Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Β)

Ο υλικός βίος εμφανίζει στα μέσα του 20ου αιώνα: 1. Αυξημένο ποσοστό οικονομικής αυτάρκειας. Η παράλληλη ενασχόληση της πλειοψηφίας των κατοίκων με την κηπουρική και τη γεωργία και η ύπαρξη οικόσιτης κτηνοτροφίας, που εντάθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα με τη σταβλισμένη αγελαδοτροφία, εξασφάλιζε επάρκεια στα περισσότερα είδη διατροφής καθώς και σε ζωοτροφές. Αλλά και τα κλινοσκεπάσματα και κάποια υφάσματα για ένδυση που ύφαιναν, κεντούσαν και έρραβαν οι γυναίκες συντελούσαν στην επαύξηση της επάρκειας. Αν συνυπολογισθεί και ο λιτός τρόπος διαβίωσης οι δαπάνες για καταναλωτικά αγαθά ήταν περιορισμένες. Τον θεσμό της οικογένειας πολύ ισχυρό. Κάθε αγροτική εκμετάλλευση αποτελούσε μία οικογενειακή οικονομική μονάδα. Όλοι για τον ένα και ο ένας για όλους. Το κάθε μέλος πρόσφερε ότι μπορούσε και για τις ανάγκες τους, η προσφορά όλων των υπολοίπων συλλογική. Πολύ υψηλό ποσοστό αγροτών σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού. Η απασχόληση δεν ήταν εποχική. Ήταν συνεχής και εντατική, από το περιβόλι, στο χωράφι κι από το χωράφι στο στάβλο, τις περισσότερες ημέρες του χρόνου από νύχτα σε νύχτα. Από τα πάρα πάνω χαρακτηριστικά άλλα εξαλείφθηκαν και άλλα διαφοροποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, που αποτελούν τη δεύτερη περίοδο της κηπουρικής. Διαφέρει από τη πρώτη γιατί μειώθηκε αισθητά η παραγωγή και τα προϊόντα διαθέτουν στις λαϊκές αγορές οι ίδιοι οι παραγωγοί. 
Η ζωή έγινε αστική. Δημητριακά δεν καλλιεργούνται. Δεν υπάρχουν άλογα και τα άλλα ζώα που χρησιμοποιόντουσαν για άροση και για μεταφορές. Οι όποιες μεταφορές γίνονται με μικρά ιδιόκτητα φορτηγά αυτοκίνητα. Τα κάρρα, οι σούστες και οι άμαξες λησμονήθηκαν. Η μηχανοκίνητη άροση, που εντάθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μειώθηκε κατακόρυφα. Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, που είχαν ως βάση την οικογένεια και εξασφάλιζαν αυξημένο ποσοστό αυτάρκειας σε τρόφιμα και άλλα είδη, φθίνουν οριστικά και το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται γενικά με τη γεωργία είναι πολύ περιορισμένο. Η κηπουρική που ανθούσε περιορίστηκε στο ελάχιστο. Μερικοί στράφηκαν στην δενδροκαλλιέργεια, φιστικιές κυρίως, αλλά όπως φαίνεται προσωρινά. Πολλοί ξεριζώνουν τα δένδρα για να χρησιμοποιήσουν σε άλλες δραστηριότητες τη γη. Όσοι παρέμειναν κηπουροί, καλλιεργούν τα αναγκαία είδη που μπορούν να διαθέσουν οι ίδιοι στις λαϊκές αγορές της Αθήνας και του Πειραιά. Οι αλλαγές, που δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές, παρατηρούνται και στις παραδοσιακές μεθόδους και τεχνικές καθώς και στα παραδοσιακά εργαλεία πολλά από τα οποία είναι άγνωστα στη νέα γενιά. Γι αυτό η κάποια αναφορά παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον.
Στον κάμπο του Θριασίου διατηρούνται ακόμα πολλές υπόγειες δεξαμενές βρόχινου νερού, γκρόπες, αρκετές μάλιστα γνωστές με το επώνυμο κάποιου που σε κάποια εποχή ήταν ιδιοκτήτης του κτήματος στο οποίο βρίσκεται η κάθε συγκεκριμένη δεξαμενή. Το πρώτο ερώτημα που σου γεννιέται παρατηρώντας τις είναι το μυστικό της κατασκευής τους. Το στόμιο είναι στο αυτό επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους για να ρέει το νερό από το χωράφι στη δεξαμενή. Έχει διάμετρο ένα μέτρο και πολλές φορές μικρότερη. Όταν κοιτάς το εσωτερικό της δεξαμενής διαπιστώνεις ότι ο πάτος, μια επίπεδη κυκλική επιφάνεια στον βυθό της, έχει διάμετρο μεγαλύτερη εκείνης του στομίου. Το βάθος κυμαίνεται συνήθως από 3,5 μέχρι 5 μέτρα. Αν κατέβουμε στον πάτο και κοιτάξουμε ψηλά διαπιστώνουμε ότι όσο ανεβαίνει η ματιά τα καμπυλοειδή πλαϊνά τοιχώματα πλαταίνουν μέχρι τα 2/5 σχεδόν του ύψους. Εκεί αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια οριζόντια τομή θα είχαμε την πιο πλατιά περιφέρεια της δεξαμενής με διάμετρο να προσεγγίζει τα 3/5 του βάθους της. Από το σημείο αυτό και μέχρι το στόμιο τα τοιχώματα στενεύουν, συγκλίνουν. Λόγω αυτής της μορφής έχουν ονομάσει τις δεξαμενές κωδωνοειδείς ή αχλαδόσχημες, επειδή έχουν σχήμα κουδουνιού ή αχλαδιού. Το νερό αντλούσαν δένοντας σε σχοινί ένα κουβά και πετώντας το να βυθισθεί στο νερό της δεξαμενής. Αν φαντασθεί κανείς τον γεωργό γερμένο πάνω στο στόμιο να αντλήσει νερό, πατάει σε μια επιφάνεια χώματος που στο βάθος αυτής υπάρχει κενό, πατάει σε κάποιο σημείο που αν προεκτείνουμε νοερά την κατακόρυφο συναντάμε το κενό της δεξαμενής. Το χώμα γύρω από το στόμιο όχι μόνο δεν υποχωρούσε στο βάρος του ανθρώπου, αλλά και στο βάρος του ζώου που θα πατούσε εκεί. Την απορία την έχω από τα παιδικά μου χρόνια. Οι χωρικοί απέδιδαν την ανθεκτικότητα των τοιχωμάτων στο αργιλοκονίαμα με το οποίο τις είχαν αλείψει. Στην πορσελάνη όπως ονόμαζαν το κονίαμα και κάποιοι μάλιστα παρεφθαρμένα την έλεγαν μπουρσελάνα. Όμως αυτή η επάλειψη εξασφάλιζε τη στεγανότητα. Εμπόδιζε τη διήθηση του νερού, δεν είχε σχέση με τη στατική της δεξαμενής. 
Ρώτησα πολλούς κατά καιρούς αν είχαν ακούσει το όνομα κάποιου γνώστη της τεχνικής που χρησιμοποιείτο για την κατασκευή. Δεν γνώριζαν. Μου απαντούσαν ότι έτσι τις είχαν γνωρίσει, θέλοντας να πουν ότι υπήρχαν από παλιά και οι πιο πολλές γνωστές με κάποιο όνομα. Του Καματερού, του Γκολέμη, του Κατσάρη, του Αγίου Γεωργίου κ.λπ. Προέρχονταν τα ονόματα από εκείνα διαφόρων οικογενειών, που σύμφωνα με την παράδοση έμεναν εκεί μόνιμα ή εποχιακά ή ακόμα όσο διαρκούσαν οι εργασίες στα χωράφια. Υπήρχαν και δεξαμενές, γκρόπες, με άλλη ονομασία που προερχόταν όχι από επώνυμο αλλά με κριτήριο τη γειτνίαση με κάποιο μνημείο ή εκκλησία (Αγίου Γεωργίου) ή κάποιο τοπωνύμιο (Στις Ομπόρες). Δεν έχω σταματήσει να αναζητώ την ερμηνεία του τρόπου κατασκευής. Πολλές φορές συζήτησα με Πολ. Μηχανικούς, γνώστες στατικής, αλλά παρέμειναν απλές συζητήσεις. Φαίνεται ότι δεν μπόρεσα να τους δημιουργήσω ενδιαφέρον. Διάβασα βιβλία που αναφέρονταν σε τεχνικές της νεολιθικής εποχής, σε τεχνικές μεταγενέστερων χρόνων σχετικές με την οικοδόμηση και την αρχιτεκτονική. Δεν είναι δυνατό να εκφράσεις υπεύθυνη άποψη αν δεν είσαι ειδικός. Απλώς θα αναφέρω κάποιες σκέψεις με επιφύλαξη. Ο εκφορικός τρόπος χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία καμπυλόγραμμων σχημάτων. Με εκφορικό τρόπο είναι κατασκευασμένη και η γέφυρα της Οίης στο χείμαρρο «της Μαύρης Ώρας». Άλλες ενδεικτικές περιπτώσεις εις Χρήστου Τσούντα. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης. 
Η τεχνική του εκφορικού τρόπου στέγασης είναι γνωστή. Κάθε πέτρα ή πλίνθος που τοποθετείται όσο ανεβαίνει η τοιχοποιία εκφέρεται, δηλαδή προεξέχει εσωτερικά μέχρι ότου φθάνει να κλείσει στην κορυφή με την υπόλοιπη τοιχοποιία. Οι αντίρροπες δυνάμεις εξουδετερώνονται και δημιουργείται ισορροπία. Το ίδιο συμβαίνει με τη διάνοιξη μιας σήραγγας. Επομένως και στις υπόγειες δεξαμενές που έπρεπε να έχουν αναγκαστικά μικρό στόμιο, τα τοιχώματα δεν υποχωρούν γιατί πρέπει και εδώ οι δυνάμεις που ασκούν οι χωμάτινες μάζες να εξουδετερώνονται και να ισορροπούν. Συμπέρασμα που ελέγχεται αν είναι και αληθές. Εκείνο που δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς είναι η ικανότητα και η εμπειρία να δημιουργήσουν τις αναγκαίες καμπύλες σκάβοντας και αφαιρώντας το χώμα που θα εξασφάλιζαν τη στατική του υπογείου αυτού κενού που δημιουργούσαν. Ένα αποτέλεσμα που δημιουργείτο χωρίς τη χρήση υποστυλωμάτων. Οι αναγκαίες απαντήσεις δεν περιορίζονται μόνο στον τρόπο κατασκευής. Επεκτείνονται και στον χρόνο. Ποιοι τις κατασκεύαζαν, ποιοι τις πρωτοχρησιμοποίησαν, ποιοι τις διατήρησαν. Πόσο παλιές είναι. Δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση, κατά την Τουρκοκρατία, είναι ακόμα παλαιότερες; Ο χρόνος κατασκευής αποτελεί τεκμήριο για συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κατοίκηση της περιοχής. Η μεγαλύτερη δεξαμενή που υπήρχε στον κάμπο του Θριασίου ήταν η γκρόπα στις Ομπόρες. Σε ξάφνιαζε το μέγεθος της. Στο μεγαλύτερο εύρος της η διάμετρος ξεπερνούσε τα 5 μέτρα. Όσο για το βάθος της έπρεπε να αφαιρούσαν τα διάφορα μπάζα, σκουπίδια και λοιπές ακαθαρσίες που είχαν καλύψει σημαντικό από τον χώρο της δεξαμενής για να μπορούσε κανείς να συμπεράνει ποιο ήταν στην πραγματικότητα. Δεδομένου ότι ο οικισμός πρέπει να έπαψε να υπάρχει μετά την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Αττική η πιο πιθανή εκδοχή είναι η δεξαμενή αυτή να κατασκευάστηκε πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα. Δυστυχώς τώρα δεν υπάρχει ώστε να την ερευνούσαν ειδικοί επιστήμονες. Ελπίζω ότι κάτι θα μπορούσαμε να αποκαλύψουμε μελετώντας εκείνες που διασώζονται. Απαιτείται όμως ενδιαφέρον και κινητοποίηση. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, υπήρχαν οικογένειες εγκατεστημένες σε διάφορα σημεία του κάμπου προτού να συγκεντρωθούν στα Καλύβια που ήταν ο σημαντικότερος πυρήνας. Οι Λιοσαίοι ήσαν οι τελευταίοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Ζουνό (τοπωνύμιο ανατολικά του χωριού) και να εγκατασταθούν στα Καλύβια για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ωστόσο διαβίωση χωρίς νερό δεν ήταν δυνατό να υπάρξει. 
Στα Καλύβια υπήρχαν τα πηγάδια απ’ όπου αντλούσαν την αναγκαία ποσότητα νερού. Το βάθος τους μόλις που επέτρεπε την άντληση. Βορειότερα στον κάμπο αυτά τα χρόνια ούτε σκέψη για πηγάδια. Έπρεπε να ήσαν πολύ βαθιά για να φθάσουν στην υδροφόρο λεκάνη όπως αποδείχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Κι ακόμα αν ήταν δυνατό να υπάρξει κάποιο πηγάδι δεν ήταν δυνατή η άντληση με τις δυνατότητες και τα μέσα αυτών των καιρών. Ώστε η χρησιμότητα των δεξαμενών με βρόχινο νερό για την κατοίκηση ή τουλάχιστο για την καλλιέργεια του κάμπου, την γεωργία και την κτηνοτροφία είναι αυταπόδεικτη. Το νερό χρησιμοποιείτο για το πότισμα των ζώων και για κάθε μορφής λάτρα. Απαραίτητη ήταν κατά διαστήματα και η συντήρηση της δεξαμενής και ο καθαρισμός από τα χώματα και ότι άλλα είχαν κατακαθίσει στον πυθμένα. Ερώτημα γεννιέται με το πόσιμο νερό. Πώς το προμηθεύονταν. Από μεταγενέστερες εποχές όταν δηλαδή οι γεωργοί ξεκινούσαν από τα σπίτια τους στο χωριό για το χωράφι γνωρίζουμε ότι φόρτωναν στη σούστα μαζί με τα απαραίτητα, ανάλογα με το είδος της δουλειάς, εργαλεία και δοχείο ή βούτσα με νερό καθώς και το απαραίτητο ασκί. Όμως σε προγενέστερες εποχές, χωρίς σούστα με τις μεταφορές να γίνονται πάνω στα σαμάρια των ζώων, όταν παρέμεναν στο χωράφι και στις πρόχειρες καλύβες και ενώ δεν υπήρχε στον κάμπο τρεχούμενο νερό τι συνέβαινε; Διήγηση καμία δεν μου είναι γνωστή. Όμως μπροστά στην ανάγκη πείθονται και οι θεοί. Και τίποτε δεν αποκλείει για κάποιους να έρχοταν στιγμή που να έβραζαν νερό της δεξαμενής και να το χρησιμοποιούσαν. Ποιος ρώτησε, εξ’ άλλου, βοσκό αν πάνω στη δίψα του δεν έσκυψε και ήπιε νερό από σπιθάρι, δηλαδή νερό σε κοίλωμα βράχου; Θεώρησα απαραίτητο να μην αφήσουμε χωρίς σχολιασμό τις γκρόπες, τις δεξαμενές με βρόχινο νερό, αυτά τα δημιουργήματα της ανάγκης, γιατί είχαν κι’ αυτές τη δική τους συμβολή στην εξασφάλιση της διαβίωσης. Η αρχή ήταν το νερό.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Α)

Ο Ασπρόπυργος του 1900, σύμφωνα με την τότε απογραφή, είχε 509 άνδρες. Απ’ αυτούς 130 είχαν δηλώσει γεωργοί, 78 κηπουροί, 48 κτηματίες, 72 ποιμένες και 87 εργάτες. Οι τελευταίοι, σχεδόν όλοι, δούλευαν μεροκαματιάρηδες στα χωράφια και τα περιβόλια όσων είχαν ανάγκη από πρόσθετα εργατικά χέρια επειδή, η ακτημοσύνη τους ή τα λίγα ιδιόκτητα χωράφια, τους υποχρέωναν να ξενοδουλεύουν για να εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό τους. Μαζί, 415 όλοι τους, αποτελούσαν το 81,5%. Οι άλλοι 94 που απέμεναν, το 18,5%, ασκούσαν 38 διαφορετικά επαγγέλματα. Η εικόνα που έχουμε από την απογραφή δεν δείχνει όλη την πραγματικότητα ωστόσο εκφράζει τις εργασίες στις οποίες ρίχνανε το βάρος κατά προτεραιότητα. Η διάκριση σε κτηματίες, γεωργούς, κηπουρούς δεν ήταν απόλυτα ακριβής. Δεν διέφεραν οι κτηματίες από τους γεωργούς ουσιαστικά ή από τους κηπουρούς και αυτό γινόταν φανερό με την πάροδο του χρόνου. Πάντως ο κτηματίας έπρεπε να κατείχε κάπως μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία. Η εικόνα ήταν παραπλανητική για τις γυναίκες. Δήλωναν «οικιακά» ωσάν να μην έκαναν καμία άλλη εργασία έξω από το σπίτι. Δούλευαν στα περιβόλια και στις εποχικές αγροτικές εργασίες χωρίς διάκριση και οι γυναίκες μέλη της κάθε οικογένειας και οι γυναίκες των οικογενειών των εργατών για το μεροκάματο. 
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής οι κηπουροί αντιστοιχούσαν στο 15,3% επί του συνόλου των 509 ανδρών, στο 31,2% του συνόλου των 250 γεωργών κτηματιών, ποιμένων, και το 43,8 των 178 γεωργών και κτηματιών. Μια εξέλιξη που χρειάστηκε για να πραγματοποιηθεί 2/3 του αιώνα όσα ήσαν τα χρόνια από την απελευθέρωση μέχρι το 1900. Οι αιώνιες αντιθέσεις μεταξύ των γεωργών και των ποιμένων δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Οι ποιμένες διεκδικούσαν περισσότερες εκτάσεις για βοσκή και οι γεωργοί απαιτούσαν περισσότερη προστασία της γεωργικής παραγωγής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ζωή στα βουνά ήταν πιο ελεύθερη και ο ποιμενικός βίος ανθούσε. Η ζωή στον κάμπο του Θριασίου ήταν εκτεθειμένη σε πολλαπλούς κινδύνους. Όσοι καλλιεργητές αποτολμούσαν, ζούσαν μόνιμα ή εποχικά ανάλογα με τη διάρκεια της απασχόλησης κατά πατριές και διάσπαρτα στον κάμπο. Μετά την απελευθέρωση άρχισε η κάθοδος από το βουνό στον κάμπο με μόνιμη πλέον εγκατάσταση. Η Χασιά, το κεφαλοχώρι κατά την Τουρκοκρατία, έχανε μέρα με τη μέρα το ηγετικό της ρόλο. Η σκυτάλη πέρασε στα Καλύβια στο δικό της χωριό στον κάμπο. Έτσι πήρε και η γεωργία τα πρωτεία από την ποιμενική. Η ανάγκη για μονιμότερη απασχόληση συνετέλεσε να στραφούν με περισσότερη έμφαση στην κηπουρική και δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι ήταν επιβεβλημένη η συνύπαρξη και η αλληλοσυμπλήρωση της κηπουρικής και της γεωργίας με την κτηνοτροφία και ειδικότερα με την αγελαδοτροφία. Σύμφωνα με την πάρα πάνω απογραφή οι τέσσερεις στους πέντε ασχολούνταν με την αγροκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία και ο πέμπτος ασκούσε κάποιο άλλο επάγγελμα. Αν αναφερθούμε σ’ αυτά τα επαγγέλματα μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που ζούσαν, μάλιστα αν συσχετίσουμε το είδος της απασχόλησης με την κατασκευή σπιτιών, την οικοσκευή, την ενδυμασία, τη διατροφή, το εμπόριο, τα αναγκαία εργαλεία για τις αγροτικές εργασίες, τις μετακινήσεις και τις παροχές διαφόρων υπηρεσιών θα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
Στη δημοτική περιφέρεια Ασπρόπυργου ανήκουν σχεδόν τα 3/5 της όλης έκτασης του Θριασίου. Μέχρι το 1960, που η χρήση της γης ήταν αποκλειστικά γεωργική οι Ασπροπυργιώτες, στην πλειοψηφία γεωργοί, είχαν επεκτείνει τις αγροτικές ιδιοκτησίες και στις γειτονικές δημοτικές περιφέρειες. Στον Ασπρόπυργο δεν υπήρξαν μεγάλες ιδιοκτησίες, γεγονός που συνέτεινε στις ομαλές κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων. Η Ελληνική Παλιγγενεσία βρήκε το Θριάσιο με μοναδική μεγάλη ιδιοκτησία ένα πρώην μούλκι Τούρκου πασά στο νότιο τμήμα του κάμπου (γειτνίαζε με τη θάλασσα και το Ποικίλο όρος) το γνωστό Στεφάνι, και ορισμένες εκτάσεις στα βορεινά του κάμπου τα «μοναστηριακά» που ανήκαν στη Μονή Κλειστών. Όμως αρχικά το Στεφάνι και αργότερα τα «μοναστηριακά» μοιράστηκαν με παραχωρητήρια και με κλήρους στους Ασπροπυργιώτες! Έκτοτε και μέχρι πρόσφατα στη δεκαετία του εξήντα οι ιδιοκτησίες της πλειοψηφίας των αγροτών κυμαίνονταν από 30 μέχρι 150 στρέμματα ενώ ελάχιστοι είχαν συνολική ατομική ιδιοκτησία μεταξύ 300 και 500 στρεμμάτων. Στις αγροτικές εργασίες απασχολείτο όλη η οικογένεια και σε περιόδους αιχμής ή όταν η οικογενειακή προσφορά εργασίας δεν επαρκούσε καλούσαν αγροτοεργάτες άνδρες και γυναίκες από τις φτωχότερες οικογένειες, ημερομίσθιους, με τους οποίους η οικογένεια εργαζόταν πλάι, πλάι και έτρωγαν όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι χωρίς να αφήνονται περιθώρια να δημιουργηθούν κοινωνικές διακρίσεις. Στις αρχές του εικοστού αιώνα τα περιβόλια ήσαν παραθαλάσσια. Άρχιζαν από τη θάλασσα και προχωρούσαν μερικές εκατοντάδες μέτρα μέσα στον κάμπο, επειδή τα μαγγάνια περιστρέφονταν με άλογα και τα πηγάδια δεν ήταν δυνατό να έχουν μεγάλο βάθος. Στην περιοχή αυτή το βάθος εποίκιλλε από 3 μέχρι 12 μέτρα. Από την απελευθέρωση του γένους μέχρι τις αρχές του αιώνα, όλα αυτά τα χρόνια, πάσχιζαν γενιές για να αλλάξουν την άγρια χλωρίδα του Θριάσιου. Να ημερώσουν ένα τόπο που δέσποζαν οι βελανιδιές και οι θάμνοι. Τις πρώτες δεκαετίες όργωναν με αλέτρι που διέφερε από το πρωτόγονο ησιόδειο στο υνί που ήταν σιδερένιο. Άροση ρηχή, επιφανειακή με περιορισμένη απόδοση στο πετρώδες έδαφος. 
Το 1860 χρησιμοποιήθηκε το γερμανικό, όπως το έλεγαν, αλέτρι. Όργωνε βαθειά και ξέθαβε τις πέτρες. Τις μάζευαν και τις μετέφεραν για οικοδομική χρήση. Έτσι με τα χρόνια μετάτρεψαν την άγονη γη σε γόνιμη. Όμως και στις αρχές του 20ου αιώνα πολλές περιοχές εξακολουθούσαν να παραμένουν βελανιδότοποι. Είχαν οι κάτοικοι κι από τα βελανίδια κάποιο εισόδημα αλλά η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Μεγάλη φτώχεια. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική παρέσυρε πολλούς Ασπροπυργιώτες. Πολύ λίγοι έμειναν εκεί, οι περισσότεροι γύρισαν να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς πολέμους. Ακολούθησαν άλλα δέκα χρόνια πολέμων. Οι άνδρες που έμειναν πίσω μαζί με τις γυναίκες δούλευαν σκληρά στα περιβόλια που αυξάνονταν προχωρώντας βορεινά προς το χωριό. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη έγινε τα χρόνια του μεσοπολέμου. Δεν χρησιμοποιούνται πλέον τα άλογα για την άντληση του νερού. Αντικαταστάθηκαν από πετρελαιομηχανές κι αυτές με τη σειρά τους από ηλεκτρικούς κινητήρες, τα μοτέρ. Καινούργια πηγάδια ανοίχθηκαν 25, 30 ,35, 40 μέτρα βάθος. Στα καινούργια μαγγάνια διαφοροποιήθηκε το σύστημα μετάδοση κίνησης. Νέες ράτσες αλόγων. Δυνατά, γρήγορα άλογα, σέρβικα, ουγγαρέζικα αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη της παραγωγής και της οικονομίας κάθε οικογένειας όμως τα περισσότερα τελείωσαν τον προορισμό τους στα αλβανικά βουνά το 1940. Μετά τον πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του εξήντα τα περιβόλια επεκτάθηκαν βορειότερα με πηγάδια των 50, 60, 70 μέτρων βάθους. Μένω με την εντύπωση ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει άλλος τόπος με μεγαλύτερη πυκνότητα πηγαδιών.
Η υπερβολική άντληση επέδρασε στην ποιότητα του νερού της υπόγειας υδροφόρου λεκάνης. Οι νότιες περιοχές έχουν υφάλμυρα νερά. Η παρουσία μερικών υπερβολικά υδροβόρων βιομηχανιών που στραγγίζουν καθημερινά τα αποθέματα του νερού επέδρασε και στην ποιότητα των νερών των βορείων περιοχών. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι περιοχές που κυρίως προμήθευαν κηπευτικά την Αθήνα και τον Πειραιά ήσαν οι δυτικές της Αθήνας κατά μήκος του Κηφισού και το Θριάσιο. Βόρεια και ανατολικά της Αθήνας η παραγωγή ήταν περιορισμένη. Όταν το αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά προϊόντων από τη δεκαετία του τριάντα, νέες περιοχές, κυρίως η Αργολίδα, άρχισαν να ανταγωνίζονται τις πρώτες. Η ραγδαία συγκέντρωση του πληθυσμού στη δεκαετία του πενήντα στο λεκανοπέδιο της Αθήνας επηρέασε τον όγκο παραγωγής. Ήταν η βασική αιτία της επέκτασης των περιβολιών βορειότερα. Αλλά δεν διαφοροποιήθηκε μόνο ο όγκος αλλά και η διαδικασία της παραγωγής από την κάθετη τεχνολογική ανάπτυξη. Η συστηματική επέκταση των θερμοκηπίων με αποτέλεσμα την δημιουργία κλιματολογικών συνθηκών διαφορετικών σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον μεγιστοποίησε τον χρόνο παραγωγής πολλών προϊόντων. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας ψύχους επέτρεψε τον εφοδιασμό της αγοράς με νωπά προϊόντα που σε προηγούμενα χρόνια δεν μπορούσαν να διατεθούν στην κατανάλωση γιατί δεν ήταν δυνατό να συντηρηθούν. Αλλά και η συνεχής βελτίωση των μεταφορικών μέσων, των οδικών αρτηριών και η δυνατότητα να φθάσουν σε μερικές ώρες ή σε μια νύχτα τα προϊόντα από τον τόπο παραγωγής στην κατανάλωση ευνόησε απόμακρα διαμερίσματα της χώρας και νησιά να μειώσουν τη σημασία και να υποβαθμίσουν τη θέση που κατείχε το Θριάσιο στην παραγωγή κηπευτικών προϊόντων. Όμως η νέα αυτή εξέλιξη για την κηπευτική και τη γεωργία του Ασπροπύργου δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό των άλλων περιοχών. Η μέσα σε λίγα χρόνια υδροκεφαλική πληθυσμιακή συσσώρευση στην πρωτεύουσα με αποτέλεσμα την άναρχη ανάπτυξη της Αττικής γενικότερα, οδήγησε στην αλλαγή χρήσης της γης. Βιομηχανίες, βιοτεχνίες και κάθε τι ρυπαρό οδηγήθηκε στο Θριάσιο και η γη έγινε εμπορεύσιμο αγαθό. Οι δομές του υλικού βίου μεταμορφώθηκαν. Παρατηρούνται βαθειές αλλαγές στην οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις, στον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης και στην πληθυσμιακή σύνθεση.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Β)

Ο υλικός βίος εμφανίζει στα μέσα του 20ου αιώνα: 1. Αυξημένο ποσοστό οικονομικής αυτάρκειας. Η παράλληλη ενασχόληση της πλειοψηφίας των κατο...