Aπό την 7η χιλιετία στην Ανατολική Μεσόγειο εμφανίζονται πολιτισμοί οι οποίοι στηρίζουν την οικονομία τους στη γεωργία, με τα δημητριακά να κατέχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση στις διατροφικές προτιμήσεις των ανθρώπων, αποτελώντας το θεμέλιο της διατροφικής πυραμίδας. Η λέξη δημητριακά γενικά δήλωνε το καθετί αλεσμένο, αλλά κατά κύριο λόγο τα παράγωγα του σίτου, από την κατάλληλη επεξεργασία του οποίων προέρχονταν τα άλευρα. Στην περιοχή αυτή της Μεσογείου συνηθέστερα δημητριακά ήταν ο σίτος ως μονόκοκκος, απόγονος αυτοφυούς μορφής - triticummonococcum - ως δίκοκκος και σκληρός - triticumdicoccum και triticumdurum - και τέλος ως σπελτοειδής και κοινός - triticum spelta και triticumaestivum L. - καθώς και η δίστοιχη ή εξάστιχη κριθή Τα είδη αυτά ενδείκνυνται για ξηρά εδάφη και δεν απαιτούν βαθύ σκάψιμο, γεγονός που είχε άμεση σχέση και με το αρχαίο ελληνικό άροτρο που ουσιαστικά σβάρνιζε το έδαφος του αγρού. Στην αρχαία Ελλάδα το κριθάρι το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιούνταν ως τροφή για ζώα και ανθρώπους, χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή της λεγόμενης μάζας, δηλαδή για την παρασκευή ενός είδους γλυκίσματος σε μορφή αρτοσκευάσματος. Γενικά το κριθάρι δεν ήταν τόσο κατάλληλο όσο το σιτάρι για την παρασκευή ψωμιού, καθώς τα έλυτρα που περιέχονταν στον καρπό του δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν στο αλώνισμα. Το κριθάρι επίσης υφίστατο ένα είδος ψησίματος πριν το ξεφλούδισμά του, γεγονός που κατέστρεφε σημαντικά τη γλουτένη του καρπού του, καθιστώντας το ακατάλληλο για ψωμί με προζύμι. Έτσι το κριθαρένιο ψωμί θεωρούνταν, κατώτερης ποιότητας ψωμί και κατά συνέπεια ήταν το "ψωμί για τους σκλάβους" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αθήναιος (7, 304 b).
Tα δέντρα κατά καιρούς ανανεώνονταν και φυτεύονταν νέα. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι εάν το μόσχευμα δεν είχε ρίζες ή το κάτω τμήμα του κορμού, το ξύλο θα έπρεπε να σχίζεται και να φυτεύεται βάζοντας πάνω του μία πέτρα. Τα δέντρα τα οποία φυτεύονταν με κομμάτια από το στέλεχος, έπρεπε να έχουν μήκος τουλάχιστον μία σπιθαμή, να διατηρούν το φλοιό τους και να φυτεύονται με το κομμένο μέρος προς τα κάτω. Από τα κομμάτια αυτά αναπτύσσονταν βλαστοί που χρειάζονταν, καθώς μεγάλωναν, νέο χώμα μέχρι την πλήρη ανάπτυξή τους. Ο Ξενοφών συστήνει το σκάψιμο βαθιών λάκκων για την ελιά και το δέσιμο των βλασταριών σε υποστηρίγματα. Για να γίνει ένα άγριο δέντρο ήμερο, χρησιμοποιούνταν δύο είδη μπολιάσματος, το ενοφθαλμίζειν; και το φυτεύειν. Η πρακτική του φυτέματος των πυρήνων αποφεύγονταν γιατί αργούσε πολύ να αναπτυχθεί το νέο δέντρο, ενώ ήταν και κατώτερο από το παλιό. Η κοπριά που χρησιμοποιούνταν ήταν ή ζωικής προέλευσης ή φυτικής, από άχυρα, φύλλα, χόρτα και λάσπη. Κάποια δέντρα απαιτούσαν ελαφριά κοπριά και κάποια καυστική. Ο Θεόφραστος αναφέρει πως η ελιά, η μυρτιά και η ροδιά απαιτούσαν την πιο καυστική κοπριά και το περισσότερο νερό. Η καλύτερη κοπριά θεωρούνταν του ανθρώπου, δεύτερη των χοίρων και έπειτα των αιγοπροβάτων, των βοδιών και των υποζυγίων. Επειδή η κοπριά έκαιγε τα σπαρτά, πιθανόν στην περίπτωση αυτή να χρησιμοποιούνταν φυτική κοπριά και στις δεντροκαλλιέργειες να χρησιμοποιούνταν ζωική.
Ο καθηγητής Αρχαιολογίας Π. Φάκλαρης παραθέτει σειρά στοιχείων που μαρτυρούν την παρουσία του ελαιόδενδρου στον ελλαδικό χώρο από τη Νεολιθική ακόμη εποχή και αποδεικνύουν την κυρίαρχη σημασία που είχαν για τους Ελληνες το ελαιόλαδο, η βρώσιμη ελιά, το ξύλο, ακόμη και τα φύλλα του δένδρου. Η εξέταση των αρχαιολογικών στοιχείων που αφορούν τη χρήση και τη σημασία της ελιάς στην αρχαιότητα επιβεβαιώνει ότι αυτή αποτελούσε ένα από τα χρησιμότερα και πιο αγαπητά δέντρα των Ελλήνων, λόγω της ιερότητός της, της οικονομικής σημασίας της και των ποικίλων χρήσεων των προϊόντων της στην καθημερινή και στη θρησκευτική ζωή. Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί εσφαλμένα ότι η καλλιέργειά της μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από την Παλαιστίνη. Νεότερα στοιχεία που προέκυψαν από ανάλυση γύρης μαρτυρούν την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο από τη νεολιθική εποχή. Συστηματική καλλιέργειά της πιστοποιήθηκε και στη μυκηναϊκή περίοδο σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Αλλά και οι πινακίδες της Γραμμικής Β' από τα αρχεία των ανακτόρων Κνωσού, Πύλου και Μυκηνώνν μαρτυρούν την οικονομική σημασία της κατά τον 14ο και τον 13ο αι. π.Χ. Στην Κνωσό και στις Αρχάνες βρέθηκαν μέσα σε αγγεία κουκούτσια από ελιές, ενώ στη Ζάκρο βρέθηκαν ολόκληρες ελιές με τη σάρκα τους, που χρονολογούνται περί το 1450 π.Χ. Επίσης κουκούτσια ελιάς βρέθηκαν σε τάφους της Μεσαράς, ενώ σε άλλα σημεία της Κρήτης βρέθηκαν ελαιοπιεστήρια υστερομυκηναϊκής ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου (1450-1200 π.Χ.). Ελιές απεικονίζονται και σε έργα τέχνης της εποχής αυτής. Μια τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού του 16ου αι. π.Χ. αποτελεί θαυμάσια απεικόνιση ελαιώνα, ενώ τα χρυσά ποτήρια από τον μυκηναϊκό τάφο του Βαφειού Λακωνίας (16ος αι. π.Χ.).
κοσμούνται με παράσταση ελαιοδένδρων.
Πηγή : http://www.tmth.gr/sciencerelated/64-arxaia-elliniki-technology/386-agrotiki-kalliergeia
http://www.kairatos.com.gr/elia.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου