Ο καθηγητής Αρχαιολογίας Π. Φάκλαρης παραθέτει σειρά στοιχείων που μαρτυρούν την παρουσία του ελαιόδενδρου στον ελλαδικό χώρο από τη Νεολιθική ακόμη εποχή και αποδεικνύουν την κυρίαρχη σημασία που είχαν για τους Ελληνες το ελαιόλαδο, η βρώσιμη ελιά, το ξύλο, ακόμη και τα φύλλα του δένδρου. Η εξέταση των αρχαιολογικών στοιχείων που αφορούν τη χρήση και τη σημασία της ελιάς στην αρχαιότητα επιβεβαιώνει ότι αυτή αποτελούσε ένα από τα χρησιμότερα και πιο αγαπητά δέντρα των Ελλήνων, λόγω της ιερότητός της, της οικονομικής σημασίας της και των ποικίλων χρήσεων των προϊόντων της στην καθημερινή και στη θρησκευτική ζωή.
Το δέντρο της ελιάς είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή των ανθρώπων της Μεσογείου, κάτι που μαρτυρούν άλλωστε οι μύθοι και η ιστορία όλων των λαών της. Από την αρχαιότητα αποτελούσε σύμβολο ειρήνης, υγείας, σοφίας, γονιμότητας, ομορφιάς και νίκης και λατρεύτηκε επί χιλιάδες χρόνια. Συντρόφεψε τους κατοίκους των περιοχών αυτών τόσο σε εποχές ευμάρειας, όσο και σε εποχές στέρησης. Ο μύθος λέει ότι ήταν το δώρο της θεάς Αθηνάς στους κατοίκους της πόλης της Αθήνας, οι οποίοι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης έδωσαν το όνομα της θεάς στην πόλη τους. Η καλλιέργεια της ελιάς υπολογίζεται ότι ξεκίνησε πριν από 7.000 χρόνια, κυρίως στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και από εκεί εξαπλώθηκε στις γύρω χώρες. Αναφορές στην ελιά και τον ευεργετικό της ρόλο βρίσκουμε σε πολλά ελληνικά και ρωμαϊκά γραπτά. Αποτελεί μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς κι είναι συνδεδεμένη με θρύλους, παραδόσεις και θρησκευτικές τελετουργίες γύρω από την ανθοφορία της, τη συγκομιδή του καρπού της και την παραγωγή του ελαιολάδου.
Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί εσφαλμένα ότι η καλλιέργειά της μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη. Νεότερα στοιχεία που προέκυψαν από ανάλυση γύρης μαρτυρούν την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο από τη νεολιθική εποχή. Συστηματική καλλιέργειά της πιστοποιήθηκε και στη μυκηναϊκή περίοδο σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Αλλά και οι πινακίδες της Γραμμικής Β' από τα αρχεία των ανακτόρων Κνωσού, Πύλου και Μυκηνώνν μαρτυρούν την οικονομική σημασία της κατά τον 14ο και τον 13ο αι. π.Χ. Στην Κνωσό και στις Αρχάνες βρέθηκαν μέσα σε αγγεία κουκούτσια από ελιές, ενώ στη Ζάκρο βρέθηκαν ολόκληρες ελιές με τη σάρκα τους, που χρονολογούνται περί το 1450 π.Χ. Επίσης κουκούτσια ελιάς βρέθηκαν σε τάφους της Μεσαράς, ενώ σε άλλα σημεία της Κρήτης βρέθηκαν ελαιοπιεστήρια υστερομυκηναϊκής ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου (1450-1200 π.Χ.). Ελιές απεικονίζονται και σε έργα τέχνης της εποχής αυτής. Μια τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού του 16ου αι. π.Χ. αποτελεί θαυμάσια απεικόνιση ελαιώνα, ενώ τα χρυσά ποτήρια από τον μυκηναϊκό τάφο του Βαφειού Λακωνίας (16ος αι. π.Χ.) κοσμούνται με παράσταση ελαιοδένδρων.
Σύμφωνα με τη μυθολογία την ελιά έφερε στους Ελληνες η Αθηνά, η οποία δίδαξε και την καλλιέργειά της. Είναι χαρακτηριστικό το γνωστό επεισόδιο της φιλονικίας της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για το όνομα της Αθήνας. Στην Ακρόπολη υπήρχε η ιερή ελιά της Αθηνάς, η πρώτη ελιά που η θεά χάρισε στους Ελληνες, και στην Ακαδημία οι 12 ιερές ελιές, οι μορίαι, και ο ιερός ελαιώνας από τον οποίο προερχόταν το λάδι που δινόταν ως έπαθλο στους νικητές των Παναθηναίων. Ενδεικτικό της σημασίας της ελιάς για την Αθήνα είναι ότι οι Αθηναίοι στα νομίσματά τους απεικόνιζαν την Αθηνά με στεφάνι ελιάς στο κράνος της και έναν αμφορέα με λάδι ή ένα κλαδί ελιάς. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Ηρακλής (του οποίου το ρόπαλο ήταν από αγριελιά) έφερε βλαστάρι ελιάς από τη χώρα των Υπερβορείων (μυθικός λαός που οι Ελληνες πίστευαν ότι κατοικούσε πέρα από τον Βορρά ή κατά άλλη ερμηνεία στον ουρανό) και το φύτεψε στην Ολυμπία. Με τα κλαδιά του κοτίνου, της αγριελιάς αυτής, στεφανώνονταν οι ολυμπιονίκες. Με κλάδους ελιάς ήταν στεφανωμένο και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στην Ολυμπία, έργο του Φειδία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Η φιλονικία της θεάς Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για την προστασία και το όνομα της Αθήνας. Ο τότε βασιλιάς της Αθήνας, Κέκροπας, κάλεσε τους δυο αντιπάλους (Αθηνά και Ποσειδώνα) να ανέβουν στον βράχο της Ακρόπολης για να γίνει η αναμέτρηση υπό την επίβλεψη των υπόλοιπων θεών. Ο Ποσειδώνας, στάθηκε στη μέση του βράχου και με την τρίαινά του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο έδαφος. Αμέσως ξεπήδησε ένα κύμα θαλασσινού νερού. Η Αθηνά με τη σειρά της, φύτεψε μια ελιά πάνω στον βράχο, που ξεπετάχτηκε γεμάτη καρπό, ως προσφορά στην πόλη και στους κατοίκους της. Μετά από το δώρο της Αθηνάς, ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον από τους δύο θεούς πρέπει να δοθεί η πόλη. Συγχρόνως, ζήτησαν τη γνώμη του βασιλιά Κέκροπα. Αυτός από το βράχο έριξε μια ματιά γύρω και είδε ότι η χώρα είναι κυκλωμένη από αλμυρό νερό και θάλασσα, ενώ το δέντρο που είχε κάνει η Αθηνά να φυτρώσει ήταν το πρώτο που φύτρωσε σε όλη τη χώρα και ήταν συνάμα για την πόλη η υπόσχεση για δόξα και ευτυχία. Γι’ αυτό ο Κέκροπας θεώρησε πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και έτσι της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης.
Ο Αρισταίος ήταν γιος του Απόλλωνα (θεός της μουσικής και της αρμονίας) και της Κυρήνης, γεννήθηκε στη Λιβύη και ο Ερμής τον πήρε και τον πήγε στη Γαία και στις Ώρες για να τον αναθρέψουν. Οι Μούσες, που του είχαν αναθέσει τη φύλαξη των κοπαδιών στη Φθία, του δίδαξαν τη μαντική και την ιατρική τέχνη. Οι Νύμφες πάλι, του έμαθαν πώς να καλλιεργεί τα αμπέλια και τις ελιές, πώς να φροντίζει τα μελίσσια και πώς να κάνει το γάλα τυρί. Την τέχνη δηλαδή της παρασκευής του μελιού, του λαδιού, του τυριού, πράγματα άγνωστα ως τότε στους ανθρώπους. Επίσης, οι Νύμφες του έδειξαν πώς να μπολιάζει τις αγριελιές, για να δίνουν καρπό, πώς να αλέθει τον καρπό του ελαιόδεντρου και να παίρνει το πολύτιμο αλλά άγνωστο ως τότε ελαιόλαδο. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι πρώτος ο Αρισταίος ανακάλυψε το ελαιοπιεστήριο. Ο Αρισταίος δεν κράτησε αυτά τα μυστικά για τον εαυτό του, αλλά με τη σειρά του δίδαξε τις τέχνες αυτές στους ανθρώπους. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Ελλάδας και έφτασε μέχρι τη Σαρδηνία και τη Σικελία, όπου βρήκε γόνιμη γη για να καλλιεργήσει τις ελιές. Εκεί τιμήθηκε ως θεός – προστάτης των ελαιοκαλλιεργητών. Από τότε τα δάση της αγριελιάς που υπήρχαν γύρω από τη Μεσόγειο, άρχισαν να καλλιεργούνται.
Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, καθώς ο Ηρακλής επέστρεφε στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση των άθλων του έφερε μαζί του από τους Υπερβόρειους την αγριελιά και τη φύτεψε στην Ολυμπία. Από αυτή την ελιά κατασκευάζονταν τα στεφάνια των Ολυμπιονικών. Ο Ηρακλής κρατούσε πάντα ένα ρόπαλο με το οποίο αντιμετώπιζε τους κινδύνους και νικούσε κάθε φορά. Το ρόπαλο αυτό ήταν ο κορμός μιας αγριελιάς, που την είχε βρει και την είχε κόψει, κοντά στο Σαρωνικό κόλπο, στο ιερό άλσος του πατέρα του, του Δία, πηγαίνοντας για το λιοντάρι της Νεμέας.
Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία οι Υπερβόρειοι κατοικούσαν στο τέλος του κόσμου, κάτω από έναν ουρανό αδιάκοπα γελαστό και φωτεινό. Η χώρα τους βρισκόταν σε μια περιοχή όπου δε φυσούσε ο βοριάς (“πνοαίς όπισθεν Βορέα ψυχρού”). Αναφέρεται επίσης ότι από το νησί-χώρα τους (πρωτεύουσα του οποίου λέγεται πως ήταν η ξακουστή Θούλη-σύμφωνα με μυστικιστικά γερμανικά κείμενα) το φεγγάρι φαινόταν να βρίσκεται πολύ κοντά στη Γη. Kανένας θνητός δεν μπορούσε να βρει εύκολα το δρόμο για τη χώρα των Υπερβορείων. Ποιητής Πίνδαρος: «Την θαυμαστήν οδόν την άγουσαν εις τας πανηγύρεις των Υπερβορείων ούτε πεζός, ούτε δια πλοίων ερχόμενος θα δυνηθείς να εύρεις». Μόνο για ελάχιστους ήρωες αναφέρεται πως κατάφεραν να φτάσουν εκεί και πάντα τα κατάφερναν με τη βοήθεια κάποιας θεότητας. Ο Περσέας (καθοδηγούμενος από την Αθηνά) πέρασε από εκεί όταν πήγαινε να κόψει το κεφάλι της Μέδουσας. Ο Ηρακλής (με τη βοήθεια της Αρτέμιδος) τον καιρό που κυνηγούσε την ελαφίνα της Κερύνειας, έφθασε στην χώρα των Υπερβορείων και ζήτησε από τους Υπερβόρειους την άδεια να μεταφέρει φύτρα από Ελαιόδεντρα στην Ολυμπία για να στεφανώνουν με αυτά τους νικητές των αγώνων (καθώς μέχρι τότε η ελιά ήταν άγνωστη στους Έλληνες). Την αρχαία Ωρείθυια την έκλεψε ο Βορέας, κρύβοντας την «στα έσχατα της γης, εκεί που ανοίγουν οι ουρανοί στου Φοίβου το περιβόλι» (δηλαδή στην χώρα των Υπερβορείων).
Οι Υπερβόρειοι ήταν μία φυλή ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν στην περιοχή που οι αρχαίοι μας ονόμαζαν Υπερβόρεια. Οι Υπερβόρειοι είχαν συνεχή επικοινωνία με τους Έλληνες και μάλιστα μιλούσαν και την ίδια γλώσσα. Η διαφορά ανάμεσα στους Υπερβόρειους και τους Έλληνες της αρχαιότητας ήταν ότι οι Υπερβόρειοι ήταν κάτοχοι υψηλής τεχνολογίας, αφού ταξίδευαν ταχύτατα και είχαν όπλα με απίστευτες δυνάμεις ενώ οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν στην κατοχή τους τέτοιες τεχνολογίες. Ωστόσο οι αρχαίοι μας σώζουν μαρτυρίες και περιγραφές που μας μιλούν για αυτούς.
