Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Τα αρχαία ελληνικά αγροκτήματα της Μακεδονίας μέσα από τις σύγχρονες ελληνικές ανακαλύψεις

Τα μεγάλα οδικά έργα που γίνονται τα τελευταία χρόνια στη Μακεδονία για τη διάνοιξη της Εγνατίας, της νέας Εθνικής Οδού αλλά και για τη νέα σιδηροδρομική γραμμή φέρνουν στο φως κατάλοιπα αρχαίων αγροτικών εγκαταστάσεων. Πρόκειται για αρχαιότητες που δύσκολα θα μπορούσαν να εντοπιστούν χωρίς αυτή την αναμόχλευση των χωμάτων που γίνεται σε τεράστια μήκη για την κατασκευή των δρόμων. Και όπως οι σύγχρονοι δρόμοι ανοίγονται αναπόφευκτα επάνω σε παλαιά περάσματα ­ για να πούμε την αλήθεια, δεν υπάρχουν και άλλα σε μια χώρα σαν και τη δική μας όπου τα βουνά είναι το κυρίαρχο στοιχείο, ήταν σχεδόν αναμενόμενο ότι τα έργα θα «έπεφταν» επάνω σε αρχαίους δρόμους και σε αρχαίες εγκαταστάσεις. Αυτή τη φορά δεν βρέθηκαν πόλεις, μνημεία, ναοί ή τάφοι και νεκροταφεία. Αυτή τη φορά βρέθηκαν αρχαία αγροκτήματα, μεγάλες ιδιοκτησίες προφανώς γαιοκτημόνων που είχαν εγκατασταθεί επάνω ή κοντά στους αρχαίους δρόμους. Η αγροτική οικονομία, η ζωή στην ύπαιθρο δηλαδή, είναι μια πτυχή του αρχαίου κόσμου που έχει κατά κάποιον τρόπο παραμεληθεί από την αρχαιολογία καθώς ελάχιστα κατάλοιπά της έχουν ως τώρα αποκαλυφθεί στην ελληνική ύπαιθρο. Γνωρίζουμε για τους πολέμους στην αρχαιότητα, για την αστική, πολιτική και θρησκευτική ζωή, αλλά δεν ξέρουμε πολλά, π.χ., για τις καλλιέργειες ή την κτηνοτροφία. Ξέρουμε τα ονόματα των ηγεμόνων ή των στρατηγών και πώς παρατάσσονταν οι στρατοί τους για τη μάχη, αλλά έχουμε ελάχιστες πληροφορίες για τα είδη των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας και γενικότερα για το πώς και πού ζούσαν οι αγρότες. 
Είναι χαρακτηριστικό ότι πληροφορίες για αυτό το θέμα αντλούνται από τις μοναδικές δύο αγροικίες που βρέθηκαν στην Αττική τη δεκαετία του 1970. Αυτή τη φορά όμως τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά. Σε τρεις διαφορετικές περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας ήρθαν στο φως, χάρη στα σύγχρονα οδικά έργα, πολύ ενδιαφέροντα συγκροτήματα αρχαίων αγροικιών που καλύπτουν ένα διάστημα 900 χρόνων, από τον 5ο αι. π.Χ. ως τον 6ο αι. μ.Χ. Πρόκειται για μεγάλα συγκροτήματα κτισμένα γύρω από μια κεντρική αυλή, σε ορισμένα υπήρχαν και πύργοι πιθανώς για να ελέγχονται οι γύρω εκτάσεις, ενώ στους χώρους βρέθηκαν πολλά κατάλοιπα από τις καλλιέργειες, τα εργαλεία και την κεραμική της οικοσκευής. Οι αγροικίες βρέθηκαν κοντά σε αρχαίους δρόμους. Τις ανασκαφές ανέλαβε η ΙΣτ´ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στη Θεσσαλονίκη και ευρήματα και στοιχεία από οκτώ αγροικίες που αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον εκθεσιακό σύνολο παρουσιάζονται σε μια σημαντική έκθεση αρχαίας αγροικίας που λειτουργεί στην Κρυπτή Στοά της Αρχαίας Αγοράς στη Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια είναι πως η ίδια η έκθεση δεν είναι όσο εντυπωσιακή θα περίμενε κανείς. Κι αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι η στοά είναι στενή και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη των εκθεμάτων με περισσότερη φαντασία. Το θέμα όμως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και σ' αυτό πρέπει να εστιαστεί η προσοχή του επισκέπτη. Εναυσμα για τον σχεδιασμό αυτής της έκθεσης υπήρξε ένα εντυπωσιακό σύνολο πιθαριών κρασιού που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή μιας οινοπαραγωγικής μονάδας στη Νότια Πιερία. Πρόκειται για πιθάρια τεράστιου ύψους που βρέθηκαν στον χώρο αποθήκευσης κρασιού, σε μια κάβα δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων. Εκεί βρέθηκαν θραύσματα από περίπου 40 τεράστια πιθάρια. Οταν συγκολλήθηκε ένα από αυτά, διαπιστώθηκε ότι είχε ύψος περίπου 2,5 μ. και χωρητικότητα που υπολογίζεται περίπου στα 2.000 λίτρα κρασιού! Τώρα εκτίθεται μόνο του στην είσοδο της έκθεσης, αξιοθαύμαστη προμετωπίδα μιας νέας πτυχής της αρχαιολογίας που παρουσιάζεται στη στοά. «Πρόκειται για μοναδικό δείγμα της κεραμοπλαστικής των ελληνιστικών χρόνων αλλά και της κλίμακας της οινοπαραγωγής που αναπτύχθηκε εκείνη την εποχή» λέει ο διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης καθηγητής κ. Δ. Γραμμένος, ο οποίος πριν από τον πρόσφατο διαχωρισμό μουσείου - εφορείας ήταν ταυτόχρονα και προϊστάμενος της ΙΣτ' Εφορείας Αρχαιοτήτων και με τη διπλή ιδιότητα διηύθυνε τις ανασκαφές και διοργάνωσε την έκθεση. «Με τα ευρήματα αυτών των ανασκαφών» συνεχίζει ο κ. Γραμμένος «θίγονται πολλά θέματα και η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε πρωταρχικά στάδια όσον αφορά τη διαχείριση της γης, την οικονομία και την παραγωγή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως τώρα είχαμε μελετήσει μόνο αρχαίες πόλεις. Η ζωή στην ύπαιθρο είναι μια άλλη, νέα υπόθεση. 
Στην έκθεση μπορεί να δει κανείς την αυτάρκεια των αγροικιών, όπου οι κάτοικοί τους ήταν μεγαλογαιοκτήμονες και ζούσαν με πολυτέλεια όπως οι αστοί. Εχουν βρεθεί στις αγροικίες σιδερένιες σφραγίδες για να σφραγίζονται τα κοπάδια των βοοειδών και τα άλογα, όπως ακριβώς γινόταν ως πρόσφατα στην αμερικανική Αγρια Δύση, καθώς και πολυτελή αντικείμενα οικοσκευής». Τα αρχαία αγροκτήματα αποκαλύφθηκαν σε περιοχές της Μακεδονίας που απέχουν αρκετά μεταξύ τους. Ενα σύνολο αγροικιών βρέθηκε στην περιοχή του Στρυμονικού κόλπου στην πεδινή έκταση ανάμεσα από το Κερδύλλιο όρος και τον οικισμό Ασπροβάλτα που βρίσκεται στην ακτή. Αλλα αγροτικά συγκροτήματα βρέθηκαν στη Νότια Πιερία ανάμεσα στις ανατολικές παρυφές του μακεδονικού Ολύμπου και στη θάλασσα και, τέλος, τέσσερις αγροτικές επαύλεις εντοπίστηκαν στην εύφορη πεδιάδα του Λαγκαδά βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης, σε μια περιοχή που ελεγχόταν από την αρχαία πόλη Λητή. Τα δύο πρώτα συγκροτήματα αγροικιών βρέθηκαν επάνω σε γνωστά αρχαία περάσματα. Για την περιοχή του Στρυμονικού κόλπου η υπεύθυνη της ανασκαφής κυρία Πολυξένη Αδάμ Βελένη λέει ότι εδώ «διαδραματίστηκαν γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ από την εποχή του Φιλίππου Β´και εξής η περιοχή προσαρτάται οριστικά στο μακεδονικό βασίλειο. Τότε φαίνεται ότι ο μακεδόνας βασιλιάς μοίρασε γη και εγκατέστησε σε μεγάλα αγροτικά συγκροτήματα πλούσιους εταίρους, οι οποίοι ταυτόχρονα με την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου και του εύφορου εδάφους ασκούσαν και διαρκή έλεγχο και προστασία από ενδεχόμενους εξ Ανατολών εχθρούς». Δυτικότερα, στην περιοχή του Λαγκαδά, κατά τη διάνοιξη της Εγνατίας εντοπίστηκαν τέσσερις αγροτικές εγκαταστάσεις των ρωμαϊκών χρόνων πολύ κοντά η μια στην άλλη και λόγω της πυκνότητάς τους η ανασκαφέας κυρία Κατερίνα Τζαναβάρη συμπεραίνει ότι θα πρέπει από εκεί να περνούσε κάποιος σημαντικός δρόμος. Πρόκειται για πολύ μεγάλες επαύλεις που μόνο οι χώροι κατοίκησής τους φθάνουν τα 500-800 τ.μ. και είναι κτισμένοι γύρω από μια εσωτερική αυλή. Βρέθηκαν χώροι υποδοχής, εστίασης, διαμονής των ιδιοκτητών, χώροι εργασίας, αλέσματος σταριού, ετοιμασίας γαλακτοκομικών προϊόντων και χώροι αποθήκευσης γύρω από την εσωτερική αυλή. Νοτιότερα, οι ανασκαφές που έγιναν από την κυρία Εφη Πουλάκη στην περιοχή κοντά στον Πλαταμώνα αποκάλυψαν τους αρχαίους «δρόμους του κρασιού» στους πρόποδες του Ολύμπου. Οπως αναφέρει η ίδια, «πρόκειται για αγροικίες μεγάλων διαστάσεων, ιδιοκτησίες προφανώς γαιοκτημόνων της περιοχής, που είχαν ως κύρια παραγωγή την οινάμπελο και το μαγικό της ποτό, το κρασί». 
Σε μια από τις ανασκαφές που έγιναν κοντά στον Πλαταμώνα (αρχαίο Ηράκλειο), και συγκεκριμένα στην ύπαιθρο της αρχαίας πόλης των Λειβήθρων, βρέθηκε μια μεγάλη αγροικία των ελληνιστικών χρόνων (τέλος 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.) και ένα αρχαίο οινοποιείο. Το κυρίως συγκρότημα με την οικία ήταν κτισμένο γύρω από μια τετράγωνη αυλή και είχε έκταση περίπου ένα στρέμμα. Βρέθηκαν χώροι εργασίας και χώροι διαμονής των γαιοκτημόνων και του βοηθητικού προσωπικού και πιθανώς και των ζώων. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη αγροτική εγκατάσταση όπου εκτός από την πληθώρα των οικιακών σκευών και των εργαλείων βρέθηκε μεγάλη ποσότητα αρχαίου βοτανολογικού υλικού, κυρίως γίγαρτα, πυρήνες σταφυλιού δηλαδή, που η μελέτη τους αναμένεται να δώσει πολλές πληροφορίες για τον τρόπο ζωής στην ύπαιθρο, τις διατροφικές συνήθειες αλλά και τον τρόπο λειτουργίας μιας μεγάλης οινοπαραγωγικής μονάδας στα ελληνιστικά χρόνια. Η έκθεση. Στην έκθεση παρουσιάζονται τα πιο χαρακτηριστικά από τα ευρήματα οκτώ αγροικιών που η έρευνά τους δίνει πλούσια στοιχεία για τις αγροτικές ενασχολήσεις της περιοχής και της εποχής, για την κοινωνική θέση των ιδιοκτητών των αγροκτημάτων και γενικότερα για την παραγωγή και την αγροτική οικονομία κατά την αρχαιότητα. Τα εκθέματα συμπληρώνονται από πίνακες με φωτογραφίες, σχέδια και πλούσια πληροφόρηση για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία που αναπτύχθηκε από τους πρώτους μακεδόνες «φεουδάρχες» που προηγήθηκαν και δεν υστερούσαν από εκείνους που βρίσκουμε αργότερα στην Κεντρική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα.
Πηγή: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=150005

Δήμητρα και Περσεφόνη : Η Θέα προστάτιδα της γεωργίας και η αρπαγή της κόρης της

Η Δήμητρα είναι μια από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες θεές του αρχαίου ελληνικού πανθέου. Κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή του Δία, του Ποσειδώνα, του Πλούτωνα, της Ήρας και της Εστίας. Όπως φανερώνει και το όνομά της, η Δήμητρα είναι η μάνα Γη. Η Δήμητρα είναι η θεά της γονιμότητας, η προστάτιδα της γεωργίας και των καλλιεργειών γενικότερα, η θεά της βλάστησης και συνήθως απεικονίζεται να κρατάει κάποιο στάχυ και σε ορισμένες περιπτώσει δάδα.  Η Δήμητρα είναι μια θεά που αφιέρωσε όλη σχεδόν την ζωή της στους ανθρώπους. Σχεδόν τον πιο πολύ καιρό ήταν κάτω στην γη και τους μάθαινε πώς να οργώνουν, πώς να θερίζουν, πώς να ποτίζουν και πώς να τρέφουν τα κατοικίδια ζώα. Στα χέρια της κράταγε πάντα έναν χρυσό δρεπάνι που συμβόλιζε τους γεμάτους στάχυα αγρούς. Απ’ όπου πέρναγε οι πολιτείες πλούταιναν κι η γη γέμιζε καρπούς, τα λιβάδια πρασίνιζαν και τα ζώα πλήθαιναν. Σύντροφό της αχώριστο είχε πάντα τον γιο της Πλούτο που ‘ταν πάντα πρόθυμος να σκορπίσει αφθονία. Μαζί με τον Δία έκανε ένα παιδί την Περσεφόνη, την πολυαγαπημένη της κόρη. Όπως φανερώνει και το όνομά της, η Δήμητρα είναι η μάνα Γη. Δεν θα πρέπειαπό τον χαρακτηρισμό αυτό να την συγχέουμε με την γιαγιά της την Γαία. ΗΔήμητρα είναι η θεά της γονιμότητας, η προστάτιδα της γεωργίας και των καλλιεργειών γενικότερα, η θεά της βλάστησης και συνήθως απεικονίζεται νακρατάει κάποιο στάχυ και σε ορισμένες περιπτώσει δάδα. Κόρη του Κρόνου και τηςΡέας και η Δήμητρα από νωρίς είχε την ίδια μοίρα με τα αδέλφια της καταλήγονταςστο στομάχι του πατέρα της έως ο Δίας να τους απελευθερώσει. Η τύχη της ξανθιάς και όμορφης κόρης της Ρέας, με το που ήρθε στο φως, ήταν σκληρή. Η μικρή Δήμητρα -όπως και τα αδέλφια της- κατέληξε στο στομάχι του άκαρδου πατέρα της κι απελευθερώθηκε μόνο όταν ο μικρότερος αδερφός της Δίας μ' ένα του τέχνασμα κατόρθωσε να τον ξεγελάσει. Η Δήμητρα ως θεά διέφερε σημαντικά από τις άλλες γυναικείες θεότητες. Έξυπνη κι ελκυστική, είχε από την αρχή απαρνηθεί τη θεϊκή κατοικία. Δεν κατοικούσε ποτέ στον Όλυμπο, αλλά στους ειδικά γι' αυτήν αφιερωμένους ναούς, κοντά σ' αυτούς που την πίστευαν και τη λάτρευαν. Η θεά της γεωργίας, διακριτική έως απόμακρη, σεμνή και αρκετά συνεσταλμένη, είχε από πολύ νωρίς κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοια των υπόλοιπων Ολυμπίων θεών. Οι δυνατότητες, τα προσόντα και η αξία της είχαν απ' όλους αναγνωριστεί, ενώ η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας της απαιτούσαν ιδιαίτερη προσέγγιση-αντιμετώπιση, ξεχωριστή διάθεση κατανόησης και σεβασμό.
Πολλοί οι μύθοι που συνδέονται με την θεά Δήμητρα. Ο γνωστότερος όλων η απαγωγή της κόρης της Περσεφώνης από τον Πλούτωνα. Η Δήμητρα ήταν μια πιστή και αφοσιωμένη στην κόρη της μητέρα. Τρυφερή και γλυκιά, έτρεφε για την Περσεφόνη μια ιδιαίτερη αδυναμία που αντικατοπτριζόταν στη μεταξύ τους σχέση. Μετα απο την απαγωγη και τις ακαρπες προσπαθειες της θεας να βρει την κορη της αγανακτά κι αποφασίζει να μην επιστρέψει στον Όλυμπο για να ζητήσει εξηγήσεις. Κατά τις περιπλανήσεις της κανείς δεν μπορεί να την αναγνωρίσει. Η κούραση και η εξάντληση είχαν αλλοιώσει τη θεϊκή της υπόσταση έτσι ώστε κανείς και τίποτα να μην μπορεί να την αντιληφθεί. Η Δήμητρα απογοητευμένη και αγανακτισμένη από τις συμφορές που τη βρήκαν κι από τις αντίξοες καταστάσεις που μέχρι τώρα βίωσε και βιώνει στέλνει σ' ολόκληρο τον κόσμο τη μεγαλύτερη δυστυχία που θα μπορούσε ποτέ να του έρθει. Αναγκάζει τους σπόρους να μείνουν κρυμμένοι μέσα στο χώμα και καθιστά τη γη άγονη κι ανίκανη να βλαστήσει. Ο Δίας βλέποντας την ανθρωπότητα να κινδυνεύει με αφανισμό, αναγκάζεται να ευαισθητοποιηθεί. Στέλνει πρωταρχικά τη χαριτωμένη Ίριδα στην Ελευσίνα για να πείσει τη Δήμητρα να επιστρέψει στον Όλυμπο, αλλά μάταια. Η θεά αποφασισμένη να μην αλλάξει στάση και συμπεριφορά, τη στέλνει πίσω άπραγη κι αυτήν όπως κι όλους τους υπόλοιπους μακάριους θεούς που πήγαν με τα δώρα τους για να την επισκεφτούν και να τη μεταπείσουν. Ο πατέρας των θεών βλέποντας τις προσπάθειές του να αποβαίνουν άκαρπες βρίσκεται σε πραγματικό αδιέξοδο. Μην μπορώντας να σκεφτεί τίποτε άλλο αποτελεσματικότερο αποφασίζει ο ίδιος να μεσολαβήσει· στέλνει τον Ερμή στον Πλούτωνα και καταφέρνει να τον πείσει ν' αφήσει την Περσεφόνη ελεύθερη να επιστρέψει στη μητέρα της. Ο Πλούτωνας υπακούει στα λόγια του μικρότερου αδερφού του και δέχεται να απελευθερώσει την όμορφη γυναίκα του, δεν αποκαλύπτει όμως τις ειλικρινείς του προθέσεις. Αποχαιρετώντας την Περσεφόνη ο αδίστακτος θεός του Κάτω Κόσμου της προσφέρει να φάει το γλυκό σπόρο κάποιου ροδιού έτσι ώστε να μη θελήσει ποτέ να επιστρέψει μόνιμα στη μητέρα της. Μετά τα αποχαιρετιστήρια, ο Ερμής παίρνει την όμορφη κόρη, ζεύει το άρμα του και την πηγαίνει στη μητέρα της στην Ελευσίνα. Η Δήμητρα αντικρίζοντας τη χαμένη της κόρη πέφτει στην αγκαλιά της πλημμυρισμένη από χαρά. Δεν μπορεί να πιστέψει τον ερχομό της κόρης της, όπως και δεν μπορεί να φανταστεί κάποια τίμια συναλλαγή μεταξύ των δύο αδερφών της. Γνωρίζοντας την εμμονή του Πλούτωνα κι έχοντας συναίσθηση του εγωισμού και του πείσματος που τον διακρίνει, ρωτά την κόρη της αν ο αδερφός της φεύγοντας της έδωσε τίποτα να φάει. Η Περσεφόνη, αθώα καθώς ήταν, περιγράφει στη μητέρα της με λεπτομέρειες το περιστατικό με το ρόδι. Ή Δήμητρα στενοχωρημένη καταλαβαίνει τη σημασία του γεγονότος και δηλώνει στην κόρη της ότι τώρα πια θα είναι υποχρεωμένη να μένει το ένα τρίτο του χρόνου κοντά στον άντρα της και τα υπόλοιπα δύο τρίτα κοντά της. Το αποτέλεσμα χωρίς να είναι το αναμενόμενο για μάνα και κόρη δεν τις αφήνει δυσαρεστημένες. Χαρούμενες που βρίσκουν μετά από τόση περιπέτεια και δυστυχία η μια την άλλη, δέχονται στο μεταξύ την επίσκεψη της Ρέας ύστερα από αίτημα του Δία. 
Η μητέρα των θεών ευχαριστημένη και ικανοποιημένη από το τελικό αντάμωμα, προτείνει ως μεσολαβητής του γιου της την επιστροφή και των δύο (Δήμητρας και Περσεφόνης) στον Όλυμπο. Κανείς τελικά δεν αρνιέται το συμβιβασμό. Η Δήμητρα δέχεται την πρόσκληση και εισακούει την παράκληση του Δία να θέσει τέρμα στις συμφορές που βρήκαν τη γη. Με την επιστροφή τους τα πάντα γίνονται όπως πριν και η φύση στο σύνολό της ανθίζει και καρποφορεί. Η Δήμητρα ευτυχισμένη πια δε στέκεται μόνο στο επίπεδο της φύσης και της ευφορίας της, αλλά επιπλέον αναλαμβάνει να διδάξει στους βασιλιάδες τις ιερές τελετές και να τους μυήσει στις μυστηριακές λατρείες. Ως προστάτιδα της καλλιέργειας και της γεωργίας η Δήμητρα λατρευόταν κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Ήταν η προστάτιδα των γεωργών και αυτή την τιμούσαν όπως της άξιζε. Η λατρεία της θεάς Δήμητρας συνδέεται επίσης και με πολλές μυστηριακές τελετές του αρχαίου κόσμου, όπως τα Ελευσίνια μυστήρια, τελετές που είχαν ως σκοπό την κάθαρση και την εξύψωση της ανθρώπινης υπόστασης. 
Πηγή: http://www.agrocapital.gr/Category/Afieromata/Article/12270/-i-thea-tis-gewrgias-kata-tin-elliniki-mythologia-

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Η ιστορία του δέντρου της Ελιάς στην Αρχαία Ελλάδα (Μέρος Β') : Οι ποικιλίες του δέντρου και η χρήση του ξύλου

Ποικίλες ήταν οι χρήσεις του λαδιού για θρησκευτικούς σκοπούς. Με λάδι έκαναν σπονδές στους βωμούς, άλειφαν επιτύμβιες στήλες ή έσπενδαν πάνω σε ιερές πέτρες. Η αρχαία χρήση του λαδιού και του κρασιού στην ταφική τελετουργία έχει διατηρηθεί και στη χριστιανική θρησκεία.  Οι βρώσιμες ελιές αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής, κυρίως όσων γευμάτιζαν εκτός σπιτιού εργαζόμενοι στην ύπαιθρο, σε ταξίδια, ή σε εκστρατείες. Οι ελιές προσφέρονται για τέτοια χρήση αφού μεταφέρονται εύκολα, δεν αλλοιώνονται και έχουν μεγάλη θρεπτική αξία. Σε διάφορες ανασκαφές έχουν βρεθεί κουκούτσια από ελιές που αποτελούν τροφικά κατάλοιπα. Οι αρχαίοι συγγραφείς σώζουν πληροφορίες για τη μεγάλη ποικιλία βρώσιμων ελιών. Θλασταί ελαίαι ήταν πιθανόν οι τσακιστές μαύρες ελιές, οι οποίες αναφέρεται ότι ήταν εύπεπτες. Κολυμβάδες ονομάζονταν οι ελιές που έπλεαν σε άλμη. Η κατανάλωσή τους ήταν διαδεδομένη. Οι αλμάδες ήταν παραπλήσια ποικιλία με τις προηγούμενες. Ισως πρόκειται για κολυμβάδες στο πρώτο στάδιο της επεξεργασίας τους με αλάτι. Γογγύλαι ονομάζονταν οι σφαιρικές ελιές, πιθανόν οι σημερινές καρυδοελιές. Δρυπετείς ήταν οι υπερώριμες ζαρωμένες ελιές, οι οποίες καταναλώνονταν χωρίς επεξεργασία. Οι μέλαιναι αναφέρεται από τον Αθήναιο ότι ήταν δύσπεπτες. Οι πιτυρίδαι ήταν μικρές, είχαν το χρώμα του πίτουρου και συλλέγονταν προτού ωριμάσουν. Οι στεμφυλίδες ήταν μαύρες ελιές από τις οποίες γινόταν το στέμφυλον, πολτός από τριμμένες ελιές, ο οποίος μαζί με μυρωδικά, λάδι και ξίδι έκανε το επίτυρον, το οποίο προφανώς καταναλωνόταν με τυρί. Η επεξεργασία μερικών ειδών ελιών για κατανάλωση δεν διέφερε από τη σημερινή. Μετά το ξεπίκρισμα με νερό και αλάτι παρέμεναν μερικές ώρες στο ξίδι και τελικά αποθηκεύονταν μέσα σε λάδι. Για άλλα είδη, αντίθετα, χρησιμοποιούσαν υλικά που είναι ασυνήθιστα για τη σημερινή πρακτική, δηλαδή μετά το ξεπίκρισμα αναφέρεται ότι τις έβαζαν σε ξίδι, βρασμένο κρασί και μέλι, προσθέτοντας διάφορα μυρωδικά, μάραθο, κύμινο, απήγανο, μέντα, κορίανδρο. 
Εκτός από το λάδι και τις ελιές, το ξύλο της ελιάς χρησιμοποιούνταν ως καύσιμη ύλη, για ξυλοδεσιές στην αρχιτεκτονική, για εμπόλια στη σύνδεση κιόνων, για στειλεούς αγροτικών και άλλων εργαλείων, αλλά και για την κατασκευή ξοάνων θεών και άλλων ξύλινων αγαλμάτων.  Τα φύλλα και οι κλάδοι της ελιάς χρησιμοποιούνταν για στρώματα. Σε τέσσερις τάφους των Φερών του τέλους του 5ου αι. π.Χ., στους οποίους σώθηκαν πολλά οργανικά αντικείμενα, οι νεκροί είχαν τοποθετηθεί σε παχύ στρώμα από κλώνους ελιάς. Προφανώς αυτό συνέβαινε και σε άλλους τάφους στους οποίους τα οργανικά υλικά δεν διατηρήθηκαν. Στις Συρακούσες, σε περιπτώσεις ψηφοφορίας για εξοστρακισμό, το όνομα αυτού που ήθελαν να εξοριστεί γραφόταν με μελάνι πάνω σε φύλλα ελιάς (πεταλισμός). Σε κάποιες περιπτώσεις οστρακισμού, με φύλλα ελιάς ψήφιζαν και στη Βουλή των Αθηνών (εκφυλλοφορία).  Είναι επομένως σαφές ότι η ελιά ? για το λάδι, τις βρώσιμες ελιές, το ξύλο ακόμη και τα φύλλα της ? είχε κυρίαρχη παρουσία στην ιδιωτική και δημόσια ζωή των Ελλήνων. Αλλά και η ελληνική ύπαιθρος στην οποία κυριαρχούσαν τα ελαιόδενδρα αποτελούσε το θαυμάσιο σκηνικό της ζωής τους, το οποίο αναμφι βήτητα επέδρασε στην απέριττη και αρμονική αισθητική που ανέπτυξαν. Αυτή η εποχή του έτους είναι η εποχή συγκομιδής του καρπού, κατά την οποία ο πληθυσμός της ελληνικής υπαίθρου εργάζεται σκληρά στους ελαιώνες, όπως και οι πρόγονοί του από την αρχαιότητα ως σήμερα, θερμαίνοντας τις ψυχρές ημέρες με τις φωνές τους, τους ήχους των ραβδιών και των πριονιών και την ασταμάτητη μουσική του πολύτιμου καρπού που πέφτει στα πανιά. Οι αρχαίοι Έλληνες αγάπησαν την ελιά, θεοποίησαν την καταγωγή της και, όπως μας σώζει ο Αριστοτέλης, τιμωρούσαν με θάνατο όποιον την ξερίζωνε ή την κατέστρεφε. Ήταν σύμβολο ειρήνης και όποιος προσέφερε το κλαδί της γινόταν δεκτός με σεβασμό. Έτσι, το κρατούσαν στο χέρι τους οι απεσταλμένοι αγγελιαφόροι, για να ζητήσουν ανακωχή στα αντιμαχόμενα στρατεύματα και όποιος άλλος επιζητούσε συμφιλίωση και συνδιαλλαγή. Το λάδι ήταν βασικό είδος διατροφής στην Αττική από τον 6ο π.Χ. αιώνα και μετά. Ο νομοθέτης Σόλωνας με μια σειρά μέτρων εξασφάλισε θεαματική αύξηση της παραγωγής. Όσο αναπτύσσεται ο πολιτισμός, τόσο το ελαιόδεντρο γίνεται πολυτιμότερο και λαμβάνονται μέτρα για τη διαφύλαξή του. Ιδιαίτερα αυστηρή ήταν η ποινή σε όποιον τολμούσε να πειράξει ελιά και ιδιαίτερα τις «μορίες», τις ιερές ελιές που πίστευαν ότι προέρχονταν από την ελιά της θεάς Αθηνάς. «Κι αν κανείς ξερίζωνε ή απέκοπτε κάποια μορία ελιά δικαζόταν από τον Άρειο Πάγο κι αν ήταν ένοχος τον καταδίκαζαν σε θάνατο…» (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία). Ακόμη κι αν το δέντρο ξεραινόταν κι έμενε μόνο ο κορμός, κανένας δεν μπορούσε να το πειράξει. 
Η διαδικασία παραγωγής του λαδιού γινόταν ως εξής: αρχικά, έλιωναν τις ελιές σε πέτρινο γουδί που είχε τρύπα στο πάτο για να φεύγει η αμόργη. Έπειτα τοποθετούσαν τον πολτό σε σακιά και τα μετέφεραν στο πιεστήριο. Η έκθλιψη γινόταν με τη βοήθεια ενός βάρους αναρτημένου με σκοινιά στην άκρη ενός δοκού. Το λάδι έτρεχε από σωλήνα σε πήλινο σκεύος. Το λάδι της πρώτης πίεσης προοριζόταν για τροφή, το δεύτερο για αλοιφές και το τρίτο για τα λυχνάρια. Στα κλασικά χρόνια ελαιώνες υπήρχαν κυρίως στην Κρήτη, στα νησιά του Ιονίου, στην Άμφισσα, στην Εύβοια, στη Λέσβο, στη Δήλο και τη Σάμο. Πολύ γνωστή είναι και η σχέση της ελιάς με αθλητικούς αγώνες και τελετές της αρχαίας Ελλάδας. Οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με λάδι, το οποίο αφαιρούσαν όταν τελείωνε το αγώνισμα με τη βοήθεια μιας μεταλλικής «λεπίδας», την οποία ονόμαζαν στλεγγίδα. Το μοναδικό βραβείο για τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων ήταν ένα στεφάνι φτιαγμένο από τον «κότινο», δηλαδή την άγρια ελιά. Ο κότινος καθιερώθηκε ως έπαθλο ύστερα από χρησμό του μαντείου των Δελφών. Τον κότινο έκοβε πάντα από την «Καλλιστέφανο» ελιά ένα μικρό αγόρι, του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς. Έκοβε με χρυσό ψαλίδι τόσα κλαδιά, όσα ήταν και τα αγωνίσματα και τα πήγαινε στο ναό της Ήρας. Από εκεί τα έπαιρναν οι ελλανοδίκες, έφτιαχναν στεφάνια και τα πρόσφεραν στους νικητές. Το στεφάνι της ελιάς ήταν η μεγαλύτερη διάκριση για κάθε αθλητή αλλά και για κάθε απλό πολίτη, σύμβολο γαλήνης, γονιμότητας και ειρήνης.
Πηγή: http://www.kairatos.com.gr/elia.htm
http://eliagymamf.blogspot.gr/p/blog-page_8512.html

Η ιστορία του δέντρου της Ελιάς στην Αρχαία Ελλάδα (Μέρος Α') : Η μυθολογία και οι θεραπευτικές ιδιότητες στην υγεία

Σύμφωνα με τη μυθολογία την ελιά έφερε στους Ελληνες η Αθηνά, η οποία δίδαξε και την καλλιέργειά της. Είναι χαρακτηριστικό το γνωστό επεισόδιο της φιλονικίας της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για το όνομα της Αθήνας. Στην Ακρόπολη υπήρχε η ιερή ελιά της Αθηνάς, η πρώτη ελιά που η θεά χάρισε στους Ελληνες, και στην Ακαδημία οι 12 ιερές ελιές, οι μορίαι, και ο ιερός ελαιώνας από τον οποίο προερχόταν το λάδι που δινόταν ως έπαθλο στους νικητές των Παναθηναίων. Ενδεικτικό της σημασίας της ελιάς για την Αθήνα είναι ότι οι Αθηναίοι στα νομίσματά τους απεικόνιζαν την Αθηνά με στεφάνι ελιάς στο κράνος της και έναν αμφορέα με λάδι ή ένα κλαδί ελιάς. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Ηρακλής (του οποίου το ρόπαλο ήταν από αγριελιά) έφερε βλαστάρι ελιάς από τη χώρα των Υπερβορείων (μυθικός λαός που οι Ελληνες πίστευαν ότι κατοικούσε πέρα από τον Βορρά ή κατά άλλη ερμηνεία στον ουρανό) και το φύτεψε στην Ολυμπία. Με τα κλαδιά του κοτίνου, της αγριελιάς αυτής, στεφανώνονταν οι ολυμπιονίκες. Με κλάδους ελιάς ήταν στεφανωμένο και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στην Ολυμπία, έργο του Φειδία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το λάδι αποτελούσε σημαντικότατο παράγοντα της αρχαίας ελληνικής οικονομίας. Οι Σπαρτιάτες εισβάλλοντας στην Αττική κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν τους ελαιώνες της, αλλά και οι Αθηναίοι με τον Περικλή έκοψαν τα ελαιόδενδρα των πεδιάδων της Κυνουρίας και της Αργολίδος. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο εχθρικός στρατός με την καταστροφή των ελαιοδένδρων έπληττε την οικονομία του τόπου για πολλά χρόνια έως ότου ξανααναπτυχθεί ο ελαιώνας. Κάποιες φορές η μεγάλη παραγωγή λαδιού δεν ήταν ευλογία για τον τόπο. Στην περίπτωση της Θυρεάτιδος ο πλούτος της πεδιάδας σε λάδι φαίνεται ότι αποτέλεσε μία από τις αιτίες συγκρούσεων μεταξύ Σπάρτης και Αργους επί εννέα αιώνες. 
Το πλεόνασμα της παραγωγής αποθηκευόταν σε μεγάλους πήλινους πίθους ή διακινούνταν μέσω χερσαίου και θαλασσίου εμπορικού δικτύου, με κύριο προορισμό την αγορά του Ευξείνου Πόντου. Για τη χερσαία μεταφορά του, χρησιμοποιούσαν ασκούς φορτωμένους σε υποζύγια, ενώ για τη θαλάσσια το συσκεύαζαν σε οξυπύθμενους αμφορείς. Φημισμένο ήταν το ανοιχτόχρωμο λάδι της Σάμου και των Θουρίων της Μεγάλης Ελλάδας. Σε κακές χρονιές όμως οι περιοχές που παρήγαν λάδι όχι μόνο δεν είχαν πλεόνασμα να εμπορευτούν, αλλά υπήρχε τόση έλλειψη, ώστε θεωρούσαν ευτυχές το να βρουν λάδι στην αγορά για την κάλυψη των αναγκών τους. Σε ψήφισμα του 2ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι τίμησαν έναν έμπορο λαδιού που είχε σταθμεύσει στον Πειραιά, γιατί δέχθηκε να πουλήσει σ' αυτούς το φορτίο των 56.000 λίτρων λαδιού που προόριζε αρχικά για τον Βόσπορο. Το λάδι αποτελούσε από την αρχαιότητα βασικό στοιχείο της ελληνικής διατροφής. Τρεις ήταν οι ποιότητες λαδιού. Ωμοτριβές ή ομφάκινον ονομαζόταν το αρίστης ποιότητας και εξαγόταν από ελιές αγουρωπές, χωρίς ξεθέρμισμα. Το δεύτερον γεύματος ήταν το καλής ποιότητας λάδι. Χυδαίον έλαιον χαρακτήριζαν το κατώτερης ποιότητας λάδι από ελιές υπερώριμες ή χτυπημένες. Το λάδι εκτός από βασική τροφή αποτελούσε απαραίτητη καύσιμη ύλη για φωτισμό, αφού με λάδι έκαιγαν οι λύχνοι. Αυτή η χρήση του επιβιώνει σήμερα στα καντήλια. Διαδεδομένη επίσης ήταν η χρήση του στη σωματική υγιεινή. Επάλειψη του σώματος με λάδι προστάτευε από τον ήλιο ή το ψύχος. Μετά το λουτρό γινόταν επάλειψη του σώματος και της κόμης με αρωματικό λάδι, καθώς αυτό ήταν το βασικό συστατικό πολλών αρωμάτων. Η παραγωγή αρωματικού λαδιού στην Ελλάδα μαρτυρείται στη μυκηναϊκή εποχή από τις πινακίδες Γραμμικής Β' της Πύλου. Επίσης ο Θεόφραστος στο έργο του Περί Οσμών και ο Διοσκουρίδης σώζουν πληροφορίες για τα υλικά και τις συνταγές παραγωγής αρωματικού λαδιού. 
Το λάδι χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και για τις θεραπευτικές ιδιότητές του. Στον Ιπποκράτειο Κώδικα αναφέρονται περισσότερες από 60 φαρμακευτικές χρήσεις του. Ηταν κατάλληλο για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων, ως επουλωτικό και αντισηπτικό σε τραύματα, εγκαύματα και γυναικολογικές ασθένειες. Πιθανόν χρησίμευε και ως μέσον αντισύλληψης. Επίσης το χρησιμοποιούσαν ως εμετικό αλλά και για προβλήματα των αφτιών. Ως τροφή βοηθούσε την αντιμετώπιση καρδιακών παθήσεων. Εκτός από το λάδι, για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες χρησιμοποιούσαν και τα φύλλα και άνθη της ελιάς, από τα οποία παρασκεύαζαν αφέψημα που το χρησιμοποιούσαν ως κολλύριο, για την αντιμετώπιση της φλόγωσης των ούλων και του έλκους του στομάχου. Το λάδι χρησιμοποιούνταν επίσης και ως λιπαντικό, π.χ. σε μετάλλινους μηχανισμούς ή ξύλινα εξαρτήματα. Για τη συντήρηση του ελεφαντοστού, του δέρματος και του μετάλλου χρησιμοποιούσαν αλοιφή με βάση το λάδι. Η συντήρηση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία, σύμφωνα με πληροφορίες των πηγών, γινόταν με
λάδι.
Πηγή : http://www.kairatos.com.gr/elia.htm

Η αγροτική ζωή στην Αρχαία Ελλάδα (Μέρος Β') : Τα δημητριακά και τα δέντρα

Aπό την 7η χιλιετία στην Ανατολική Μεσόγειο εμφανίζονται πολιτισμοί οι οποίοι στηρίζουν την οικονομία τους στη γεωργία, με τα δημητριακά να κατέχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση στις διατροφικές προτιμήσεις των ανθρώπων, αποτελώντας το θεμέλιο της διατροφικής πυραμίδας. Η λέξη δημητριακά γενικά δήλωνε το καθετί αλεσμένο, αλλά κατά κύριο λόγο τα παράγωγα του σίτου, από την κατάλληλη επεξεργασία του οποίων προέρχονταν τα άλευρα. Στην περιοχή αυτή της Μεσογείου συνηθέστερα δημητριακά ήταν ο σίτος ως μονόκοκκος, απόγονος αυτοφυούς μορφής - triticummonococcum - ως δίκοκκος και σκληρός - triticumdicoccum και triticumdurum - και τέλος ως σπελτοειδής και κοινός - triticum spelta και triticumaestivum L. - καθώς και η δίστοιχη ή εξάστιχη κριθή Τα είδη αυτά ενδείκνυνται για ξηρά εδάφη και δεν απαιτούν βαθύ σκάψιμο, γεγονός που είχε άμεση σχέση και με το αρχαίο ελληνικό άροτρο που ουσιαστικά σβάρνιζε το έδαφος του αγρού. Στην αρχαία Ελλάδα το κριθάρι το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιούνταν ως τροφή για ζώα και ανθρώπους, χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή της λεγόμενης μάζας, δηλαδή για την παρασκευή ενός είδους γλυκίσματος σε μορφή αρτοσκευάσματος. Γενικά το κριθάρι δεν ήταν τόσο κατάλληλο όσο το σιτάρι για την παρασκευή ψωμιού, καθώς τα έλυτρα που περιέχονταν στον καρπό του δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν στο αλώνισμα. Το κριθάρι επίσης υφίστατο ένα είδος ψησίματος πριν το ξεφλούδισμά του, γεγονός που κατέστρεφε σημαντικά τη γλουτένη του καρπού του, καθιστώντας το ακατάλληλο για ψωμί με προζύμι. Έτσι το κριθαρένιο ψωμί θεωρούνταν, κατώτερης ποιότητας ψωμί και κατά συνέπεια ήταν το "ψωμί για τους σκλάβους" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αθήναιος (7, 304 b). 
Tα δέντρα κατά καιρούς ανανεώνονταν και φυτεύονταν νέα. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι εάν το μόσχευμα δεν είχε ρίζες ή το κάτω τμήμα του κορμού, το ξύλο θα έπρεπε να σχίζεται και να φυτεύεται βάζοντας πάνω του μία πέτρα. Τα δέντρα τα οποία φυτεύονταν με κομμάτια από το στέλεχος, έπρεπε να έχουν μήκος τουλάχιστον μία σπιθαμή, να διατηρούν το φλοιό τους και να φυτεύονται με το κομμένο μέρος προς τα κάτω. Από τα κομμάτια αυτά αναπτύσσονταν βλαστοί που χρειάζονταν, καθώς μεγάλωναν, νέο χώμα μέχρι την πλήρη ανάπτυξή τους. Ο Ξενοφών συστήνει το σκάψιμο βαθιών λάκκων για την ελιά και το δέσιμο των βλασταριών σε υποστηρίγματα. Για να γίνει ένα άγριο δέντρο ήμερο, χρησιμοποιούνταν δύο είδη μπολιάσματος, το ενοφθαλμίζειν; και το φυτεύειν. Η πρακτική του φυτέματος των πυρήνων αποφεύγονταν γιατί αργούσε πολύ να αναπτυχθεί το νέο δέντρο, ενώ ήταν και κατώτερο από το παλιό. Η κοπριά που χρησιμοποιούνταν ήταν ή ζωικής προέλευσης ή φυτικής, από άχυρα, φύλλα, χόρτα και λάσπη. Κάποια δέντρα απαιτούσαν ελαφριά κοπριά και κάποια καυστική. Ο Θεόφραστος αναφέρει πως η ελιά, η μυρτιά και η ροδιά απαιτούσαν την πιο καυστική κοπριά και το περισσότερο νερό. Η καλύτερη κοπριά θεωρούνταν του ανθρώπου, δεύτερη των χοίρων και έπειτα των αιγοπροβάτων, των βοδιών και των υποζυγίων. Επειδή η κοπριά έκαιγε τα σπαρτά, πιθανόν στην περίπτωση αυτή να χρησιμοποιούνταν φυτική κοπριά και στις δεντροκαλλιέργειες να χρησιμοποιούνταν ζωική. 
Ο καθηγητής Αρχαιολογίας Π. Φάκλαρης παραθέτει σειρά στοιχείων που μαρτυρούν την παρουσία του ελαιόδενδρου στον ελλαδικό χώρο από τη Νεολιθική ακόμη εποχή και αποδεικνύουν την κυρίαρχη σημασία που είχαν για τους Ελληνες το ελαιόλαδο, η βρώσιμη ελιά, το ξύλο, ακόμη και τα φύλλα του δένδρου. Η εξέταση των αρχαιολογικών στοιχείων που αφορούν τη χρήση και τη σημασία της ελιάς στην αρχαιότητα επιβεβαιώνει ότι αυτή αποτελούσε ένα από τα χρησιμότερα και πιο αγαπητά δέντρα των Ελλήνων, λόγω της ιερότητός της, της οικονομικής σημασίας της και των ποικίλων χρήσεων των προϊόντων της στην καθημερινή και στη θρησκευτική ζωή. Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί εσφαλμένα ότι η καλλιέργειά της μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη. Νεότερα στοιχεία που προέκυψαν από ανάλυση γύρης μαρτυρούν την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο από τη νεολιθική εποχή. Συστηματική καλλιέργειά της πιστοποιήθηκε και στη μυκηναϊκή περίοδο σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Αλλά και οι πινακίδες της Γραμμικής Β' από τα αρχεία των ανακτόρων Κνωσού, Πύλου και Μυκηνώνν μαρτυρούν την οικονομική σημασία της κατά τον 14ο και τον 13ο αι. π.Χ. Στην Κνωσό και στις Αρχάνες βρέθηκαν μέσα σε αγγεία κουκούτσια από ελιές, ενώ στη Ζάκρο βρέθηκαν ολόκληρες ελιές με τη σάρκα τους, που χρονολογούνται περί το 1450 π.Χ. Επίσης κουκούτσια ελιάς βρέθηκαν σε τάφους της Μεσαράς, ενώ σε άλλα σημεία της Κρήτης βρέθηκαν ελαιοπιεστήρια υστερομυκηναϊκής ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου (1450-1200 π.Χ.). Ελιές απεικονίζονται και σε έργα τέχνης της εποχής αυτής. Μια τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού του 16ου αι. π.Χ. αποτελεί θαυμάσια απεικόνιση ελαιώνα, ενώ τα χρυσά ποτήρια από τον μυκηναϊκό τάφο του Βαφειού Λακωνίας (16ος αι. π.Χ.). 
κοσμούνται με παράσταση ελαιοδένδρων.
Πηγή : http://www.tmth.gr/sciencerelated/64-arxaia-elliniki-technology/386-agrotiki-kalliergeia
http://www.kairatos.com.gr/elia.htm

