό να έχουν μεγάλο βάθος. Στην περιοχή αυτή το βάθος εποίκιλλε από 3 μέχρι 12 μέτρα. Από την απελευθέρωση του γένους μέχρι τις αρχές του αιώνα, όλα αυτά τα χρόνια, πάσχιζαν γενιές για να αλλάξουν την άγρια χλωρίδα του Θριάσιου. Να ημερώσουν ένα τόπο που δέσποζαν οι βελανιδιές και οι θάμνοι. Τις πρώτες δεκαετίες όργωναν με αλέτρι που διέφερε από το πρωτόγονο ησιόδειο στο υνί που ήταν σιδερένιο. Άροση ρηχή, επιφανειακή με περιορισμένη απόδοση στο πετρώδες έδαφος. 
Το 1860 χρησιμοποιήθηκε το γερμανικό, όπως το έλεγαν, αλέτρι. Όργωνε βαθειά και ξέθαβε τις πέτρες. Τις μάζευαν και τις μετέφεραν για οικοδομική χρήση. Έτσι με τα χρόνια μετάτρεψαν την άγονη γη σε γόνιμη. Όμως και στις αρχές του 20ου αιώνα πολλές περιοχές εξακολουθούσαν να παραμένουν βελανιδότοποι. Είχαν οι κάτοικοι κι από τα βελανίδια κάποιο εισόδημα αλλά η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Μεγάλη φτώχεια. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική παρέσυρε πολλούς Ασπροπυργιώτες. Πολύ λίγοι έμειναν εκεί, οι περισσότεροι γύρισαν να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς πολέμους. Ακολούθησαν άλλα δέκα χρόνια πολέμων. Οι άνδρες που έμειναν πίσω μαζί με τις γυναίκες δούλευαν σκληρά στα περιβόλια που αυξάνονταν προχωρώντας βορεινά προς το χωριό. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη έγινε τα χρόνια του μεσοπολέμου. Δεν χρησιμοποιούνται πλέον τα άλογα για την άντληση του νερού. Αντικαταστάθηκαν από πετρελαιομηχανές κι αυτές με τη σειρά τους από ηλεκτρικούς κινητήρες, τα μοτέρ. Καινούργια πηγάδια ανοίχθηκαν 25, 30 ,35, 40 μέτρα βάθος. Στα καινούργια μαγγάνια διαφοροποιήθηκε το σύστημα μετάδοση κίνησης. Νέες ράτσες αλόγων. Δυνατά, γρήγορα άλογα, σέρβικα, ουγγαρέζικα αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη της παραγωγής και της οικονομίας κάθε οικογένειας όμως τα περισσότερα τελείωσαν τον προορισμό τους στα αλβανικά βουνά το 1940. Μετά τον πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του εξήντα τα περιβόλια επεκτάθηκαν βορειότερα με πηγάδια των 50, 60, 70 μέτρων βάθους. Μένω με την εντύπωση ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει άλλος τόπος με μεγαλύτερη πυκνότητα πηγαδιών.
Η υπερβολική άντληση επέδρασε στην ποιότητα του νερού της υπόγειας υδροφόρου λεκάνης. Οι νότιες περιοχές έχουν υφάλμυρα νερά. Η παρουσία μερικών υπερβολικά υδροβόρων βιομηχανιών που στραγγίζουν καθημερινά τα αποθέματα του νερού επέδρασε και στην ποιότητα των νερών των βορείων περιοχών. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι περιοχές που κυρίως προμήθευαν κηπευτικά την Αθήνα και τον Πειραιά ήσαν οι δυτικές της Αθήνας κατά μήκος του Κηφισού και το Θριάσιο. Βόρεια και ανατολικά της Αθήνας η παραγωγή ήταν περιορισμένη. Όταν το αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά προϊόντων από τη δεκαετία του τριάντα, νέες περιοχές, κυρίως η Αργολίδα, άρχισαν να ανταγωνίζονται τις πρώτες. Η ραγδαία συγκέντρωση του πληθυσμού στη δεκαετία του πενήντα στο λεκανοπέδιο της Αθήνας επηρέασε τον όγκο παραγωγής. Ήταν η βασική αιτία της επέκτασης των περιβολιών βορειότερα. Αλλά δεν διαφοροποιήθηκε μόνο ο όγκος αλλά και η διαδικασία της παραγωγής από την κάθετη τεχνολογική ανάπτυξη. Η συστηματική επέκταση των θερμοκηπίων με αποτέλεσμα την δημιουργία κλιματολογικών συνθηκών διαφορετικών σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον μεγιστοποίησε τον χρόνο παραγωγής πολλών προϊόντων. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας ψύχους επέτρεψε τον εφοδιασμό της αγοράς με νωπά προϊόντα που σε προηγούμενα χρόνια δεν μπορούσαν να διατεθούν στην κατανάλωση γιατί δεν ήταν δυνατό να συντηρηθούν. Αλλά και η συνεχής βελτίωση των μεταφορικών μέσων, των οδικών αρτηριών και η δυνατότητα να φθάσουν σε μερικές ώρες ή σε μια νύχτα τα προϊόντα από τον τόπο παραγωγής στην κατανάλωση ευνόησε απόμακρα διαμερίσματα της χώρας και νησιά να μειώσουν τη σημασία και να υποβαθμίσουν τη θέση που κατείχε το Θριάσιο στην παραγωγή κηπευτικών προϊόντων. Όμως η νέα αυτή εξέλιξη για την κηπευτική και τη γεωργία του Ασπροπύργου δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό των άλλων περιοχών. Η μέσα σε λίγα χρόνια υδροκεφαλική πληθυσμιακή συσσώρευση στην πρωτεύουσα με αποτέλεσμα την άναρχη ανάπτυξη της Αττικής γενικότερα, οδήγησε στην αλλαγή χρήσης της γης. Βιομηχανίες, βιοτεχνίες και κάθε τι ρυπαρό οδηγήθηκε στο Θριάσιο και η γη έγινε εμπορεύσιμο αγαθό. Οι δομές του υλικού βίου μεταμορφώθηκαν. Παρατηρούνται βαθειές αλλαγές στην οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις, στον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης και στην πληθυσμιακή σύνθεση.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος : Φυσική Ιστορία (Μέρος Β)

Στην «Φυσική Ιστορία» στο κεφάλαιο ο Άνθρωπος (Naturalis Historia VII liber) «Έδωσα μια περιγραφή του κόσμου και των χωρών, των ειδών, των θ...