Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Ησίοδος - Έργα και ημέραι : Προτροπές για εργασία.Οι γεωργικές εργασίες (Μέρος Γ)

Κι αρχή₋αρχή που φαίνεται για τους θνητούς τού οργώματος η ώρα,
όρμησε τότε, συνάμα εσύ κι οι δούλοι σου,
και την ξερή και τη βρεγμένη γη να οργώσεις στου οργώματος την ώρα,
σπεύδοντας πολύ πρωί, για να ᾽ναι τα χωράφια σου καρπούς γεμάτα.
Την άνοιξη να βωλοκοπείς. Μα και η γη που οργώθηκε ξανά το θέρος δε θα σε διαψεύσει.
Σπείρε το νιάμα όσο ακόμη είναι ελαφρύ το χώμα του.
Το νιάμα προστατεύει απ᾽ το κακό και τους θεούς τούς τέρπει.
Ευχήσου στο Χθόνιο Δία και την αγνή τη Δήμητρα
ώριμο να βαραίνει της Δήμητρας το ιερό σιτάρι,
μόλις αρχίσεις τ᾽ όργωμα, όταν την άκρη της λαβής του αρότρου
πιάνεις με το χέρι και τη βουκέντρα στα νώτα κατεβάζεις των βοδιών,
καθώς τραβάν με το ζυγόλουρο τον δρύινο πάσσαλο.
Κι ο δούλος λίγο πίσω, κρατώντας τσάπα, στα πουλιά να δίνει κόπο
τους σπόρους καλοκρύβοντας. Γιατί ᾽ναι άριστη η τάξη στις δουλειές
για τους θνητούς, μα η αταξία κάκιστη.
Μ᾽ αυτό τον τρόπο θα έγερναν προς τη γη τα στάχυα από το μέστωμα,
αν έδινε αργότερα ο ίδιος ο Ολύμπιος Δίας ωρίμασμα καλό.
Και τότε τις αράχνες απ᾽ τα αγγεία σου θα σάρωνες. Κι ελπίζω
εσύ να χαίρεσαι σαν παίρνεις απ᾽ το βιος που μες στο σπιτικό σου θα ᾽ναι.
Κι όλος ευημερία στη λαμπερή την άνοιξη θα φτάσεις, δίχως τους άλλους
να κοιτάς. Και την ανάγκη σου άνθρωπος άλλος θα ᾽χει.
Μ᾽ αν στο ηλιοστάσιο τη θεία γη οργώσεις,
θα θερίσεις καθιστός και με το χέρι σου χερόβολα μικρά θ᾽ αδράχνεις,
μέσα στη σκόνη θα δεματιάζεις το ένα στάχυ ανάποδα στο άλλο, δίχως να χαίρεσαι πολύ,
και σε κοφίνι θα τα κουβαλήσεις. Λίγοι θα σε θαυμάσουν.
Άλλοτε κι άλλος είναι του Δία, που την αιγίδα του βαστά, ο νους,
και είναι δύσκολο στους θνητούς ανθρώπους να τον εννοήσουν.
Μα κι αν αργά οργώσεις, αυτή τη γιατρειά θα μπορούσες να ᾽βρεις:
τότε που ο κούκος μέσα απ᾽ τα φύλλα της βαλανιδιάς πρώτη φορά λαλεί,
και τέρπει τους θνητούς πάνω στη δίχως όρια γη,
μακάρι να βρέξει τότε ο Δίας την τρίτη μέρα, δίχως να σταματά,
και δίχως το νερό να ξεπερνά τη χηλή απ᾽ το βόδι, ούτε να υπολείπεται.
Μ᾽ αυτό τον τρόπο το όργωμα που έγινε αργά ισοφαρίζει το πρώιμο όργωμα.
Μες την καρδιά σου φύλαγε σωστά τα πάντα: μη σου ξεφύγει
η άνοιξη η λαμπρή που έρχεται, ούτε η βροχή στην ώρα της.
Προσπέρνα του χαλκουργού το μαγαζί και τις ζεστές τις λέσχες
στη χειμερινή εποχή, όταν το κρύο τούς ανθρώπους απ᾽ τις δουλειές τους
εμποδίζει, τότε που ο άοκνος άντρας το σπίτι του πολύ το δυναμώνει,
μην τύχει και του κακού χειμώνα η Δυσκολία σε προφτάσει
με τη Φτώχεια, και με αδύνατο χέρι πόδι παχύ πιέζεις.
Ο άεργος άντρας, που στην κενή του ελπίδα επιμένει
και τ᾽ αναγκαία της ζωής του λείπουν, λόγια πολλά κακά προς την καρδιά του λέει.
500Δε φτάνει η ελπίδα το στερημένο άντρα να τον θρέψει,
σαν κάθεται στη συντροφιά και αρκετό δεν είν᾽ το βιος του.
Συμβούλευε τους δούλους σου όταν στη μέση του το θέρος είναι ακόμα:
«δε θα ᾽ναι για πάντα καλοκαίρι. Φτιάξτε καλύβες».
Το Ληναιώνα μήνα —μέρες κακές, που γδέρνουν όλες τους ακόμη και τα βόδια—
να τον φυλάγεσαι, καθώς και τα νερά τα παγωμένα που εμφανίζονται
πάνω στη γη σκληρά σαν ο βοριάς φυσήξει.
Αυτός από τη Θράκη την ιππότροφη μες στο πλατύ το πέλαγος
φυσώντας το σηκώνει. Μουγκρίζει το δάσος και η γη.
Πολλές βελανιδιές ψηλόκορφες κι έλατα ογκώδη
510μες στα φαράγγια του βουνού τα ρίχνει κάτω στην πολύτροφη γη
σαν πέφτει πάνω τους. Κι όλο το δάσος τότε το απέραντο βοά.
Τρέμουν τ᾽ αγρίμια και βάζουν την ουρά απ᾽ τ᾽ αχαμνά τους κάτω.
Είναι ορισμένων απ᾽ αυτά το δέρμα κατάσκιο απ᾽ τις τρίχες.
Ακόμη κι έτσι όμως περνά από μέσα τους ψυχρός ο άνεμος δασύστερνα κι ας είναι.
Και μέσα απ᾽ το δέρμα του βοδιού περνά, χωρίς αυτό να τον κρατάει,
και μέσα από τη μακρυμάλλα γίδα πνέει. Τα πρόβατα όμως,
μια που ᾽ναι η τρίχα τους δασιά, δεν τα περνά φυσώντας
η δύναμη του ανέμου, του βοριά. Το γέροντα γοργόδρομο τον κάνει.
Μα την παρθένα με τ᾽ απαλό το δέρμα δε διαπερνά,
520που μένει μες στο σπίτι πλάι στη μητέρα της
και δε γνωρίζει ακόμη τις δουλειές της Αφροδίτης της πολύχρυσης.
Κι αφού το απαλό της δέρμα έλουσε καλά και πλούσια έχρισε
με λάδι, στο βάθος του σπιτιού ξαπλώνει στις μέρες του χειμώνα,
όταν ο δίχως κόκαλα τρώει το πόδι του
στ᾽ ανήλιο σπίτι του, στα θλιβερά του μέρη.
Τροφή ο ήλιος δεν του δείχνει να ορμήσει,
μα στο λαό στριφογυρνά των μελαψών ανθρώπων και την πόλη,
και πιο αργά στο πανελλήνιο λάμπει.
Και τότε τα κερασφόρα και τα δίχως κέρατα στο δάσος που κοιμούνται ζώα
σκορπάν στα δασωτά φαράγγια και κροταλίζουν θλιβερά τα δόντια τους,
κι όλα για τούτο έχουνε στο νου τους έγνοια,
το πού να βρούνε, σκέπη ζητώντας, σφαλιστό κρυψώνα
σε πέτρινη σπηλιά. Τότε μοιάζουνε με θνητό που έχει τρία πόδια,
που του ᾽σπασε η ράχη και το κεφάλι του κοιτά στο χώμα.
Ίδια με τούτον τριγυρνάν, το χιόνι το λευκό ζητώντας να ξεφύγουν.
Τότε σκέπη για το κορμί σου να ντυθείς, καθώς σου παραγγέλλω,
μια χλαίνη μαλακή κι έναν χιτώνα που φτάνει ως τα πόδια.
Σε αραιό στημόνι πυκνό το υφάδι να περάσεις.
Αυτήν να τυλιχτείς, για να ᾽ναι οι τρίχες σου ακίνητες
κι ούτε ν᾽ αναρριγούνε σηκωμένες όρθιες σε όλο σου το σώμα.
Γύρω απ᾽ τα πόδια σου πέδιλα ταιριαστά να δέσεις από βόδι
που βίαια θανατώθηκε, με πίλημα από μέσα ντύνοντάς τα.
Από ερίφια πρωτότοκα, σαν έρθει ο καιρός του κρύου,
δέρματα να συρράψεις με χορδή βοδιού, τη ράχη σου για να τυλίξεις,
για προστασία απ᾽ τη βροχή. Και πάνω στο κεφάλι σου
να έχεις σκούφο καλοκαμωμένο, τ᾽ αυτιά να μην σου βρέχονται.
Μιας κι είναι η αυγή ψυχρή βοριάς σαν πέσει,
κι ομίχλη εωθινή απλώνεται απ᾽ τον αστρόφορτο ουρανό στη γη
στα σιτοφόρα των καλότυχων χωράφια.
Η ομίχλη αυτή απ᾽ τα αέναα ποτάμια αντλεί
και με του ανέμου τη θύελλα σηκώνεται ψηλά πάνω απ᾽ τη γη,
κι άλλοτε βρέχει προς το βράδυ κι άλλοτε φυσά,
σαν ο βοριάς της Θράκης τα πυκνά τα σύννεφα ταράζει.
Αυτήν αφού προφτάσεις τις δουλειές σου τελειώνοντας, στο σπίτι σου να πας,
μην τύχει και ποτέ απ᾽ τον ουρανό σύννεφο σκοτεινό από γύρω σε σκεπάσει
και κάνει μούσκεμα το σώμα σου και τα ενδύματά σου βρέξει.
Μα να φυλάγεσαι απ᾽ αυτόν. Γιατί είναι αυτός ο μήνας ο πιο δύσκολος,
θυελλώδης, για τα βοσκήματα σκληρός, σκληρός για τους ανθρώπους.
Τότε το μισό απ᾽ την κανονική μερίδα τους να δίνεται στα βόδια, αλλά στον άνθρωπο το πιο μεγάλο μέρος της. Γιατί οι μακριές βοηθούν οι νύχτες.
Φύλαγε αυτές τις συμβουλές και να ισοζυγιάζεις τις νύχτες
και τις μέρες, μέχρι ο χρόνος να συμπληρωθεί, μέχρι και πάλι
των πάντων η μητέρα, η γη, ανάμικτους καρπούς να φέρει.
Πηγή : 
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=18
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=19
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=20

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...