Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Αγιόκλημα : Ο αναρριχητικος θάμνος με τα όμορφα άνθη και την γρήγορη ανάπτυξη

Το αγιόκλημα ή αλλιώς αιγόκλημα είναι ένας αειθαλές αναρριχητικός θάμνος με πολύ όμορφα άσπρο-κίτρινα άνθη. Τα άνθη του είναι γνωστά γιατί έχουν σχήμα σάλπιγκας με ευωδιαστό άρωμα και διακοσμητικούς καρπούς, τούς οποίους τα πουλιά βρίσκουν απολαυστικούς. Τα άνθη του παράγονται για όλη σχεδόν τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στην αρχή τα άνθη του είναι λευκού χρώματος, στην συνέχεια κιτρινίζουν και τέλος γίνονται ένας μαύρος σφαιρικός καρπός, έχουν μήκος 1-2 ίντσες. Τα φύλλα του είναι απλά, αντικριστά, έχουν οβάλ, στενόμακρο σχήμα που μοιάζει με φτερό, είναι ημι-αειθαλή, μπορούν να παραμείνουν στο θάμνο για όλη τη διάρκεια του χρόνου και φθάνουν περίπου τις 3 ίντσες μήκος. Μεγαλώνει πλευρικά σε απόσταση 7 με 10 πόδια, και βάθος 3-4 ποδιών. Δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, είναι αρκετά ανθεκτικό και προτιμά τη μερική σκιά από τον πλήρη ήλιο και υγρό χώμα. Μεγαλώνει πολύ γρήγορα και αργότερα συμπεριφέρεται σαν ζιζάνιο. Οι επεκτατικές του δυνατότητες μπορούν να πνίξουν όχι μόνο τα μικρά φυτά αλλά και μεγάλα δέντρα. Για να αποφευχθεί αυτό θα πρέπει να κλαδεύεται το φθινόπωρο. Μπορεί να χρησιμοποιειθεί και ως θεραπευτικό βότανο. Έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε ασβέστιο, μαγνήσιο και κάλιο. Τα φύλλα του μπορούν να φαγωθούν σα λαχανικό. Τα μπουμπούκια και τα λουλούδια του μπορούν να γίνουν σιρόπι. Το αγιόκλημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εναλλακτική ιατρική γιατί είναι αντιβακτηριακό, αντιφλεγμονώδες, αντισπασμωδικό, καθαριστικό, διουρητικό, αντιπυρετικό, και χρησιμοποιείται επίσης για τη μείωση της πίεσης του αίματος. Οι μίσχοι του χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία οξείας μορφής ρευματοειδής αρθρίτιδας, παρωτίτιδας και ηπατίτιδας. Τα λουλούδια χρησιμοποιούνται για πλύσεις σε φλεγμονές τους δέρματος, μολυσματικές αναφυλαξίες και πληγές. Τα λουλούδια μαζεύονται νωρίς το πρωί, προτού ανοίξουν και όταν αποξηρανθούν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν βότανο. ρόκειται για ένα από τα πλέον καλλιεργούμενα καλλωπιστικά αναρριχητικά εξαιτίας της τεράστιας ανθεκτικότητάς του και των μοσχοβολιστών ανθέων του. 

Ένα τέτοιο φυτό προστέθηκε αρκετά πρόσφατα στη συλλογή μου, στιςαρχές του Απριλίου φέτος και το κύριο σχόλιο πού έχω να κάνω γι’αυτό είναι ότι μεγαλώνει ταχύτατα. Το αγιόκλημα δεν είναι μόνο ένα ή λίγα είδη, είναι ένα μεγάλο γένος (γένος Lonicera) 180 περίπου ειδών, εκ των οποίων τα 100 απαντούν στην Κίνα. Από τα υπόλοιπα πάλι τα περισσότερα ενδημούν στην Ασία, ενώ υπάρχουν και είδη στις υπόλοιπες ηπείρους του Βορείου Ημισφαιρίου. Το γένος Lonicera ανήκει στην οικογένεια των αιγοφυλλιδών, προφανώς επειδή το προτιμούν οι κατσίκες, και στην τάξη των διψακωδών. Το αγιόκλημα λέγεται επίσης και αιγόκλημα, μάλλον γι’αυτό το λόγο, επειδη το τρώνε οι κατσίκες, ενώ αγιόκλημα μάλλον έγινε από αναγραμματισμό. Λέγεται επίσης και μπιρμπιλιά, εξαιτίας των πολλών μικρών σφαιρικών καρπών που παράγει. Τα είδη του γένους είναι είτε θάμνοι με λεπτά κλαδιά είτε αναρριχητικά, σχεδόν όλα φυλλοβόλα, με αντίθετα ωοειδή φύλλα, έντονα αρωματικά άνθη στις μασχάλες των φύλλων λευκά, κίτρινα ή και πορτοκαλί και χωανοειδή με εξέχοντες λεπτούς στήμονες, που δίνουν καρπούς μικρές σφαιρικές ράγες διαμέτρου 1 εκατοστού, χρώματος μπλε, ιώδους ή κόκκινου με πολυάριθμους σπόρους. Οι καρποί των περισσοτέρων ειδών είναι ελαφρώς τοξικοίγια τον άνθρωπο, όχι όμως για τα πουλιά, αν και αυτός του γαλάζιου αγιοκλήματος (Lonicera caerulia), που λέγεται έτσι λόγω του χρώματος του καρπού του και απαντά σ’όλο το βόρειο ημισφαίριο στα πολύ βόρεια γεωγραφικά πλάτη, είναι γλυκός και τρώγεται. Το νέκταρ όλων των ειδών μπορεί να καταναλωθεί, φυσικά μόνο για τη γεύση του γιατί δεν υπάρχει μεγάλη ποσότητα. Στην κινέζικη ιατρική το φυτό χρησιμοποιείται για το βήχα. 

Εδώ κυρίως θ’ασχοληθώ με τα αναρριχητικά είδη, μιας κι αυτά είναι τα κοινότερα σε καλλιέργεια. Δύο δηλαδή είδη είναι τα πιο κοινά: το κοινό ευρωπαΐκό αγιόκλημα (Lonicera periclymenum) και το ιαπωνικό (L. japonicum), το πλέον κοινό το οποίο έχω κι εγώ. Ως αναρριχητικά αναπτύσσονται ταχύτατα και μπορούν να φτάσουν σε ύψος έως και τα 10 μέτρα στα κατάλληλα στηρίγματα. Αυτό είναι άλλωστε το μεγάλο πλεονέκτημα των αναρριχητικών φυτών μπορούν να εξαπλώνονται χωρίς να δαπανούν μεγάλη ενέργεια ισχυροποιώντας τους βλαστούς ή τις ρίζες τους. Έχουν άλλα φυτά και στηρίγματα χάρη στα οποία επεκτείνονται. Τα κοινά αναρριχητικά είδη λοιπόν έχουν πολύ μακριούς κι ευλύγιστους βλαστούς με αντίθετα ωοειδή και χνουδωτά φύλλα, όλα γυρισμένα σ’ένα επίπεδο άσχετα με την αρχική κατεύθυνση των μίσχων τους για την καλύτερη συλλογή του φωτός. Οι κορυφές των βλαστών είναι λεπτές, χνουδωτές κι ευλύγιστες, και μπορούν να πιαστούν απ’οπουδήποτε αν μεινουν στο ίδιο σημείο για λίγες μέρες (πρόσφατη δική μου παρατήρηση). Ο κορμός ή οι κορμοί και τα χοντρά κλαδιά του φυτού είναι ξυλώδη, πάλι όμως σχετικά ευλύγιστα, με κυλινδρική δομή, σε σημεία κατά μήκος διογκώσεις που αντιστοιχούν στους κόμπους και λείο ανοιχτό καφέ φλοιό που βγαίνει σε λωρίδες. Ο παχύτερος κορμός που έχω συναντήσει τον έχω υπολογίσει στα 5 εκατοστά διάμετρο, θα υπάρχουν όμως και μεγαλύτεροι. Το φυτό ευτυχώς δεν κάνει παραφυάδες μακριά από τον κεντρικό κορμό του, άρα όσον αφορά την επέκτασή του στο έδαφος είναι μειωμένη. Οι ρίζες του είναι πολύ ισχυρές, όπως κατάλαβα ο ίδιος προσπαθώντας να μεταφυτεύσω το αγιόκλημά μου από την αρχική του γλάστρα, όπου μάλλον θά’χε παραμείνει καιρό και είχαν πιαστεί καλά απο τα ανοίγματα του πυθμένα, στη δική μου, με τις κεντρικές πάχους όσο σχεδόν και οι βασικοί κορμοί. Τα άνθη μυρίζουν πάρα πολύ ωραία, κάπως σαν γιασεμί και βανίλια, εντονότερα το βράδυ. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι όταν ένα μεγάλο φυτό είναι ανθισμένο το καλοκαίρι, ένα δροσερό βράδυ που δε φυσάει πολύ. Μπορεί να γεμίσει μια μικρή αυλή με το άρωμά του. Η οσμή προσελκύει τις νυκτόβιες πεταλούδες, τους επικονιαστές του. Στο ευρωπαΐκό είδος τα άνθη είναι κίτρινα εξαρχής, ενώ στο ιαπωνικό αρχικά λευκά και μετά κιτρινίζουν. Εδώ στη Θεσσαλονίκη ανθίζει από Μάιο έως Οκτώβριο, σε πιο ορεινό ή ψυχρό κλίμα όμως μπορεί ν’αρχίσει την ανθοφορία πιο αργά (Πύργοι Κοζάνης το χωριό μου υψόμ. 800 μ. αρχίζει τον Ιούνιο και τελειώνει λίγο πιο νωρίς), και σε πιο νότιο και θερμό λογικά νωρίτερα. 

Απ’ό,τι καταλάβατε, το φυτό αυτό είναι στην ουσία ένα ζιζάνιο στη στρατηγική, το ίδιο όμως και στις καλλιεργητικές του ανάγκες. Δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ανάγκη. Ζει σχεδόν παντού, σ’όλα τα εδάφη, από αργιλώδη έως αμώδη, αν και το προτιμώμενό του είναι βαθύ, μέτριο και πλούσιο σε οργανική ύλη, σε διάφορα ph, με ιδανικά κανονικό πότισμα και λίπανση, και πολύ ήλιο ή ημισκιά. Καλύπτει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα τα μέρη στα οποία βρίσκεται όπως πέργκολες, δέντρα, κάγκελα κ.ά. Γι’αυτό το λόγο θα χρειάζεται επειγόντως κλάδεμα, για να μην πνίξει όλον τον τόπο, που καλύτερα να γίνεται το χειμώνα. Τότε το φυτό θά’χει ρίξει τα φύλα του, και θα μοιάζει με μία μάζα περιπεπλεγμένων ξερών κλαδιών. Κόψτε τότε πολλά κορυφές, υπερβολικά μακριά κλαδιά, κλαδιά στην περιφέρεια με επιθετικές διαθέσεις κ.ά. Στην πραγματικότητα δε θα πειράξει αν κοψετε και λίγο παραπάνω. Το φυτό θα επανέλθει αμέσως την άνοιξη, και θ’ανθίσει όπως πριν. Αντίθετα τα περισσότερα θαμνώδη είδη δημιουργούν τα μπουμπούκια τους στο ξύλο της προηγούμενης χρονιάς, έτσι εκεί το κλάδεμα χρειάζεται προσοχή, εκεί όμως η ανάπτυξη είναι σαφώς μικρότερη. Μη δοκιμάζετε να κόψετε τα κλαδιά με τα χέρια σας, γιατί μάλλον θα σας σπάσει ο φλοιός αφήνοντας ένα κεντρικό μέρος που καλύπτεται από γλοιώδη χυμό άρα δύσκολο να πιάσετε κι επίσης πανίσχυρο, που όσο και να το τεντώσετε δύσκολα σπάει. Έτσι καλύτερα κόψτε το με ψαλίδι, και θα γίνει αμέσως. Εξαίρεση αποτελούν οι φρέσκες κορυφές και τα νεαρά κλαδιά αν κοπούν απότομα από το σημείο εκκίνησής τους, που σπάνε πιο εύκολα. 

Λόγω της επιθετικότατής του τάσης, το ιαπωνικό είδος έχει εξαπλωθεί σε πολλές χώρες που έχει εισαχθεί, με αρνητικές συνήθως συνέπειες για το οικοσύστημα, εκτοπίζοντας πολλά ιθαγενή είδη. Σοβαρότερο πρόβλημα αποτελεί στις ΗΠΑ, όμως και η Αργετινή, η Βραζιλία, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία κι άλλες χώρες προσπαθούν να το καταπολεμήσουν. Η καταπολέμησή του είναι πολύ δύσκολη, αφού εξαπλώνεται ταχύτατα χάρη στους μικρούς καρπούς του με τους πολλούς σπόρους κι ακόμα η χρήση ζιζανιοκτόνων δεν ενδείκνυται για τα φυσικά περιβάλλοντα. Αποτελεί ωστόσο άριστη τροφή για άγρια φυτοφάγα ζώα όπως ελάφια, λαγούς, χελώνες κ.ά., αλλά και για κατσίκια και λοιπά φυτοφάγα, και για τα κουνέλια, τα οποία κατά την εμπειρία μου το τρώνε πολύ. Εάν έχετε λοιπόν κουνελάκια κι ένα μεγάλο τέτοιο φυτό, μπορείτε να τους κόβετε και να δίνετε.
Πηγή: http://fytognoseis.blogspot.gr/2012/01/blog-post_1567.html
https://bolko.wordpress.com/2012/05/24/αγιόκλιμα-lonicera-sp/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...