Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

Ο Οικονομικός του Ξενοφώντα : Η αγροτική ζωή και εργασία στην Αρχαία Ελλάδα (Μέρος Δ)

[6.1] ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Σωκράτη, νομίζω αυτά τα λες σωστά. Με προτρέπεις να προσπαθώ ν᾽ αρχίζω κάθε δραστηριότητά μου με τη βοήθεια των θεών, με τη σκέψη ότι οι θεοί είναι εξίσου παντοδύναμοι στις ειρηνικές και πολεμικές εργασίες. Όσα είπαμε, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να τα εφαρμόσουμε κατά γράμμα. Εσύ όμως, από εκεί που σταμάτησες να μιλάς για την οικιακή οικονομία, προσπάθησε τη συνέχεια να την φτάσεις ως το τέλος, γιατί τώρα μόνο νομίζω ότι, αφού άκουσα τις εξηγήσεις σου, διακρίνω κιόλας περισσότερο από ό,τι πρωτύτερα τί πρέπει να κάνω για να κερδίσω τα προς το ζην.
[6.2] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί, τέλος πάντων, νομίζεις, αν επαναλάβουμε όσα έχουμε συζητήσει και συμφωνήσει, κατόπιν να προσπαθήσουμε, αν βέβαια τα καταφέρουμε, όντας σύμφωνοι να εξετάσουμε και τα υπόλοιπα με τον ίδιο τρόπο;
[6.3] ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Είναι ευχάριστο πραγματικά, όπως για παράδειγμα αν είχαμε από κοινού οικονομικούς λογαριασμούς θα τους συζητούσαμε χωρίς φιλονικίες, έτσι επίσης με μια συζήτηση από κοινού να τελειώσουμε συμφωνώντας για όσα ενδεχομένως θα συζητούσαμε από εδώ πέρα.
[6.4] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Λοιπόν, η οικιακή οικονομία μάς έδωσε την εντύπωση πως είναι το όνομα μιας τέχνης, και αυτή η τέχνη φαινόταν ότι είναι εκείνη με την οποία οι άνθρωποι μπορούν ν᾽ αυξάνουν την περιουσία τους. «Οίκος» φαινόταν σ᾽ εμάς ότι είναι όλα γενικά τα κτήματα, κτήμα ισχυριζόμασταν πως είναι αυτό που είναι ωφέλιμο για τον καθένα στη ζωή του, ενώ ανακαλύψαμε πως είναι ωφέλιμα όλα εκείνα όσα ο καθένας ξέρει να χρησιμοποιεί καλά στη ζωή του. [6.5] Κρίναμε ότι είναι αδύνατο να μάθουμε όλες τις τέχνες, και σε συμφωνία με τους πολίτες αποδοκιμάζαμε τις τέχνες τις λεγόμενες χειρωνακτικές, γιατί υπάρχει κοινή πεποίθηση ότι καταστρέφουν εντελώς τα σώματα και συντρίβουν τις ψυχές. [6.6] Ακόμη, συζητούσαμε πως η πιο ξεκάθαρη απόδειξη για την αξία της γεωργικής τέχνης θα ήταν, αν ενδεχομένως γινόταν επιδρομή των εχθρών στη χώρα και κάποιος τοποθετούσε σε δύο ομάδες τους γεωργούς και τους τεχνίτες και τους ρωτούσε ξεχωριστά τί τους φαίνεται καλύτερο, να υπερασπίσουν τη γη των χωραφιών τους ή να φύγουν από τα χωράφια και να προστατεύσουν τα τείχη. [6.7] Σ᾽ αυτήν την περίπτωση θα μπορούσαμε να κάνουμε την εξής υπόθεση: αυτοί που εργάζονται στη γη θα αποφάσιζαν με την ψήφο τους να υπερασπίσουν τη γη τους, ενώ οι τεχνίτες να μην πολεμούν, αλλά να κάθονται όπως έχουν εκπαιδευθεί, χωρίς ούτε να κοπιάζουν ούτε να κινδυνεύουν στη μάχη. [6.8] 
Εκτιμήσαμε ακόμη ότι η γεωργία είναι η πιο καλή εργασία και τέχνη για έναν «καλό και αγαθό» πολίτη —δηλαδή υποδειγματικό—, με αυτήν οι άνθρωποι προμηθεύονται τα αναγκαία για τη ζωή τους. [6.9] Αυτή η εργασία, παραδεχόμασταν, ότι είναι η πιο εύκολη να την μάθει κανείς και η πιο ευχάριστη να την εξασκεί· ακόμη, προσφέρει στο σώμα μας την πιο μεγάλη ομορφιά και δύναμη, επίσης δίνει την ελευθερία στο πνεύμα μας, ώστε να φροντίζουμε το ίδιο τους φίλους και τις πόλεις μας. [6.10] Κρίναμε ακόμη ότι η γεωργία παρακινεί στο να είναι οι εργαζόμενοι γεωργοί ρωμαλέοι· για χάρη τους παράγει, έξω από τα προφυλαγμένα τείχη της πόλης, τα αναγκαία τρόφιμα και τους διατρέφει με αυτά. Γι᾽ αυτούς τους λόγους, αυτός ο τρόπος ζωής έχει πολύ καλή φήμη στις πόλεις. Η προσφορά του στο κοινό καλό είναι φανερή: πολίτες άριστοι, βαθιά αφοσιωμένοι στην πόλη τους.
[6.11] ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Σωκράτη, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι το πιο ωραίο, το πιο ευγενικό και το πιο ευχάριστο πράγμα είναι το να ζει κανείς από τη γεωργία· όμως με διαβεβαίωνες πως έχεις καταλάβει για ποιό λόγο μερικοί ασχολούνται με τη γεωργία, έτσι ώστε να έχουν από αυτήν με αφθονία τα απαραίτητα, ενώ μερικοί άλλοι εργάζονται τόσο διαφορετικά, ώστε να μην είναι ωφέλιμη σε αυτούς η γεωργία. Αυτές και τις δύο απόψεις νομίζω πως θα άκουγα ευχαρίστως, ώστε να κάνουμε ό,τι είναι σωστό και να μην κάνουμε ό,τι είναι βλαβερό.
[6.12] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί θα έλεγες, λοιπόν, Κριτόβουλε, αν σου διηγηθώ από την αρχή πώς γνωρίστηκα με έναν άνδρα από αυτούς που μου φαίνονταν ότι δικαιολογημένα έχουν αυτό το όνομα του «καλού και αγαθού» πολίτη;
ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. πολύ θα ήθελα ν᾽ ακούσω αυτήν την αφήγηση, γιατί και εγώ επιθυμώ διακαώς να γίνω άξιος αυτού του ονόματος.
[6.13] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Θα σου διηγηθώ, λοιπόν, πώς καταπιάστηκα με αυτό το ζήτημα. Πολύ λίγος χρόνος μού ήταν αρκετός για να τριγυρίσω στους καλούς ξυλουργούς, στους καλούς σιδηρουργούς, στους καλούς ζωγράφους, στους καλούς αγαλματοποιούς και τα άλλα παρόμοια επαγγέλματα, και να παρατηρήσω όσα έργα τους έχουν χαρακτηριστεί κατά κοινή ομολογία όμορφα. [6.14] Επίσης, για να εξετάσω αυτούς με το σεβαστό όνομα «καλός και αγαθός», τί τέλος πάντων κάνοντας θεωρούνται άξιοι αυτού του τίτλου, λαχταρούσα πολύ βαθιά μέσα μου να γνωρίσω καλά κάποιον από αυτούς. [6.15]
Στην αρχή, επειδή το φυσικό κάλλος συνδέεται με το ηθικό, πλησίαζα αυτόν που έβλεπα όμορφο και προσπαθούσα να ανακαλύψω μήπως και κάπου δω την ομορφιά να είναι άρρηκτα δεμένη με το ηθικό κάλλος. [6.16] Αλλά δεν ήταν βέβαια έτσι τα πράγματα· απεναντίας, μου φαινόταν πως ανακάλυπτα ότι μερικοί από τους ωραίους στην εμφάνιση έκρυβαν ψυχές διεφθαρμένες. Μου φάνηκε τότε καλό, αφήνοντας κατά μέρος την ωραία εμφάνιση, να πλησιάσω κάποιον από αυτούς που ονομάζονται «καλοί και αγαθοί». [6.17] Καθώς, λοιπόν, άκουγα ότι στον Ισχόμαχο απέδιδαν την ονομασία του «καλού και αγαθού» όλοι, άντρες, γυναίκες, ξένοι και συμπολίτες μας, μου φάνηκε καλό να επιχειρήσω μια συνάντηση με αυτόν.
[7.1] Τον είδα λοιπόν κάποτε να κάθεται στη στοά του ελευθέριου Δία και, επειδή μου έδωσε την εντύπωση ότι έχανε άσκοπα τον καιρό του, τον πλησίασα, κάθισα δίπλα του και είπα: «Ισχόμαχε, γιατί κάθεσαι άπρακτος, αφού δεν έχεις καθόλου τη συνήθεια να είσαι αργόσχολος; Επειδή, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, σε βλέπω είτε με κάτι να ασχολείσαι ή ελάχιστα να ξοδεύεις τον χρόνο σου στην αγορά».
[7.2] «Ασφαλώς», είπε ο Ισχόμαχος, «ούτε τώρα, Σωκράτη, θα με έβλεπες, αν δεν είχα υποσχεθεί να περιμένω εδώ γύρω κάποιους φιλοξενούμενους».
«Και όταν δεν έχεις τέτοιες υποχρεώσεις, μά τους θεούς», είπα εγώ, «πού περνάς τη μέρα σου και τί κάνεις; Γιατί εγώ θέλω πολύ να μάθω από εσένα τί τέλος πάντων κάνεις και έχεις το όνομα καλός και αγαθός, αφού δεν περνάς τη μέρα σου κλεισμένος στο σπίτι ούτε μοιάζει καθόλου να είναι τέτοιου είδους η φυσική σου κατάσταση».
[7.3] Και ο Ισχόμαχος γέλασε με την ερώτηση «τί κάνεις και σε ονομάζουν καλό και αγαθό», ευχαριστήθηκε, όπως τουλάχιστον κατάλαβα, και είπε: «Αν, όταν κάποιοι κουβεντιάζουν μαζί σου για μένα, με αποκαλούν μ᾽ αυτό το όνομα, δεν το γνωρίζω· σε κάθε περίπτωση, όταν τουλάχιστον με προσκαλούν σε ανταλλαγή περιουσιών για να πραγματοποιηθεί μια τριηραρχία ή μια χορηγία, κανείς, είπε, δεν αναζητά τον “καλό και αγαθό”, αλλά ξεκάθαρα, είπε, προσφωνώντας με Ισχόμαχο μαζί με το όνομα του πατέρα μου, με προσκαλούν· εγώ λοιπόν, είπε, Σωκράτη, πράγμα το οποίο με ρώτησες, καθόλου δεν περνώ τον καιρό μου μέσα στο σπίτι· γιατί, βέβαια, τουλάχιστον, αυτά που αφορούν στο σπίτι και η ίδια η γυναίκα μου είναι ικανή να τα διοικεί ικανοποιητικά».
[7.4] «Ισχόμαχε, εγώ ακόμη κι αυτό θα το μάθαινα από σένα με μεγάλη ευχαρίστηση: από τα δύο τί συμβαίνει, εσύ ο ίδιος δίδαξες τη γυναίκα σου, ώστε να έχει τη συμπεριφορά που της αρμόζει ή την πήρες από τον πατέρα και τη μητέρα της δασκαλεμένη να διαχειρίζεται αυτά που της ταιριάζουν;»
[7.5] «Και πώς θα μπορούσα, Σωκράτη, να την πάρω δασκαλεμένη αυτή που δεν ήταν καλά καλά δεκαπέντε χρονών και ήρθε στο σπίτι μου, ενώ τον προηγούμενο καιρό ζούσε κάτω από αυστηρή επίβλεψη, για να βλέπει όσο το δυνατόν ελάχιστα πράγματα, να ακούει τα λιγότερα δυνατά και να ρωτάει όσο το δυνατόν λιγότερα;
[7.6] Δεν νομίζεις ότι ήταν αρκετό, αν ήλθε μονάχα ξέροντας καλά αφού πάρει ακατέργαστο μαλλί να είναι σε θέση να παρουσιάσει ένα πανωφόρι, και έχοντας δει πώς δίνονται τα έργα της κατεργασίας του μαλλιού σε δούλες; Σε ό,τι, όμως, αφορά στον έλεγχο των επιθυμιών της, Σωκράτη, ήλθε γνωρίζοντάς τον πολύ καλά· αυτό το πράγμα εγώ το θεωρώ πολύ σημαντικό μάθημα και για τον άντρα και για τη γυναίκα».
[7.7] «Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα», Ισχόμαχε είπα, «εσύ δίδαξες τη γυναίκα σου, ώστε να είναι ικανή να φροντίζει όσα της ταιριάζουν;»
«Όχι, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «όχι, δεν άρχισα να της μαθαίνω τίποτε, παρά μόνο αφού πρώτα θυσίασα και προσευχήθηκα στους θεούς εγώ να γίνω ένας καλός δάσκαλος και εκείνη να μπορεί να μάθει ό,τι είναι χρήσιμο και για τους δυο μας».
[7.8] «Αναμφίβολα», είπα εγώ, «και η γυναίκα έκανε αυτές τις ίδιες θυσίες και προσευχές με σένα;»
«Βέβαια», είπε ο Ισχόμαχος, «δίνοντας πολλές υποσχέσεις στους θεούς ότι θα γινόταν τέτοια που πρέπει, και φαινόταν ξεκάθαρα ότι δεν θα παραμελήσει όσα θα διδασκόταν».
[7.9] «Στο όνομα των θεών», είπα εγώ, Ισχόμαχε, «πες μου τί άρχισες πρώτα να της διδάσκεις· γιατί εγώ θα άκουγα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση αυτήν την περιγραφή σου απ᾽ ό,τι εάν μου περιέγραφες τον πιο συναρπαστικό αθλητικό ή ιππικό αγώνα».
[7.10] Και ο Ισχόμαχος αποκρίθηκε: «Τί άλλο να σου πω, είπε, Σωκράτη; Όταν πια απέκτησε οικειότητα μαζί μου και είχε εξημερωθεί ώστε να κουβεντιάζει, τότε άρχισα να τη ρωτάω περίπου τα εξής· “Πες μου, γυναίκα, άραγε άρχισες να αντιλαμβάνεσαι κιόλας για ποιό λόγο σε παντρεύτηκα και οι γονείς σου σε έδωσαν σε μένα; [7.11] Ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι και συ καθαρά ότι δεν υπήρχε έλλειψη στο με ποιόν άλλον θα πλαγιάζαμε μαζί. Αντίθετα, καθώς συλλογιζόμουν εγώ για τον εαυτό μου και οι γονείς σου για σένα με ποιόν θα μπορούσαμε να μοιραστούμε καλύτερα τις ευθύνες για το σπίτι και για την ανατροφή των παιδιών, εγώ επέλεξα εσένα και οι γονείς σου, όπως φαίνεται, από όλες τις δυνατές περιπτώσεις, προτίμησαν εμένα. [7.12] Αν λοιπόν δώσει ποτέ ο θεός να αποκτήσουμε παιδιά, τότε θα σκεφτούμε σχετικά με αυτά πώς θα τα διαπαιδαγωγήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο· γιατί και αυτό το αγαθό θα μοιραστούμε, να έχουμε δηλαδή τους καλύτερους κατά το δυνατόν συμμάχους και ανθρώπους να μας φροντίσουν στα γηρατειά μας. Τώρα, λοιπόν, ο “οίκος” είναι για εμάς κοινός. [7.13] 
Εγώ διαθέτω όλα τα υπάρχοντά μου στην κοινή χρήση, και συ όλα όσα έφερες προίκα τα κατέθεσες επίσης στην κοινή χρήση. Και δεν πρέπει να υπολογίζουμε ποιός από τους δυο μας έχει συνεισφέρει περισσότερο ποσοτικά, αλλά να ξέρουμε καλά ότι όποιος από τους δυο μας είναι καλύτερος σύντροφος στην κοινή ζωή μας, αυτός προσφέρει την πιο πολύτιμη συνεισφορά”.
[7.14] Σ᾽ αυτά, Σωκράτη, η γυναίκα μού απάντησε· “Ποιά βοήθεια”, είπε, “θα μπορούσα να σου προσφέρω εγώ; Ποιά είναι η δύναμή μου; Όλα εξαρτώνται από σένα, ενώ δικό μου έργο, μου είπε η μητέρα μου, είναι να είμαι φρόνιμη”.
[7.15] “Ναι μά τον Δία”, είπα εγώ, “γυναίκα· το ίδιο με συμβούλεψε και ο δικός μου ο πατέρας. Χαρακτηριστικό όμως των φρονίμων, και του άνδρα και της γυναίκας, είναι να προσπαθούν να διατηρήσουν τα υπάρχοντά τους όσο το δυνατόν καλύτερα, και άλλα αγαθά όσο γίνεται περισσότερα να προσθέσουν σ᾽ αυτά, με έντιμο και δίκαιο τρόπο”.
Πηγή : https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=12&text_id=113
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=13&text_id=113
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=14&text_id=113

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος : Φυσική Ιστορία (Μέρος Β)

Στην «Φυσική Ιστορία» στο κεφάλαιο ο Άνθρωπος (Naturalis Historia VII liber) «Έδωσα μια περιγραφή του κόσμου και των χωρών, των ειδών, των θ...