Οι Υπερβόρειοι μιλούσαν Ελληνικά αφού σύμφωνα με τον Διόδωρο: «Έχειν δε τους Υπερβορείους τίνα διάλεκτον, και προς τους Έλληνες οικειότατα διακείσθα...». Μη ξεχνάμε ότι οι τοπικοί Ήρωες που προστάτευαν τους Δελφούς είχαν τα ελληνικά ονόματα Φύλακος και Αυτόνοος. Με ποιο τρόπο όμως ταξίδευαν οι Υπερβόρειοι για να καταφτάσουν στην Ελλάδα ; Σύμφωνα με τον Πίνδαρο «Την θαυμαστήν οδόν την άγουσαν εις τας πανηγύρεις των Υπερβορείων ούτε πεζός, ούτε δια πλοίων ερχόμενος θα δυνηθείς να εύρεις...». Δηλαδή δεν θα μπορέσουμε να βρούμε τρόπο να πάμε στην Υπερβόρεια γιατί πολύ απλά δεν έχουμε την τεχνολογία - ή τουλάχιστον δεν την είχαν οι Έλληνες την εποχή του Πίνδαρου.
Οι Υπερβόρειοι διέφεραν σε σχέση με τους Έλληνες επίσης στη φυσική κατάσταση και υγεία. Ο Πίνδαρος μας λέει τα εξής : «Ούτε ασθένειαι ούτε το απάισιον γήρας προσβάλλουν την ιερά ταύτην γενεάν, χωρίς δε πόνον και μακράν των μαχών ζουν... Εις των ευτυχών τούτων ανθρώπων το έθνος ήλθε άλλοτε της Δανάης ο υιός (ο Περσέας)». Οι Υπερβόρειοι λοιπόν ζούσαν περισσότερο από τους Έλληνες και δεν είχαν ασθένειες. Από τη στιγμή όμως που οι μετακινήσεις τους περιελάμβαναν οχήματα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν κάτι σαν τους άυλους άγγελους που συναντάμε στην Χριστιανική παράδοση αλλά ήταν κανονικοί άνθρωποι που διέφεραν ως προς το τεχνολογικό επίπεδο σε σχέση με τους Έλληνες της αρχαιότητας. Μήπως τελικά οι Υπερβόρειοι ήταν σαν τους Αρχαίους Θεούς οι οποίοι έπιναν και έτρωγαν νέκταρ και αμβροσία για να είναι υγιείς και αθάνατοι και ταξίδευαν με ιπτάμενα άρματα ;
Η ιστορία της Ελιάς είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία των οργανωμένων ανθρώπινων κοινωνιών. Υπάρχουν αναρίθμητες γραπτές πηγές, παραδόσεις, μύθοι, στοιχεία ανασκαφών κ.ά. που αποδεικνύουν τη σχέση της Ελιάς με την ιστορία του ανθρώπου πάνω στη Γη. Κλαδιά ελιάς έχουν βρεθεί και σε τάφους των Φαραώ ενώ η καλλιέργειά της περιγράφεται σε παπύρους εκείνης της εποχής που έχουν χρονολογηθεί γύρω στο 1550 π.Χ.. Για τους Εβραίους η ελιά ήταν σύμβολο ειρήνης και το λάδι της ήταν ιερό αφού με αυτό έχριζαν του βασιλείς τους (κεχρισμένοι). Οι καρποί της Ελιάς ήταν άλλωστε ανάμεσα στα αγαθά που ο Θεός υποσχέθηκε πως θα δώσει στο λαό Ισραήλ όταν αυτός φτάσει στη Γη Χαναάν, τη Γη της Επαγγελίας, πολλές δεκαετίες πριν από το 1550 π.Χ.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την ελιά σύμβολο δόξας και νίκης, Γι αυτό άλλωστε το λόγο έστεφαν τους Ολυμπιονίκες με στεφάνι ("κότινο") από άγρια ελιά που την ονόμαζαν "καλλιστέφανο". Κατά την παράδοση η Καλλιστέφανος ελιά ήταν η πρώτη ελιά που μεταφυτεύτηκε στην Ολυμπία από τον Ηρακλή. Οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν πολύ την ελιά στις παραδόσεις τους. Θα τη βρούμε σε πολλές περιπτώσεις. Οι Αθηναίοι τη θεωρούσαν δώρο της θεάς Αθηνάς στην πόλη τους. Η ελιά που ήταν φυτεμένη στην Ακρόπολη ήταν δένδρο ιερό. Όποιος έκοβε κλαδί της τιμωρείτο με θάνατο. Ο Σόλωνας είχε ρυθμίσει νομοθετικά και τον τρόπο με τον οποίο θα φυτεύονται οι ελιές στους ελαιώνες ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη απόδοση. Επίσης απαγόρευε να κόβονται περισσότερα από δύο δένδρα το χρόνο σε κάθε ελαιώνα. Στους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων που γίνονταν κάθε 4 χρόνια, οι νικητές έπαιρναν ως βραβείο ένα ειδικά ζωγραφισμένο μεγάλο αγγείο μέσα στο οποίο υπήρχε λάδι. Μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όσο χρειάζονταν και το υπόλοιπο είχαν δικαίωμα να το εμπορευτούν ή να το ..εξάγουν! Πέρα όμως από τις πολλές παραδόσεις, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που αντελήφθησαν τη σημασία της ελιάς και γι αυτό ήταν και οι πρώτοι που την καλλιέργησαν. Φημισμένος ελαιώνας υπήρχε μεταξύ Ακαδημίας, Ιεράς οδού και Κηφισού, εκεί που ο Πλάτωνας είχε ιδρύσει το ιερό των Μουσών. Από τον ελαιώνα αυτό που σωζόταν επί τουρκοκρατίας σήμερα μία μόνο γέρικη ελιά επιζεί, στο νότιο κράσπεδο της Ιεράς οδού (ελιά του Πλάτωνα).
Αγριελιά είναι θάμνος μακρόβιος, στην ουσία αθάνατος. Έχει πολλά κλαδιά, στρεβλά που όταν ξεραθούν δημιουργούνται παραβλαστήματα από το υπόγειο τμήμα του βλαστού και το δένδρο συνεχίζει τη ζωή του. Τα φύλλα της είναι μικρά, αντίθετα, βραχύμισχα, ωοειδή, με σκουροπράσινο χρώμα από πάνω και αργυρόλευκο από κάτω. Το αργυρό χρώμα στο κάτω μέρος του φύλλου της ελιάς οφείλεται στο μεγάλο αριθμό πολυκύτταρων λεπιοειδών τριχών που υπάρχουν στην κάτω επιδερμίδα. Οι καρποί της είναι μικρές μαύρες δρύπες που παράγουν εξαιρετικής ποιότητας λάδι. Είναι το ονομαστό "αγριόλαδο", που χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως φάρμακο, σε δερματικές και άλλες παθήσεις. Η Αγριελιά είναι ένα από τα τυπικά φυτά των μεσογειακών οικοσυστημάτων και ειδικά των διαπλάσεων των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων (μακκί). Υπάρχουν στη χώρα μας αναρίθμητες άγριες ελιές που φυτρώνουν στις χαμηλές πλαγιές των βουνών, μαζί με άλλους θάμνους. Είναι γνωστά και με τα κοινά ονόματα Αγριλιός, Γριλολιά, Κοσίνη, Κόστινος, Λευκάδα, Σκαντζογριλιός, Αρκολιά κτλ. Πολύ συχνά η άγρια ελιά χρησιμοποιείται ως υποκείμενο για εμβολιαστούν πάνω σ΄ αυτή διάφορες ποικιλίες ήμερης, καλλιεργούμενης ελιάς. Έτσι οι ελαιώνες επεκτείνονται όλο και περισσότερο. Ενδιαφέρον έχει και η προσπάθεια επέκτασης των ελαιώνων με εμβολιασμό των παραβλαστημάτων της άγριας ελιάς σε περιοχές που καταστράφηκαν από πυρκαγιές. Κάτι τέτοιο συμβαίνει κυρίως στην Κρήτη και έχει εξαιρετική σημασία από οικολογική άποψη. Για την αρχαία θεραπευτική το εκλεκτότερο εξ όλων των ελαιόλαδων ήταν αυτό που έδινε η αγριελιά, το οποίο ήταν και λίγο σπάνιο, καθώς και το ελαιόλαδο της πρώτης συμπίεσης (ομφάκινον), που λαμβάνεται με την «απαλή» σύνθλιψη της ελιάς και χωρίς την παρεμβολή ζεστού νερού. Κατά τον Πλίνιο, το λάδι αυτό λαμβάνεται πρώτον πιέζοντας την ελιά όταν είναι ακόμη άσπρη (άγουρη), και δεύτερον όταν η ελιά αρχίζει να αλλάζει χρώμα χωρίς να έχει, ωστόσο, ωριμάσει. Το πρώτον ομφακικόν είναι λευκό, το δεύτερο πράσινο. Το δεύτερο κάνει καλό στα ούλα και είναι εξαίρετο για να διατηρηθούν τα δόντια λευκά. .παράγουν εξαιρετικής ποιότητας λάδι και για το οποίο κυμαίνεται η αγορά του από 70-400 ευρώ το κιλό.
Το λάδι αποτελούσε από την αρχαιότητα βασικό στοιχείο της ελληνικής διατροφής. Τρεις ήταν οι ποιότητες λαδιού. Ωμοτριβές ή ομφάκινον ονομαζόταν το αρίστης ποιότητας και εξαγόταν από ελιές αγουρωπές, χωρίς ξεθέρμισμα. Το δεύτερον γεύματος ήταν το καλής ποιότητας λάδι. Χυδαίον έλαιον χαρακτήριζαν το κατώτερης ποιότητας λάδι από ελιές υπερώριμες ή χτυπημένες. Το λάδι εκτός από βασική τροφή αποτελούσε απαραίτητη καύσιμη ύλη για φωτισμό, αφού με λάδι έκαιγαν οι λύχνοι. Αυτή η χρήση του επιβιώνει σήμερα στα καντήλια. Διαδεδομένη επίσης ήταν η χρήση του στη σωματική υγιεινή. Επάλειψη του σώματος με λάδι προστάτευε από τον ήλιο ή το ψύχος. Μετά το λουτρό γινόταν επάλειψη του σώματος και της κόμης με αρωματικό λάδι, καθώς αυτό ήταν το βασικό συστατικό πολλών αρωμάτων. Η παραγωγή αρωματικού λαδιού στην Ελλάδα μαρτυρείται στη μυκηναϊκή εποχή από τις πινακίδες Γραμμικής Β' της Πύλου. Επίσης ο Θεόφραστος στο έργο του Περί Οσμών και ο Διοσκουρίδης σώζουν πληροφορίες για τα υλικά και τις συνταγές παραγωγής αρωματικού λαδιού.
Το λάδι χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και για τις θεραπευτικές ιδιότητές του. Στον Ιπποκράτειο Κώδικα αναφέρονται περισσότερες από 60 φαρμακευτικές χρήσεις του. Ηταν κατάλληλο για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων, ως επουλωτικό και αντισηπτικό σε τραύματα, εγκαύματα και γυναικολογικές ασθένειες. Πιθανόν χρησίμευε και ως μέσον αντισύλληψης. Επίσης το χρησιμοποιούσαν ως εμετικό αλλά και για προβλήματα των αφτιών. Ως τροφή βοηθούσε την αντιμετώπιση καρδιακών παθήσεων. Εκτός από το λάδι, για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες χρησιμοποιούσαν και τα φύλλα και άνθη της ελιάς, από τα οποία παρασκεύαζαν αφέψημα που το χρησιμοποιούσαν ως κολλύριο, για την αντιμετώπιση της φλόγωσης των ούλων και του έλκους του στομάχου. Το λάδι χρησιμοποιούνταν επίσης και ως λιπαντικό, π.χ. σε μετάλλινους μηχανισμούς ή ξύλινα εξαρτήματα. Για τη συντήρηση του ελεφαντοστού, του δέρματος και του μετάλλου χρησιμοποιούσαν αλοιφή με βάση το λάδι. Η συντήρηση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία, σύμφωνα με πληροφορίες των πηγών, γινόταν με λάδι.
Πηγή : http://kalagias.weebly.com/epsilonlambdaiotaepsilonsigma--lambdaalphadeltaiota-the-wild-olive.html
http://www.kairatos.com.gr/elia.htm
http://www.athinodromio.gr/ελιά-το-δώρο-της-φύσης-στον-άνθρωπο/#.Xz5W4U2_zag
http://autochthonesellhnes.blogspot.com/2017/01/blog-post_31.html
http://laptonarchives.blogspot.com/2015/01/blog-post_62.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου