Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Η αγροτική ζωή στην αρχαία Αθήνα και Αττική - Αγροτικές ασχολίες και αγροικίες

Τα εδάφη της Αττικής στη µεγαλύτερη έκτασή τους είναι πετρώδη, χωρίς ιδιαίτερα εύφορες πεδιάδες, γεγονός που οδηγεί τον Πλάτωνα στο να χαρακτηρίσει τη γη αυτή στο έργο του Κριτίας ως περισσότερο κατάλληλη για την κτηνοτροφία: τά τε αὖ περὶ τὰ ζῷα ἱκανῶς ἥµερα καὶ ἄγρια τρέφουσα. Ο Θουκυδίδης για τον ίδιο λόγο τη χαρακτηρίζει λεπτόγεω, δηλαδή γη µη εύφορη, φτωχή και άγονη. Παρόµοια είναι και η µαρτυρία για την περιοχή των Μεγάρων από τον Θεόφραστο, ο οποίος χαρακτηρίζει το ισχνό έδαφος της περιοχής ως λεπτόγεων εἶναι καὶ ψαφαρὰν τὴν χώραν. Στην κακή ποιότητα γης της Μεγαρίδας αναφέρεται και ο Ισοκράτης στο Περί Ειρήνης. Οι πλέον εύφορες εκτάσεις της Αττικής είναι οι πεδιάδες της Ελευσίνας (Θριάσιο πεδίο), των Αθηνών, του Μαραθώνα και η πεδιάδα των Μεσογείων. Την πεδιάδα των Αθηνών διέρρεαν δύο ισχνοί ποταµοί, ο Κηφισός στα δυτικά, που µε αφετηρία τις υπώρειες της Πάρνηθας χύνεται στον Σαρωνικό και ο Ιλισσός, που εκκινεί από τον Υµηττό και καταλήγει στο Φάληρο. Οι πεδιάδες της Αττικής αποτελούνται κυρίως από στρώµατα νεογενών ψαµµιτών, πηλών, κροκαλοπαγών και ασβεστολίθων. Τα όρη που βρίσκονται στο κέντρο της Αττικής, ο Υµηττός, το Πεντελικό και το Αιγάλεω σχηµατίζουν ένα είδος ασυνεχούς τείχους που περικλείει την πεδιάδα των Αθηνών, γνωστή και ως λεκανοπέδιο, που καταλαµβάνει µία έκταση 580 τ.χλµ. Η Πάρνηθα, η Πεντέλη και ο Υµηττός αποτελούνται κυρίως από σχιστολιθικά πετρώµατα και κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους. Από τις πλαγιές της Πάρνηθας µέχρι τις ακτές της θάλασσας το έδαφος αποτελείται από τα πετρώδη στρώµατα της τριτογενούς περιόδου, που περιέχουν κυρίως αργιλώδεις µάργες, ερυθρό πηλό, ασβεστόλιθους, αµµώδεις λεπτόκοκκους ασβεστόλιθους και ποικίλες οργανικές ουσίες. Οι τριτογενείς διαπλάσεις από το Μενίδι που φτάνουν δια µέσω του Ελαιώνα µέχρι τις ακτές του Φαλήρου καλύπτονται από νεότερες επιχώσεις από φερτές άχρηστες ύλες, χαλίκια, πηλό αναµειγµένο µε ρίζες φυτών και φυτική γη. Από περιοχή σε περιοχή, το πάχος των τριτογενών στρωµάτων µπορεί να διαφέρει. Στην πεδιάδα των Αθηνών, στον Πειραιά και τον Κηφισό ξεπερνά τα 10 µ., ενώ αλλού, όπως στις υπώρειες του Υµηττού και του Λυκαβηττού το πάχος τους µειώνεται πολύ.
