Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Σπανάκι : Το μονοετές ή διετές αγροτικό φυτό με βρώσιμα φύλλα του

Το φυτό σπανάκι ανήκει στην τάξη Καρυοφυλλώδη και στην οικογένεια των Χηνοποδιοειδών (Chenopodiaceae). Καλλιεργείται κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική ενώ η καταγωγή του είναι από την Ασία. Μονοετές ή διετές φυτό καλλιεργείται για τα παχιά τριγωνικά φύλλα του. Αυτά βρίσκονται κοντά στη ρίζα, έχουν χρώμα βαθύ πράσινο και λεία ή κυματιστή επιφάνεια. Όταν η διάρκεια της ημέρας είναι μεγαλύτερη και η θερμοκρασία αρκετά υψηλή τότε αναπτύσσεται ένας βλαστός που φέρει μία ταξιανθία με μικρά άνθη. Ο καρπός είναι ένα πολύ μικρό μονόσπερμο καρύδι που μερικές φορές φέρει και αγκαθωτό περίβλημα. Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με σπορά. Το ψυχρό κλίμα ευνοεί την ανάπτυξη του σπανακιού· στην Ελλάδα γίνεται σπορά από τα μέσα Αυγούστου μέχρι το Φεβρουάριο. Το έδαφος πρέπει να είναι υγρό και ειδικά όταν το σπανάκι είναι μικρό. Τα αμμοπηλώδη εδάφη είναι τα πιο κατάλληλα. Αν δεν υπάρχουν βροχές τότε χρειάζεται λίγο πότισμα. Πολλές από τις καλλιέργειες πάντως είναι ξερικές. Η συγκομιδή γίνεται περίπου 6 εβδομάδες μετά τη σπορά. Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες σπανακιού. Οι πιο γνωστές στην Ελλάδα είναι το κοινό σπανάκι, η πριγκίπισσα Τζουλιάνα, το κοντό σπανάκι και το πλατύφυλλο Άργους. Στην Ελλάδα απαντάται και αυτοφυές, ως άγριο σπανάκι, κοινώς η νάνα. Έχουν αναπτυχθεί και κάποια υβρίδια για μεγαλύτερη παραγωγή. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 25.000 στρέμματα περίπου και η ετήσια παραγωγή φτάνει τους 36.000 τόνους. 
Το ημερολόγιο έδειχνε 700 μ.Χ. και ο αυτοκράτορας της Κίνας, δέχθηκε ένα περίεργο δώρο από τον βασιλιά του Νεπάλ. Κάτι πράσινα φύλλα, χωρίς ιδιαίτερη οσμή και με ασυνήθιστη γεύση. Μια γεύση γλυκιά και πρωτόγνωρη, που αποκαλύφθηκε, όταν οι μάγειρες της αυτοκρατορικής αυλής, αποφάσισαν να βράσουν τα πολύτιμα χορταρικά. Και το όνομα αυτών: σπανάκι! Κάπως έτσι, λέγεται, πως έκανε την εμφάνισή του το σπανάκι στις κουζίνες του κόσμου. Σήμερα, αποτελεί ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο φαγητό, που έχει αγαπηθεί από πολλούς λαούς του κόσμου και που μαγειρεύεται ανά τον πλανήτη σε διάφορες παραλλαγές. Το θρεπτικό σπανάκι, υπάρχει στην αγορά όλο τον χρόνο-φρέσκο και καταψυγμένο-αλλά οι βασικότερες εποχές, όπου μπορείτε να είστε σίγουροι για την φρεσκάδα του είναι η άνοιξη (από Μάρτιο έως Μάιο) και το φθινόπωρο (από Σεπτέμβριο έως Νοέμβριο). Τα σπανάκια ευδοκιμούν σχεδόν παντού, εκτός από τα πολύ βαριά ή πολύ αμμουδερά εδάφη. Ιδιαιτέρως όμως αγαπούν και δίνουν πλούσιο και τρυφερό φύλλωμα στα δροσερά και σύσκια μέρη, αρκεί να είναι γόνιμα ή επαρκώς λιπασμένα. Ως καλλίτερο λίπασμα θεωρείται η κοπριά, γιατί τα σπανάκια έχουν ανάγκη από πολύ άζωτο. Πρέπει επομένως να δίνεται σε μεγάλη δόση 3 - 4000 οκάδ. στο στρέμμα και να σκεπάζεται λίγο πριν γίνει η σπορά. Από τα χημ. λιπάσματα, αξιοσύστατος είναι ο τύπος 6-8-8, σε ποσό 80 — 100 οκάδ. στο στρέμμα, από δε τα απλά, οι δόσεις 15 - 20 οκάδ. Νιτρικού νατρίου, 50 - 60 οκάδ. υπερφωσφορικού και 20 - 25 οκάδ. θειικού καλίου. Η προετοιμασία του εδάφους, εκτός από την λίπανση, συνίσταται στα αναγκαία οργώματα ή σκαψίματα, ώστε να ψιλοχωματιστεί καλά το χώμα και στο απαραίτητο ισοπέδωμα, αφού διαιρεθεί σε βραγιές, είτε σποριές. Ασθένειες: Τα σπανάκια δεν έχουν πολλές αρρώστιες. Ως τόσο, κάποτε παρουσιάζονται και προξενούν ζημίες. Η Μελίγκρα:  Παρουσιάζεται στα φύλλα, με καιρό υγρό και ψυχρό, τα όποια κατσαδιάζει. Καταπολεμείται με σκέτη διάλυση σαπουνιού (2 - 3 οκ. σαπούνι σε 100 οκ. νερό). Ο Περονόσπορος: Κάνει στα φύλλα βούλες ασπρουδερές και τα αχρηστεύει. Ευνοείται με καιρό υγρό και ζεστό. Καταπολεμείται με ραντίσματα βορδιγαλείου πολτού (1 %), αλλά στην αρχή πολύ πριν χρησιμοποιηθούν τα φύλλα. 
Το σπανάκι κυκλοφορεί στην κατανάλωση φρέσκο, κονσερβοποιημένο ή κατεψυγμένο. Ακόμη μπορεί να διατηρηθεί και σε κοινούς καταψύκτες, αφού πρώτα ζεματιστεί, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Τρώγεται μαγειρεμένο (σπανακόρυζο, σουπιές με σπανάκι), γίνεται διάφορες πίτες (σπανακόπιτα) ή ακόμα τρώγεται και ωμό σε διάφορες σαλάτες. Έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο και βιταμίνες Α ,C, Ε και Κ, χλωροφύλλη, άλατα ιωδίου και σαπωνίνες. Είναι πολύ καλό στη σωστή λειτουργία του εντέρου και κατά της αναιμίας. Το σπανάκι, αποτελεί πράγματι μια σούπερ τροφή, που όμοιά της δύσκολα θα βρείτε. Οι θαυματουργές ιδιότητες του σπανακιού ωφελούν και ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση, οξυγονώνουν τον οργανισμό ενώ συντελούν στην ομαλή λειτουργία του εντέρου. Αλλά, τα οφέλη από την κατανάλωση σπανακιού, δεν σταματούν εδώ. Το σπανάκι, καθυστερεί τον εκφυλισμό των εγκεφαλικών κυττάρων που έρχεται με το γήρας και καταπολεμά την αρθρίτιδα. Παράλληλα, δρα προληπτικά απέναντι στον καρκίνο του παχέος εντέρου, του οισοφάγου και των ωοθηκών ενώ οι επιστήμονες αναφέρουν, πως θωρακίζει και την καρδιά απέναντι σε μια σειρά παθήσεων. Τέλος, διασφαλίζει την καλή υγεία των οστών ενώ οι αντιοξειδωτικές του ιδιότητες, καταπολεμούν τις ελεύθερες ρίζες στον οργανισμό και χαρίζουν λαμπερό δέρμα και μαλλιά καθώς και «ατσάλινη» υγεία! Το σπανάκι λόγω των συστατικών του, θεωρείται μια σούπερ τροφή, που δυναμιτίζει τον οργανισμό μας. Έτσι, λοιπόν, το σπανάκι είναι μια τροφή ιδιαίτερα πλούσια σε βιταμίνες A,B,C, σε φυτικές ίνες, σε σίδηρο, μαγγάνιο, ασβέστιο, φυλλικό οξύ. Μπορεί να καταναλωθεί ωμό μέσα σε σαλάτες ή βρασμένο ως συστατικό μιας καλοψημένης πίτας ή ως συνοδευτικό φαγητών.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σπανάκι
http://www.clickatlife.gr/your-life/story/615
http://www.ftiaxno.gr/2014/09/spanaki-spora-fitema-kalliergeia..html

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Κράμβη η λαχανώδης ή Λάχανο : Το αρχαίο αγροτικό φυτό της Ελλάδας, η καλλιέργειά του και οι ιδιότητές του

Το λάχανο (επιστ. Κράμβη η λαχανώδης ποικ. η κεφαλωτή, Brassica oleracea var. capitata) είναι φυτό διετές, ποώδες και ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών. Στην Κύπρο το λάχανο είναι γνωστό ως κραμπί. Ο βλαστός του είναι κοντός και δεν ξεπερνάει τα 35 εκατοστά μέχρι να ανθοφορήσει. Τα φύλλα του βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο με στήριγμα ένα σαρκώδες στέλεχος που αποτελεί τον κύριο άξονα του λάχανου. Τη δεύτερη Άνοιξη βγαίνει στη μέση ένα σκληρό στέλεχος που φέρει μικρά άνθη. Η αναπαραγωγή γίνεται με σπόρο είτε απευθείας σε χωράφι είτε σε φυτώρια ή σπορεία. Όταν το φυτάριο αποκτήσει 5-6 φύλλα τότε γίνεται μεταφύτευση και στη συνέχεια άρδευση. Οι απαιτήσεις του λάχανου σε νερό είναι μεγάλες. Πρέπει να ποτίζεται τακτικά αλλά κανονικά γιατί μεγάλες ποσότητες νερού πιθανόν να προκαλέσουν μεγάλη επέκταση των ριζών και εξασθένιση του φυτού. Το λάχανο αναπτύσσεται κανονικά σε θερμοκρασίες από 15-18 βαθμούς. Το φυτό αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ μία ποικιλία αντέχει και μέχρι τους –10 βαθμούς. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται κυρίως άσπρες φθινοπωρινές ποικιλίες όπως Γιαννιώτικα, Αλσατίας, Πρώιμα Νάντης, άσπρα Σαβοΐας και άλλες. Η έκταση καλλιέργειας φτάνει τα 8.000 στρέμματα περίπου με παραγωγή γύρω στους 130.000 τόνους. 
Τα κραμβολάχανα ή μαππολάχανα είναι φυτά διετή, καλλιεργούμενα ως μονοετή, όπως και τα κουνουπίδια. Ανήκουν στην οικογένεια των σταυρανθών. Αναλόγως των ποικιλιών πού ανήκουν, παρουσιάζουν διάφορη μορφή και ανάπτυξη. Τά φύλλα γίνονται πολύ μεγάλα και σαρκώδη με διάταξη διαδοχική, το ένα επάνω στο άλλο, ώστε να σχηματίζουν είδος μάπας κλειστής ή κλειστού χωνιού. Ό σχηματισμός αυτός, οφείλεται στην υπερτροφία των ακρινών ή των πλευρικών ματιών στα οποία, τα αναπτυσσόμενα φύλλα, δίδουν το σχήμα μεγάλου ή μικρού κεφαλιού. Τα άνθη είναι λευκά ή κιτρινωπά και παρουσιάζονται στη κορυφή μαζεμένα σε βότρεις. Οι σπόροι είναι μικροί και στρογγυλοί, χρώματος μαύρου η στακτί-σκούρου. Τα κραμβολάχανα καλλιεργούνται αποκλειστικώς για τα τρυφερά και ελαφρώς τραγανά τους φύλλα, τα όποια τρώγονται νωπά ως είδος ορεκτικό υπό μορφή σαλάτας ή τουρσί είτε βρασμένο ως σύνηθες λαχανικό μαγειρικής. Ένεκα της εξαιρετικής αντοχής πού παρουσιάζουν στο ήχος και την υγρασία, τα κραμβολάχανα αποτελούν καλλιέργεια φθινοπωρινή η χειμερινή.  Μπορούν όμως να επιτύχουν και σε οποιαδήποτε εποχή, αρκεί να χρησιμοποιούνται για αυτό οι ανάλογες ποικιλίες. Γενικώς τά κραμβολάχανα αρέσκονται και ευδοκιμούν σε χώματα μετρίως βαρεία και βαθειά, τα όποια να μη χάνουν γρήγορα την υγρασία τους. Ταύτα όμως πρέπει να είναι γόνιμα και προπάντων στραγγερά. Τα ελαφρά είναι λιγότερο κατάλληλα, τα δε ξηρά αποκλείονται εντελώς. Επίσης για τα λαχανικά αυτά, τα χώματα πρέπει να λιπαίνονται πλουσίως και απαραιτήτως να είναι ποτιστικά. Για την λίπανση, ένεκα του μεγάλου και ζωηρού φυλλώματος των, έχουν ανάγκην κυρίως αζώτου και καλίου. Συνεπώς για τα στοιχεία ταύτα, τα κραμβολάχανα είναι πολύ απαιτητικά. 
Τα λάχανα γενικώς προσβάλλονται από διάφορες αρρώστιες και έντομα, εκ των οποίων συνηθέστερες και ποιο επιβλαβείς είναι: ή γάγγραινα των λαχάνων, ο άνθρακας των λαχάνων-Altenaria brassicae, ο Άλτης-Altica oleracea,ηΗ Πιερρίς-Pierris brassicae. Τα λάχανα ευδοκιμούν όταν φυτεύονται με αρωματικά φυτά, όπως άνηθο, μέντες, δενδρολίβανο, θυμάρι, και χαμομήλι. Το λάχανο αναπτύσσετε καλά με άλλα λαχανικά όπως τα κρεμμύδια, το σκόρδο, τα μπιζέλια, το σέλινο, τις πατάτες, τα κουκιά και τα τεύτλα. Ένας αρχαιοελληνικός μύθος, βασισμένος στην Ιλιάδα, αφηγείται την ιστορία του Διονύσου, ο οποίος δεν έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στο κατακτητικό του ταξίδι στη Θράκη. Με τη βοήθεια μιας αγέλης, ο φιλοπόλεμος βασιλιάς των Ηδωνών, ο Λυκούργος, αναχαίτισε το στρατό του θεού, μέχρι που ο Διόνυσος αναγκάστηκε να αναζητήσει καταφύγιο στη σπηλιά της θαλάσσιας νύμφης Θέτιδας. Ο Λυκούργος, έξαλλος από τη νίκη του, άρχισε να λεηλατεί και να καταστρέφει ό,τι νόμιζε πως ήταν τα ιερά αμπέλια του θεού, αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν τα πόδια του Δρύα, του ίδιου του του γιου. Ο Διόνυσος τιμώρησε τον βασιλιά για το ανοσιούργημά του, προκαλώντας φοβερή ξηρασία στη Θράκη, το μένος του ήταν τόσο μεγάλο, που κατευνάστηκε μόνο με τον θάνατο του Λυκούργου. Βασανισμένος και διαμελισμένος από τους υπηκόους του, ο Λυκούργος πριν πεθάνει έκλαιγε από πόνους και από τα δάκρυά του ξεπετάχτηκαν λάχανα. Το λάχανο είναι από τα κυριότερα λαχανικά και καλλιεργείται σε όλες τις Εύκρατες περιοχές. Τρώγεται είτε ωμό σε σαλάτες είτε μαγειρεμένο. Η γνωστή λαχανοσαλάτα έχει προέλευση από την Ολλανδία. Η λαχανόσουπα είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές χώρες, οι λαχανοντολμάδες είναι παραδοσιακό Ελληνικό πιάτο και μία λαχανόσουπα με μανιτάρια τρώγεται παραδοσιακά στη Πολωνία την παραμονή της πρωτοχρονιάς και την Ανάσταση. Το λάχανο είναι πλούσιο σε βιταμίνη C και ανόργανα στοιχεία άκρως απαραίτητα για τη σωστή λειτουργία του πεπτικού συστήματος . Έχουν αναπτυχθεί πολλές ποικιλίες λάχανου που χαρακτηρίζονται από την εποχή, τη πρωιμότητα (πρώιμες ή όψιμες), το σχήμα (κωνική, σφαιρική), το βάρος (από μισό έως 6 κιλά), το χρώμα (λευκό ή μώβ) και την υφή της κεφαλής (σκληρή ή μαλακή). Το λάχανο περιέχει περισσότερη βιταμίνη C από τα πορτοκάλια, καθώς και πολλά μεταλλικά στοιχεία, συν ιώδιο, θείο, ασβέστιο, μαγνήσιο και κάλιο. Τα εξωτερικά φύλλα του λάχανου περιέχουν περισσότερη βιταμίνη Ε και ασβέστιο από τα εσωτερικά φύλλα.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λάχανο
http://www.ftiaxno.gr/2011/11/blog-post.html

Βρασική η λαχανώδης ή Κουνουπίδι : Το αγροτικό φυτό της Ελλάδας, η καλλιέργειά και ιδιότητές του

Το κουνουπίδι (επιστ. Βρασική η λαχανώδης ποικ. η Βοτρύτης, Brassica oleracea var. botrytis) είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή διετές και ανήκει στην οικογένεια των σταυρανθών και στο γένος Βράσσικα. Κατάγεται από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου ενώ αναφορές υπάρχουν και στην Αρχαία Ελλάδα και Αίγυπτο. Το ύψος του μπορεί να φτάσει τα 80 εκατοστά. Τα φύλλα του είναι μακριά και τα εσωτερικά γέρνουν προς το κέντρο του φυτού. Στην κορυφή του σχηματίζεται μία συμπαγής μάζα από υπερτροφικά άνθη και σαρκώδεις μίσχους που λέγεται ανθοκεφαλή. Το κουνουπίδι καλλιεργείται κυρίως στις περιοχές της Μεσογείου, και στις παραθαλάσσιες περιοχές του Ατλαντικού ωκεανού για την ανθοκεφαλή του. Από το Μάιο μέχρι τον Αύγουστο σπέρνεται σε φυτώρια και μετά την πάροδο 1 μήνα, αφού βλαστήσουν, τα μικρά αυτά φυτάρια μεταφυτεύονται στο χωράφι. Είναι ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες και στις πολλές βροχές. Μία μέση θερμοκρασία 10-12 βαθμούς είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη του. Μπορεί να καλλιεργηθεί στα περισσότερα εδάφη αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη ύδρευση. Ανάλογα με την ποικιλία και την καλλιέργεια η συγκομιδή γίνεται 5 περίπου μήνες μετά τη σπορά. Όταν η ανθοκεφαλή πάρει το συνηθισμένο σχήμα κόβεται μαζί με 3-4 φύλλα που την προστατεύουν κατά τη μεταφορά και από το φως. Στη βόρεια Ευρώπη καλλιεργείται μια μονοετής ποικιλία τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην Ελλάδα το κουνουπίδι καλλιεργείται τη χειμερινή περίοδο κυρίως στις Εύβοια, Αττική, Μεσσηνία, Κέρκυρα και Αρκαδία και είναι διετές. Η καλλιέργεια του καλύπτει περίπου 30,000 στρέμματα με παραγωγή πάνω από 36,000 τόνους ετησίως. Τα μπρόκολα και τα κουνουπίδια καλλιεργούνται με κρεμμύδια, πατάτες, φασκόμηλο, χαμομήλι, σέλινο, άνηθο, δυόσμο, δεντρολίβανο, θυμάρι, αψιθιά, ύσωπο, λεβάντα. Τα αρωματικά φυτά γενικώς διώχνουν τα σκουλήκια των λάχανων. Δεν καλλιεργούνται μαζί με ντομάτες, φασόλια και φράουλες φράουλες. 
Τα κουνουπίδια ή ανθοκράμβες είναι φυτά διετή, καλλιεργούμενα ως μονοετή. Ανήκουν στην οικογένεια των σταυρανθών. H καλλιέργεια αυτών γίνεται αποκλειστικώς για τα υπερτροφικά άνθη, τα όποια μαζί με τούς ποδίσκους τους, αποτελούν το μόνο φαγώσιμο μέρος για χρήση της μαγειρικής. Όταν τρώγονται ωμά προξενούν φούσκωμα και αέρια, από το πολύ θειάφι πού περιέχουν. Στη Κύπρο, από τα άνθη των κουνουπιδιών και τα τρυφερά κοτσάνια κάνουν τη περίφημη μούγκρα, είδος τουρσί εξαίρετο ως ορεκτικό. Τα κουνουπίδια έχουν περίπου τις ίδιες καλλιεργητικές απαιτήσεις πού έχουν και τα κραμβολάχανα (μάπες). Από αυτά οι μεν πρώιμες ποικιλίες ευδοκιμούν καλύτερα στα ελαφρά και δροσερά χώματα, οι δε όψιμες μάλλον στα σφικτά και στραγγερά, όχι όμως πολύ βαρεία. Γενικώς τα κουνουπίδια έχουν ανάγκη από πολλά και συχνά ποτίσματα για να δίδουν καλές αποδόσεις, αλλιώς η παραγωγή τους αποβαίνει εντελώς πενιχρή. Το κουνουπίδι τρώγεται μαγειρεμένο ή διατηρημένο σε ξύδι (τουρσί) και θεωρητικά αποδίδει λίγες θερμίδες. Έρευνες υποστηρίζουν ότι η μέτρηση θερμίδων δεν είναι δυνατόν να γίνει με ακρίβεια. Μπορεί να μαγειρευτεί είτε νερόβραστο, οπότε τρώγεται με την προσθήκη λεμονιού ή/και λαδιού, είτε με την προσθήκη ντομάτας, κρεμμυδιού και μπαχαρικών, κυρίως γαρύφαλλου και μπαχαριού. Το κουνουπίδι έχει υψηλή διατροφική αξία και η κατανάλωσή του μπορεί να προστατεύσει από διάφορες ασθένειες της καρδιάς, αλλά και από τον καρκίνο. Το κουνουπίδι λέγεται ότι προέρχεται από το άγριο λάχανο που ευδοκιμούσε στην Ασία. Ανήκει στην ίδια κατηγορία λαχανικών με το μπρόκολο, τα λαχανάκια Βρυξελλών και το λάχανο και συναντάται σε διάφορα μεγέθη, από 15 εκατοστά σε διάμετρο, έως και 12 εκατοστά. Αποτελείται από πολλά συγκεντρωμένα μπουμπούκια λευκού χρώματος, λόγω της προστασίας τους από τα παχιά πράσινα φύλλα που εμποδίζουν να τα φτάσει το φως του ήλιου και το σχηματισμό χλωροφύλλης. 
Το μέρος του λαχανικού που τρώγεται είναι το ίδιο το λουλούδι, το οποίο καταναλώνεται με διάφορους τρόπους -τουρσί, ωμό, βραστό, στον ατμό κ.ά.. Ωμό, έχει την υψηλότερη διατροφική αξία. Το κουνουπίδι είναι ιδανικό για όσους θέλουν να χάσουν βάρος, καθώς δεν περιέχει λίπος και έχει λίγες θερμίδες. Επίσης, η χαμηλή περιεκτικότητά του σε υδατάνθρακες, το κάνει ένα καλό υποκατάστατο της πατάτας. Είναι πλούσιο σε βιταμίνη C, ένα ισχυρό αντιοξειδωτικό που βοηθά στην οικοδόμηση ενός ισχυρού ανοσοποιητικού συστήματος, προλαμβάνει τη γήρανση του δέρματος και βοηθά στην επούλωση των πληγών. Το να μαγειρεύουμε σωστά το κουνουπίδι είναι σημαντικό προκειμένου να επωφεληθούμε στο μέγιστο από αυτό. Το κουνουπίδι έχει την τάση να αναδύει μια ιδιάζουσα οσμή θείου όταν θερμαίνεται και μάλιστα, όσο πιο πολύ μαγειρεύεται, τόσο πιο έντονη είναι η οσμή αυτή. Για να την αποφύγετε ελαχιστοποιήστε το χρόνο μαγειρέματος και ταυτόχρονα εμποδίστε την απώλεια των θρεπτικών συστατικών του. Mια σημαντική συμβουλή για όσους υποφέρουν από προβλήματα με το θυρεοειδή, είναι ότι θα πρέπει να έχουν κατά νου το γεγονός ότι το κουνουπίδι περιέχει βρογχοκηλογόνα, που επηρεάζουν τις λειτουργίες του θυρεοειδή αδένα και δεν πρέπει να καταναλώνεται ωμό. Το μαγείρεμά του θα βοηθήσει να απενεργοποιήσετε αυτές τις ουσίες.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κουνουπίδι
http://www.clickatlife.gr/your-life/story/4215
http://www.ftiaxno.gr/2013/11/kounoupidi-mprokolo-spora-fitema-kalliergeia.html

 Θριδακίνη ή θρίδαξ ή Μαρούλι : Η καλλιέργεια, η κατανάλωση και οι ιδιότητες του ετήσιου αγροτικού φυτου

Το μαρούλι (Lactuca sativa, Λακτούκη η ήμερος) είναι ετήσιο, ποώδες φυτό γρήγορης ανάπτυξης της οικογένειας των σύνθετων. Καλλιεργείται από τους Ρωμαϊκούς χρόνους και η προέλευση του είναι η Ασία. Αναφέρεται από τον Ηρόδοτο του Θεοφράστου και τον Διοσκορίδη με το όνομα "θριδακίνη" και "θρίδαξ". Η ρίζα του είναι πασσαλώδης με μήκος έως μισό μέτρο. Τα φύλλα του βγαίνουν από το βλαστό που είναι κοντός χρώματος ανοικτοπράσινου ή βαθυπράσινου. Τα μαρούλια είναι λεία, στρογγυλά ή κατσαρά. Η άνθηση του μαρουλιού γίνεται σταδιακά και οι καρποί του βγαίνουν 10-15 μέρες μετά την άνθηση. Τα μαρούλια πολλαπλασιάζονται με σπόρο. Η σπορά γίνεται σε φυτώρια και σε 15 περίπου μέρες τα φυτάρια είναι έτοιμα για μεταφύτευση. Ευδοκιμεί σε δροσερές θερμοκρασίες και δεν αντέχει στη ζέστη. Στην Ελλάδα καλλιεργείται από το φθινόπωρο μέχρι την Άνοιξη, και το καλοκαίρι σε ψυχρότερα κλίματα. Για την επιτυχία στην καλλιέργεια πρέπει να υπάρχει αρκετή εδαφική υγρασία, καλός φωτισμός και δροσερές νύχτες. Το μαρούλι τρώγεται ωμό, σκέτο ή σε σαλάτες αλλά και μαγειρεμένο με κρέας (φρικασέ). Οι Η.Π.Α έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο, ακολουθούν η Κίνα, η Ισπανία και ο Καναδάς. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 19.000 στρέμματα περίπου και η ετήσια παραγωγή φτάνει τους 25.000 τόνους. 
Πρόγονος του καλλιεργούμενου μαρουλιού είναι το αγριομάρουλο (Lactuca serriola). Το μαρούλι φαίνεται ότι κατάγεται από την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μικρά Ασίας ή την περιοχή του Καυκάσου. Το μαρούλι έχει μια μακρά και διακεκριμένη ιστορία. Το μαρούλι ήταν γνωστό στην αρχαία Αίγυπτο, την αρχαία Ελλάδα, αλλά και στην Περσία του 6ου π.Χ. Με απεικονίσεις εμφανίζεται σε αρχαίους αιγυπτιακούς τάφους και η καλλιέργεια του πιστεύεται ότι χρονολογείται τουλάχιστον 4500 π.Χ.. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα το μαρούλι τόσο ως τρόφιμο όσο και για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Στην Κίνα, όπου το μαρούλι έχει καλλιεργείται από τον 5ο αιώνα, αντιπροσωπεύει την καλή τύχη και σερβίρεται σε γενέθλια, τη μέρα της πρωτοχρονιάς και σε άλλες ειδικές περιστάσεις. Ο Χριστόφορος Κολόμβος εισήγαγε ποικιλίες μαρουλιού στη Βόρεια Αμερική κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του, το 1493 μ.Χ.. Το μαρούλι φυτεύτηκε για πρώτη φορά στην Καλιφόρνια, την «πρωτεύουσα του μαρουλιού» των Ηνωμένων Πολιτειών, από τους Ισπανούς ιεραπόστολους τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες έγινε δημοφιλές αιώνες αργότερα αφού αναπτύχθηκαν οι μέθοδοι κατάψυξης και οι μεταφορές με το σιδηρόδρομο. Το μαρούλι έχει υψηλές απαιτήσεις εδάφους. Απαιτεί εδάφη πολύ γόνιμα, πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, με καλή αποστράγγιση και πλούσια σε οργανική ουσία. Τα πιο κατάλληλα εδάφη για την καλλιέργεια του μαρουλιού είναι τα αμμοπηλώδη. Τα ελαφρά αμμώδη εδάφη προτιμώνται για πρώιμη παραγωγή. Το άριστο pH κυμαίνεται μεταξύ 6,0 και 7,0. Το μαρούλι δεν ανέχεται τα εδάφη με μεγάλες συγκεντρώσεις αλάτων, γιατί προκαλούν καθυστέρηση στην ανάπτυξη του φυτού και υποβάθμιση της ποιότητας των φύλλων του (φύλλα με σκούρο πράσινο χώμα και δερματώδη υφή). 
Το μαρούλι είναι φυτό ψυχρής εποχής και αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε χαμηλές θερμοκρασίες (μπορεί να αντέξει έως -5 °C). Οι άριστες θερμοκρασίες τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και κατά τη διάρκεια της νύχτας ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο του μαρουλιού και την ποικιλία, την ηλικία του φυτού, την εποχή, την ένταση του φωτισμού και το επίπεδο CO2. Γενικά, συνιστάται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια της νύχτας να κυμαίνεται από 5-7°C χαμηλότερα από την αντίστοιχη θερμοκρασία της ημέρας και η θερμοκρασία στο σπορείο που τα φυτά είναι μικρά, να κυμαίνεται μεταξύ 2-3°C υψηλότερα από τη θερμοκρασία στον κύριο χώρο ανάπτυξης της καλλιέργειας που τα φυτά είναι μεγαλύτερα. Η άριστη θερμοκρασία για την βλάστηση των σπόρων είναι μεταξύ 15-21°C. Το μαρούλι αναπτύσσει θυσσανώδες επιφανειακό ριζικό σύστημα. Για το λόγο αυτό είναι προτιμότερο να ποτίζεται ελαφρά πολλές φορές παρά μία φορά και βαθιά. Οι ανάγκες σε νερό μίας καλλιέργειας μαρουλιού ανέρχονται συνήθως σε 336 m3/στρ. Τα φυλλώδη μαρούλια μαζεύονται μόλις μεγαλώσουν τα φύλλα τους. Αν μεγαλώσουν πάρα πολύ τότε γίνονται σκληρά και πικρά. Τα κεφαλωτά πρέπει να συγκομισθούν πριν να αναπτυχθεί το ανθικό στέλεχος. Τα μαρούλια κόβονται με μαχαίρι λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Δεν κόβονται υγρά γιατί σχίζονται τα φύλλα τους. Τα λασπωμένα και άρρωστα φύλλα απομακρύνονται αμέσως. Μπορούν να διατηρηθούν σε ° C μέχρι 3 ή 4 εβδομάδες.
Εξαιτίας της πολύ χαμηλής θερμιδικής αξίας του μαρουλιού και της υψηλής περιεκτικότητάς του σε νερό, δεν αποδίδεται συχνά η αξία που του αναλογεί στο καθημερινό διαιτολόγιο, παρά τη σημαντική του θρεπτική αξία του μαρουλιού. Είναι εξαιρετική πηγή βιταμίνης Α (περιέχει προβιταμίνη Α ή β-καροτένιο), βιταμίνης Κ, φυλλικού οξέος, βιταμίνης C, καλίου, μαγγανίου και χρωμίου. Το μαρούλι είναι, επίσης, καλή πηγή φυτικών ινών. Η πλούσια περιεκτικότητά του σε βιταμίνη C, ενώ η ταυτόχρονη παρουσία του β-καροτενίου το καθιστά ζωτικής σημασίας λαχανικό στον μεταβολισμό της χοληστερόλης (οξείδωση της χοληστερόλης). Όταν η χοληστερόλη οξειδώνεται, αρχίζει να επικάθεται στα τοιχώματα των αρτηριών δημιουργώντας την αθηρωματική πλάκα, η οποία μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Σύμφωνα με έρευνα του επιστημονικού περιοδικού «Clinical Nutrition», η επίδραση του μαρουλιού σε πειραματόζωα κατέληξε σε σημαντική μείωση του πηλίκου LDL/HDL και των επιπέδων της ηπατικής χοληστερόλης κατά 44%, ενώ η απορρόφηση της διατροφικής χοληστερόλης μειώθηκε κατά 37%. Παράλληλα, παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης C, της Ε και των καροτενοειδών στο πλάσμα του αίματος. Η παρουσία φυλλικού οξέος δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τη διαχείριση των υψηλών επιπέδων της ομοκυστεΐνης, ελαττώνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου, ενώ το περιεχόμενο σε αυτό κάλιο ρυθμίζει την υπέρταση. Η παρουσία των φυτικών ινών βελτιώνει την κατάσταση του παχέος εντέρου, μειώνει τον κίνδυνο καρκινωμάτων ή τη δημιουργία εκκολπωμάτων, ενώ ο γλυκαιμικός έλεγχος στα διαβητικά άτομα γίνεται ευκολότερος παρουσία αυτών. Επιπλέον, η παρουσία του καλίου το οποίο έχει αποδειχθεί ότι μειώνει την αρτηριακή πίεση, που είναι άλλος ένας παράγοντας κινδύνου για καρδιοπάθειες. Τέλος, σημαντικός είναι ο ρόλος του χρωμίου στο μαρούλι, καθώς παίζει ρόλο κλειδί μεταξύ του μορίου της ινσουλίνης και του κυτταρικού υποδοχέα για τη σωστή μεταφορά της γλυκόζης στο εσωτερικό των κυττάρων.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μαρούλι
http://www.mydiatrofi.gr/trofi/trofima/laxanika/maroyli-ena-laxaniko-me-polytima-threptika-systatika
http://agrosimvoulos.gr/kalliergeia-marouliou/

Ελίχρυσος : Ο Μεσογειακός θάμνος με ένα από τα ισχυρότερα αιθέρια έλαια του κόσμου και οι θεραπευτικές ιδιότητες

