Τα μεγάλα αγροκτήματα αποτελούσαν την εξαίρεση: παρ’ όλο ότι το δημόσιο υποχρεώθηκε να παραχωρήσει προνόμια στους αγοραστές “των αγαθών του υπάρχου”, που ήταν, χωρίς αμφιβολία, δύσκολο να πουληθούν, και παρ’ ότι ο εγγονός του Ιππάρχου, Ηρώδης ο Αττικός, μπόρεσε να ανασυγκροτήσει στην Κηφισιά εκτεταμένα αγροκτήματα, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες αρκούνταν ασφαλώς σε μικρούς και συχνά κατακερματισμένους κλήρους. Η ελαιοκομία παρέμεινε, χωρίς αμφιβολία, πολύ προσοδοφόρα: για να εμποδίσει την εξαγωγή ολόκληρης της σοδειάς. Ο Αδριανός υποχρέωσε με νόμο τους παραγωγούς να πουλούν στο κράτος ορισμένο ποσοστό της ετήσιας συγκομιδής τους. Η σιτοπαραγωγή παρέμενε ανεπαρκής: οι Αθηναίοι εισήγαν σιτάρι από τις νησιωτικές κτήσεις τους [ Λήμνο, Ίμβρο, Σκιάθο ] αλλά και από το εξωτερικό. Τον 1ο αιώνα το μέλι του Υμηττού το εκτιμούσαν ιδιαίτερα στην Ιταλία. Το κρασί, που ήταν μέτριας ποιότητος, καταναλισκόταν επί τόπου.
Η αττική κεραμουργία δεν παρήγαγε παρά μόνο χονδροειδή σκεύη καθημερινής χρήσεως, καθώς και πλίνθους ή κεραμίδια για τις στέγες ορισμένων κτιρίων. Τα κομψότερα αγγεία εισάγονταν από την Ιταλία αρχικά και έπειτα από την Γαλατία. Κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους οι λυχνοποιοί κατόρθωσαν να αντέξουν στον κορινθιακό ανταγωνισμό, αλλά η Αττική δεν εξήγαγε λύχνους πριν από 3ο αιώνα μ.Χ.
Η εξόρυξη μαρμάρου από τα λατομεία της Πεντέλης, συνεχίσθηκε τόσο για τις ανάγκες εξαγωγής [ στην κυρίως Ελλάδα, Ιταλία, Μικρά Ασία ], όσο και για τις οικοδομικές ανάγκες της Αττικής και για τις μεγάλες ανεπίγραφες στήλες – καταλόγους πρυτάνεων και εφήβων, αυτοκρατορικές επιστολές, τιμητικά ψηφίσματα – που αποτελούσαν τα αρχεία της πόλεως. Ο συρμός των αγαλμάτων και των τιμητικών ερμαϊκών στηλών πρόσφερε επίσης απασχόληση στους λιθοξόους και στους χαράκτες, ακόμη και αν, για λόγους οικονομίας αναγκάζονταν καμιά φορά να χρησιμοποιούν παλαιά αγάλματα, των οποίων άλλαζαν απλώς τις κεφαλές. Οι Αθηναίοι γλύπτες εξακολουθούν να επιδίδονται με επιδεξιότητα στην κατεργασία των πολύτιμων υλικών, όπως του χρυσού και του ελεφαντοστού για την κατασκευή χρυσελεφάντινων αγαλμάτων. Όλοι όμως αυτοί οι βιοτέχνες εργάζονταν και για την εξαγωγή, ο Πλούταρχος είδε επί Δομιτιανού στην Αθήνα κίονες λαξευμένους, έτοιμους να φορτωθούν για τη Ρώμη. Τα αντίγραφα αρχαϊκών και κλασσικών έργων τέχνης, που εκτιμούσαν πολύ οι πλούσιοι Ρωμαίοι, καθώς και τα ανάγλυφα, οι επιτύμβιες στήλες και τα αγάλματα νέο-αττικής τεχνοτροπίας γνώρισαν μεγάλη ζήτηση από τον 1ο αιώνα π.Χ. Η κατασκευή ή αντιγραφή έργων τέχνης ήταν μία από τις σπάνιες δραστηριότητες ,που είχαν κυρίως ως στόχο την εξαγωγή.
Ένας νόμος του Αδριανού παρακινούσε τους ψαράδες της περιοχής να έρχονται να πουλούν τα ψάρια τους απευθείας στην Ελευσίνα, ώστε να αποφευχθεί η άνοδος των τιμών από την κερδοσκοπία των μεσαζόντων. Εκτός από τα δημητριακά της Θράκης, του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου, η Αθήνα εισήγαγε ξυλεία από τον Πόντο και την Προποντίδα, κρασιά από την Χίο και από τη Σάμο, χαλκό και κασσίτερο από το βόρειο Αιγαίο και πάπυρο από την Αίγυπτο για της ανάγκες της εκπαίδευσης και του εμπορίου των βιβλίων. Για ορισμένα είδη πολυτελείας, όπως ο λιβανωτός, το μύρο και άλλα αρωματικά φυτά, που ακολουθώντας το δρόμο των καραβανιών έφθαναν είτε μέσω Συρίας, είτε μέσω Αλεξάνδρειας, η Αθήνα χρησίμευε ως διαμετακομιστικό κέντρο προς τις άλλες πόλεις της κυρίως Ελλάδας ή της Δύσης. Λόγω της προτίμησης των Ρωμαίων προς τα πολύχρωμα μάρμαρα και τις πολύτιμες ύλες η Αθήνα εισήγαγε επίσης, για τη διακόσμηση δημοσίων κτιρίων ή πλουσίων επαύλεων, αλάβαστρο, μάρμαρα από την Κάρυστο, την Εύβοια, τη Σκύρο, τη Λιβύη, βαθύχρωμους πορφυρίτες από την Αίγυπτο. Πολλά από αυτά τα μάρμαρα, κατεργασμένα από Αθηναίους τεχνίτες, επανεξάγονταν στην Ιταλία. Από τις επιτύμβιες στήλες πολλών ξένων, που πέθαναν στον Πειραιά, σχηματίζεται μια μάλλον θετική εικόνα του υπερπόντιου εμπορίου των Αθηνών κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Η Αθήνα διατηρούσε μόνιμες σχέσεις με τις πόλεις της Βόρειας Ελλάδος [ Ήπειρο, Θεσσαλία, Αιτωλία, Λοκρίδα, Βοιωτία ], της Πελοποννήσου [ κυρίως την Κόρινθο ], της Εύβοιας [κυρίως την Κάρυστο ], της Μακεδονίας της Θράκης, της Βιθυνίας και του Πόντου, με περιοχές της Μικράς Ασίας [ Μυσία, Αιολίδα, Ιωνία, Λυδία, Φρυγία, Καρία, Παμφυλία, Γαλατία ], με τις πόλεις της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου. Αλλά ο όγκος των εξαγωγών – λαδιού, ειδών πολυτελείας, έργων τέχνης – φαίνεται ισχνός σε σχέση με τον όγκο των εισαγωγών, πράγμα που εξηγεί εν μέρει τις οικονομικές δυσκολίες των Αθηνών.
Είναι μάλιστα βέβαιο ότι οι Ιταλοί “πραγματευόμενοι” δεν παραμέλησαν την Πελοπόννησο, ενδεικτικό της αναπτύξεως εμπορικών δραστηριοτήτων. Οι επιγραφές μαρτυρούν παρουσία τους στο Άργος, τον 1ο αιώνα π.Χ., στην Κλείτορα της Αρκαδίας, στη Μεσσηνία, όπου ήταν κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων, στο Γύθειο της Λακωνίας και στο Αχαΐας. Η παρουσία τους όμως φαίνεται ότι ήταν σχετικά ασήμαντη στην Πάτρα, πράγμα περίεργο την εποχή κατά την oποία η Κόρινθος ήταν κατεστραμμένη. Αυτό οφείλεται ασφαλώς στο γεγονός ότι το λιμάνι δεν είχε ακόμη τη σπουδαιότητα που απέκτησε μετά την ίδρυση της αποικίας από τον Αύγουστο και που την διατήρησε ως τη σύγχρονη εποχή. Η αλληλογραφία του Κικέρωνος μας πληροφορεί ότι, τον καιρό της μεταβάσεώς του στην Ελλάδα, ο διάπλους μεταξύ Βρεντεσίου και Πατρών ήταν πλημμελέστατα οργανωμένος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αυτή πόλη, της οποίας μειώθηκε εν μέρει ο πληθυσμός, μετά από την ήττα του 146 π.Χ., άργησε να ανακτήσει την ευημερία της.
Δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται ότι η ρωμαϊκή κατάκτηση συνεπαγόταν μια σημαντική αλλαγή προοπτικής στην εκτίμηση της οικονομικής ευημερίας ή της δυνάμεως μιας πόλεως, ή περιοχής.
Για τους κλασσικούς χρόνους, η σχετική δύναμη των πόλεων πρέπει να υπολογίζεται σε σχέση με τις άλλες ελληνικές πόλεις μόνο, αφού η Ελλάδα αποτελεί μια ιδιαίτερη ενότητα. Από το 146 π.Χ., αντίθετα, η Ελλάδα και οι περιοχές που την απαρτίζουν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο της λεκάνης της Μεσογείου. Είναι όμως βέβαιο ότι η Πελοπόννησος, όσο και αν ευημερούσε, δεν μπορούσε ωστόσο κατά κανένα τρόπο να συναγωνισθεί, στους κόλπους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, άλλες περιοχές πιο εύφορες ή πιο δραστήριες. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπεται, ότι οι πόλεις της Πελοποννησιακής συμμαχίας κατόρθωσαν να νικήσουν, έπειτα από αγώνες τριάντα ετών, την Αθήνα και τη θαλασσοκρατορία της, μόνο χάρη στον περσικό χρυσό, που επέτρεψε στους Σπαρτιάτες να επανδρώσουν στόλο. Αυτή την αλλαγή προοπτικής δεν ελάμβαναν αρκετά υπόψη οι αρχαίοι συγγραφείς, όταν συνέκριναν την ερήμωση των πόλεων κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους με την παλαιά τους ακμή. Η Πελοπόννησος ήταν βέβαια μια εύφορη περιοχή, ικανή να διαθρέψει τους κατοίκους της, αλλά δεν παρήγαγε ποτέ πλεονάσματα επαρκή για εξαγωγές σε μεγάλη κλίμακα.
Εκτός από την κτηνοτροφία (ίπποι, όνοι, ημίονοι, αίγες, πρόβατα), η Αρκαδία φημιζόταν κατά την αρχαιότητα για το γάλα της, στο οποίο αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Τα όρη, αλλά ακόμη και οι πεδιάδες της, παρήγαγαν μέτριας μάλλον ποιότητος ξυλεία. Μερικοί θεώρησαν τη Μαντινεία και την Τεγέα από τη μια, τη Μεγαλόπολη από την άλλη, δύο διαφορετικούς τύπους αρκαδικών πόλεων. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, στις πρώτες η δασοκομία υποκατέστησε σταδιακά τη γεωργία και ο πληθυσμός τους σημείωσε αύξηση, καθώς αναπτύχθηκαν ως κτηνοτροφικά και δασοκομικά εμπορικά κέντρα. Πάντοτε κατά την ίδια θεωρία μειώθηκε, αντίθετα, σταδιακά ο πληθυσμός της Μεγαλουπόλεως, που έγινε τόπος κατοικίας γαιοκτημόνων και διοικητικών παραγόντων. Ορισμένα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή τη διαφορά, η σημασία της όμως δεν πρέπει να υπερτιμηθεί. Είναι πάντως βέβαιο ότι το σύστημα της μεγάλης εγγείου ιδιοκτησίας, που απασχολούσε πλήθος δούλων, ποτέ δε διαδόθηκε πολύ στην Ελλάδα. Οι σωζόμενες μαρτυρίες δείχνουν μάλλον ότι οι καλλιεργητές και οι βοσκοί ήταν συνήθως ελεύθεροι πολίτες. Η Μεσσηνία ήταν κυρίως περιοχή γεωργική. Η ευημερία της, που αναφέρθηκε ήδη, εξηγείται εύκολα την εποχή αυτή, κατά την οποία το σιτάρι ήταν ακριβό. Αντίθετα δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την κατάσταση στην Λακωνία. Εκτός από τη βιοτεχνία πορφύρας, είναι γνωστό ότι εκτρέφονται εκεί εξαιρετικής ποιότητας ίπποι, που εξάγονταν στη Ρώμη, όπως οι ίπποι της Θεσσαλίας και της Αιτωλίας. Στο Tαίναρο υπήρχαν μεταλλεία σιδήρου και λατομεία μαύρου μαρμάρου. Η Λακωνία φημιζόταν επίσης για την παραγωγή ενός πράσινου μαρμάρου, που οι αρχαίοι το θεωρούσαν ποικιλία πορφυρίτη.