Από την ποικιλία των ειδών της χλωρίδας που απαντά στην Αττική, το πλέον χαρακτηριστικό και δηµοφιλές, ίσως, είναι η ελιά (Olea europea var. sativa). Ευρεία είναι, όµως και η διάδοση άλλων ειδών, όπως η πίτυς η Χαλέπειος (Pinus halepensis), η πίτυς η κωνοφόρος (Pinus pinea) και η ελάτη (Abies apollinis), η οποία απαντά σε µεγαλύτερα υψόµετρα. Επιπλέον, συχνή είναι η παρουσία ποικίλων ειδών δρυός, όπως οι δρύες οι µακρολεπίδες (Quercus macrolepis), η δρυς η αρία (Quercus ilex) και η δρυς η κοκκοφόρος (Quercus coccifera)66. Τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήµατος της Αττικής στην αρχαιότητα ήταν τα περιβαλλοντικά φαινόµενα ήπιας έντασης, οι διάφορες τοπικές µικροπεριβαλλοντικές ζώνες και η κατάτµηση του γεωγραφικού αναγλύφου µε ποικίλα οικοσυστήµατα και βιοτόπους. Το αττικό κλίµα είναι εύκρατο µεσογειακό, µείγµα χερσαίου και θαλασσίου, µε έντονες αντιθέσεις ανάµεσα στο καλοκαίρι και τον χειµώνα. Η µέγιστη µέση θερµοκρασία σηµειώνεται τον Ιούλιο και είναι 28 oC., ενώ η ελάχιστη τον Ιανουάριο και είναι 10,3 oC. Οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν αυξηµένη συχνότητα από Οκτώβριο έως Μάρτιο, ωστόσο κατά µέσο όρο η περιοχή της Αθήνας δέχεται µόλις 360 κυβικά χιλιοστά βροχής ανά έτος, συγκριτικά πολύ λιγότερα σε σχέση µε περιοχές της δυτικής Ελλάδας. Οι αρχαίες πηγές δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα διαφωτιστικές για το κλίµα της Αττικής κατά την αρχαιότητα και αυτό οφείλεται µάλλον στο γεγονός ότι οι ήπιες κλιµατολογικές συνθήκες της περιοχής θεωρούνταν δεδοµένες στους κατοίκους της και, εποµένως, ως κάτι µη άξιο ενδελεχούς αναφοράς. Γενικά, έχει επικρατήσει η εντύπωση ότι, σε αντίθεση µε τη σηµερινή εποχή, στην αρχαιότητα το οικολογικό τοπίο του ελλαδικού χώρου ήταν πιο πλούσιο και η βλάστηση περισσότερο οργιώδης, µε άφθονα δάση. Το κλίµα, όµως, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα σε σχέση µε εκείνο της αρχαιότητας και κατά συνέπεια ήταν, όπως σχεδόν και σήµερα, από τα πλέον ευχάριστα παγκοσµίως. Πράγµατι, από τις διαθέσιµες σχετικές πηγές συµπεραίνεται ότι το κλίµα δεν πρέπει να ήταν και πολύ διαφορετικό.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι από τα έργα της εποχής δεν λείπουν οι αναφορές στο πόσο διαφορετικό και συνάµα καλύτερο ήταν το κλίµα και το φυσικό τοπίο της Αττικής σε παλαιότερες εποχές. Ειδικότερα, στον πλατωνικό Κριτία γίνεται µνεία στο τοπίο της Αττικής του παρελθόντος, υποστηρίζοντας ότι πριν 9.000 χρόνια η Αττική χαρακτηριζόταν από την αφθονία των καρπών, τα πλούσια βοσκοτόπια και τα δάση. Ο φιλόσοφος αντιπαραβάλλει την ειδυλλιακή αυτή εικόνα του µακρινού παρελθόντος µε εκείνη του σύγχρονού