Ο ελίχρυσος είναι ένας αρωματικός ημίθαμνος, ύψους 60 εκατοστών, με ασημο-γκρίζα λογχοειδή φύλλα και δέσμες από μικρά ανοιχτο-κίτρινα άνθη. Όταν ξηραθεί, το φυτό κρατάει το σχήμα του και οι κορυφές των λουλουδιών το κίτρινο χρώμα τους - γι αυτό και τα λένε και "αθάνατα" ή "αμάραντα". Ιθαγενές στη λεκάνη της Μεσογείου, το φυτό αναπτύσσεται στη Δαλματία, Ιταλία, Γαλλία, και Ισπανία. Ο ελίχρυσος χρησιμοποιήθηκε παραδοσιακά στην Ευρώπη για χοιράδωση (φυματίωση των λεμφαδένων), άσθμα, αρθρίτιδα, και πονοκεφάλους, αλλά και για σκουλήκια των εντέρων. Στην ομοιοπαθητική, παρασκευάζεται βάμμα από το νωπό φυτό και χορηγείται για διαταραχές της χοληδόχου κύστης και λουμπάγκο. Οι θεραπευτικές και ψυχολογικές δράσεις του αιθερίου ελαίου του ελίχρυσου το κάνουν μοναδικό, και ένα από τα ισχυρότερα αιθέρια έλαια. Οι ιδιότητές του είναι αρκετά παρόμοιες με του Ρωμαϊκού χαμομηλιού και της Αχιλλαίας. Και τα τρία αιθέρια έλαια ρυθμίζουν τη ροή της ενέργειας- Qi, ενισχύουν τη ροή της χολής και έχουν σημαντική αντισπασμωδική επίδραση. Μοιράζονται επίσης την ικανότητα να εξαφανίζουν την θερμότητα και να ελαττώνουν την φλεγμονή. Όμως, το αιθέριο έλαιο του ελίχρυσου έχει εντελώς ξεχωριστά θεραπευτικά χαρακτηριστικά. Ενδείκνυται για πονοκεφάλους και ημικρανίες, μυϊκούς πόνους, νευραλγία, και ευερέθιστο έντερο. Καθώς η ισχυρή αντισπασμωδική ιδιότητά του συνοδεύεται με αντικαταρροϊκή δράση, το έλαιο μπορεί επίσης να ωφελήσει τους χρόνιους βήχες και το άσθμα. 
Εκείνο που κάνει το αιθέριο έλαιο του ελίχρυσου μοναδικό είναι η ικανότητά του να ρυθμίζει όχι μόνο το Qi, αλλά και το αίμα, επίσης. Ανάμεσα στα χημικά συστατικά του είναι μια ομάδα από ενώσεις παρόμοιες με κετόνες που ονομάζονται beta-diones. Αυτή ακριβώς η ομάδα μορίων μέσα στο αιθέριο έλαιο συντελεί κυρίως στην αντιπηκτική δράση του, κάνοντάς το εφαρμόσιμο στη θεραπεία κάθε σοβαρού μωλωπισμού που καταλήγει σε αιμάτωμα (συσσωρευμένο, θρομβωμένο αίμα). Σε συνδυασμό με την αντιφλεγμονώδη επίδραση του ελαίου πάνω στις φλέβες, αυτή η ιδιότητα το κάνει υποβοηθητικό σε περιπτώσεις θρομβοφλεβίτιδας, όπου η φλεγμονή και ο εκφυλισμός των φλεβών οδηγούν στο σχηματισμό θρόμβων. Οι αντιφλεγμονώδεις, αποσυμφορητικές δράσεις του αιθερίου ελαίου του ελίχρυσου είναι χρήσιμες σε καταστάσεις βρογχίτιδας, κολίτιδας, και ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Από κοινού με το Γερμανικό χαμομήλι, είναι επίσης αποτελεσματικό για αλλεργικές καταστάσεις, ιδιαίτερα εκείνες με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, και δερματικά εξανθήματα με φαγούρα. Ο ελίχρυσος χαλαρώνει και υποστηρίζει την περιοχή του ηλιακού πλέγματος, ελαφρύνοντας την ένταση που απορρέει από υπερπροσπάθεια και υπερβολικό έλεγχο, και την κατάθλιψη που οφείλεται σε μακροχρόνια απογοήτευση. Η ικανότητά του να διαλύει θρόμβους και να ρυθμίζει το στάσιμο αίμα - καταστάσεις που συνδέονται με το Συκώτι - του δίνει, σε ενεργειακό επίπεδο, τη δύναμη να διασκορπίζει τα βαθύτερα, "κολλημένα" αρνητικά συναισθήματα, ειδικά εκείνα που συνδέονται με το Στοιχείο του Ξύλου: διαρκής μνησικακία, μισο-συνειδητός θυμός, πικρότητα, και επίμονα αρνητική στάση. 
Το Helichrysum περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη με εξάπλωση σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Πολλά καλλιεργούνται σαν καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου δέκα είδη. Ένα από αυτά και η αγαπημένη του Τσιρίγου, σεμπρεβίβα ή σεμπρεβίδα όπως τη λέγαμε παλιότερα, πριν μάθουμε καλά τα ιταλικά. Το κοινό όνομα από το λατινικό semper + vivere= πάντα ζει, αφού το “λουλούδι” της σεμπρεβίβας διατηρεί το χρώμα του για πολλά χρόνια. Βέβαια στην πραγματικότητα τα μικροσκοπικά άνθη της μαραίνονται και πεθαίνουν. Αυτό που διατηρείται είναι τα γυαλιστερά, αχυρώδη κίτρινα φύλλα που περιβάλλουν τα μικροσκοπικά άνθη. Γι αυτό και οι σεμπρεβίβες μαζεύονται πριν ανοίξουν τα βράκτια αυτά και γίνεται ειδική επεξεργασία ώστε τα μπουμπούκια να παραμείνουν λαμπερά κίτρινα για πολύ καιρό. Από τα ελληνικά είδη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το σπάνιο τοπικό ενδημικό της Αμοργού, ( Helichrysum amorginum) με υπόλευκα άνθη. Η σεμπρεβίβα των Κυθήρων με σχετικά μεγάλα άνθη και έντονο χρυσοκίτρινο χρώμα φυτρώνει σε απόκρημνα μέρη στα νοτιοδυτικά του νησιού και στη Χύτρα. Πιστεύω ότι πρόκειται για το είδος Helichrysum orientale, Ελίχρυσον το ανατολικό. Το μπουμπούκι του φυτού, με κύρια προέλευση τη Χύτρα, όπου κάθε αρχή καλοκαιριού γίνεται οργανωμένη συλλογή από ορισμένους ντόπιους, χρησιμοποιείται από χειροτέχνες του νησιού για κατασκευή αναμνηστικών δώρων και διακοσμητικών. Το είδος Ηelichrysum stoechas (L.) DC, φυτρώνει σχεδόν παντού στο νησί, όπως εξ άλλου και σε όλη την Ελλάδα, είναι αρκετά μικρότερο και δεν έχει το λαμπερό κίτρινο χρώμα του orientale. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κάποια προσπάθεια για καλλιέργεια του φυτού. Η καλλιεργημένη σεμπρεβίβα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την άγρια με έντονο κίτρινο χρώμα χωρίς όμως τις χρυσαφιές αποχρώσεις της αυτοφυούς.
Πηγή : http://www.greekconcept.gr/αιθέρια-έλαια/ελίχρυσος--helichrysum-italicum
http://biokipos.blogspot.gr/2012/04/blog-post.html

Δίκταμο : Το αρχαίο ενδημικό φυτό που συναντάται στην Κρήτη και η φαρμακευτική του χρήση

Το Δίκταμο (δίχταμος) είναι ένα ενδημικό φυτό που συναντάται στην Κρήτη και χρησιμοποιείται ως ρόφημα. Η Κρητική γη φημίζεται για την ποικιλία της σε βότανα τα οποία φύονται στις πλαγιές του Ψηλορείτη και στις υπόλοιπες ορεινές σειρές της Μεγαλονήσου.  Το όνομά του λοιπόν το Δίκταμο το πήρε από την οροσειρά Δίκτη στο Λασίθι της Κρήτης στην οποία και βρισκόταν σε αφθονία. Βέβαια το θαυμάσιο αυτό βότανο, το οποίο είναι ένα αυτοφυές πολυετές φυτό, μπορούμε να το συναντήσουμε κατ’ ουσίαν στα περισσότερα βουνά της Κρήτης -κυρίως σε απόκρημνα σημεία- ενώ είναι πασίγνωστο από τα αρχαία χρόνια για τις ευεργετικές του ιδιότητες.  Στην αρχαιότητα ο Κρητικός Δίκταμος ονομαζόταν και «αρτεμίδιο», δίνοντας στο φυτό το όνομα της θεάς που πλήγωνε με δηλητηριασμένα βέλη. Ωστόσο, σχεδόν όλοι ανεξαιρέτως οι συγγραφείς της εποχής εκθειάζουν την ικανότητα του φυτού αυτού να γιατρεύει τις πληγές και να αποβάλλει τα βέλη από το σώμα των ανθρώπων και των ζώων. Ο Διοσκουρίδης χρησιμοποιεί το φυτό για να γιατρέψει τραύματα από πολεμικά όπλα και αναφέρεται συχνά σε ένα είδος κρασιού αρωματισμένου με δίκταμο. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι, τα αγριοκάτσικα που ζουν στα βουνά της Κρήτης, όταν τραυματιστούν, μασούν δίκταμο και το αποβάλλουν από το σώμα τους. Ο Βιργίλιος αναφέρει επίσης ότι η θεά Αφροδίτη έκανε καλά τον Αινεία με δίκταμο, που μάζεψε μόνη της από τα βουνά της Κρήτης. Ο Ιπποκράτης στα βιβλία του για τη «Μαιευτική και γυναικολογία» αναφέρει ότι κοπάνιζε δίκταμο σε ζεστό νερό, έτσι ώστε να βοηθήσει τις εγκύους να γεννήσουν. 
Η χάρη του Δίκταμου θα φτάσει μέχρι το Βυζάντιο, το οποίο θα εισάγει από την Κρήτη μεγάλες ποσότητες του φυτού για την παρασκευή κυρίως αλοιφών, ενώ οι Ευρωπαίοι τον Μεσαίωνα αρωμάτιζαν με αιθέριο έλαιο δίκταμου ηδύποτα όπως η βενεδικτίνη και η τραπιστίνη. Η λαϊκή κρητική θεραπευτική χρησιμοποιούσε το δίκταμο σε αφεψήματα (βραστάρια) σαν πανάκεια για όλες σχεδόν τις αρρώστιες. Στη γρίππη του 1918 στο Ηράκλειο, μας πληροφορεί η γνωστή λαογράφος Ευαγγελία Φραγκάκη, υπήρχε ένα εργοστάσιο κάτω από του Λαζαρέτο την πόρτα, που έφτιαχνε και πουλούσε σαν αντιγριππικό “έλαιος“, αιθέριο έλαιο δηλαδή από δάφνη, ρίγανη, φασκόμηλο και δίκταμο για εντριβές σύμφωνα με τις συστάσεις των γιατρών της εποχής. Στη Γαλλία τον χρησιμοποιούν από παλιά, μαζί με άλλα φυτά για την Παρασκευή ενός ειδικού παρασκευάσματος κατά της διάρροιας με το όνομα Diascordium. Η Γαλλία ήταν η κυριώτερη χώρα εξαγωγής Δικτάμου για φαρμακευτική και μυρεψική χρήση μέχρι το 1936. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την πληροφορία η Γαλλία εισήγαγε το χρόνο εκείνο 10 τόννους ξερού δίκταμου στην τιμή των 800 δραχμών κατά κιλό. Δηλαδή η αξία της εξαγωγής ήταν 8.000.000 προπολεμικές δραχμές ποσό τεράστιο. Σήμερα ο δίκταμος που εξάγεται στο εξωτερικό από την Κρήτη χρησιμοποιείται σαν αιθέριο έλαιο, στην αρωματοποιία, την ποτοποιία για παρασκευή Βερμούτ και Σαρτρέζ, αλλά και στην φαρμακευτική. 
Άλλες Ονομασίες: αδίχταμος, δίκταμνο, έρωντας, γέροντας, ατίταμος, τίταμος, στοματόχορτο, στομαχόχορτο, μαλλιαρόχορτο, ρίγανο, δίχταμο, Origanum dictamus. Φέρεται να συμβολίζει την αγάπη και τον έρωτα, δεδομένου ότι μόνο οι πιο ένθερμοι νέοι ερωτευμένοι θα σκαρφάλωναν στις πλαγιές και τα βαθιά φαράγγια της Κρήτης, προκειμένου να συλλέξουν τα άνθη του για τις αγαπημένες τους. Αυτοί οι νεαροί εραστές αποκαλούνταν «ερωντάδες» και θεωρούνταν πολύ παθιασμένοι και γενναίοι, αρκετοί όμως πλήρωσαν τη φήμη αυτή με τη ζωή τους όπως φαίνεται από διάφορες μαρτυρίες ανά τους αιώνες. Συλλέγεται όταν βρίσκεται σε περίοδο ανθοφορίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και χρησιμοποιείται για να προσδώσει άρωμα σε φαγητά και ποτά όπως το βερμούτ και το αψέντι, στην αρωματοποιεία, για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες καθώς και ως καλλωπιστικό φυτό σε κήπους. Πρόκειται για έναν μικρού μέγεθος θάμνο, με ύψος που δεν ξεπερνά τα 30-40 εκατοστά, φύλλα χνουδωτά και μικρά καθώς και πλατιά, φωτεινά ροζ βιολετί άνθη, τα οποία είναι ερμαφρόδιτα και γονιμοποιούνται από τις μέλισσες που έλκονται από την έντονη μυρωδιά τους και το ζωηρό χρώμα τους. Το άγριο δίκταμο της Κρήτης, λόγω της σπανιότητάς του, προστατεύεται με τη συνθήκη της Βέρνης και απαγορεύεται η συλλογή του στο Εθνικό Δρυμό του φαραγγιού της Σαμαριάς. Στο συγκεκριμένο βότανο αποδίδονται πολλές θεραπευτικές ιδιότητες, για αυτό θεωρείται κυρίως φαρμακευτικό. Το αιθέριο λάδι  περιέχει καρβακρόλη, καμφορά και θυμόλη. Οι αρωματικές του ιδιότητες οφείλονται στην πουλεγόνη.  Η πουλεγόνη, η καρβακρόλη και η θυμόλη που περιέχει, έχουν κυρίως αντισηπτικές και ανθελμινθικές ιδιότητες, ενώ οι πολυφαινόλες που αναφέραμε έχουν ποικίλες φαρμακοδυναμικές ενέργειες. Το αφέψημα του δικτάμου, έχει καταπραϋντική επίδραση στο πεπτικό σύστημα, τονωτική δράση και καταπολεμάει φυσικά τους πονοκεφάλους. Χρησιμοποιείται επίσης για την αντιμετώπιση κυκλοφορικών και καρδιολογικών προβλημάτων.
Πηγή: http://www.triklopodia.gr/diktamo-erontas-katapraΰni-ponokefalo-ponous-kilias-stomachopono-ponolemo/

Σιδερίτης του Διοσκουρίδη ή Τσάι του Βουνού : Οι ευεργετικές του ιδιότητες του μεσογειακού βοτάνου και η χρήση του

Το Τσάι του Βουνού αν και είναι γνωστό εδώ και αιώνες ως αφέψημα, δεν ήταν ποτέ στη μόδα, δεν μπήκε στα αγγλικά σαλόνια και δεν σερβιρίστηκε ως κέρασμα, ούτε συνοδεύτηκε με κέικ ή μπισκότα όπως το κλασικό τσάι. Το προτιμούσαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας όχι ως ρόφημα απόλαυσης, αλλά ως φάρμακο, καθώς ένιωθαν τις καταπραϋντικές ιδιότητες που είχε στον οργανισμό τους. Τα τελευταία όμως χρόνια αυτό αποδεικνύεται και επιστημονικά, καθώς μπαίνει στα εργαστήρια και γίνεται αντικείμενο μελέτης των επιστημόνων.  Το «τσάι του βουνού» προέρχεται από το φυτό Sideritis spp ή αλλιώς σιδερίτης του Διοσκουρίδη, το οποίο λέγεται ότι πήρε το όνομά του από την ελληνική λέξη «σίδηρος» χάρη στην επουλωτική δράση του φυτού έναντι πληγών που προκαλούνταν από σιδερένια όπλα. Στην Κρήτη είναι γνωστό και ως «μαλοτίρα», ονομασία που προέρχεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή από τις ιταλικές λέξεις «male» (αρρώστια) και «tirare» (σύρω), επειδή στην ενετοκρατούμενη Κρήτη το θεωρούσαν πανάκεια για τα κρυολογήματα και τις παθήσεις του αναπνευστικού.  Φυτρώνει σε βραχώδεις θέσεις σε μεγάλα υψόμετρα. Το γένος σιδερίτης περιλαμβάνει πληθώρα φυτικών ειδών (περισσότερα από 150 είδη), τα οποία έχουν συνήθως κίτρινα μικρά άνθη. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των φυτών που καταναλώνονται προέρχεται από αυτοφυείς πληθυσμούς που κινδυνεύουν με εξαφάνιση. 
Η Ελλάδα και η Ισπανία είναι οι χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση τσαγιού του βουνού. Στα βουνά της Ελλάδας αυτοφύονται περίπου 17 είδη, τα πιο γνωστά από τα οποία είναι τα εξής: Sideritis athoa (τσάι βλάχικο-Άγιο Όρος), Sideritis clandestina (Ταΰγετος, Χελμός), Sideritis scardica (τσάι του Ολύμπου), Sideritis raeseri (τσάι του Παρνασσού), Sideritis syriaca (μαλοτίρα Κρήτης) και Sideritis euboea (τσάι της Εύβοιας).  Παραδοσιακά στην Ελλάδα το τσάι του βουνού προτιμάται πολύ για τις ευεργετικές του επιδράσεις στα κρυολογήματα και τις φλεγμονές του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, καθώς και για την καταπολέμηση της δυσπεψίας και των γαστρεντερικών διαταραχών, ενώ θεωρείται και αντισπασμωδικό, αναλγητικό και επουλωτικό. Οι παραδοσιακές του όμως αυτές χρήσεις επιβεβαιώνονται και επιστημονικά. Το τσάι του βουνού μπαίνει στο μικροσκόπιο των ερευνητών και μελετάται για τις επιδράσεις που αυτό έχει στην υγεία μας.  Ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός εργαστηριακών μελετών προσδιορίζει τα συστατικά του και εστιάζει στην επίδραση που αυτά μπορεί να έχουν στον ανθρώπινο οργανισμό. Έχει διαπιστωθεί ότι το τσάι του βουνού περιέχει πληθώρα συστατικών, με κυριότερα τα φλαβονοειδή, τα διτερπένια, τα φαινυλοπροπάνια, τα ιριδοειδή και τα μονοτερπένια. Πολλές σύγχρονες έρευνες μάλιστα επιβεβαιώνουν την αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη, αντιμικροβιακή και αναλγητική δράση αυτών των ουσιών. Πιο συγκεκριμένα: Μελέτες μιας ερευνητικής ομάδας από τα Πανεπιστήμια Πατρών και Ιωαννίνων που εξέτασε τη σύσταση του αφεψήματος του είδους Sideritis clandestina έδειξαν ότι έχει αντιφλεγμονώδεις, αντιοξειδωτικές και αγχολυτικές δράσεις. Οι αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές του ιδιότητες οφείλονται στους διαφορετικούς γλυκοζίτες της απιγενίνης, που περιέχονται σε αυτό σε μεγάλο ποσοστό. Σε πειράματα που έγιναν σε ποντίκια διαπιστώθηκε ότι ενισχύθηκε η αντιοξειδωτική άμυνα περιοχών του εγκεφάλου όσων κατανάλωναν επί 6 εβδομάδες αφέψημα από τσάι του βουνού. Επιπλέον, φάνηκε ότι καταπολεμά και το άγχος. Έχει, δηλαδή, αγχολυτική δράση, χωρίς μάλιστα τις παρενέργειες που παρατηρούνται συνήθως σε άλλα αγχολυτικά που παίρνουμε από φυτικά είδη. Το αιθέριο έλαιο του τσαγιού του βουνού και ιδιαίτερα αυτό της μαλοτίρας είναι ιδιαίτερα δραστικό αντιμικροβιακό, λόγω της περιεκτικότητάς του σε καρβακρόλη. 
Σύμφωνα με μία μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα εκχυλίσματα των Sideritis euboea και Sideritis clandestina μπορούν να συνεισφέρουν στην πρόληψη της οστεοπόρωσης, καθώς προστατεύουν έναντι της απώλειας της οστικής πυκνότητας και ενισχύουν τη μηχανική αντοχή των οστών. Είναι εύγευστο και αρωματικό και μπορείτε να το καταναλώσετε ως ρόφημα, κρύο ή ζεστό, με μέλι ή σκέτο. Το κλασικό κοινό τσάι δεν έχει καμία σχέση με το τσάι του βουνού. Πρόκειται για τα φύλλα του φυτού Camelia sinensis. Περιέχει καφεΐνη, αλλά και διαφορετικές πολυφαινόλες, ενώ οι βιολογικές ιδιότητες που του αποδίδονται διαφέρουν αρκετά. Το κοινό τσάι είναι πιο στυφό λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε πολυφαινόλες, σε αντίθεση με το τσάι του βουνού. Οι ευεργετικές του ιδιότητες βρίσκουν χρήση και στη βιομηχανία της ομορφιάς, καθώς χρησιμοποιείται σε διάφορα καλλυντικά και προϊόντα περιποίησης, όπως κρέμες κατά της αντιγήρανσης (οι αντιοξειδωτικές του ιδιότητες καταπολεμούν τις ελεύθερες ρίζες), σαμπουάν και μάσκες για βαμμένα μαλλιά (τα προστατεύουν από το ξεθώριασμα). 
Πηγή : http://www.vita.gr/mindandbody/alternative/article/23586/sto-enallaktiko-mikroskopio-to-tsai-toy-boynoy/

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Λεβαντίνη : Ενα πολύ δημοφιλές μεσογειακό φυτό στην Ελλαδα, ένας πολυετής αειθαλής θάμνος

Η λεβαντίνη είναι ένα πολύ δημοφιλές φυτό στην Ελλάδα. Είναι πυκνή, συμπαγής, αρωματική, πολύ ανθεκτική και ευπροσάρμοστη. Μπορεί να βρεθεί πολύ εύκολα στα περισσότερα φυτώρια και ανθοεκθέσεις. Η λεβαντίνη ενδημεί στις μεσογειακές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας. Στη φύση φυτρώνει συνήθως σε ζεστά, ανοιχτά και ηλιόλουστα μέρη με ασβεστώδες αλκαλικό έδαφος όπως πλαγιές, μεσογειακές παράκτιες περιοχές, ξερά λιβάδια κ.ά. Το γένος Santolina περιλαμβάνει από 5 έως 24 είδη, ανάλογα με τον ταξινομιστή. Το είδος S. chamaecyparissus πάντως ειναι από τα σταθερά. Το όνομα του συγκεκριμένου είδους chamaecyparissus (χαμαικυπάρισσος) το πήρε από την επιφανειακή ομοιότητα του φυλλώματος μ’αυτού του κωνοφόρου. Δεν έχει καμία σχέση με τη λεβάντα, η οποία ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών μαζί μ’άλλα φυτά όπως το θυμάρι, η ρίγανη κι ο δυόσμος, ενώ η λεβαντίνη ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις μαργαρίτες, τα μαρούλια κλπ. Η λεβαντίνη είναι πολυετής, ξυλώδης και αειθαλής θάμνος, πολύ πυκνος και χαμηλός με πολλές παραφυάδες. Οι παλαιότεροι βλαστοί αποκτούν μεγάλο πάχος με τα χρόνια. Το φυτό έχει μέτριες διαστάσεις, με μέγιστο ύψος τα 60 εκ. και πλάτος το 1 μέτρο, αν και συνήθως είναι μικρότερο. Τα κλαδιά του είναι πολύ πυκνά, κι όλος ο θάμνος είναι συμπαγής. Τα φύλλα είναι μικρά, πυκνά, σύνθετα φτεροειδή με ασιμωπό χνούδι, δίνοντας στο φυτό ένα γκριζοπράσινο χρώμα, και αρωματικά αν τριφτούν. Τα άνθη βγαίνουν κατά κίτρινα κεφάλια διαμέτρου 1-2 εκ. πολύ πάνω απ’το φύλλωμα σε ψηλούς (10-25 εκ.), λεπτούς και λείους βλαστούς. Το φυτό ανθίζει Μάιο-Ιούνιο, αλλά τα ξερά άνθη παραμένουν για όλο το καλοκαίρι. Τα άνθη έχουν διαφορετική μυρωδιά απ’το φύλλωμα. 
Το φυτό καλλιεργείται για το γκριζοπράσινο αρωματικό φύλλωμά του, το πυκνό και συμπαγές σχήμα του και λιγότερο για τ’άνθη του. Φυτεύεται σε κήπους σε κοντές συστάδες θάμνων, σε όρια κοντών θάμνων ή ως ψηλή εδαφοκάλυψη. Φυτεύεται επίσης και σε δοχεία. Θα πρέπει να βρίσκεται σε ζεστή και ηλιόλουστη θέση, μ’όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες ήλιο την ημέρα. Στη σκιά η ανάπτυξή του θα μειωθεί και θα γίνει πολύ αραιό, με λεπτούς βλαστούς που θα στρέφονται προς το πιο φωτεινό σημείο. Ευδοκιμεί σε ελαφρύ αμμώδες ή μέτριο αμμωπηλώδες έδαφος με ουδέτερο ή αλκαλικό ph και καλή αποστράγκιση. Το φυτό δεν ανέχεται συνεχή υγρασία στις ρίζες του και το έδαφος θα πρέπει ν’αφεθεί να στεγνώνει ανάμεσα στα ποτίσματα. Αν βρίσκετε σε γλάστρα, θα πρέπει ν’αδειάζετε το νερό που λιμνάζει στο πιατάκι. Αντέχει στην ξηρασία και τον έντονο άνεμο. Το χειμώνα δεν έχει πρόβλημα έως τους -15 βαθμούς, αρκεί το έδαφος να στραγκίζει καλά από τα πολλά νερά των βροχών. Λιπαίνετε περιοδικά με ισορροπημένο λίπασμα ή αναμειγνύοντας οργανικό υλικό όπως κοπριά ή κομπόστ στο έδαφος. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο (εγγενώς) και βλαστητικά (αγενώς). Ο σπόρος συλλέγεται από τους ξηρούς καρπούς (τα ξερά κεφάλια) το καλοκαίρι και σπέρνεται σ’ελαφρύ έδαφος. Μετά από ένα χρόνο τα φυτά θα έχουν μεγαλώσει αρκετά και θα μπορούν να φυτευθούν στην οριστική τους θέση. Πολλαπλασιάζεται και με μοσχεύματα, τα οποία είναι κλαδιά που κόβονται μαζί με λίγο φλοιό και ξύλο από το γονικό τους κλαδί και φυτεύονται σε υγρό μέρος μέχρι να ριζώσουν. Σε μερικές εβδομάδες θα έχουν πιάσει. Τέλος ο πιο εύκολος τρόπος είναι με διαίρεση. Απλά σκάβετε μια παραφυάδα του φυτού και την κόβετε μ’ένα μαχαίρι ή παρόμοιο εργαλείο, μαζί με το ριζικό της σύστημα, καλύτερα άνοιξή ή φθινόπωρο. Μετά μπορείτε να τη φυτέψετε σε μια άλλη θέση χωρίς ιδιαίτερη αρχική φροντίδα, εκτός από λίγα καλά αρχικά ποτίσματα. Εάν όμως η παραφυάδα είναι πολύ μικρή θα χρειαστεί λίγη σκιά μέχρι να δείξει σημάδια ανάπτυξης.
Το φυτό είναι πολύ ανθεκτικό σε εντομολογικές και μυκητολογικές ασθένειες. Σε συνθήκες χαμηλού φωτός γίνεται αραιό και με λεπτά, αδύναμα κλαδιά. Η συνεχής υγρασία μπορεί να σαπισει τις ρίζες του. Κλάδεμα συνήθως δε χρειάζεται αφού διατηρεί από μόνο του το συμπαγές του σχήμα. Ωστόσο περιοδικά μπορεί να γίνει για ακόμα περισσότερη πύκνωση του φυτού. Το φυτό μπορεί να κλαδεφτεί πολύ αυστηρά χωρίς προβλήματα, αλλά επειδή τα μπουμπούκια σχηματίζονται στο ξύλο της προηγούμενης χρονιάς, δε θ’ανθίσει τη χρονιά που θα κλαδευτεί. Ιδανική εποχή είναι νωρίς την άνοιξη. Εκτός από τη χρήση της ως καλλωπιστικό, η λεβαντινη έχει και φαρμακευτικές χρήσεις, μολονότι χρησιμοποιείται σπανιότερα σε σχέση μ’άλλα φαρμακευτικά φυτά. Το έγχυμα ή αφέψημα των φύλλων και των ανθέων έχει χρησιμοποιηθεί ως αντισπασμωδικό, τονωτικό, ανθελμυνθικό κι εμμηναγωγό. Η σκόνη του ξερού φυτού έχει χρησιμοποιηθεί σ’επιθέματα πάνω σε πληγές και τσιμπήματα εντόμων για την ταχύτερη επούλωσή τους. Τέλος δεματάκια ξερών κλαδιών αυτού του φυτού ανάμεσα σε ρούχα διώχνουν αποτελεσματικά το σκόρο.
Πηγή : http://www.alekati.gr/λεβαντίνη

Λεμονοθύμαρο : Από πιο ανθεκτικές ποικιλίες θυμαριού με το ιδιαίτερα έντονο λεμονάτο άρωμά του

Το λεμονοθύμαρο (Thymus citriodorus) ή αλλιώς «θυμάρι λεμονάτο» είναι ότι ακριβώς δηλώνει και το όνομά του: μία ποικιλία θυμαριού που μυρίζει σαν λεμόνι! Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ποικιλία του Τ. serpyllum (άγριο θυμάρι). Έχει δίχρωμα φύλλα -γκριζοπράσινα & λευκά τα οποία είναι μεγαλύτερα από το κοινό θυμάρι. Θεωρείται ως μια από τις πιο ανθεκτικές ποικιλίες και χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερα έντονο άρωμά του. Θέλει το χρόνο του για να αναπτυχθεί, αλλά δεν αγαπά τόσο την ξηρασία: το λεμονοθύμαρο, όπως ο βασιλικός και ο δυόσμος, θέλουν αρκετό νερό. Η χρήση του είναι αρκετά διαδεδομένη στην κηποτεχνία, αλλά δε θα έπρεπε να παραγνωρίσετε και το ρόλο του ως μυστικό συστατικό για την κουζίνα σας! Το γένος Thymus περιλαμβάνει περίπου 215 είδη καθώς και πολλά υβρίδια. Διακρίνουμε τρεις κύριες ποικιλίες που καλλιεργούνται για χρήση, τις πλατύφυλλες, τις στενόφυλλες και τις variegata. Οι στενόφυλλες, έχουν μικρά γκριζοπράσια φύλλα και είναι πιο αρωματικές από τις πλατύφυλλες. Είναι γνωστές με το όνομα γερμανικό Θυμάρι. Το λεμονοθύμαρο (Thymus citriodorus) έχει μεγαλύτερα φύλλα από το κοινό θυμάρι, δεν είναι κυρτά προς τα μέσα και αποτελεί ποικιλία του Τ. serpyllum (άγριο θυμάρι). Το λεμονοθύμαρο θεωρείται μια από τις πιο ανθεκτικές ποικιλίες με το πιο έντονο άρωμα. Μερικά από τα πιο καλλιεργούμενα είδη ή ποικιλίες για την παραγωγή νωπού ή αποξηραμένου προϊόντος αλλά και για την απόσταξη και παραγωγή αιθέριου ελαίου. αναφέρονται παρακάτω. Είναι γνωστό ότι το φυτό υβριδοποιείται εύκολα και έτσι είναι εύλογο να υπάρχουν και διαφορετικοί διαθέσιμοι τύποι: T. vulgaris, το κοινό θυμάρι, με έρπουσα ανάπτυξη και με κίτρινο, αργυρό ή ποικιλόχρωμο φύλλωμα χρησιμοποιούμενο περισσότερο στην μαγειρική. Τ. Zygis, μοιάζει με το παραπάνω και χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή αιθέριου ελαίου. Τ. citriodorus, λεμονοθύμαρο, με όρθια ανάπτυξη και φύλλωμα αργυρό έως αργυρόχρυσο, με πολύ έντονο άρωμα λεμονιού. Varico, μια εύρωστη ποικιλία, με όρθια ανάπτυξη, με γκρι-μπλε φύλλωμα και εξαιρετική απόδοση σε νωπό προϊόν. Η θυμόλη που παράγει, κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα (50% και άνω ) και έχει απόδοση σε αιθέριο έλαιο πάνω από 3%. 
Είναι πολύ ανθεκτική στον παγετό και μπορεί να αναπαραχθεί με σπόρο. Αυξάνεται καλά σε εύκρατα κλίματα, σε ζεστές, ξηρές και ηλιόλουστες περιοχές. Είναι απαιτητικό σε φως γι αυτό και θα πρέπει να αποφεύγεται η καλλιέργεια του σε σκιαζόμενες θέσεις, ώστε να αποδίδει τα μέγιστα. Δεν προτιμά την υπερβολική υγρασία, λόγω της ευαισθησίας του στις ασθένειες που προκαλούν σηψιρριζίες. Οι βροχοπτώσεις στην περιοχή της Μεσογείου, όπου το θυμάρι καλλιεργείται περισσότερο, κυμαίνονται από 500 έως 1000 mm ετησίως,κυρίως το χειμώνα. Προτιμά ελαφρά, καλά στραγγιζόμενα εδάφη με pH από 5,0 έως 8,0. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών, ειδικά σε ασβεστούχα ηλιαζόμενα και ξηρά εδάφη, ακόμη και σε βαριά υγρά, πλην όμως σε τέτοια εδάφη (βαριά και υγρά), η αρωματική του αξία μειώνεται. Γενικά το θυμάρι δεν παρουσιάζει προβλήματα ασθενειών. Ωστόσο σε περιοχές με υψηλό ποσοστό βροχοπτώσεων και σε εδάφη με κακή αποστράγγιση προσβάλλεται από ασθένειες της ρίζας, του λαιμού αλλά και του υπέργειου τμήματος. Οι μύκητες που έχουν εντοπισθεί στην καλλιέργεια ανήκουν στα γένη Armillaria, Rhizoctonia ακόμη και Botrytis. Η προμήθεια υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού, η εφαρμογή κατάλληλων γεωργικών πρακτικών, η έγκαιρη ανίχνευση της καλλιέργειας, η ορθή διάγνωση των ασθενειών σε συνδυασμό με την χρήση των κατάλληλων βιολογικών σκευασμάτων έχουν καλά αποτελέσματα στην πρόληψη των ασθενειών και την προστασία της καλλιέργειας. 
Το κύριο συστατικό του αιθέριου ελαίου του θυμαριού, η θυμόλη, χρησιμοποιείται ευρέως στην αρωματοποιία, στην Φαρμακευτική, στην κοσμετολογία καθώς και στην ποτοποιία (παραγωγή λικέρ) (de Rougemont, 1989). Βρίσκει εφαρμογή στην βιομηχανία τροφίμων και την ζαχαροπλαστική είτε ως αντιοξειδωτικό είτε για να προσδώσει άρωμα και εμφάνιση. Η θυμόλη είναι αποτελεσματική κατά της σαλμονέλας και του σταφυλόκοκκου. Οι αντισηπτικές ιδιότητες του θυμαριού λειτουργούν ευεργετικά στο ανοσοποιητικό σύστημα και στις λοιμώξεις του αναπνευστικού. Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση δερματολογικών προβλημάτων από ακμή, δερματίτιδα, εκζέματα, τσιμπήματα εντόμων και διευκολύνει την πέψη του στομάχου. Το αιθέριο έλαιο του χρησιμοποιείται στην αρωματαθεραπεία (χημειότυπος θυμόλης, λιναλοόλης) για την ανακούφιση ρευματικών και ισχιαλγικών παθήσεων. Είναι χρήσιμο για την διατήρηση καλής στοματικής υγιεινής, λειτουργεί ως αντιμυκητιακό, αντιψωριακό και ως διεγερτικό. Η καλλιέργεια αρωματικών φυτών σε γλάστρα δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα για τα δεδομένα του κλίματος της Αττικής. Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή. 
Τα αρωματικά φυτά είναι οργανισμοί που χρειάζονται πολύ ενέργεια ώστε να παράγουν τα αιθέρια έλαια που δίνουν στο φύλλωμα τους διαφορετικές και ενδιαφέρουσες μυρωδιές αλλά και θεραπευτικές ιδιότητες. Γι’ αυτό, είναι καλύτερο να τοποθετούνται με νότιο προσανατολισμό, ώστε να απολαμβάνουν όλο τον ήλιο της μεσημβρίας. Ευδοκιμούν σε πολλά είδη χώματος και έχουν ανάγκη από συχνό πότισμα. Κάποια από τα φυτά αντέχουν σε σκιερά και άλλα σε φωτεινά μέρη. Οι μελίγκρες εμφανίζονται με τις πρώτες ζέστες της άνοιξης, περιορίζονται με την έντονη ζέστη του καλοκαιριού και τις ξαναβλέπουμε όταν ο καιρός δροσίζει το φθινόπωρο. Ένα βιολογικό εντομοκτόνο θα τις κρατήσει υπό έλεγχο. Ο σοβαρότερος κίνδυνος για το παρτέρι μας είναι τα μικροσκοπικά τζιτζίκια που αυξάνουν απότομα τον πληθυσμό τους μέσα στο καλοκαίρι και δίνουν στα αρωματικά φυτά ωχρή όψη καθώς από τα τσιμπήματά τους γεμίζουν με κίτρινα στίγματα. Αναγνωρίζονται εύκολα: με ένα τίναγμα του φυτού αναπηδούν κατά ομάδες και ξανακρύβονται στο φύλλωμα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Πηγή : http://www.fytokomia.gr/permalink/11685.html
http://www.athinorama.gr/umami/food/articles/?id=2002067
http://www.ftiaxno.gr/2013/08/i-kalliergeia-kai-i-xrisi-toy-thimarioy.html

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...