Και της Αργολίδος οι κυριότεροι πόροι προέρχονταν ασφαλώς από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η ευημερία της είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Το Άργος ήταν αρκετά σημαντικό εμπορικό κέντρο ώστε να προσελκύει Ιταλούς και άλλους ξένους εμπόρους. Η Συκιών φημιζόταν για τους ελαιώνες της: κατά την αυτοκρατορική περίοδο μαρτυρείται και βιοτεχνία πλίνθων. Η μελέτη της νομισματικής κυκλοφορίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Κόρινθος είχε εντατικές εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές της πόλεις κυρίως : προηγούνται κατά πολύ η Σικύων και το Άργος και ακολουθεί η Πάτρα. Το ύψος των συναλλαγών με τις υπόλοιπες πελοποννησιακές πόλεις υπερέβαινε κατά πολύ τις συναλλαγές της με την Ανατολή. Έτσι η Κόρινθος δίνει την εντύπωση μητροπόλεως-λιμένος μάλλον, του οποίου ενδοχώρα ήταν ολόκληρη χερσόνησος, παρά διαμετακομιστικού σταθμού μεταξύ της Ιταλίας και της Μικράς Ασίας. Οι πήλινοι λύχνοι και η κεραμική αποτελούν μία άλλη ενδιαφέρουσα πηγή πληροφοριών. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 1ου αι. π.Χ., φαίνεται ότι στις ελληνικές αγορές κυριαρχούσε η ιταλική κεραμική. Αργότερα, ίσως λόγω μιας πτώσεως της ποιότητος των ιταλικών προϊόντων, δεν απαντούν πια στην Κόρινθο παρά τοπικές απομιμήσεις, χωρίς μεγάλη καλλιτεχνική αξία. Την παρακμή αυτή ακολούθησε κατά το 2ο αι. μ.Χ. μια αναγέννηση, οπότε τα κορινθιακά εργαστήρια παρήγαγαν λύχνους εξαιρετικής ποιότητος, με θαυμαστή διακόσμηση, ευρύτατα διαδεδομένους στον ελληνικό χώρο. Από το τέλος όμως του 2ου ή τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. τα κορινθιακά προϊόντα υποχωρούν βαθμιαία και υποκαθίστανται από τα αθηναϊκά.
Η μόνη πόλη, στην οποία οι πηγές μας επισημαίνουν βιοτεχνική δραστηριότητα, είναι η Πάτρα, μια υφαντουργική βιοτεχνία της οποίας χρησιμοποιούσε το βύσσο, που καλλιεργούνταν στην Ήλιδα και η οποία γι’ αυτόν το λόγο αποτελούσε πόλο έλξεως των γύρω πληθυσμών. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ,λόγω των αργαλειών, οι γυναίκες στην Πάτρα ήταν πολύ περισσότερες από τους άνδρες. Γενικά, οι πόροι της Πελοποννήσου ,κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, ήταν ασφαλώς ίδιοι με εκείνους των πρώτων 150 ετών της ρωμαιοκρατίας. Δύο σημαντικά γεγονότα επέδρασαν πάντως στην εξέλιξη της Πελοποννήσου, κατά το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. : η εγκατάσταση ρωμαϊκών αποικιών στην Κόρινθο, στη Δύμη και αργότερα στην Πάτρα, και η εδραίωση, μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, της ρωμαϊκής ειρήνης.
H ρωμαϊκή κατοχή προκάλεσε σε μια πρώτη φάση, και ιδιαίτερα σε ένα τμήμα της Ηπείρου, μια μακροχρόνια οπισθοδρόμηση της ευημερίας και του πολιτισμού, είναι ωστόσο επίσης αλήθεια ότι, μακροπρόθεσμα, τα αποτελέσματα της ρωμαϊκής παρουσίας προσέλαβαν μια τροπή πιο θετική, παρ’ όλο ότι αλλοίωσαν την ομαλή εξέλιξη, που θα είχαν γνωρίσει αυτές οι περιοχές της δυτικής Ελλάδος, αν δεν είχαν υποστεί την ξένη κατάκτηση. Φαίνεται ότι αρχικά το ενδιαφέρον των Ιταλών για την ανατολική όχθη του πορθμού του Υδρούντος δε μειώθηκε με την οριστική κατάληψη αυτής της χώρας, εκδηλώθηκε μάλιστα με την εγκατάσταση μεγάλων γαιοκτημόνων, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος των οποίων ήταν ο φίλος του Κικέρωνος, Τίτος Πομπώνιος Αττικός. Ε
Είναι ακριβώς αυτός ο κύκλος, του Αττικού και των φίλων του, αυτών των “Ηπειρωτικών” [ Epirotici ], που αξιοποιούν από κοινού τις αγρονομικές τους γνώσεις, ο οποίος περιγράφεται από τον Ουάρρωνα στο έργο του “Περί γεωργίας”. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως αυτός ο αγροτικός αποικισμός θα αναπτυσσόταν κυρίως στις περιοχές τις ερημωμένες από τους κατοίκους τους μετά την καταστρεπτική επιδρομή του Αιμιλίου Παύλου. Στην πραγματικότητα όμως ο Αττικός απέκτησε πολύ μεγάλη έκταση γης, όπου επιδόθηκε στην κερδοσκοπική κτηνοτροφία, ήδη από το 59 π.Χ., στο Βουθρωτό. Αλλά η περιοχή του Βουθρωτού, διέφυγε τη λεηλασία του ρωμαϊκού στρατού το 167 π.Χ., συνεπώς σε βάρος του πληθυσμού της περιοχής δημιουργήθηκαν τα μεγάλα αυτά αγροκτήματα, που ήταν αφιερωμένα στην κτηνοτροφία. Κατά την ηπειρωτική του εκστρατεία, του 48 π.Χ., ο Καίσαρας, άφησε μια λεγεώνα στο Βουθρωτό. Το 44 π.Χ. η κατάσταση έγινε σοβαρότερη, δύο ή τρεις χιλιάδες παλαίμαχοι ήταν έτοιμοι να επιβιβασθούν στην Ιουλία αποικία, ο Κικέρων προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να εμποδίσει τον απόπλου ή τουλάχιστον να κατευθύνει την επιχείρηση προς άλλη χώρα. Ο θάνατος του Καίσαρα δε ματαίωσε το σχέδιο, που τελικά πραγματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε αργότερα με νέες αποστολές παλαιμάχων, αφού η αποικία του Καίσαρος επανιδρύθηκε από τον Αύγουστο.
Η ανάγκη να αναπτυχθούν οι επικοινωνίες, ιδίως για τη διακίνηση των προϊόντων της ενδοχώρας προς τα παράλια απέναντι στην Ιταλία, οδήγησε στη δημιουργία σημαντικού οδικού δικτύου. Αποδίδεται συχνά μεγάλη σημασία στη Εγνατία οδό, που ένωνε το Δυρράχιο και την Απολλωνία με τη Θεσσαλονίκη, ακολουθώντας την κοιλάδα του Γενούσου και κατά μήκος της Λυχνίτιδος λίμνης. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η οδός αυτή υπήρχε και χρησιμοποιούταν πολύ πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Το μόνο που έκαμαν οι ρωμαίοι κατακτητές ήταν να βελτιώσουν το κράσπεδο και να εξασφαλίσουν το δρόμο αυτό, ελέγχοντας τις γειτονικές περιοχές. Υπήρχαν δύο άλλοι δρόμοι για την προσπέλαση της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας: α] ο ένας με αφετηρία την Απολλωνία και την Αυλώνα έφθανε στην κοιλάδα του Δρίνου και στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και διέσχιζε την Πίνδο στον αυχένα του Μετσόβου, β] ο άλλος, με αφετηρία την Αμβρακία, έφθανε στους Γόμφους μέσω Πετρωτού.
Ως προς την πρωτογενή παραγωγή η Μακεδονική γη εξακολουθούσε να παράγει τα ίδια φυτά και να εκτρέφει τα ίδια ζώα, όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο. Η καλλιέργεια δημητριακών, η αμπελοκομία, η ελαιοκομία, καθώς και η καλλιέργεια ποικίλων άλλων οπωροφόρων δέντρων υπήρχε στην πέρα του Στρυμόνος Μακεδονία. Η σπουδαιότητα της αλιείας εξ’ άλλου για την οικονομία της περιοχής των λιμνών είναι αναμφισβήτητη. Αλλά, παρ’ όλο το γεωργικό της πλούτο και την σχετική επισιτιστική της αυτάρκεια, η Μακεδονία, ιδίως οι μεγάλες πόλεις της ενδοχώρας, ο ανεφοδιασμός των οποίων σε περίπτωση χαμηλής επιτόπιας παραγωγής προσέκρουε σε προβλήματα μεταφοράς, δεν ήταν απόλυτα εξασφαλισμένη από τον κίνδυνο σιτοδείας. Περιπτώσεις, κατά τις οποίες χρειάσθηκε η παρέμβαση πλουσίων τοπικών ευεργετών, εμφανίζονται σε όλη τη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας. Οι Ρωμαίοι το 167 π.Χ. επέτρεψαν την εκμετάλλευση μόνο των ορυχείων χαλκού και σιδήρου, ενώ έκλεισαν τα ορυχεία χρυσού και αργύρου. Η εκμετάλλευση των πρώτων ανατέθηκε κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές των μερίδων, οι οποίες ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλλουν το μισό των κερδών, υπό μορφή φόρου, στη Ρώμη. Η λειτουργία του συστήματος ήταν τόσο επιτυχής, ώστε η μέθοδος επεκτάθηκε το 158 π.Χ. και στα ορυχεία αργύρου και χρυσού. Η άφθονη κοπή χαλκών νομισμάτων από τις μακεδονικές πόλεις και ιδίως από το κοινό ως τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. δεν αφήνει αμφιβολίες για τη σταθερότητα και το ύψος της παραγωγής. Η κοπή αργυρών νομισμάτων διακόπηκε το αργότερο τον 1ο αιώνα π.Χ. Δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα κατά πόσον η διακοπή πρέπει να αποδοθεί σε λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ή αν συνδέεται με κάμψη της παραγωγής. Ο Στράβων την εποχή του Αυγούστου αναφέρει την ύπαρξη μεταλλείων χρυσού και αργύρου στο Παγγαίο.
Όσον αφορά το χρυσό, το πιθανότερο είναι ότι η εξόρυξη περιοριζόταν σε επιφανειακά κοιτάσματα, τα οποία εξαντλήθηκαν κατά την προαυτοκρατορική περίοδο. Όσον αφορά όμως τον άργυρο, η εξόρυξή του στην ανατολική Μακεδονία δεν αποκλείεται να συνεχίσθηκε και κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Στις επιγραφές των μακεδονικών πόλεων, ιδίως εκείνων που διασχίζονταν από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες, αναφέρεται σημαντικός αριθμός εμπόρων, συνήθως ρωμαίων, οι οποίοι είχαν προφανώς στα χέρια τους το μεγάλο εμπόριο της επαρχίας. Μερικές φορές αναφέρονται πορφυροπώλες και ξυλέμποροι και σε μια περίπτωση είναι σαφές ότι πρόκειται για δουλεμπόριο. Η σημασία του τελευταίου αυτού είδους εμπορίου επιβεβαιώνεται από επιγραφή, της Παρθικοπόλεως πιθανότατα, όπου οι δούλοι, μαζί με τα βόδια και τα αργυρά αντικείμενα , αναφέρονται ως είδη, η εμπορία των οποίων υποβάλλεται κατεξοχήν στη φορολογία.
Πηγή : http://8gym-perist.att.sch.gr/Programes/Via%20Romana/Culture/prod.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου