Αν πλούτο επιθυμεί στα στήθη η καρδιά σου μέσα,
έτσι να κάνεις, και τη μια δουλειά πάνω στην άλλη εργάσου:
σαν ανατέλλουν του Άτλα οι κόρες, οι Πλειάδες,
κάνε αρχή στο θερισμό, στο όργωμα σαν δύουν.
Αυτές νύχτες σαράντα και ημέρες
είναι κρυμμένες και πάλι, όταν τον κύκλο του ο χρόνος συμπληρώνει,
για πρώτη φορά εμφανίζονται όταν ακονίζεται το σίδερο.
Τούτος των πεδιάδων είναι ο νόμος και γι᾽ αυτούς
που κατοικούν στη θάλασσα κοντά μα και για όσους στων δρυμών τις κοιλάδες,
μακριά από τα κύματα της θάλασσας, σε τόπο πλούσιο μένουν:
γυμνός να σπέρνεις, γυμνός να οργώνεις,
γυμνός να θερίζεις, αν θες της Δήμητρας τα έργα όλα
στον κατάλληλο καιρό να τα φροντίζεις και το καθετί
ν᾽ αυξάνει στον καιρό του. Μην τύχει και στο μέλλον στερημένος
σε ξένα σπίτια να επαιτείς ζαρώνοντας και να μην καταφέρνεις τίποτα.
Έτσι και τώρα σε μένα ήρθες. Όμως εγώ άλλο δε θα σου δώσω,
ούτε θα σου δανείσω. Δούλευε, ανόητε Πέρση,
τα έργα που οι θεοί όρισαν στους ανθρώπους,
μην τύχει και θλιμμένος στην καρδιά, μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα σου,
από τους γείτονες να ζητιανεύεις τ᾽ αναγκαία, εκείνοι όμως να μη νοιάζονται.
Δυο και τρεις φορές μπορεί και κάτι να πετύχεις. Αν όμως κι άλλο ενοχλείς,
τίποτα δε θα καταφέρεις, και λόγια μάταια πολλά θα αγορεύεις:
των λόγων σου το λιβάδι άχρηστο θα ᾽ναι. Μα εγώ σου παραγγέλλω
να σκεφτείς λύση για τις ανάγκες σου και διαφυγή απ᾽ την πείνα.
Πρώτα απ᾽ όλα να πάρεις σπίτι, βόδι για όργωμα, γυναίκα,
αγορασμένη, όχι με γάμο, που να μπορεί ν᾽ ακολουθεί τα βόδια,
κι όλα τα αναγκαία στο σπίτι μέσα να τα ᾽χεις έτοιμα,
μην τύχει και ζητάς απ᾽ άλλον, εκείνος σου αρνείται και συ δεν έχεις,
περνά ο καιρός και τα χωράφια σου αφανίζονται.
Μην αναβάλλεις κάτι γι᾽ αύριο και μεθαύριο:
εκείνος που εργάζεται σ᾽ ανώφελη εποχή την αποθήκη δε γεμίζει,
ούτε ο αναβλητικός. Η επιμέλεια τη δουλειά προάγει.
Ο άνθρωπος που αναβάλλει τις δουλειές διαρκώς με τις ζημιές παλεύει.
Μόλις του καυτερού τού ήλιου η δύναμη
την κάψα που φέρνει ιδρώτα πάψει, και βρέξει φθινοπωρινά
ο Δίας ο μεγαλοδύναμος, και το θνητό μας σώμα αλλάζει
και γίνεται πολύ ελαφρότερο, τότε το άστρο του Σείριου
για λίγο μένει μες στη μέρα επάνω απ᾽ το κεφάλι των ανθρώπων
που ᾽ναι θρεμμένοι για το θάνατο κι απολαμβάνει πιο πολύ τη νύχτα.
Τότε προπάντων το ξύλο που κόπηκε από σίδερο αφάγωτο απ᾽ τα σκουλήκια μένει,
ρίχνει στη γη τα φύλλα και παύει να βλασταίνει.
Τότε λοιπόν θυμήσου να κόψεις ξύλα, μία δουλειά της εποχής.
Τριών ποδιών κόψε γουδί, τρεις πήχεις γουδοχέρι,
εφτά πόδια άξονα. Πολύ κατάλληλος μ᾽ αυτόν τον τρόπο θα ᾽ναι.
Μ᾽ αν έχει μήκος πόδια οχτώ, μπορείς και σβάρνα απ᾽ αυτόν να κόψεις.
Τρεις πιθαμές τροχό να κόψεις για άμαξα με δέκα παλάμες μήκος,
πολλά καμπύλα ξύλα. Φέρε γονάτι, όταν το βρεις,
στο σπίτι σου, ψάχνοντας στα βουνά ή στα χωράφια,
δρύινο. Το πλέον στέρεο είναι αυτό στο όργωμα με τα βόδια,
όταν το μπήξει της Αθηνάς ο δούλος στο αλετροπόδι
με ξυλόπροκες και το προσαρμόσει πλησιάζοντάς το στο σταβάρι.
ένα μονοκόμματο και ένα από πολλά κομμάτια, γιατί καλύτερα πολύ είναι έτσι:
αν σπάσεις το ᾽να, το άλλο μπορείς στα βόδια να το βάλεις.
Σταβάρια που λιγότερο τα τρώνε τα σκουλήκια από δάφνη είναι και φτελιά,
από βελανιδιά το αλετροπόδι και το γονάτι από δρυ.
Δυο βόδια εννιάχρονα αρσενικά να πάρεις —η δύναμή τους ανεξάντλητη—
που είναι πάνω στην ακμή της νιότης τους και άριστα για εργασία.
Ποτέ τα δυο τους δε θα σπάζανε μαλώνοντας το άροτρο
440στ᾽ αυλάκι μέσα και τη δουλειά ευθύς να την αφήσουνε να πάει χαμένη.
Αυτά συνάμα να τ᾽ ακολουθεί εύρωστος άντρας σαραντάχρονος,
αφού δειπνήσει τετράκλαστο ψωμί σ᾽ οχτώ μπουκιές,
που τη δουλειά του να φροντίζει και να τραβάει ευθύ το αυλάκι,
δίχως ν᾽ αναζητάει με το βλέμμα του συνομήλικούς του, μα την καρδιά του
να ᾽χει στο έργο του στραμμένη. Κανείς νεότερος στο πλάι του καλύτερος δε θα ᾽ναι
τους σπόρους να μοιράζει και ν᾽ αποφεύγει την επανασπορά.
Γιατί ο νεότερος άντρας ρεμβάζει με το νου του για συνομήλικους.
Παραφύλαγε, πότε του γερανού θα ακούσεις τη φωνή
ψηλά απ᾽ τα νέφη που κράζει κάθε χρόνο,
450που φέρνει το σημάδι για το όργωμα και του χειμώνα δείχνει
του βροχερού την εποχή και την καρδιά δαγκώνει του δίχως βόδια ανθρώπου.
Τρέφε τότε τα βόδια σου τα στριφτοκέρατα κλεισμένα μες στο στάβλο.
Γιατί είναι εύκολο να πεις το λόγο «δώσε δυο βόδια κι άμαξα»,
μα κι εύκολο να σου αρνηθούν: «έχουν δουλειά τα βόδια».
Λέει ο άνθρωπος με το πολύ μυαλό πως άμαξα θα στήσει.
Ο ανόητος, τούτο δε το γνωρίζει: τα ξύλα της άμαξας είναι εκατό
και θέλουν πρώτα να νοιαστείς δικά σου να τα κάνεις.
Πηγή :
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=15
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=16
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=17
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου