Η ζωή έγινε αστική. Δημητριακά δεν καλλιεργούνται. Δεν υπάρχουν άλογα και τα άλλα ζώα που χρησιμοποιόντουσαν για άροση και για μεταφορές. Οι όποιες μεταφορές γίνονται με μικρά ιδιόκτητα φορτηγά αυτοκίνητα. Τα κάρρα, οι σούστες και οι άμαξες λησμονήθηκαν. Η μηχανοκίνητη άροση, που εντάθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μειώθηκε κατακόρυφα. Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, που είχαν ως βάση την οικογένεια και εξασφάλιζαν αυξημένο ποσοστό αυτάρκειας σε τρόφιμα και άλλα είδη, φθίνουν οριστικά και το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται γενικά με τη γεωργία είναι πολύ περιορισμένο. Η κηπουρική που ανθούσε περιορίστηκε στο ελάχιστο. Μερικοί στράφηκαν στην δενδροκαλλιέργεια, φιστικιές κυρίως, αλλά όπως φαίνεται προσωρινά. Πολλοί ξεριζώνουν τα δένδρα για να χρησιμοποιήσουν σε άλλες δραστηριότητες τη γη. Όσοι παρέμειναν κηπουροί, καλλιεργούν τα αναγκαία είδη που μπορούν να διαθέσουν οι ίδιοι στις λαϊκές αγορές της Αθήνας και του Πειραιά. Οι αλλαγές, που δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές, παρατηρούνται και στις παραδοσιακές μεθόδους και τεχνικές καθώς και στα παραδοσιακά εργαλεία πολλά από τα οποία είναι άγνωστα στη νέα γενιά. Γι αυτό η κάποια αναφορά παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον.
Στον κάμπο του Θριασίου διατηρούνται ακόμα πολλές υπόγειες δεξαμενές βρόχινου νερού, γκρόπες, αρκετές μάλιστα γνωστές με το επώνυμο κάποιου που σε κάποια εποχή ήταν ιδιοκτήτης του κτήματος στο οποίο βρίσκεται η κάθε συγκεκριμένη δεξαμενή. Το πρώτο ερώτημα που σου γεννιέται παρατηρώντας τις είναι το μυστικό της κατασκευής τους. Το στόμιο είναι στο αυτό επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους για να ρέει το νερό από το χωράφι στη δεξαμενή. Έχει διάμετρο ένα μέτρο και πολλές φορές μικρότερη. Όταν κοιτάς το εσωτερικό της δεξαμενής διαπιστώνεις ότι ο πάτος, μια επίπεδη κυκλική επιφάνεια στον βυθό της, έχει διάμετρο μεγαλύτερη εκείνης του στομίου. Το βάθος κυμαίνεται συνήθως από 3,5 μέχρι 5 μέτρα. Αν κατέβουμε στον πάτο και κοιτάξουμε ψηλά διαπιστώνουμε ότι όσο ανεβαίνει η ματιά τα καμπυλοειδή πλαϊνά τοιχώματα πλαταίνουν μέχρι τα 2/5 σχεδόν του ύψους. Εκεί αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια οριζόντια τομή θα είχαμε την πιο πλατιά περιφέρεια της δεξαμενής με διάμετρο να προσεγγίζει τα 3/5 του βάθους της. Από το σημείο αυτό και μέχρι το στόμιο τα τοιχώματα στενεύουν, συγκλίνουν. Λόγω αυτής της μορφής έχουν ονομάσει τις δεξαμενές κωδωνοειδείς ή αχλαδόσχημες, επειδή έχουν σχήμα κουδουνιού ή αχλαδιού. Το νερό αντλούσαν δένοντας σε σχοινί ένα κουβά και πετώντας το να βυθισθεί στο νερό της δεξαμενής. Αν φαντασθεί κανείς τον γεωργό γερμένο πάνω στο στόμιο να αντλήσει νερό, πατάει σε μια επιφάνεια χώματος που στο βάθος αυτής υπάρχει κενό, πατάει σε κάποιο σημείο που αν προεκτείνουμε νοερά την κατακόρυφο συναντάμε το κενό της δεξαμενής. Το χώμα γύρω από το στόμιο όχι μόνο δεν υποχωρούσε στο βάρος του ανθρώπου, αλλά και στο βάρος του ζώου που θα πατούσε εκεί. Την απορία την έχω από τα παιδικά μου χρόνια. Οι χωρικοί απέδιδαν την ανθεκτικότητα των τοιχωμάτων στο αργιλοκονίαμα με το οποίο τις είχαν αλείψει. Στην πορσελάνη όπως ονόμαζαν το κονίαμα και κάποιοι μάλιστα παρεφθαρμένα την έλεγαν μπουρσελάνα. Όμως αυτή η επάλειψη εξασφάλιζε τη στεγανότητα. Εμπόδιζε τη διήθηση του νερού, δεν είχε σχέση με τη στατική της δεξαμενής.
Ρώτησα πολλούς κατά καιρούς αν είχαν ακούσει το όνομα κάποιου γνώστη της τεχνικής που χρησιμοποιείτο για την κατασκευή. Δεν γνώριζαν. Μου απαντούσαν ότι έτσι τις είχαν γνωρίσει, θέλοντας να πουν ότι υπήρχαν από παλιά και οι πιο πολλές γνωστές με κάποιο όνομα. Του Καματερού, του Γκολέμη, του Κατσάρη, του Αγίου Γεωργίου κ.λπ. Προέρχονταν τα ονόματα από εκείνα διαφόρων οικογενειών, που σύμφωνα με την παράδοση έμεναν εκεί μόνιμα ή εποχιακά ή ακόμα όσο διαρκούσαν οι εργασίες στα χωράφια. Υπήρχαν και δεξαμενές, γκρόπες, με άλλη ονομασία που προερχόταν όχι από επώνυμο αλλά με κριτήριο τη γειτνίαση με κάποιο μνημείο ή εκκλησία (Αγίου Γεωργίου) ή κάποιο τοπωνύμιο (Στις Ομπόρες). Δεν έχω σταματήσει να αναζητώ την ερμηνεία του τρόπου κατασκευής. Πολλές φορές συζήτησα με Πολ. Μηχανικούς, γνώστες στατικής, αλλά παρέμειναν απλές συζητήσεις. Φαίνεται ότι δεν μπόρεσα να τους δημιουργήσω ενδιαφέρον. Διάβασα βιβλία που αναφέρονταν σε τεχνικές της νεολιθικής εποχής, σε τεχνικές μεταγενέστερων χρόνων σχετικές με την οικοδόμηση και την αρχιτεκτονική. Δεν είναι δυνατό να εκφράσεις υπεύθυνη άποψη αν δεν είσαι ειδικός. Απλώς θα αναφέρω κάποιες σκέψεις με επιφύλαξη. Ο εκφορικός τρόπος χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία καμπυλόγραμμων σχημάτων. Με εκφορικό τρόπο είναι κατασκευασμένη και η γέφυρα της Οίης στο χείμαρρο «της Μαύρης Ώρας». Άλλες ενδεικτικές περιπτώσεις εις Χρήστου Τσούντα. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Η τεχνική του εκφορικού τρόπου στέγασης είναι γνωστή. Κάθε πέτρα ή πλίνθος που τοποθετείται όσο ανεβαίνει η τοιχοποιία εκφέρεται, δηλαδή προεξέχει εσωτερικά μέχρι ότου φθάνει να κλείσει στην κορυφή με την υπόλοιπη τοιχοποιία. Οι αντίρροπες δυνάμεις εξουδετερώνονται και δημιουργείται ισορροπία. Το ίδιο συμβαίνει με τη διάνοιξη μιας σήραγγας. Επομένως και στις υπόγειες δεξαμενές που έπρεπε να έχουν αναγκαστικά μικρό στόμιο, τα τοιχώματα δεν υποχωρούν γιατί πρέπει και εδώ οι δυνάμεις που ασκούν οι χωμάτινες μάζες να εξουδετερώνονται και να ισορροπούν. Συμπέρασμα που ελέγχεται αν είναι και αληθές. Εκείνο που δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς είναι η ικανότητα και η εμπειρία να δημιουργήσουν τις αναγκαίες καμπύλες σκάβοντας και αφαιρώντας το χώμα που θα εξασφάλιζαν τη στατική του υπογείου αυτού κενού που δημιουργούσαν. Ένα αποτέλεσμα που δημιουργείτο χωρίς τη χρήση υποστυλωμάτων. Οι αναγκαίες απαντήσεις δεν περιορίζονται μόνο στον τρόπο κατασκευής. Επεκτείνονται και στον χρόνο. Ποιοι τις κατασκεύαζαν, ποιοι τις πρωτοχρησιμοποίησαν, ποιοι τις διατήρησαν. Πόσο παλιές είναι. Δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση, κατά την Τουρκοκρατία, είναι ακόμα παλαιότερες; Ο χρόνος κατασκευής αποτελεί τεκμήριο για συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κατοίκηση της περιοχής. Η μεγαλύτερη δεξαμενή που υπήρχε στον κάμπο του Θριασίου ήταν η γκρόπα στις Ομπόρες. Σε ξάφνιαζε το μέγεθος της. Στο μεγαλύτερο εύρος της η διάμετρος ξεπερνούσε τα 5 μέτρα. Όσο για το βάθος της έπρεπε να αφαιρούσαν τα διάφορα μπάζα, σκουπίδια και λοιπές ακαθαρσίες που είχαν καλύψει σημαντικό από τον χώρο της δεξαμενής για να μπορούσε κανείς να συμπεράνει ποιο ήταν στην πραγματικότητα. Δεδομένου ότι ο οικισμός πρέπει να έπαψε να υπάρχει μετά την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Αττική η πιο πιθανή εκδοχή είναι η δεξαμενή αυτή να κατασκευάστηκε πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα. Δυστυχώς τώρα δεν υπάρχει ώστε να την ερευνούσαν ειδικοί επιστήμονες. Ελπίζω ότι κάτι θα μπορούσαμε να αποκαλύψουμε μελετώντας εκείνες που διασώζονται. Απαιτείται όμως ενδιαφέρον και κινητοποίηση. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, υπήρχαν οικογένειες εγκατεστημένες σε διάφορα σημεία του κάμπου προτού να συγκεντρωθούν στα Καλύβια που ήταν ο σημαντικότερος πυρήνας. Οι Λιοσαίοι ήσαν οι τελευταίοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Ζουνό (τοπωνύμιο ανατολικά του χωριού) και να εγκατασταθούν στα Καλύβια για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ωστόσο διαβίωση χωρίς νερό δεν ήταν δυνατό να υπάρξει.
Στα Καλύβια υπήρχαν τα πηγάδια απ’ όπου αντλούσαν την αναγκαία ποσότητα νερού. Το βάθος τους μόλις που επέτρεπε την άντληση. Βορειότερα στον κάμπο αυτά τα χρόνια ούτε σκέψη για πηγάδια. Έπρεπε να ήσαν πολύ βαθιά για να φθάσουν στην υδροφόρο λεκάνη όπως αποδείχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Κι ακόμα αν ήταν δυνατό να υπάρξει κάποιο πηγάδι δεν ήταν δυνατή η άντληση με τις δυνατότητες και τα μέσα αυτών των καιρών. Ώστε η χρησιμότητα των δεξαμενών με βρόχινο νερό για την κατοίκηση ή τουλάχιστο για την καλλιέργεια του κάμπου, την γεωργία και την κτηνοτροφία είναι αυταπόδεικτη. Το νερό χρησιμοποιείτο για το πότισμα των ζώων και για κάθε μορφής λάτρα. Απαραίτητη ήταν κατά διαστήματα και η συντήρηση της δεξαμενής και ο καθαρισμός από τα χώματα και ότι άλλα είχαν κατακαθίσει στον πυθμένα. Ερώτημα γεννιέται με το πόσιμο νερό. Πώς το προμηθεύονταν. Από μεταγενέστερες εποχές όταν δηλαδή οι γεωργοί ξεκινούσαν από τα σπίτια τους στο χωριό για το χωράφι γνωρίζουμε ότι φόρτωναν στη σούστα μαζί με τα απαραίτητα, ανάλογα με το είδος της δουλειάς, εργαλεία και δοχείο ή βούτσα με νερό καθώς και το απαραίτητο ασκί. Όμως σε προγενέστερες εποχές, χωρίς σούστα με τις μεταφορές να γίνονται πάνω στα σαμάρια των ζώων, όταν παρέμεναν στο χωράφι και στις πρόχειρες καλύβες και ενώ δεν υπήρχε στον κάμπο τρεχούμενο νερό τι συνέβαινε; Διήγηση καμία δεν μου είναι γνωστή. Όμως μπροστά στην ανάγκη πείθονται και οι θεοί. Και τίποτε δεν αποκλείει για κάποιους να έρχοταν στιγμή που να έβραζαν νερό της δεξαμενής και να το χρησιμοποιούσαν. Ποιος ρώτησε, εξ’ άλλου, βοσκό αν πάνω στη δίψα του δεν έσκυψε και ήπιε νερό από σπιθάρι, δηλαδή νερό σε κοίλωμα βράχου; Θεώρησα απαραίτητο να μην αφήσουμε χωρίς σχολιασμό τις γκρόπες, τις δεξαμενές με βρόχινο νερό, αυτά τα δημιουργήματα της ανάγκης, γιατί είχαν κι’ αυτές τη δική τους συμβολή στην εξασφάλιση της διαβίωσης. Η αρχή ήταν το νερό.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008