Η αγροτική ζωή στην Αρχαία Ελλάδα (Μέρος Α') : Η οικονομία και οι μέθοδοι

Η οικονομία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας ήταν μεικτή, βασιζόμενη στην καλλιέργεια των αγρών, καθώς και στην ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Η καλλιέργεια και η συγκομιδή των δημητριακών, αλλά και η συλλογή των καρπών και των φυτών, άγριων και καλλιεργημένων, παράλληλα με την άσκηση της κτηνοτροφίας συνέθεταν την οικονομία της αρχαίας ελληνικής πόλης. Η ιδιοκτησία της γης άλλωστε καθόριζε και την πολιτική διοίκησή της, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στην Αθήνα του Σόλωνα, όπου οι Αθηναίοι χωρίζονταν σε τάξεις ανάλογα με το εισόδημά τους που υπολογιζόταν σε μεδίμνους σιτηρών, με βάση δηλαδή τη μονάδα χωρητικότητας των στερεών και ιδίως του σιταριού (πεντακοσιομέδιμνοι, τριακοσιομέδιμνοι, διακοσιομέδιμνοι). Η αγροτική καλλιέργεια, καθώς και οι μέθοδοι βάσει των οποίων ο γεωργός καλλιεργούσε ανέκαθεν τη γη, καθορίζονταν από διάφορους παράγοντες όπως το έδαφος, το κλίμα, αλλά και το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό. Η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού ήταν αυτή που με τον καιρό οδήγησε στην εντατικότερη καλλιέργεια της γης, καθώς και στην εξημέρωση των προϊόντων της. Οι αρχαίοι γεωργοί που καλλιεργούσαν τα μικρά σχετικά χωράφια τους με τη βοήθεια των μελών της οικογένειάς τους, είχαν στη διάθεσή τους συνήθως έναν ή δύο σκλάβους και ελάχιστα σχετικά εργαλεία, με ένα από τα κυριότερα από αυτά να είναι το άροτρο. Η οργάνωση της αγροτικής εργασίας ήταν άμεσα εξαρτώμενη από το εποχιακό ημερολόγιο. Το έτος χωριζόταν σε τρεις εποχές, στο χειμώνα που διαρκούσε από το Νοέμβριο έως το Φεβρουάριο, την άνοιξη που κρατούσε μέχρι τον Ιούνιο και το καλοκαίρι που διαρκούσε έως τον Οκτώβριο.

Τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούνταν για την αρχαία αγροτική καλλιέργεια παρέμειναν μέσα στα χρόνια βασικά τα ίδια, χωρίς ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις. Κάποιες από τις διαφοροποιήσεις όμως που σημειώνονται σε σχέση με αυτά, αντικατοπτρίζουν τη συνθετότητα των εργασιών που έπρεπε να υλοποιηθούν, την ανάγκη για πιο γρήγορη εκτέλεση της εργασίας ή και τις διάφορες τοπικές προτιμήσεις. Οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν ως προστάτιδα της καλλιέργειας της γης τη θεά Δήμητρα. Θεωρούσαν πως η θεά στεκόταν δίπλα τους από τη στιγμή που άρχιζαν να οργώνουν το χωράφι μέχρι και τη στιγμή που συγκέντρωναν τον καρπό στις αποθήκες. Η Δήμητρα ήταν η θεά των σιτηρών και αυτή που διαχώριζε το σιτάρι από το άχυρο. Η αρχαία ελληνική γραμματεία μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες σε σχέση με το όργωμα, τη σπορά, το θερισμό, το αλώνισμα και το λίχνισμα, σε αντίθεση με την αρχαία αγγειογραφία η οποία σπάνια απεικονίζει σχετικές σκηνές αγροτικής ζωής. Aπό τα ομηρικά έπη και στο πλαίσιο του ιδεώδους της αυτάρκειας του οίκου, γίνεται αντιληπτό πως οι άνθρωποι ασκούσαν μεικτή οικονομία με καλλιέργεια αμπελιών, σιτηρών, ελιών και άλλων οπωροφόρων, παράλληλα με την κτηνοτροφία. Όλα τα απαραίτητα προϊόντα έπρεπε να παραχθούν στα πλαίσια του οίκου με τη συμμετοχή των μελών της οικογένειας. Βασικό ρόλο έπαιζε η καλλιέργεια του σιταριού και συμπληρωματική αξία είχε η καλλιέργεια των οπωροφόρων και των λαχανικών. Γενικά η καλλιέργεια της γης ήταν στην αρχαιότητα μία παράμετρος εξαιρετικά σημαντική, καθώς το 80% των κατοίκων σε μία συνήθη πόλη κράτος ήταν γεωργοί. Στην κλασική περίοδο για παράδειγμα σχεδόν 300.000 άτομα ζούσαν στην περιοχή της Αττικής και της Αθήνας, ενώ με βάση το Θουκυδίδη (2.16) η πλειοψηφία αυτών ζούσε στην ύπαιθρο. Η καλλιεργημένη γη στην αρχαιότητα ονομαζόταν αγρός σε αντίθεση με το άστυ. Πίονες αγροί ονομάζονταν αυτοί που σχετίζονταν περισσότερο με τη βοσκή των ζώων παρά με τη γεωργία. Τα όρια των αγρών ορίζονταν με τους όρους, ενώ μονάδα μέτρησης ήταν το πλέθρο, ίσο με 100 πόδες. 
Ο κήπος προορίζονταν για τα οπωροφόρα δέντρα ή τα αμπέλια, η πρασίη ήταν μικρός οριοθετημένος χώρος για την καλλιέργεια των λαχανικών και ο λειμών προορίζονταν για τη βοσκή των ζώων. Τα εδάφη που καλλιεργούνταν χωρίζονταν στα δύο. Το ένα τμήμα ήταν αυτό που καλλιεργούνταν και το άλλο αυτό που παρέμενε σε αγρανάπαυση. Νειός αποκαλούνταν το χωράφι αυτό το οποίο θα σπέρνονταν πρώτη φορά μετά την αγρανάπαυση. Από τις πηγές γνωρίζουμε ότι το χωράφι στο διάστημα μεταξύ του τελευταίου θερισμού και της επόμενης σποράς το όργωναν τρεις με τέσσερις φορές την άνοιξη και το καλοκαίρι. Η άροση γενικά ήταν μία δύσκολη εργασία που κατά τον Ησίοδο γινόταν από έμπειρο γεωργό περίπου 40 ετών, χωρίς διακοπές, σε ευθείες σειρές. Την όλη διαδικασία βοηθούσε δούλος που ακολουθούσε από πίσω και σκέπαζε τους σπόρους με τη μάκελλα. Τα ζώα τα οποία ζεύονταν στο άροτρο ήταν κατά προτίμηση ταύροι εννέα ετών, αν και στην αγγειογραφία απεικονίζονται και ημιόνοι.
Πηγή : http://www.tmth.gr/sciencerelated/64-arxaia-elliniki-technology/386-agrotiki-kalliergeia

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων (Μέρος ΣΤ') : Το απαραίτητο μέλι, τα αγαπημένα φρούτα και το κρέας από κυνήγι

Μια και η ζάχαρη ήταν άγνωστη στους αρχαίους, το μέλι ήταν κάτι από τα απαραίτητα για την καθημερινή διατροφή τους και βέβαια για τα γλυκίσματά τους που ήταν αγαπητά σε όλους. Το μέλι ήταν γι’ αυτούς θείο δώρο, αφού πίστευαν πως έπεφτε από τον ουρανό, με την πρωινή δροσιά, πάνω στα λουλούδια και στα φύλλα και από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες. Την άποψη αυτή, σήμερα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε αφελή, τότε όμως το μέλι ήταν τόσο πολύτιμο και απαραίτητο γι’ αυτούς, που κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφθεί κάτι τέτοιο. Τις θρεπτικές ιδιότητες του μελιού, δεν τις αγνοούσε φυσικά κανένας, γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, όλο έπαινοι ακούγονταν. Κι εξυμνούσαν, κυρίως, το μέλι της Αττικής, το περίφημο θυμαρίσιο μέλι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως μόνο στην Αττική υπήρχε μέλι. Η μελισσοκομία ανθούσε σε πολλά μέρη, στα νησιά και στην Αίγυπτο. Το μέλι ήταν τόσο σημαντικό για τους αρχαίους, που αρκετές φορές γέμιζαν μεγάλους αμφορείς με αυτό και τ’ ανακάτευαν με κρασί για να κάνουν τις σπουδές, τόσο στους θεούς που τιμούσαν, όσο και στις ψυχές των νεκρών. Μετά από αυτό, πόσο πολύτιμη θεωρούσαν την αξία του. Η αγάπη των αρχαίων για τα φρούτα θεωρείται φυσικά αναμφισβήτητη, αφού ήταν απαραίτητα για τη διατροφή τους. Για να υπάρχουν όμως τα φρούτα απαραίτητο ήταν το γλυκό μεσογειακό κλίμα που ευνοούσε την ανάπτυξη όλων σχεδόν των δέντρων. Παρόλα αυτά, ορισμένα φρούτα, όμως, όπως είναι τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα, τα μανταρίνια, τα ροδάκινα, τα τζάνερα και άλλα ήταν άγνωστα στο διαιτολόγιο των αρχαίων. Έτσι η πληθώρα των φρούτων, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές, ήταν βέβαια κάτι το αδιανόητο για αυτούς. 
Η αγάπη για τα φρούτα όμως έπεισε πολλούς ποιητές, ότι αξίζει ν’ αφιερωθούν μερικοί στίχοι σ’ αυτά. Ακόμη, οι αρχαίοι συγγραφείς έλεγαν κάρυα όλους τους καρπούς με τον σκληρό φλοιό. Η Δαμασκός της Συρίας, αναφέρουν κάποιοι πως ονομάστηκε έτσι από τα καλά δαμάσκηνα που έβγαιναν στα μέρη της. Οι Ρόδιοι και οι Σικελοί έλεγαν τα δαμάσκηνα «βράβυλα», άλλοι τα έλεγαν «κοκκύμπλα», ενώ ένας ποιητής-συγγραφέας ο Θεόφραστος ο Συρακόσιος μιλάει για «δαμάσκηνα και σποδιάς», ένα είδος από άγρια δαμάσκηνα. Τα μήλα ήταν επίσης γνωστά στους αρχαίους, όχι όμως με την πλούσια ποικιλία που παρουσιάζονται σήμερα στην αγορά. Τα γλυκά μήλα τα έλεγαν «Ορβικλάτα» και τα πιο ζουμερά «σητάνια» ή «πλατάνια». Περίφημα ήταν τα μήλα της Κορίνθου, που παλαιότερα λέγονταν και Εφύρη ή Εφύρα. Πάντως, η πορτοκαλιά, που πατρίδα της θεωρείται η νοτιοανατολική Ασία, ήταν άγνωστη για τους αρχαίους αφού έγινε γνωστή στην Ευρώπη το 16ο αιώνα. Ένα άλλο φρούτο που υπήρχε, όμως, στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα κυδώνια που τα έλεγαν «στρουθία» και «κοδύματα». Τα ροδάκινα που ήταν γνωστά στους Πέρσες ονομάζονταν «κοκκύμπλα», με το ίδιο όμως όνομα αναφέρονται και τα δαμάσκηνα. Από τα πιο περιζήτητα φρούτα ήταν βέβαια τα σταφύλια, αλλά όσοι τα καλλιεργούσανε τα βλέπανε περισσότερο σαν κρασί. Το πιο αγαπημένο φρούτο των αρχαίων ήταν όμως τα σύκα. Και τα πιο περίφημα ήταν τα σύκα της Αττικής, κάτι που ύμνησαν αρκετοί. Γι’ αυτό και ο Ίστρος (ένας γραμματικός, ποιητής και ιστορικός από την Κυρήνη) λέει στα «Αττικά» ότι «τα σύκα της Αττικής, που θεωρούνται και τα καλύτερα, δεν πρέπει να εξάγονται, ώστε να τα απολαμβάνουν μόνο οι Αθηναίοι...». Ακόμη αναφέρει, πως πολλοί όμως έκαναν μυστικά την εξαγωγή. 
Η αγάπη και η εκτίμηση των αρχαίων για τα σύκα ασφαλώς μας εντυπωσιάζει, αφού πολλοί ποιητές και συγγραφείς έχουν αναφερθεί με πολύ μεγάλο θαυμασμό σ’ αυτά. Τα σύκα υπήρχαν σε αφθονία και σε μεγάλη, για εκείνη την εποχή, ποικιλία. Τα πιο γνωστά ήταν τα χελιδώνια σύκα, οι αγριοσυκιές γενικά, οι λευκοαγριοσυκιές, οι φιβαλέους και οι οπωροβασιλίδας. Γνωστά επίσης ήταν τα ασπρόσυκα τα οποία τα έλεγαν «λευκερινεά» και μερικά που είχαν ξινή γεύση «οξάλια». Φημισμένα ήταν και τα ροδίτικα σύκα, που ο Σαμιώτης κωμωδιογράφος Λυγκεύς τα συγκρίνει, στις «Επιστολές» του, με τα σύκα της Αττικής. Αλλά και τα σύκα της Πάρου τα σύγκριναν με άλλα αγριόσυκα για να φανεί η νοστιμάδα τους. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη σύκων. Ο Φιλήμων, στις «Αττικές λέξεις», αναφέρεται στα βασιλικά σύκα. Στην Αχαΐα ήταν συκιές που ωρίμαζαν το χειμώνα και οι καρποί τους λέγονταν «κοδώνια σύκα». Μερικές συκιές καρποφορούσαν δύο φορές το χρόνο, και λέγονταν «δίφορες». Μερικοί μάλιστα συζητούσαν και για τρίφορη συκιά (φρούτα τρεις φορές το χρόνο) που έβγαινε όμως μόνο στη νήσο Κέα. Το σύκο ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους αλλά και στους απογόνους τους, που έχουν πάρει το όνομα του αρκετά χωριά στην εποχή μας. Το κυνήγι, κυρίως με τα τόξα, το αγαπούσαν όλοι οι... πολεμιστές, αφού ήταν άφθονο στην αρχαία εποχή και υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις όπου δεν πατούσε ανθρώπινο πόδι. Τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως μικρά πιτσούνια και τυφλωμένα περιστεράκια! Οι αρχαίοι έτρωγαν όχι μόνο τα περιστέρια αλλά όλα τα πετούμενα, ακόμη και τα μικρά σπουργίτια, εκτός απ’ τα κοράκια, με το σκληρό και στυφό κρέας τους. Απέφευγαν όμως να τρώνε και τα ορτύκια, αφού τα φυλάγανε για τις αξιολάτρευτες ορτυκομαχίες τους μια και το χρήμα είχε και αυτό την τιμητική του θέση στην κοινωνία. Τα προϊόντα του κυνηγιού ήταν ακόμη, κυρίως, τσίχλες, συκοφάγοι, κοτσύφια, πέρδικες, ψαρόνια, αγριόπαπιες, χήνες κ.λ.π. Αλλά από τα πιο ζηλευτά θηράματα ήταν οι αγριόχοιροι, τα ελάφια και τα ζαρκάδια, που ζούσαν τότε σ’ όλα τα ελληνικά βουνά. Τέλος, τα αγαθά του κυνηγιού θεωρούνταν βέβαια από τους αρχαίους ως τα πιο νόστιμα. Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων όπως φαίνεται ήταν πλήρης αν αναλογιστούμε τις τροφές που υπήρχαν τότε. Και οι Έλληνες δείχνουν να ήταν περισσότερο καλοφαγάδες παρά λιτοδίαιτοι, αφού στα συμπόσια τους τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, τα τραπέζια ήταν γεμάτα από πλήθος διαφόρων τροφών, και γευμάτων. Εξάλλου, οι αρχαίοι έλεγαν πως ένα υγιές και καλό μυαλό πρέπει να βρίσκεται μέσα σε ένα υγιές σώμα. Δηλαδή όσο σημαντικό θεωρούσαν την πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, τόσο σημαντικό θεωρούσαν και την καλή και σωστή διατροφή του. Η εργασία αυτή με βοήθησε αρκετά να μάθω περισσότερα απ’ όσα γνώριζα για το διαιτολόγιο των προγόνων μας. Ήταν για μένα αρκετά σημαντική αφού μου πρόσφερε αρκετές πληροφορίες και γνώσεις για τη ζωή, γενικά, των αρχαίων Ελλήνων.
Πηγή : http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2013/06/blog-post_9468.html

Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων (Μέρος Ε') : Τα λαχανικά, τα χορταρικά και τα μυρωδικά των φαγητών

Τα λαχανικά στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην αρχαία Αθήνα, ήταν σε σπουδαία ζήτηση, κι όχι μόνο για τους οπαδούς του Πυθαγόρα, που τα προτιμούσαν, μια κι απέφευγαν να τρώνε όσα έχουν ζωή. Ο Πλάτων, στην ιδιωτική του ζωή ακολουθούσε την «πυθαγόρειο δίαιτα». Που ήταν μια καθαρή χορτοφαγία κι έδειχνε ευχαριστημένος τρώγοντας λαχανικά. Πίστευε πως η δίαιτα, είναι η πηγή της υγείας και των καλών ηθών, δύο παραγόντων που κάνουν τα κράτη υγιή και ρωμαλέα, υλικώς, ηθικώς και ψυχικώς. Οι αρχαίοι Αθηναίοι όμως δύσκολα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις «φυτοφαγικές» οδηγίες του Πλάτωνα αφού τα λαχανικά είχαν γίνει για τους Αθηναίους από τα σπάνια αγαθά. Πολλά σπίτια όμως, κυρίως στα περίχωρα φρόντιζαν να έχουν χωράφια, κήπους, στους οποίους καλλιεργούσαν σκόρδα, κρεμμύδια, κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, λούπινα, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, ρεβίθια και φακές. Τα μανιτάρια, τα μάραθα, τα σπαράγγια και διάφορα άλλα χορταρικά, τ’ αναζητούσαν στις ακροποταμιές, στα χωράφια και στις άκρες των δρόμων. Φαγώσιμες ήταν ακόμη και οι τρυφερές τσουκνίδες. Φυσικά, είχαν σέλινο, άνηθο και δυόσμο, για να «καρυκεύουν» τα φαγητά τους. Μάλιστα στους αγώνες της Νεμέας γινόταν στεφάνωμα με σέλινο. Τα κολοκυνθοειδή ήταν περισσότερο γνωστά στην Αίγυπτο, όπως τα πεπόνια (πέπων) και τ’ αγγούρια (σικυός). Μάλιστα υπήρχαν τριών ειδών αγγούρια, τα οποία είναι το λακωνικόν, ο σκυταλίας και το βοιωτικόν. Απ’ αυτά καλύτερα είναι τα λακωνικά όταν ποτίζονται, ενώ τ’ άλλα δεν πρέπει να ποτίζονται. Επίσης, τα αγγούρια έβγαιναν πιο δροσερά αν, πριν φυτευτούν οι σπόροι, μείνουν για λίγο μέσα στο γάλα ή σε διαλυμένο στο νερό μέλι. Τα σκόρδα, ακόμη, ήταν απαραίτητα για τους αρχαίους αφού ήταν συμπλήρωμα για κάθε σαλάτα τους. Όπως επίσης και τα κρεμμύδια. 
Γενικά τα χορταρικά τα σερβίρανε με μια σάλτσα φτιαγμένη από λαδόξυδο και διάφορα καρυκεύματα. Οπωσδήποτε η απουσία της ντομάτας στερούσε πολλά από την Αθηναία νοικοκυρά. Τα μανιτάρια όμως, αν και ήταν νοστιμότατα και περιζήτητα, όλοι τα φοβούνταν για το δηλητήριό τους. Παρόλα αυτά, ένα περιβολάκι γεμάτο με δέντρα και λαχανικά ήταν όνειρο για τους αρχαίους. Ακόμη και οι βασιλιάδες το λαχταρούσαν. Συγκεκριμένα ο Άτταλος ο Γ΄, ο φιλότεχνος βασιλιάς της Περγάμου, που κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη (το 133 π.Χ.), εύρισκε ευχαρίστηση στο λαχανόκηπό του, όπου, εκτός των άλλων, καλλιεργούσε νοσκύαμο, ελλέβορο και κώνειο. Κάποιοι υποστηρίζουν πως καλλιεργούσε αυτά τα φυτά γιατί έκανε έρευνες για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Άλλοι όμως παρατηρούν ότι αυτό που ενδιέφερε περισσότερο το φιλότεχνο βασιλιά ήταν η δραστικότητα τους ως δηλητηρίων, που, όπως λεγόταν φρόντιζε να στέλνει στους «φίλους» του. Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται να αγαπούσαν τα λαχανικά και γι’ αυτό να λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους ένα λαχανόκηπο. Βέβαια, αν θεωρήσουμε πως είναι αληθές αυτό που παρατήρησαν κάποιοι για το λαχανόκηπο του Αττάλου (πως, δηλαδή ενδιαφερόταν για τη δραστικότητα των φυτών), θα καταλάβουμε πως οι αρχαίοι δε λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους όλοι ένα λαχανόκηπο για τον ίδιο λόγο. Κάποιοι, -οι περισσότεροι- τους χρειάζονται για να τραφούν από αυτούς και να ζήσουν και άλλοι για να σκοτώσουν. Βέβαια, τα λαχανικά ήταν απαραίτητα για τη ζωή τους. Από τα λαχανικά όμως των αρχαίων τα κουκιά είτε βρασμένα, είτε ψημένα, είτε σε πουρέ (έτνος), ήταν το πιο αηδιαστικό φαγώσιμο, για τους οπαδούς του Πυθαγόρα. Κι όχι μόνο, τα κουκιά ήταν πρόβλημα και για τους Αιγύπτιους. Τα υπόλοιπα όμως λαχανικά ήταν νόστιμα σε όλους, πιστεύω. Νωγαλεύματα έλεγαν οι αρχαίοι τα γλυκά φαγητά και γενικά κάθε λιχουδιά. 
Οι Έλληνες φαίνεται να έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στα αρτύματα και στα διάφορα καρυκεύματα, που έδιναν πικάντικες γεύσεις στα φαγητά τους. Έτσι ένα σπίτι της Αθήνας φρόντιζε, να έχει πάντα στα ράφια του, αλάτι (άλας), ρίγανη (ορίγανο), ξύδι (όξος), θυμάρι (θύμον), σουσάμι (σύσαμο), σταφίδες, κάππαρη, αυγά, αλίπαστα, κάρδαμο, συκόφυλλα, κύμινο, ελιές, σίλφιο, πετιμέζι, σκόρδα και διάφορα άλλα. Ένα μενού με ορεκτικά και γλυκίσματα που θα ενθουσίαζε και τους σημερινούς καλοφαγάδες. Ένα γλύκισμα τους ήταν βέβαια οι μελόπιτες, τις οποίες, έλεγαν γενικά «μελιτούττα». Σε προτίμηση όμως είχαν κι ένα γλύκισμα από λιναρόσπορους και μέλι, τη «χρυσόκολλα». Ένα άλλο γλύκισμα που λεγόταν «έκχυτο» φτιαχνόταν από αλεύρι και τυρί ψημένο, μέσα σε καλούπια και ήταν περιχυμένο με κρασί μελωμένο. Επίσης ένα άλλο γλύκισμα γινόταν με αλευρωμένο γάλα, που, όταν έμπαινε σε ειδικά κύπελλα, γαρνιρόταν με μέλι και πασπαλιζόταν με σουσάμι. Οπωσδήποτε όμως τα πιο συνηθισμένα γλυκίσματα ήταν οι γαλατόπιτες. Από τα καρυκεύματα, το πιο περιζήτητο αλλά και το πιο σπάνιο ήταν το μαύρο πιπέρι. Επίσης στόλιζαν τα φαγητά τους με σμύρνα, κάππαρη, ρίγανη, δυόσμο, κύμινο και διάφορα άλλα. Όμως εκείνοι οι έμποροι που τολμούσαν να φέρουν στην Αθήνα πιπέρι ή άλλα μπαχαρικά, από τις αγορές της Ανατολής, κινδύνευαν να κατηγορηθούν σαν κατάσκοποι του βασιλιά των Περσών. Αφού παρατηρείται ακόμη πως το πιπέρι είναι ξενικό όνομα, γιατί κανένα ελληνικό όνομα, εκτός από το μέλι, δεν τελειώνει σε «ι». Παρόλα αυτά όμως βλέπουμε πως οι Έλληνες έχουν πλούτο μπαχαρικών και γλυκισμάτων.
Πηγή : http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2013/06/blog-post_9468.html

Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων (Μέρος Δ') : Ο πολύτιμος άρτος των αρχαίων και οι συνταγές των εδεσμάτων

Τα δημητριακά αποτελούσαν την κύρια βάση της διατροφής για τους αρχαίους. Αλλά τόσο το σιτάρι όσο και το κριθάρι δεν ήταν σε αφθονία για τους Αθηναίους, έτσι αναγκάζονταν να το εισάγουν από άλλα μέρη. Το αλεύρι από κριθάρι, ζυμωμένο σε γαλέτες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό ψωμί και ονομαζόταν μάζα. Στη ζύμη του ψωμιού έβαζαν διάφορα καρυκεύματα, όπως μάραθο, δυόσμο και μέντα ακόμη, για να πάρει το ψωμί μια διαφορετική νοστιμάδα. Και φυσικά, έβαζαν το απαραίτητο αλάτι. Ακόμη οι αρχαίοι είχαν τα εξής είδη ψωμιού: Το σιμιγδαλένιο, το ψωμί από χοντράλευρο, το ψωμί από διάφορα γεννήματα, από ένα είδος σίκαλης της Αιγύπτου και το «ψωμί από κεχρί». Λόγω της μεγάλης «αγάπης» των Αθηναίων για το ψωμί, του έδιναν διάφορα ονόματα, ανάλογα με τον τρόπο που ψηνόταν, όπως: - «Ιπνίτης» ήταν το ψωμί που έψηναν μέσα σε θερμή σκάφη. - «Εσχαρίτης» το ψωμί που ψηνόταν στις σχάρες. - «Άρτο τυρόεντα» τυρόπιτα θα τον λέγαμε σήμερα. - «Κριβανίτης άρτος» γινόταν από σιμιγδάλι. Το «όφωρος» ήταν ένα γλύκισμα από ζύμη, σουσάμι και μέλι. Βέβαια αναφέρονται και από τους αρχαίους και διάφορα άλλα είδη ψωμιού. Γνωστές επίσης ήταν και οι λαγάνες. Και οι Αθηναίοι φουρνάρηδες είχαν καλή φήμη, για τα γλυκίσματα και τις πίτες τους. Οι αρχαίοι εκτιμούσαν πολύ περισσότερο από εμάς σήμερα την ύπαρξη του ψωμιού, και θεωρούσαν πως η μεγάλη ποικιλία του ψωμιού ήταν πολυτέλεια, αφού συνήθιζαν να τρώνε μόνο ένα κομμάτι κριθαρένια μπομπότα. «Εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτή η αγαπητή συνήθεια των αρχαίων δηλαδή η μεγάλη ποικιλία ψωμιού που χρησιμοποιούσαν οφείλεται στο ότι το κριθάρι και το σιτάρι ήταν δύο από τα κύρια γεωργικά προϊόντα της Αρχαίας Ελλάδας και προσπαθούσαν να τα αξιοποιήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν». 
Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν στα γεύματα και στα δείπνα τους, τα τραπέζια να είναι πλούσια. Αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, γλυκίσματα, φρούτα, ελιές, πίτες, κρέατα και χορταρικά. Φυσικά και από άφθονο κρασί. Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβύθια (που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα έτρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος). Οι Αθηναίοι συνήθιζαν να έχουν στα σπίτια τους μεγάλη ποικιλία τροφών όπως ψωμί, λουκάνικα, σύκα, γλυκίσματα, μέλι, τυρί, τρυφερά χταπόδια, τσίχλες, σπουργίτια και άλλα πολλά. Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ - μάρκετς. Ένα από τα πιο απαραίτητα αγαθά σ’ ένα σπίτι ήταν το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους. Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρία. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματά τους. Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι των αρχαίων ήταν το γάλα και το τυρί, που ήταν όμως δύο σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί. Πολλές φορές για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που έβραζε, ένα κωνοροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος. Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως θεωρούσαν αυτό το είδος διατροφής χωριάτικο (όπως το ίδιο γίνεται και σήμερα, στις μέρες μας, κάποιοι περιφρονούν πολύτιμες τροφές για τη ζωή μας, μόνο και μόνο από το άκουσμά τους, την εμφάνισή τους αλλά και την «διασημότητά» τους). Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα έτρωγαν οι Κρητικοί. Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, το παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης. Για τους φτωχούς ανθρώπους οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη της απέφευγε! Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή ήταν ο ζωμός από μπιζέλια. Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι. 

Τα θαλασσινά που προτιμούσε ο λαός, ήταν οι σαρδέλες του Φαλήρου, το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο ψωμί. Αντίθετα, τα χέλια, ήταν πανάκριβα, περίπου τον 5ο αι. π.Χ. Οι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας. Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν. Στους «Ιππείς» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρεται επίσης ο «κάνδυλος» ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, του «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι. Βέβαια πολλοί ήταν αυτοί που στα έργα τους πρόσθεσαν «μια γεύση κουζίνας» ανέφεραν δηλαδή συνταγές και εδέσματα της εποχής, γιατί γνώριζαν πως οι αρχαίοι έχουν αδυναμία σ’ αυτά, έτσι θα έβρισκαν τα έργα τους πιο ελκυστικά. Στις θυσίες τους ετοίμαζαν και ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το ‘λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι. Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ’ ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το έριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο. «Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας, κυρίως στην περιοχή της Λυδίας, με ό,τι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε. «Μυττωτός» πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα. Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γινόταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα. Ακόμη, οι Αθηναίοι απέφευγαν να αρχίζουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα (γιατί πολύ πιθανόν να τους κοβόταν η όρεξη για φαγητό). Αν και οι Αθηναίοι φρόντιζαν να μη λείπει τίποτα από το σπίτι τους, δηλαδή χρήσιμα αγαθά, όπως τρόφιμα, δεν πρέπει να ξεχνούμε την φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα και ήταν ο παντοτινός σύντροφος των Ελλήνων. Η έλλειψη και η ακρίβεια των τροφίμων ανάγκαζε πολλούς να μην πετάνε τίποτα από τα περισσεύματα των δείπνων. Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους Έλληνες. Ακόμη και στις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τους Σπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν να αντέξουν τη σπαρτιατική λιτότητα. Γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες, πολύ πιθανόν να φάνταζαν ήρωες μπροστά σε κάποιους άλλους Έλληνες και συγκεκριμένα Αθηναίους που ήθελαν να ζουν μέσα στην πολυτέλεια και να μην λείπει κανένα είδος τροφής και ποτού από τα σπίτια τους.
Πηγή : http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2013/06/blog-post_9468.html

Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων (Μέρος Γ') : Τα παλιά και νέα ονόματα των φαγητών και η διατροφική συμπεριφορά των Ελλήνων

Παλαιό όνομα αβγοτάραχο ωοτάριχος αθερίνα αθερίνη αστακοί αστακοί αχινοί εχίνοι γαλέος γαλέος γαρίδες καρίδαι καβούρια καρκίνοι καλαμάρια τευθίδαι καραβίδες κάραβοι καρχαρίας καρχαρίας κέφαλος κέφαλος κοκοβιός κωβιός κολιός κολιός λαβράκι λάβραξ μαρίδα σμαρίδαι μελανούρι μελάνουρος μουρμούρα μόρμυρος μύδια μύαι ξιφίας ξιφίας όρκυνος όρκυνος παλαμίδα παλαμύς πέρκα πέρκη πεταλίδες λεπάδαι πίννες πίνναι ρίνη ρίνη ροφός ορφώς σάλπα σάλπη σαργός σαργός σαρδέλες αφύαι σκάρος σκάρος σκορπιός σκορπίος σκουμπρί σκόμβρος σκυλόψαρο κύων καρχαρίας σουπιές σηπίαι σπάρος σπάρος στρείδια όστρεα συναγρίδα συναγρίς σωλήνες σωλήναι τόννος θύννος φαγκρί φάγρος χάννος χάννη χέλια εγχέλεις χταπόδια πολύποδες χτένια κτένοι. Το υγρό στοιχείο τροφοδοτούσε ανέκαθεν με την ποικιλία και την αφθονία του τους κατοίκους της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Η άμεση γειτνίαση μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας προς τη θάλασσα, τα καθαρά και όχι ιδιαίτερα βαθιά νερά και τα πολυάριθμα είδη ψαριών, μαλακίων και οστρακοειδών, που - κατά τους αρχαίους τουλάχιστον χρόνους - υπήρχαν σε πλούσιες ποσότητες, καθιστούν ευνόητη την αγάπη των Ελλήνων για τα θαλασσινά. Οι αρχαίες γραπτές πηγές σώζουν πλήθος πληροφοριών σχετικά με τα είδη των θαλασσινών που καταναλώνονταν, καθώς και τους τρόπους αλίευσης και μαγειρεύματός τους. Υπήρχαν μάλιστα και ειδικά συγγράμματα επί του θέματος, π.χ. Αριστοτέλους Περί ιχθύων, Αρχίππου Ιχθύς, Δωρίωνος Περί ιχθύων, Νουμηνίου Αλιευτικός, Ευθυδήμου Περί παστών, Αντιφάνους Αλιευομένη. Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες των γραπτών πηγών, των απεικονίσεων, κυρίως στην αγγειογραφία, και των αρχαιολογικών ευρημάτων, οι αρχαίες μέθοδοι και τα σύνεργα της αλιείας παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα από την πρώιμη αρχαιότητα έως σήμερα. Επέλεξα να ασχοληθώ σχετικά με την τροφή των αρχαίων Ελλήνων, να αναφέρω δηλαδή τις τροφές της αρχαιότητας, διάφορες συνταγές, τα εδέσματα που ήταν σε προτίμηση και τους τόπους που φημίζονταν για τα κρασιά και τα φρούτα τους. 
Αν καλούσαμε στις μέρες μας σ’ ένα γεύμα κάποιους αρχαίους Έλληνες όπως τον... Ηρόδοτο, τον Ηρακλή ή τον Αριστοφάνη, σίγουρα θα τους τρομάζαμε με τον πλούτο και την ποικιλία των εδεσμάτων που θα τους προσφέραμε. Εξαιτίας του ότι δεκάδες από τις σημερινές τροφές ήταν εντελώς άγνωστες στους αρχαίους Έλληνες, όπως η πατάτα λ.χ. από τα βασικότερα είδη της σημερινής διατροφής έγινε γνωστή στους Ευρωπαίους το 1530 και οι Έλληνες γεύτηκαν τη νοστιμιά της 300 χρόνια αργότερα, το 1832. Άγνωστα επίσης ήταν στους προγόνους μας και γενικά στους Μεσογειακούς λαούς, το ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες και τα ζαρζαβατικά (μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες) τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, το κακάο και διάφορα μπαχαρικά, τα ποικίλα ποτά, ακόμη και το ούζο -αφού φαίνεται να αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης- τα ζυμαρικά, και ένα πλήθος από διάφορα αγαθά, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές μας. Αλλά, παρ’ όλες τις ελλείψεις τόσων βασικών αγαθών, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν καλοφαγάδες. Στα συμπόσιά τους τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρεε άφθονο. Σ’ ένα πλούσιο δείπνο (περίπου τον 5ο π.Χ. αιώνα) μπορούσε κανείς να δει τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, «αίθοπα οίνο» από τη Χίο και τη Λέσβο, θαλασσινά από τις πλούσιες ακτές της Εύβοιας, δαμάσκηνα από τη Δαμασκό της Συρίας, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, φάβα ή ζωμό από μπιζέλια, τηγανίτες βουτηγμένες στο λάδι και γαρνιρισμένες με μέλι, τυρί αλογίσιο, που έτρωγαν μόνο οι «πολεμοχαρείς», βραστούς βολβούς, ραπάνια για να φεύγει το μεθύσι και βέβαια τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα «νωγαλεύματα». Όλα αυτά τα εδέσματα της Αρχαίας Ελλάδας και ο «τρόπος» διατροφής των αρχαίων Ελλήνων προσελκύουν αρκετούς ανθρώπους της εποχής μας να αναζητούν λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων. 
Αν και υπήρχαν κάποιοι Έλληνες που στα συμπόσιά τους και γενικότερα η τροφή τους αποτελούνταν από ποικίλα εδέσματα, η Αθήνα και γενικότερα η Αρχαία Ελλάδα αντιμετώπιζε πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα: την φτώχεια, η οποία είχε γίνει παντοτινός σύντροφος των Αρχαίων Ελλήνων. Το άγονο έδαφος της Ελλάδας, η δυσκολία στις συγκοινωνίες και βέβαια οι πολύχρονοι πόλεμοι είχαν όπως ήταν φυσικό μεγάλη επίπτωση και στη διατροφή των αρχαίων. Σ’ αυτό συντελούσε και η περιορισμένη παραγωγή της ελληνικής γης. Η Αττική ήταν πολύ «λεπτόγεως» (άπαχη γη) και εξαιτίας του μεγάλου προβλήματος του νερού η παραγωγή της ήταν αρκετά μικρή. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα της αρχαίας Ελλάδας ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι ελιές. Στην Αττική έβγαινε επίσης μέλι και σύκα που ήταν το πιο εκλεκτό φρούτο για τους αρχαίους. Το λάδι το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τα φαγητά τους, αλλά και για το φωτισμό, για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών και ήταν απαραίτητο για τους αθλητές, που το άλειφαν στα κορμιά τους στις παλαίστρες. Οι Αθηναίοι ήταν οι διασημότεροι για την ολιγοφαγία τους, γι’ αυτό βγήκε και η έκφραση «αττικηρώς ζην». Γενικά όμως οι αρχαίοι ήταν λιτοδίαιτοι, γι’ αυτό και είχαν αυτοχριστεί «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες».
Πηγή : http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2013/06/blog-post_9468.html

Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων (Μέρος Β') : Τα μαγειρικά σκεύη, τα ημερήσια γεύματα και τα προϊόντα

Οι αρχαίοι Έλληνες σπάνια χρησιμοποιούσαν στα τραπέζια τους μαχαίρια και πιρούνια. Όταν οι τροφές ήταν υδαρείς, χρησιμοποιούσαν κουτάλια που τα ονόμαζαν "μόστρα" ή «γλώσσα». Χρήση κουταλιού μπορούσε να έχει κι ένα κομμάτι από κόρα ψωμιού, που το έλεγαν «μυστίλλη». Συνήθως οι αρχαίοι έπαιρναν τα φαγητά με τα δάχτυλα, τα οποία αργότερα καθάριζαν με μια ειδική ζύμη ή ψίχα ψωμιού, αφού δε χρησιμοποιούσαν πετσέτες. Το νερό, το κρασί, όπως και τον κυκεώνα τα έπιναν σε κύλικες (κύπελλα), που συνήθως ήταν πήλινα. Συχνά χρησιμοποιούσαν ξύλινα ή και μεταλλικά κύπελλα, ενώ στα πλούσια συμπόσια μπορούσε κάποιος να δει ασημένια ή και χρυσά κύπελλα. Τα πιάτα φαγητού τα ονόμαζαν πινάκια και τα μικρότερα πιάτα «βατάνια». Τα φαγητά τα μαγείρευαν οι γυναίκες με τη βοήθεια των δούλων σε ειδικούς χώρους, αποκλειστικά στις αυλές και στον κήπο. Πουθενά στα κείμενα που σώθηκαν δεν αναφέρεται αντίστοιχος χώρος με τη σημερινή κουζίνα. Οι πρώτοι επαγγελματίες μάγειροι, όπως και οι ζαχαροπλάστες, εμφανίζονται κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.. Ο Πλάτωνας αναφέρεται στο ζαχαροπλάστη Θεαρίωνα, όμως ο μάγειρας που απέκτησε τη μεγαλύτερη φήμη και ονομάστηκε «δειπνολόγος» ήταν ο Αρχέστρατος, από τη Γέλα της Κάτω Ιταλίας. Περίφημος μάγειρος ήταν και ο Μίθαικος, τον οποίο μνημονεύει ο Πλάτωνας στον Γοργία, και ήταν εκείνος που έγραψε τη Σικελική Οψοποιία, συνταγές με βάση το σικελικό διαιτολόγιο. Όσοι Αθηναίοι ήθελαν να διοργανώσουν μια γιορτή ή ένα συμπόσιο έβρισκαν τους μαγείρους στην αγορά.
Αλλά και οι ίδιοι οι μάγειροι συχνά περνούσαν έξω από τα πλούσια σπίτια διαλαλώντας την τέχνη τους, έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Ταβέρνες και εστιατόρια δεν αναφέρονται ιδιαίτερα, ιδίως στην κλασική εποχή. Όμως μετά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πόλεις άρχισαν ν’ αποκτούν στέκια και οι πολίτες δε συγκεντρώνονταν πια αποκλειστικά στην αγορά. Η λέξη «εστιατόριο» δεν είχε στην αρχαιότητα τη σημερινή της σημασία. Επρόκειτο για ένα δωμάτιο κοντά στο βωμό, όπου έτρωγαν όσοι είχαν τελέσει τη θυσία. Η αρχέγονη ανάγκη για διατροφή είχε μετατραπεί σε κεντρικό γεγονός με κοινωνικές και άλλες προεκτάσεις στην Αρχαίο Ελλάδα. Το ελαιόλαδο, το λαχανικό, τα φρούτα, τα καρυκεύματα, τα όσπρια και τα δημητριακό, τα κρέατα και βέβαια το ψάρι και το κρασί, όπως σήμερα και τότε αποτελούσαν τα κυρίαρχα συστατικά της γαστρονομίας. Το πρωινό, το οποίο ονομαζόταν συνήθως «άριστον», αποτελείτο από ψωμί, («μάζα» από κριθάρι γιο το λαό, «άρτο» από σιτάρι γιο τους πλούσιους) βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί. Συνηθισμένες πρωινές τροφές ήταν επίσης τα ξερά σύκα, τα αμύγδαλα, τα καρύδια και οι άλλοι ξηροί καρποί. Το πρωινό ρόφημα ήταν ο «κυκεών», ένα μείγμα κρασιού, τριμμένου τυριού και κριθάλευρου, το γάλο κυρίως κατσικίσιο, καθώς και ένα είδος υδρόμελου που το παρασκεύαζαν από χλιαρό νερό και μέλι. Συχνά, τα γεύματα ήσαν μόνο δύο. Το πρώτο απαρτιζόταν από ψάρια, όσπρια, ή πρόχειρα φαγητά όπως ψωμί, τυρί, ελιές, αυγά, ξηρούς καρπούς και φρούτα. Το βραδινό, το οποίο αποτελούσε και το κύριο γεύμα, ήταν αυτό του συμποσίου και της φιλικής συντροφιάς διότι στους αρχαίους Έλληνες δεν άρεσε να τρώνε μόνοι τους, η γενικά αποδεκτή άποψη ήταν ότι το να τρώει κανείς μόνος του δε σημαίνει ότι γευματίζει αλλά ότι απλά γεμίζει το στομάχι του. Τα προϊόντα. Το Ελαιόλαδο. 
Πολλά ευρήματα από ανασκαφές δείχνουν ότι η κατανάλωση του ελαιόλαδου ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην Αρχαία Ελλάδα. Έτσι έχουν κατά καιρούς βρεθεί άφθονοι ελαιοπυρήνες, δείγμα κατανάλωσης ελιάς και λαδιού, καθώς και πολλοί οπό τους λεγόμενους ψευδόστομους αμφορείς οι οποίοι χρησίμευαν κυρίως για την αποθήκευση λαδιού. Φημισμένο λάδι στην αρχαιότητα προερχόταν από τη Σάμο και την Ικαρία, ενώ η Αττική, σε αντίθεση με άλλα προϊόντα, ήταν όχι μόνο αυτάρκης αλλά και εξαγωγέας ελαιόλαδου και ελιών. Το κρασί. Το κρασί ήταν ένα καθημερινό βασικό συστατικό στην διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων, στην πραγματικότητα αποτελούσε μια οπό τις βασικές τροφές αφού ήταν μέρος του πρωινού αλλά και των υπολοίπων γευμάτων. Τα ψάρια. Ανέκαθεν οι Έλληνες έτρωγαν πολύ περισσότερα ψάρια από κρέας. Στην αρχαιότητα προτιμούσαν, όπως φαίνεται, κυρίως παχιά ψάρια, όπως: κολιός - σκουμπρί (σκόμβρος), σαρδέλα (σαρδίνι, τριχίς), γόπα (βοξ), μαρίδα (σμόρις) κ.α. Τα κρέατα. Γενικά, εκτός από τους ομηρικούς ήρωες και τα συμπόσια, η κρεατοφαγία περιοριζόταν στις δημόσιες και ιδιωτικές γιορτές. Τα πουλερικά διαφόρων ειδών, τα κουνέλια, οι λαγοί, οι αγριόχοιροι, το αγριοκάτσικα, τα ελάφια και τα γνωστά κατοικίδια ζώα, αποτελούσαν τις κύριες πηγές κρέατος των αρχαίων Ελλήνων. Το μαγείρεμα γινόταν με διάφορους τρόπους, πιο συχνά, ψητά στο φούρνο ή στη σούβλα και βραστά με διάφορα λαχανικό και καρυκεύματα. Όσπρια και δημητριακά. Τα όσπρια και τα δημητριακά, αποτελούσαν διατροφική βάση για την πλειοψηφία των Ελλήνων οπό την αρχαιότητα. Τα κουκιά, τα λούπινα, τα μπιζέλια, τα ρεβίθια και τα φασόλια είναι μερικά από τα όσπρια που προτιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Τα δημητριακά χρησίμευαν κυρίως στην παρασκευή διαφόρων τύπων ψωμιού, έτσι παρασκεύαζαν ψωμί από κριθάρι, σιτάρι, κεχρί κ.ά Λαχανικά - φρούτα - καρυκεύματα. 
Τα λαχανικά και τα φρούτα ήταν ανέκαθεν πρώτα στις επιλογές των Ελλήνων. Άλλωστε, και στην Αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν μερικοί όπως οι οπαδοί του Πυθαγόρα που ήταν φυτοφάγοι. Φυσικά τα λαχανικό και τα φρούτα εκείνης της εποχής δεν ήταν ίδια με τα σημερινά αφού δεν υπήρχαν ντομάτες, πατάτες, πιπεριές, καλαμπόκι, πορτοκάλια, μανταρίνια, μπανάνες, κ.α. Από τα λαχανικό υπήρχαν, το αγγούρι, η αγκινάρα, ο αρακάς, οι κολοκύθες, τα κρεμμύδια, το λάχανο, το σπαράγγια, τα μανιτάρια, τα παντζάρια κ.α. Από τα καρυκεύματα και τα μπαχαρικά χρησιμοποιούσαν, άνηθο, βασιλικό, δυόσμο, θυμάρι, κάρδαμο, κόλιανδρο, κάππαρη, κουκουνάρι, αλλά και τα εισαγόμενα όπως πιπέρι, κ.α. Στα φρούτα κυριαρχούσαν το αχλάδι, το δαμάσκηνο, το κεράσι, το κούμαρο, το κυδώνι, και βέβαια το σταφύλι και το σύκο. Στους ξηρούς καρπούς συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, τα αμύγδαλα, τα καρύδια, τα κάστανα, οι σταφίδες και τα ξερά σύκα.
Πηγή : http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2013/06/blog-post_9468.html

Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων (Μέρος Α') : Τα εδέσματα των Ελλήνων και η δίαιτα στην αρχαία Αθήνα

Λίγα πράγματα της καθημερινής ζωής έχουν οι σημερινοί Έλληνες κοινά με τους Αθηναίους των αρχαίων χρόνων. Τα παραδοσιακά ελληνικά ποτά και τρόφιμα ήταν εντελώς άγνωστα στην αρχαιότητα. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε τότε το ελληνικότατο ούζο, αφού οι Αθηναίοι φαίνεται να αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης. Το αρχαιοελληνικό τραπέζι, γενικότερα, δεν έμοιαζε με το σημερινό. Άγνωστα ήταν τότε το ..... ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι πιπεριές, οι μπάμιες και, φυσικά, οι πατάτες. Παρ’ όλες, όμως, τις ελλείψεις αυτών των αγαθών, οι αρχαίοι ήταν αληθινά καλοφαγάδες. Η μαγειρική τους έμοιαζε αρκετά με τη σημερινή των Κινέζων ή των Ιαπώνων! «Οι τροφές των αρχαίων», γράφει ο Σαρλ Πικάρ στο βιβλίο του με θέμα τη ζωή στην κλασική Ελλάδα, «σκοπό είχαν να ερεθίσουν και όχι να βαρύνουν το στομάχι, γι’ αυτό άλλωστε ήταν πλούσιες σε καρυκεύματα και αρωματικά βότανα». Στα συμπόσια των αρχαίων τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρρεε άφθονο, νερωμένο με γλυκό ή θαλασσινό νερό και αρωματισμένο με δενδρολίβανο ή μέλι. Την εποχή του Περικλή (5ος αιώνας π.Χ.), οι καλεσμένοι σ’ ένα πλούσιο δείπνο θα απολάμβαναν ένα ενδιαφέρον και χορταστικό μενού: λαγό μαγειρεμένο με μέντα και θυμάρι, ψητές τσίχλες ή σπίνους διατηρημένους σε ευωδιαστό λάδι, αρνάκι ή γουρουνόπουλο σούβλας ποτισμένο με «θυλήματα» (χοντροαλεσμένο αλεύρι ραντισμένο με κρασί και λάδι, με το οποίο έσβηναν το κρέας καθώς ψηνόταν), γλυκίσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι πασπαλισμένα με μελωμένο κρασί και σουσάμι, αλμυρά τσουρέκια, ψητά ορτύκια, τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, κρασί από τη Χίο και τη Λέσβο, σταφύλια από τη Μένδη της Παλλήνης, χέλια και ψάρια από τη λίμνη Κωπαΐδα, θαλασσινά από την Εύβοια, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, βραστούς βολβούς, που ευνοούν τη σεξουαλική διάθεση, ραπανάκια για να περνά η μέθη και, βέβαια, τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα καρυκεύματα.

Μπορεί οι Αθηναίοι να ήταν καλοφαγάδες, ήταν όμως κατά κανόνα λιτοδίαιτοι. Ηταν «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες», γι’ αυτό και υπήρχε η έκφραση «Αττικηρώς ζην». Μια μέρα στην Αθήνα. Ο Αθηναίος, πριν βγει από το σπίτι του με το πρώτο φως της αυγής, έτρωγε κάτι λιτό, το «ακράτισμα» που ήταν συνήθως λίγο κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί, το λεγόμενο άκρατο οίνο. Μερικές φορές στο πρώτο αυτό γεύμα πρόσθεταν ελιές και σύκα. Πιο συχνά, όμως, το πρωινό ήταν απλά μια κούπα από «κυκεώνα», δηλαδή ένα ρόφημα από βρασμένο κριθάρι αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, για το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες Κατά τη διάρκεια της μέρας, έπαιρναν ακόμα τρία γεύματα: το άριστον (μεσημεριανό), το δειλινό και το δείπνο. Το κύριο γεύμα, το δείπνο, το έπαιρναν στο τέλος της μέρας ή αφού είχε ήδη νυχτώσει. Ήταν πλούσιο και πολλές φορές τελείωνε με τραγήματα (επιδόρπια), φρούτα φρέσκα ή ξηρά, κυρίως σύκα, καρύδια, σταφύλια ή γλυκά με μέλι. Τα εδέσματα. Οι αρχαίοι έτρωγαν συχνά κρέας, ιδιαίτερα χοιρινό αλλά και μοσχαρίσιο, μαγειρεμένο με αρκετούς τρόπους και σπανιότερα κατσίκι και αρνί. Μεγάλο γαστρονομικό ενδιαφέρον έδειχναν για το κυνήγι (τσίχλες, ορτύκια, ελάφια). Τέλος, για να είναι μαλακά τα κρέατα, φρόντιζαν να τα μαρινάρουν πριν από το ψήσιμο με χορταρικά. 

Με το ψάρι ίσχυε ό,τι και στις μέρες μας. Οι Αθηναίοι είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα. Οι τσιπούρες και τα μπαρμπούνια στόλιζαν συχνά τα τραπέζια των πλουσίων, ενώ οι σαρδέλες του Φαλήρου ήταν το συνηθισμένο πιάτο των φτωχότερων. Η τιμή της σαρδέλας, μάλιστα, λειτουργούσε ως βαρόμετρο για την αγορά τροφίμων της Αθήνας. Μεγάλη ζήτηση είχαν και τα παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, και φυσικά τα φημισμένα χέλια της Κωπαΐδας, που ήταν πανάκριβος μεζές αφού το καθένα απ’ αυτά στοίχιζε όσο ένα γουρουνόπουλο. Οι σαλάτες τους γίνονταν πάντα από υλικά που είχαν θεραπευτικές ιδιότητες και τα οποία ποτέ δεν έβραζαν για να μη χάσουν τις βιταμίνες τους. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να παίρνουν λάδι για τις σαλάτες τους από άγουρες ελιές. Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας. Τους άρεσαν επίσης τα αλλαντικά και τα όσπρια. Έτρωγαν φασόλια, φακές, ρεβίθια (ψημένα), μπιζέλια και κουκιά σε πουρέ (έτνος). Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια περιλαμβάνονταν στο καθημερινό μενού. Εκλεκτό έδεσμα για τους αρχαίους ήταν τα σαλιγκάρια, τα οποία οι Κρητικοί έτρωγαν από την εποχή του Μίνωα. Τα λαχανικά, τέλος, είχαν μεγάλη ζήτηση. Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του επαινεί, διά στόματος Σωκράτη, τη φυτοφαγική και τη φυσική εν γένει δίαιτα. Πολλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν κηπάρια, στα οποία καλλιεργούσαν, μαζί με τα όσπρια, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, σέλινο, άνηθο και δυόσμο. Άλλα χορταρικά, όπως τα μανιτάρια, το μάραθο, τα σπαράγγια, ακόμα και τις τρυφερές τσουκνίδες, τα αναζητούσαν στις ακροποταμιές και στα χωράφια. Από τα πιο αγαπημένα προϊόντα των αρχαίων ήταν τα αγγούρια και τα σύκα.
Πηγή : http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2013/06/blog-post_9468.html

Σεσκουλο : Το αρχαίο λαχανικό της Μεσογείου με τις θεραπευτικές ιδιότητες

Το σέσκουλο ή σέσκλο ή Βέτα η σικελική είναι μια ποικιλία παντζαριού (Beta vulgaris, Βέτα η κοινή). Είναι ποώδες, διετές συνήθως φυτό της οικογένειας των Χηνοποδιοειδών και ανήκει στο γένος Βέτα ή Μπέτα. Καλλιεργείται στις Μεσογειακές περιοχές, στη Βόρεια Αφρική και γενικά στις Εύκρατες περιοχές. Θεωρείται ότι κατάγεται από τα Κανάρια Νησιά. Ο Θεόφραστος αναφέρει τα σέσκουλα, Βέτα η κοινή ποικ. σικελική (Beta Vylgaris var. cicla), σαν «λευκόν τευτλίον» και τα κοκκινογούλια, Μπέτα η κοινή ποικ. αιμάσσουσα (Beta vulgaris var.cruenta» σαν «σαρκόρριζον τευτλίον». Τα φύλλα του είναι μεγάλα, γυαλιστερά, αρκετά σκληρά και γραμμωτά, ενώ ο μίσχος και η μεσαία νεύρωση μπορεί να έχουν λευκό, υποκίτρινο ή κοκκινωπό χρώμα. Τα άνθη του έχουν πρασινωπό ή κοκκινωπό χρώμα και διατάσσονται κατά σωρούς στη μέση του φυτού. Η αναπαραγωγή γίνεται με σπόρο. Το σέσκουλο αρέσκεται σε υγρά εδάφη και θέλει καλό πότισμα για να αναπτυχθεί. Όταν δεν υπάρχει αρκετή υγρασία στο έδαφος πραγματοποιείται ένα πότισμα μετά από το φύτρωμα των μικρών φυταρίων. Στην Ελλάδα εκτός από το καλλιεργούμενο σέσκουλο υπάρχει και το αυτοφυές αγριοσέσκουλο (Beta martima) που βρίσκεται σε παραθαλάσσιες αμμώδεις τοποθεσίες. Τα φύλλα του σέσκουλου γίνονται σαλάτες, χρησιμοποιούνται και σε πίτες, αλλά τρώγονται κυρίως μαγειρεμένα, ενώ οι ντολμάδες από σέσκουλα είναι παραδοσιακό πιάτο σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας. 
Στην Κύπρο το σέσκουλο αναφέρεται και ως λάχανο, και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο ως συνοδευτικό στα φαγητά με όσπρια. Οι λαχανίδες ή σέσκλα είναι φυτά της οικογενείας των χηνοποδωδών που μοιάζουν εξαιρετικά με τα παντζάρια. Η διαφορά έγκειται, στο ότι αυτές έχουν ποιο μεγάλα φύλλα, κοτσάνια πλατυτέρα και πρασινωπά και δεν κάνουν ρίζες χονδρές ούτε σαρκώδεις όπως εκείνα. Καλλιεργούνται μόνο για τα φύλλα τους, τα οποία τρώγονται βρασμένα. Οι λαχανίδες αντέχουν πολύ στο κρύο και για αυτό θεωρούνται ως χορταρικά του χειμώνα. Ευδοκιμούν σε χώματα δροσερά, βαθιά και γόνιμα ή πολύ κοπρισμένα. Η σπορά τους γίνεται κατά Μάρτιο- Απρίλιο ή Αύγουστο-Σεπτέμβριο, απ’ ευθείας επί τόπου είτε σε σπορεία. Κατά την πρώτη περίπτωση η σπορά γίνεται σε προετοιμασμένες βραγιές, στα πεταχτά ή κατά γραμμές και πάντοτε αραιά. Οι σπόροι σκεπάζονται πολύ ελαφρά με κοπρόχωμα και ποτίζονται, αφού προηγουμένως πατηθούν λίγο. Τα ποτίσματα εξακολουθούν τακτικά μέχρις να βλαστήσουν. Όταν τα νέα φυτά αποκτήσουν 4-5 φύλλα αραιώνονται κατ’ αποστάσεις 15-20 πόντους και σκαλίζονται. Κατά τη δεύτερη περίπτωση, η σπορά γίνεται σε καλοκοπρισμένο σπορείο, και αφού βλαστήσουν και αποκτήσουν σχετικό ανάστημα, μεταφυτεύονται σε βραγιές η σε σειρές, κατά αποστάσεις 30-40 πόντους. Η τελευταία μέθοδος είναι προτιμότερη, γιατί αποκτούν περισσότερο φύλλωμα. Οι καλλιεργητικές περιποιήσεις αποτελούνται από 2-3 σκαλίσματα και ποτίσματα άφθονα, για να αποκτάται μεγάλο και τρυφερό φύλλωμα. Για το σκοπό αυτό είναι πολύ αξιοσύστατη η χρήση νιτρικού νατρίου 14-16 οκ. στο στρέμμα, σε τρεις δόσεις, πάντοτε, κατά τα σκαλίσματα. Η συγκομιδή αρχίζει το φθινόπωρο και εξακολουθεί μέχρι της επομένης ανοίξεως. Για τη κατανάλωση κόβονται τα μεγαλύτερα φύλλα διαδοχικώς ή ξεριζώνονται και χρησιμοποιούνται ολόκληρα τα φυτά, από το λαιμό και επάνω. Οι αρρώστιες των λαχανίδων, είναι οι ίδιες πού προσβάλλουν τα παντζάρια και καταπολεμούνται με τον αυτόν τρόπο. Τα σέσκουλα ή λαχανίδες (Beta vulgaris) είναι από τα πιο δημοφιλή λαχανικά της Μεσογείου και επιπλέον από τα πιο θρεπτικά λαχανικά με σημαντικές ιδιότητες. Το σέσκουλο κατέχει τη δεύτερη θέση μετά το σπανάκι σύμφωνα με την ανάλυση των συνολικών θρεπτικών συστατικών και δικαίως θεωρείται ένα από τα υγιεινότερα λαχανικά. Άλλες ονομασίες του σέσκουλου είναι σέσκλο ή γλυκορίζι. 
Τα σέσκουλα προέρχονται την ευρύτερη περιοχή της νότιας Μεσογείου και μάλιστα ο Αριστοτέλης τα είχε αναφέρει τον 4ο αιώνα π.Χ. Πρώτα οι αρχαίοι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, θεωρούσαν το σέσκουλο ιδιαίτερα σημαντικό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Τα σέσκουλα φυτρώνουν άγρια σε όλες σχεδόν τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Το σέσκουλο είναι πολυετές φυτό που φτάνει μέχρι τα 50-60 εκατοστά. Το συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους. Τα φύλλα του είναι σκουροπράσινα γυαλιστερά και το νεύρο του λευκό και χοντρό. Καλλιεργείτε και γι’ αυτό μαζεύεται, άνοιξη και φθινόπωρο. Αν και τα σέσκουλα δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς σε σχέση με άλλα λαχανικά της οικογένειας χηνοποδωδών (Chenopodiaceae), όπως το σπανάκι και τα παντζάρια, δεν υπάρχει αμφιβολία για τον πολύτιμο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν στην υγείας μας. Σακχαρώδη διαβήτη: πολλές μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι τα σέσκουλα έχουν μοναδικά οφέλη στη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα. Αν και δεν έχουν ακόμα διεξαχθεί μεγάλης κλίμακας μελέτες σε ανθρώπους σε αυτόν τον τομέα, εργαστηριακές μελέτες και μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν ότι το συριγγικό οξύ, ένα φλαβονοειδές που περιέχεται στα σέσκουλα, έχει την ικανότητα να αναστέλλει τη δράση ενός ενζύμου που ονομάζεται α-γλυκοσιδάση. Η άλφα-γλυκοσιδάση είναι ένα ένζυμο (γλυκοσιδάση) που χρησιμοποιείται για την διάσπαση των υδατανθράκων σε απλά σάκχαρα. Όταν το ένζυμο αυτό αναστέλλεται, μειώνετε η διάσπαση των υδατανθράκων, με αποτέλεσμα το σάκχαρο στο αίμα να παραμένει πιο σταθερό. Αυτή η διαδικασία σταθερότητας του σακχάρου στο αίμα φαίνεται να λειτουργεί ιδιαίτερα μετά από ένα γεύμα. 
Φυτικές ίνες: τα σέσκουλα είναι μια πολύ καλή πηγή φυτικών ινών. Το ένα φλιτζάνι μαγειρεμένα σέσκουλα περιέχουν περισσότερα 3,7 γρ. φυτικές ίνες, συμβάλλοντας έτσι στην πρόληψη της δυσκοιλιότητας, αυξάνοντας το βάρος των κοπράνων και μειώνοντας τον χρόνο διέλευσής τους από το γαστρεντερικό σωλήνα. Πρωτεΐνες: επίσης τα σέσκουλα είναι πολύ καλή πηγή πρωτεϊνών. Το ένα φλιτζάνι μαγειρεμένα σέσκουλα περιέχουν 3,3 γρ. πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα να αυξάνουν το αίσθημα κορεσμού και να θεωρούνται κατάλληλα για χορτοφαγία και νηστεία. Αντιοξειδωτικά: τα σέσκουλα παρέχουν μια εξαιρετική ποικιλία αντιοξειδωτικών όπως βιταμίνη C, Ε, Α (με τη μορφή β-καροτένιου), μαγγάνιο και ψευδάργυρο. Αυτά είναι απαραιτητα για την πρόληψη του οξειδωτικού στρες και χρόνιων προβλημάτων υγείας. Επιπλέον, τα σέσκουλα περιέχουν πολυάριθμα φυτοθρεπτικά συστατικά με σημαντικότερα τις μπεταλαϊνες (betalains) και τις ξανθοφύλλες (epoxyxanthophylls) που δρουν σαν ισχυροί αντιφλεγμονώδεις παράγοντες. Οστά: τα σέσκουλα ξεχωρίζουν ακόμα για την περιεκτικότητά τους σε ασβέστιο, μαγνήσιο και βιταμίνη Κ, συμβάλλοντας έτσι στη σκελετική υγεία.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σέσκουλο
http://www.mydiatrofi.gr/trofi/trofima/laxanika/seskoula-idiotites-kai-threptika-systatika
http://www.ftiaxno.gr/2013/09/laxanides-seskoyla-spora-fytema-kalliergeia.html

Ραδίκι : Το πασίγνωστο αγροτικό χορταρικό που δίνει τόνωση και προστασία στον άνθρωπο

Το ραδίκι είναι τα πιο γνωστά από τα καλλιεργούμενα χόρτα. Συναντώνται αυτοφυόμενα παντού στα λιβάδια, στους κάμπους, στα βουνά, στις άκρες των δρόμων και γενικώς σε όλα τα ανοικτά μέρη. Με τα πρωτοβρόχια τού φθινοπώρου αρχίζει η βλάστηση και η εμφάνισή τους στις αγορές, όπου βρίσκουν μεγάλη κατανάλωση για το φύλλωμά τους. Προτιμούνται πάντοτε ως είδος σαλατικό, επειδή η πικρά ουσία που περιέχουν, η λεγομένη κιχωρίνη, τα κάνει να είναι τονωτικά, ηπατικά και γενικά υγιεινό, προπάντων το αφέψημά τους, δηλαδή το ραδικοζούμι. Τα ραδίκια είναι της οικογένειας των συνθέτων και μοιάζουν πολύ με τις πικραλίδες, αποτελούν όμως άλλο είδος (Taraxacum Dens -Leonis) και δεν έχουν χονδρές και μακριές ρίζες όπως εκείνες. Αν και βρίσκονται παντού και συγκομίζονται άφθονα από τα αυτοφυόμενα, ωστόσο, γίνεται και συστηματική καλλιέργεια αυτών ιδίως σε μέρη με μεγάλη καταναλωτική ζήτηση, όπως συμβαίνει κοντά στις πολυκατοικημένες πόλεις. Η καλλιέργειά τους γίνεται όπως στα λοιπά λαχανικά, κηπευτική είτε αγροτική. Τα ραδίκια είναι φυτά πολυετή, δηλαδή ζουν πολλά χρόνια και αν τα μαζεύουμε προσεκτικά μπορούμε να τρώμε συνέχεια από το ίδιο μέρος, χωρίς να χρειάζεται να ξανασπέρνουμε κάθε χρόνο και το σημαντικότερο δεν χρειάζονται πότισμα το καλοκαίρι… Ταυτόχρονα είναι πλούσια σε βιταμίνες μέταλλα και ιχνοστοιχεία και αποτελούν ένα φυσικό φάρμακο στο χωράφι μας.
Ταράξακο το φαρμακευτικό-Taraxacum officinalis. Άλλες ονομασίες: Αγριοράδικο, πικραλίδα, αγριομάρουλο Οικογένεια: Αστεροειδών-Asteraceae. Πολυετές αυτοφυές φυτό που φυτρώνει σε όλο τον κόσμο και φτάνει τα 25 εκατοστά ύψος. Το συναντάμε σε ακαλλιέργητους τόπους και σε χωράφια σαν ζιζάνιο. Πολλαπλασιάζετε εύκολα από τους σπόρους του την άνοιξη. Τα φύλλα του είναι οδοντωτά, ανόμοια μεταξύ τους και μικρότερα από το κοινό ραδίκι cichorium. Τα άνθη του ξεπετάγονται από μικρούς βλαστούς από τη βάση του φυτού είναι μικρά, οδοντωτά και έχουν χρυσαφένιο χρώμα. Τα αγριοράδικα μαζεύονται από τον χειμώνα μέχρι την άνοιξη και τρώγονται ωμά σε σαλάτες ή βραστά, σκέτα ή με κρέας . Ακόμη τα φύλλα του μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε λαχανόπιτες μαζί με άλλα χόρτα. Τέλος το taraxacum είναι ισχυρό διουρητικό και μειώνει την ποσότητα των υγρών μέσα στο σώμα, αλλά αντίθετα με τα άλλα διουρητικά που προκαλούν απώλεια καλίου, τα φύλλα του περιέχουν μεγάλες ποσότητες καλίου που τις παρέχουν στον οργανισμό. Η ρίζα και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται για την πρόληψη αλλά και την καταπολέμηση της πέτρας. Ποια είναι η διατροφική αξία των ραδικιων. Βιταμίνη C, βιταμίνη Α, βιταμίνες του συμπλέγματος Β (όπως νιασίνη, ριβοφλαβίνη, θειαμίνη κ.ά.), αλλά και κάλιο, νάτριο, ασβέστιο, φώσφορο, μαγνήσιο και σίδηρο είναι μερικά μόνο από τα θρεπτικά στοιχεία που λαμβάνουμε με την κατανάλωση άγριου ραδικιού. 
Με την κατανάλωσή του λαμβάνουμε ακόμη πρωτεΐνη, αμινοξέα και λιπίδια, ενώ σημαντική είναι και η κιχωρίνη τους, αυτή που συμβάλλει στην πικρή τους γεύση. Στα ραδίκια βρίσκουμε, επίσης, ινουλίνη (φυσικός πολυσακχαρίτης που συντελεί στην απορρόφηση του ασβεστίου, του μαγνησίου και του σιδήρου, ενώ βοηθά και στην ανάπτυξη φυσικών βακτηρίων του εντέρου), ενώ η ρίζα και τα αέρια μέρη του φυτού περιέχουν γάλα και μία πικρή ουσία, την ιντυβίνη. Στα 100 γραμμάρια ραδικιού, οι θερμίδες που αποδίδονται είναι ελάχιστες, φτάνοντας τις 33, ενώ παρουσιάζει επίσης και υψηλή περιεκτικότητα σε νερό. Μπορεί να μην καταπολεμά το… IQ ραδικιού, σίγουρα, όμως, παρουσιάζει πολλαπλά οφέλη στην υγεία. Παρουσιάζει διουρητική δράση, αυξάνοντας και ενθαρρύνοντας την παραγωγή ούρων και ανακουφίζοντας από την κατακράτηση υγρών. Προστατεύει το συκώτι και τη χολή. Συγκεκριμένα, το εκχύλισμα των σπόρων του φαίνεται να παρουσιάζει ηπατοπροστατευτική δράση, αλλά και γενικά το ραδίκι αναφέρεται πως καθαρίζει φυσικά το συκώτι και συμβάλλει στην πρόληψη βλαβών. Προλαμβάνει την ανάπτυξη ελευθέρων ριζών χάρη στη βήτα-καροτίνη (πρόδρομος ουσίας της βιταμίνης Α), η οποία συμβάλλει και στην προστασία από καρδιαγγειακά νοσήματα. Τονώνει τον οργανισμό με το σίδηρο που περιέχει. Ωφελεί το πεπτικό χάρη στις φυτικές του ίνες, είναι τονωτικό στομάχου, ενώ ταυτόχρονα μας κρατά χορτάτους για περισσότερη ώρα, βοηθώντας στη διατήρηση της σιλουέτας μας. Δρα κατά της χοληστερίνης και το αφέψημα των φύλλων του φαίνεται πως έχει υπογλυκαιμική δράση, μπορεί να δράσει κατά του διαβήτη, αλλά και της παχυσαρκίας. Κάνει καλό στις χρόνιες δερματικές παθήσεις και το γάλα που βγαίνει αν το κόψουμε μπορεί να θεραπεύσει τα σπυριά. Προτιμήστε να τα καταναλώνετε όσο πιο άμεσα γίνεται, για να μην χάσετε τίποτα από τη θρεπτική τους αξία, προσθέτοντάς τα στις σαλάτες σας ωμά, βράζοντάς τα με λάδι και λεμόνι, εμπλουτίζοντας τις σούπες ή το κρέας σας με αυτά ή ακόμη και συμπεριλαμβάνοντάς τα σε διάφορες πίτες με χόρτα. Αν δεν τα καταναλώσετε την ίδια ημέρα, αποθηκεύστε τα στο κάτω μέρος του ψυγείου μέσα σε αεροστεγείς σακούλες τροφίμων, από τις οποίες θα αφαιρέσετε τον αέρα.
Πηγή http://www.ftiaxno.gr/2013/09/radikia-spora-fytema-kalliergeia.html
http://www.clickatlife.gr/your-life/story/52084/ola-gia-ta-radikia-sti-diatrofi-mas

Ο Αριστοφάνης και οι Αγρότες : Ο ύμνος για την αγροτική ζωή και η υπεράσπιση των Αθηναίων αγροτών

Ο Αριστοφάνης στα έργα του ύμνησε την ήσυχη και μακάρια ζωή της υπαίθρου μακριά από τις έγνοιες της αστικής καθημερινότητας. Ό ποιητής γεννή...