του τοπίου, το οποίο αποκαλεί λείψανο της τότε γης. Αναφέρεται, επιπλέον, στο ζήτηµα της αποψίλωσης των δασών και στις επακόλουθες συνέπειες που αυτή έχει στην ποιότητα των εδαφών, καθώς και στις ελλιπείς βροχοπτώσεις κατά την εποχή του . Είναι χαρακτηριστική η παροµοίωση που χρησιµοποιεί, αναφέροντας ότι τα εδάφη της Αττικής της εποχής του µοιάζουν µε σκελετό άρρωστου κορµιού, αφού το εύφορο χώµα είχε παρασυρθεί µε αποτέλεσµα να είναι ορατός µόνο ο φλοιός της γης. Ο Ξενοφών στο έργο του Κυνηγετικός κάνει λόγο, µεταξύ άλλων, για περιπτώσεις παγετού ή ακόµα και χιονιού, που δεν απουσίαζαν από τους χειµώνες της Αττικής. Παρά ταύτα, σε γενικές γραµµές το κλίµα της Αττικής ο συγγραφέας θεωρούσε πως ήταν το ιδανικότερο όλων, καθώς όπως υποστήριζε, όσο αποµακρύνεται κάποιος από αυτήν, τόσο αυξάνεται το ψύχος ή η ζέστη που συναντά, όπως πολύ εύγλωττα γράφει στους Πόρους. Έτσι, έχει επικρατήσει η άποψη κατά την οποία η σύγχρονη Αττική αλλά και η Ελλάδα συνολικά έχουν παρόµοιες κλιµατολογικές και γεωλογικές συνθήκες µε εκείνες της αρχαιότητας.
Ανάλογα µε το αν και κατά πόσο προσφέρονται για αγροτική αξιοποίηση ή όχι, τα εδάφη είναι δυνατό να διαχωριστούν σε δύο µεγάλες κατηγορίες: στην καλλιεργήσιµη και τη µη καλλιεργήσιµη γη. Ωστόσο, η κατηγοριοποίηση αυτή εν πρώτοις ενδέχεται να φαίνεται παραπλανητική, καθώς οι όροι καλλιεργήσιµη και µη καλλιεργήσιµη γη δίνουν την εντύπωση ότι οικονοµικά παραγωγική και αξιοποιήσιµη είναι µόνο εκείνη που µπορεί να καλλιεργηθεί. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, µιας και οι εκτάσεις που δεν µπορούσαν να αξιοποιηθούν προς όφελος κάποιας καλλιέργειας προσφέρονταν για µία σειρά άλλων χρήσεων, µεταξύ των οποίων η βοσκή, η παραγωγή µελιού, η συλλογή διαφόρων φυτών και βοτάνων για τη διατροφή, καθώς και για ιατρική χρήση. Στην αρχαία ελληνική ορολογία απαντούν διάφοροι όροι που ανταποκρίνονται στη γη και στις διαβαθµίσεις της. Η λέξη χωρίον έχει µία αρκετά γενική και ευρεία χρήση και µπορεί να δεχθεί ποικίλες έννοιες. Κατά περίπτωση µπορεί να χαρακτηρίζει γενικά τον χώρο, έναν οικισµό, αλλά και συγκεκριµένα ως προς την αγροτική ορολογία, αντιστοιχεί στο χωράφι ή στην έγγειο ιδιοκτησία. Συχνότατα δε, χρησιµοποιείται στις επιγραφές για να δηλώσει τα προς µίσθωση κοµµάτια γης. Με δεδοµένο λοιπόν το πολύ ευρύ εννοιολογικό πλαίσιο αυτού του όρου, αναζητούνται περαιτέρω όροι, περισσότερο διευκρινιστικοί για τα διάφορα είδη γης που µπορούσαν να αξιοποιηθούν σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό και να καλλιεργηθούν. Οι όροι αυτοί µπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε µία κλίµακα ανάλογη της ποιότητας της γης, από την πιο άγονη στην πλέον εύφορη (ή καλύτερα από τη λιγότερο ή και καθόλου µέχρι την περισσότερο καλλιεργήσιµη) µε την εξής σειρά: όρη, φελλεύς, εσχατιά, αγρός. Τα ορεινά εδάφη, ή αλλιώς ὄρη, αποτελούν την κατηγορία γης µε τη µικρότερη (έως µηδενική) δυνατότητα καλλιέργειας. Δεν προσδιορίζονται αποκλειστικά µε βάση το υψόµετρο: ένα όρος αποτελεί ένα ύψωµα, έξω από τον κατοικηµένο αστικό ιστό και τον καλλιεργούµενο χώρο. Εκεί µπορεί να λάµβαναν χώρα διάφορες δραστηριότητες, όπως η κτηνοτροφία, το κυνήγι, και η εκπόρευση πρώτων υλών (λατοµεία, µεταλλεία, ξυλεία). Όσον αφορά στο θέµα της υλοτοµίας, στο φιλοσοφικό έργο Κριτίας ο Πλάτων αναφέρεται στην όψη της Αττικής της εποχής του, σε σχέση µε την προκατακλυσµιαία Αττική. Υποστηρίζει ότι κάποτε στην Αττική δέσποζαν πλούσια δάση, τα οποία στα χρόνια του υλοτοµήθηκαν προκειµένου να χρησιµοποιηθεί η ξυλεία στις οικίες. Ο όρος φελλεύς αντιστοιχεί σε εκτάσεις γης χαµηλής ποιότητας, µε πετρώδες χώµα και βλάστηση κατάλληλη για κτηνοτροφία. Ο φελλεύς µπορούσε είτε να αποτελεί ιδιοκτησία που αξιοποιείται από τον κάτοχό της είτε να ενοικιάζεται και να αξιοποιείται από άλλους. Είναι εξίσου πιθανό µε τον όρο αυτό να εννοείται ένα µεγαλύτερο κοµµάτι γης, διαµοιρασµένο σε πολλούς ιδιοκτήτες. Από µία τουλάχιστον µαρτυρία, στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, είναι σαφές ότι ο φελλεύς µπορούσε να χρησιµοποιηθεί και στην κτηνοτροφία.
Ο όρος ἐσχατιά αντιστοιχεί στην περιοχή που βρίσκεται στην άκρη µίας καλλιεργήσιµης έκτασης και που µπορεί να γειτνιάζει είτε µε κάποιο βουνό είτε µε τη θάλασσα. Ο Lewis, αφού εξέτασε τον όρο αυτόν σε συνδυασµό µε τοπογραφικά δεδοµένα, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι αντιστοιχεί σε εκτάσεις στην εγγύτητα λόφων. O Jameson, σε µία παρεµφερή θεώρηση, συσχέτισε την εσχατιά µε εκτάσεις που βρίσκονται σε χαµηλές υπώρειες λόφων και ορέων, ενώ αναφορικά µε τη δυνατότητα καλλιέργειάς της, υποστήριξε ότι οι εκτάσεις αυτές απαιτούν διαµορφώσεις όπως η δηµιουργία πλατωµάτων καλλιέργειας ή άλλη ανάλογη διαχείριση, προκειµένου να καταστούν καλλιεργήσιµες. Η τιµή πώλησης µίας εσχατιάς κυµαίνεται σε διάφορα επίπεδα. Υπάρχουν µαρτυρίες για τιµή πώλησης δύο εσχατιών µε 50 δραχµές και άλλες που κάνουν λόγο για πώληση µίας εσχατιάς για 4 τάλαντα. Η βασική τιµή για µία έκταση 1 πλέθρου εσχατιάς έχει υπολογιστεί από τον Andreyev στις 12,5 δραχµές, τιµή κατά πολύ χαµηλότερη σε σχέση µε άλλες εκτάσεις καλύτερης ποιότητας. Ο ἀγρός σχετίζεται κατά κύριο λόγο µε την παραγωγή των σιτηρών και δηµητριακών. Ο Δηµοσθένης κάνει χρήση του όρου µε τη σηµασία τόσο του αγροκτήµατος όσο και της υπαίθρου. Τέλος, ο κῆπος αφορά καλλιεργούµενες εκτάσεις, τόσο στο αγροτικό όσο και στο αστικό και ηµιαστικό τοπίο. Στους κήπους, οι οποίοι συγκαταλέγονται στα πιο εξειδικευµένα στοιχεία µίας αγροικίας, καλλιεργούνταν λαχανικά και διάφορα είδη φρούτων. Επίσης, εκεί ενδεχοµένως λάµβαναν χώρα και πειραµατικές καλλιέργειες. Υπεύθυνος για τον κήπο ήταν ο κηπουρός. Καθώς τα καλλιεργούµενα σε έναν κήπο είδη απαιτούσαν συνεχή φροντίδα, συνεπάγεται ότι η θέση του κήπου ήταν σε κοντινή απόσταση από τον χώρο κατοικίας του ιδιοκτήτη. Όλα τα µέλη ενός οίκου θα µπορούσαν να συνεισφέρουν στη φροντίδα του κήπου, σε αντίθεση µε τους αγρούς, τους φελλείς και τις εσχατιές, όπου αρµόδιοι ήταν κυρίως οι άνδρες.
Αν και παλαιότερα δεν ήταν ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι υπήρχαν διάσπαρτα αποµονωµένα αγροτικά οικήµατα στην αττική ύπαιθρο, πλέον η αντίληψη αυτή έχει αλλάξει. Είναι γενικά παραδεκτό το γεγονός ότι πολλοί κάτοικοι της Αττικής διέµεναν έξω από τα αστικά κέντρα, στους αγρούς, κατέχοντας κτήµατα και ιδιοκτησίες. Εκτός από τα αρχαιολογικά δεδοµένα, ποικίλες φιλολογικές µαρτυρίες το επιβεβαιώνουν. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στις παραµονές του Πελοποννησιακού πολέµου πολλοί Αθηναίοι που ζούσαν στους αγρούς κλήθηκαν να µεταφέρουν τις οικογένειές τους από εκεί µέσα στην πόλη. Στον Οικονοµικό του Ξενοφώντα γίνεται σαφές ότι κάποιος µπορεί να µένει στην πόλη και να µεταβαίνει καθηµερινά στα κτήµατά του. Άλλη µία σηµαντικότατη µαρτυρία σχετικά µε την κατοίκηση στους αγρούς προέρχεται από τον Δηµοσθένη, στον λόγο Προς Καλλικλέαν. Εκεί ο κατηγορούµενος περιγράφει τις σχέσεις της µητέρας του µε τη µητέρα του κατηγόρου, πριν ξεσπάσει η διαµάχη µεταξύ τους, ενώ αναφέρει ότι και οι δύο ζούσαν στους αγρούς και ήταν γειτόνισσες. Επίσης είναι γνωστό ακόµα από τον Ηρόδοτο ότι οι Πάριοι αναζητούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Μιλήτου τα ονόµατα των ιδιοκτητών των καλά καλλιεργηµένων αγρών. Μολονότι η καθηµερινότητα στα χωράφια περιγράφεται συχνά στις διάφορες εκφάνσεις της, εγείρεται το ερώτηµα µε ποιον όρο ή ποιους όρους δηλωνόταν η κατοικία που βρισκόταν στην ύπαιθρο. Εάν υπήρχε δηλαδή στην αρχαία ελληνική γλώσσα κάποιος συγκεκριµένος όρος που να δηλώνει τις οικίες που δεν εντάσσονταν σε κάποιον οικιστικό πυρήνα, αλλά αντίθετα βρίσκονταν στην ύπαιθρο και εκµεταλλεύονταν το περιβάλλον στο οποίο ήταν χωροθετηµένες. Με άλλα λόγια, τίθεται το ζήτηµα του εντοπισµού ενός όρου αντίστοιχου µε την αγροικία της νέας ελληνικής γλώσσας. Παρά την αφθονία των περιγραφών που βρίσκονται στις πηγές σχετικά µε διάφορες επιµέρους πτυχές της αγροτικής ζωής, οι αναφορές σε συγκεκριµένα οικήµατα στην ύπαιθρο είναι σχετικά περιορισµένες.
Ο όρος αγροικία µε την έννοια που διαθέτει στη νέα ελληνική, ήτοι το αγροτικό σπίτι µέσα σε κτήµα, απαντά σπάνια στις αρχαίες πηγές και συνήθως έχει σηµασία διαφορετική από εκείνη της νέας ελληνικής. Η πλέον διαδεδοµένη ερµηνεία του όρου στα αρχαία κείµενα ήταν εκείνη της ιδιότητας του αγροίκου, του άξεστου. Μία λεπτοµερή όσο και κωµική περιγραφή της ιδιότητας αυτής βρίσκεται στο έργο του Θεοφράστου Χαρακτήρες και ταυτίζεται µε τη βάναυση και χονδροειδή συµπεριφορά ενός αγρότη, όπως γίνεται αντιληπτή µέσα από την οπτική γωνία του αστού: ως η απρεπής έλλειψη λεπτότητας. Ο όρος αγροικία µε τη σηµασία της αγροτικής οικίας είναι αρκετά µεταγενέστερος της εποχής που αποτελεί αντικείµενο έρευνας της παρούσας διατριβής και για πρώτη φορά απαντά στον 1ο π.Χ. αιώνα µε το έργο του Διοδώρου του Σικελιώτη. Με τη σηµασία πλέον του αρχιτεκτονήµατος, η λέξη χρησιµοποιείται και αρκετά αργότερα, κατά τον 2ο µ.Χ. αιώνα, στο συγγραφικό έργο του αυτοκράτορα και στωικού φιλόσοφου Μάρκου Αυρηλίου, όπου δηλώνει σαφέστατα πλέον την κατοικία που βρισκόταν στην ύπαιθρο. Ακόµα, ο Αθήναιος ο Ναυκράτιος παραθέτει µέσω του Νυµφόδωρου του Συρακούσιου στο έργο Δειπνοσοφιστές ένα συµβάν που υποτίθεται ότι συνέβη πολύ παλαιότερα, κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα. Η διήγησή του στο συγκεκριµένο απόσπασµα αφορά στην εξέγερση ορισµένων δούλων στο νησί της Χίου, οι οποίοι, αφού απέδρασαν, κατέστρεψαν ορισµένες αγροικίες. Ο όρος αγροικία δεν συναντάται ούτε στις επιγραφικές πηγές των κλασικών χρόνων από την Αττική. Η µη ταύτιση του όρου αγροικία µε την οικία στον αγρό στις πηγές ή, καλύτερα, η έλλειψη οποιουδήποτε άλλου όρου που να δηλώνει επακριβώς την οικία της υπαίθρου, ήταν ο βασικός λόγος που επέτρεψε στον Osborne να διατυπώσει την άποψη ότι στην Αττική των κλασικών χρόνων δεν υπήρχαν αγροικίες.
Πηγή : ΑΡΙΣΤOΤΕΛΕΙO ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙO ΘΕΣΣΑΛOΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤOΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙOΛOΓΙΑΣ ΤOΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΓΡΟΙΚΙΕΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ
ΔΙΔΑΚΤOΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒH ΤΟΜΟΣ Α
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Αριστοφάνης και οι Αγρότες : Ο ύμνος για την αγροτική ζωή και η υπεράσπιση των Αθηναίων αγροτών

Ο Αριστοφάνης στα έργα του ύμνησε την ήσυχη και μακάρια ζωή της υπαίθρου μακριά από τις έγνοιες της αστικής καθημερινότητας. Ό ποιητής γεννή...