Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Α)

Ο Ασπρόπυργος του 1900, σύμφωνα με την τότε απογραφή, είχε 509 άνδρες. Απ’ αυτούς 130 είχαν δηλώσει γεωργοί, 78 κηπουροί, 48 κτηματίες, 72 ποιμένες και 87 εργάτες. Οι τελευταίοι, σχεδόν όλοι, δούλευαν μεροκαματιάρηδες στα χωράφια και τα περιβόλια όσων είχαν ανάγκη από πρόσθετα εργατικά χέρια επειδή, η ακτημοσύνη τους ή τα λίγα ιδιόκτητα χωράφια, τους υποχρέωναν να ξενοδουλεύουν για να εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό τους. Μαζί, 415 όλοι τους, αποτελούσαν το 81,5%. Οι άλλοι 94 που απέμεναν, το 18,5%, ασκούσαν 38 διαφορετικά επαγγέλματα. Η εικόνα που έχουμε από την απογραφή δεν δείχνει όλη την πραγματικότητα ωστόσο εκφράζει τις εργασίες στις οποίες ρίχνανε το βάρος κατά προτεραιότητα. Η διάκριση σε κτηματίες, γεωργούς, κηπουρούς δεν ήταν απόλυτα ακριβής. Δεν διέφεραν οι κτηματίες από τους γεωργούς ουσιαστικά ή από τους κηπουρούς και αυτό γινόταν φανερό με την πάροδο του χρόνου. Πάντως ο κτηματίας έπρεπε να κατείχε κάπως μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία. Η εικόνα ήταν παραπλανητική για τις γυναίκες. Δήλωναν «οικιακά» ωσάν να μην έκαναν καμία άλλη εργασία έξω από το σπίτι. Δούλευαν στα περιβόλια και στις εποχικές αγροτικές εργασίες χωρίς διάκριση και οι γυναίκες μέλη της κάθε οικογένειας και οι γυναίκες των οικογενειών των εργατών για το μεροκάματο. 
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής οι κηπουροί αντιστοιχούσαν στο 15,3% επί του συνόλου των 509 ανδρών, στο 31,2% του συνόλου των 250 γεωργών κτηματιών, ποιμένων, και το 43,8 των 178 γεωργών και κτηματιών. Μια εξέλιξη που χρειάστηκε για να πραγματοποιηθεί 2/3 του αιώνα όσα ήσαν τα χρόνια από την απελευθέρωση μέχρι το 1900. Οι αιώνιες αντιθέσεις μεταξύ των γεωργών και των ποιμένων δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Οι ποιμένες διεκδικούσαν περισσότερες εκτάσεις για βοσκή και οι γεωργοί απαιτούσαν περισσότερη προστασία της γεωργικής παραγωγής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ζωή στα βουνά ήταν πιο ελεύθερη και ο ποιμενικός βίος ανθούσε. Η ζωή στον κάμπο του Θριασίου ήταν εκτεθειμένη σε πολλαπλούς κινδύνους. Όσοι καλλιεργητές αποτολμούσαν, ζούσαν μόνιμα ή εποχικά ανάλογα με τη διάρκεια της απασχόλησης κατά πατριές και διάσπαρτα στον κάμπο. Μετά την απελευθέρωση άρχισε η κάθοδος από το βουνό στον κάμπο με μόνιμη πλέον εγκατάσταση. Η Χασιά, το κεφαλοχώρι κατά την Τουρκοκρατία, έχανε μέρα με τη μέρα το ηγετικό της ρόλο. Η σκυτάλη πέρασε στα Καλύβια στο δικό της χωριό στον κάμπο. Έτσι πήρε και η γεωργία τα πρωτεία από την ποιμενική. Η ανάγκη για μονιμότερη απασχόληση συνετέλεσε να στραφούν με περισσότερη έμφαση στην κηπουρική και δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι ήταν επιβεβλημένη η συνύπαρξη και η αλληλοσυμπλήρωση της κηπουρικής και της γεωργίας με την κτηνοτροφία και ειδικότερα με την αγελαδοτροφία. Σύμφωνα με την πάρα πάνω απογραφή οι τέσσερεις στους πέντε ασχολούνταν με την αγροκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία και ο πέμπτος ασκούσε κάποιο άλλο επάγγελμα. Αν αναφερθούμε σ’ αυτά τα επαγγέλματα μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που ζούσαν, μάλιστα αν συσχετίσουμε το είδος της απασχόλησης με την κατασκευή σπιτιών, την οικοσκευή, την ενδυμασία, τη διατροφή, το εμπόριο, τα αναγκαία εργαλεία για τις αγροτικές εργασίες, τις μετακινήσεις και τις παροχές διαφόρων υπηρεσιών θα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
Στη δημοτική περιφέρεια Ασπρόπυργου ανήκουν σχεδόν τα 3/5 της όλης έκτασης του Θριασίου. Μέχρι το 1960, που η χρήση της γης ήταν αποκλειστικά γεωργική οι Ασπροπυργιώτες, στην πλειοψηφία γεωργοί, είχαν επεκτείνει τις αγροτικές ιδιοκτησίες και στις γειτονικές δημοτικές περιφέρειες. Στον Ασπρόπυργο δεν υπήρξαν μεγάλες ιδιοκτησίες, γεγονός που συνέτεινε στις ομαλές κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων. Η Ελληνική Παλιγγενεσία βρήκε το Θριάσιο με μοναδική μεγάλη ιδιοκτησία ένα πρώην μούλκι Τούρκου πασά στο νότιο τμήμα του κάμπου (γειτνίαζε με τη θάλασσα και το Ποικίλο όρος) το γνωστό Στεφάνι, και ορισμένες εκτάσεις στα βορεινά του κάμπου τα «μοναστηριακά» που ανήκαν στη Μονή Κλειστών. Όμως αρχικά το Στεφάνι και αργότερα τα «μοναστηριακά» μοιράστηκαν με παραχωρητήρια και με κλήρους στους Ασπροπυργιώτες! Έκτοτε και μέχρι πρόσφατα στη δεκαετία του εξήντα οι ιδιοκτησίες της πλειοψηφίας των αγροτών κυμαίνονταν από 30 μέχρι 150 στρέμματα ενώ ελάχιστοι είχαν συνολική ατομική ιδιοκτησία μεταξύ 300 και 500 στρεμμάτων. Στις αγροτικές εργασίες απασχολείτο όλη η οικογένεια και σε περιόδους αιχμής ή όταν η οικογενειακή προσφορά εργασίας δεν επαρκούσε καλούσαν αγροτοεργάτες άνδρες και γυναίκες από τις φτωχότερες οικογένειες, ημερομίσθιους, με τους οποίους η οικογένεια εργαζόταν πλάι, πλάι και έτρωγαν όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι χωρίς να αφήνονται περιθώρια να δημιουργηθούν κοινωνικές διακρίσεις. Στις αρχές του εικοστού αιώνα τα περιβόλια ήσαν παραθαλάσσια. Άρχιζαν από τη θάλασσα και προχωρούσαν μερικές εκατοντάδες μέτρα μέσα στον κάμπο, επειδή τα μαγγάνια περιστρέφονταν με άλογα και τα πηγάδια δεν ήταν δυνατό να έχουν μεγάλο βάθος. Στην περιοχή αυτή το βάθος εποίκιλλε από 3 μέχρι 12 μέτρα. Από την απελευθέρωση του γένους μέχρι τις αρχές του αιώνα, όλα αυτά τα χρόνια, πάσχιζαν γενιές για να αλλάξουν την άγρια χλωρίδα του Θριάσιου. Να ημερώσουν ένα τόπο που δέσποζαν οι βελανιδιές και οι θάμνοι. Τις πρώτες δεκαετίες όργωναν με αλέτρι που διέφερε από το πρωτόγονο ησιόδειο στο υνί που ήταν σιδερένιο. Άροση ρηχή, επιφανειακή με περιορισμένη απόδοση στο πετρώδες έδαφος. 
Το 1860 χρησιμοποιήθηκε το γερμανικό, όπως το έλεγαν, αλέτρι. Όργωνε βαθειά και ξέθαβε τις πέτρες. Τις μάζευαν και τις μετέφεραν για οικοδομική χρήση. Έτσι με τα χρόνια μετάτρεψαν την άγονη γη σε γόνιμη. Όμως και στις αρχές του 20ου αιώνα πολλές περιοχές εξακολουθούσαν να παραμένουν βελανιδότοποι. Είχαν οι κάτοικοι κι από τα βελανίδια κάποιο εισόδημα αλλά η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Μεγάλη φτώχεια. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική παρέσυρε πολλούς Ασπροπυργιώτες. Πολύ λίγοι έμειναν εκεί, οι περισσότεροι γύρισαν να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς πολέμους. Ακολούθησαν άλλα δέκα χρόνια πολέμων. Οι άνδρες που έμειναν πίσω μαζί με τις γυναίκες δούλευαν σκληρά στα περιβόλια που αυξάνονταν προχωρώντας βορεινά προς το χωριό. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη έγινε τα χρόνια του μεσοπολέμου. Δεν χρησιμοποιούνται πλέον τα άλογα για την άντληση του νερού. Αντικαταστάθηκαν από πετρελαιομηχανές κι αυτές με τη σειρά τους από ηλεκτρικούς κινητήρες, τα μοτέρ. Καινούργια πηγάδια ανοίχθηκαν 25, 30 ,35, 40 μέτρα βάθος. Στα καινούργια μαγγάνια διαφοροποιήθηκε το σύστημα μετάδοση κίνησης. Νέες ράτσες αλόγων. Δυνατά, γρήγορα άλογα, σέρβικα, ουγγαρέζικα αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη της παραγωγής και της οικονομίας κάθε οικογένειας όμως τα περισσότερα τελείωσαν τον προορισμό τους στα αλβανικά βουνά το 1940. Μετά τον πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του εξήντα τα περιβόλια επεκτάθηκαν βορειότερα με πηγάδια των 50, 60, 70 μέτρων βάθους. Μένω με την εντύπωση ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει άλλος τόπος με μεγαλύτερη πυκνότητα πηγαδιών.
Η υπερβολική άντληση επέδρασε στην ποιότητα του νερού της υπόγειας υδροφόρου λεκάνης. Οι νότιες περιοχές έχουν υφάλμυρα νερά. Η παρουσία μερικών υπερβολικά υδροβόρων βιομηχανιών που στραγγίζουν καθημερινά τα αποθέματα του νερού επέδρασε και στην ποιότητα των νερών των βορείων περιοχών. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι περιοχές που κυρίως προμήθευαν κηπευτικά την Αθήνα και τον Πειραιά ήσαν οι δυτικές της Αθήνας κατά μήκος του Κηφισού και το Θριάσιο. Βόρεια και ανατολικά της Αθήνας η παραγωγή ήταν περιορισμένη. Όταν το αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά προϊόντων από τη δεκαετία του τριάντα, νέες περιοχές, κυρίως η Αργολίδα, άρχισαν να ανταγωνίζονται τις πρώτες. Η ραγδαία συγκέντρωση του πληθυσμού στη δεκαετία του πενήντα στο λεκανοπέδιο της Αθήνας επηρέασε τον όγκο παραγωγής. Ήταν η βασική αιτία της επέκτασης των περιβολιών βορειότερα. Αλλά δεν διαφοροποιήθηκε μόνο ο όγκος αλλά και η διαδικασία της παραγωγής από την κάθετη τεχνολογική ανάπτυξη. Η συστηματική επέκταση των θερμοκηπίων με αποτέλεσμα την δημιουργία κλιματολογικών συνθηκών διαφορετικών σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον μεγιστοποίησε τον χρόνο παραγωγής πολλών προϊόντων. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας ψύχους επέτρεψε τον εφοδιασμό της αγοράς με νωπά προϊόντα που σε προηγούμενα χρόνια δεν μπορούσαν να διατεθούν στην κατανάλωση γιατί δεν ήταν δυνατό να συντηρηθούν. Αλλά και η συνεχής βελτίωση των μεταφορικών μέσων, των οδικών αρτηριών και η δυνατότητα να φθάσουν σε μερικές ώρες ή σε μια νύχτα τα προϊόντα από τον τόπο παραγωγής στην κατανάλωση ευνόησε απόμακρα διαμερίσματα της χώρας και νησιά να μειώσουν τη σημασία και να υποβαθμίσουν τη θέση που κατείχε το Θριάσιο στην παραγωγή κηπευτικών προϊόντων. Όμως η νέα αυτή εξέλιξη για την κηπευτική και τη γεωργία του Ασπροπύργου δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό των άλλων περιοχών. Η μέσα σε λίγα χρόνια υδροκεφαλική πληθυσμιακή συσσώρευση στην πρωτεύουσα με αποτέλεσμα την άναρχη ανάπτυξη της Αττικής γενικότερα, οδήγησε στην αλλαγή χρήσης της γης. Βιομηχανίες, βιοτεχνίες και κάθε τι ρυπαρό οδηγήθηκε στο Θριάσιο και η γη έγινε εμπορεύσιμο αγαθό. Οι δομές του υλικού βίου μεταμορφώθηκαν. Παρατηρούνται βαθειές αλλαγές στην οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις, στον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης και στην πληθυσμιακή σύνθεση.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Αριστοφάνης και οι Αγρότες : Ο ύμνος για την αγροτική ζωή και η υπεράσπιση των Αθηναίων αγροτών

Ο Αριστοφάνης στα έργα του ύμνησε την ήσυχη και μακάρια ζωή της υπαίθρου μακριά από τις έγνοιες της αστικής καθημερινότητας. Ό ποιητής γεννή...