Η μπανανιά (επιστ. Μούσα, Musa) είναι βοτανώδες φυτό, όχι δέντρο, παρά το ότι διαθέτει ένα φαινομενικό κορμό και τυπικά αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι και 6 μ. Ο κορμός, ή ψευδοστέλεχος, αποτελείται από σφιχτό περίβλημα φύλλων, τα οποία αναδύονται από ένα βλαστάρι σε ένα υπόγειο όργανο αποθήκευσης που ονομάζεται κορμός. Περίπου 30 φύλλα αναδύονται από έναν βλαστό σε περίοδο 7-8 μηνών προ της άνθησης. Το μεγάλο άνθος «καρφί» διαθέτει χωριστά αρσενικά και θηλυκά άνθη. Μετά τη γονιμοποίηση ο καρπός της μπανανιάς, η μπανάνα , που βρίσκεται στη βάση των θηλυκών ανθών, σε ένα σύμπλεγμα πολλών «χεριών» σε κάθε δέσμη. Βοτανολογικά, ο μπανανόκαρπος είναι ένα σαρκώδες φρούτο , αλλά οι εμπορικές καλλιέργειες δεν έχουν σπόρους, είναι στείρες. Μετά από 2-3 μήνες, τα τσαμπιά ή δέσμες που ζυγίζουν τυπικά 20-25 κιλά είναι έτοιμα για συγκομιδή. Κάθε βλαστάρι μπανάνας ανθίζει μόνο μια φορά προτού ξαναπεθάνει, αλλά οι βεντούζες αναδύονται υπόγεια από τον κύριο μίσχο για να παράγουν θηλυκά φυτά, τα οποία θα δώσουν την επόμενη συγκομιδή. Η μπανάνα είναι τροπικό φρούτο, καρπός της μπανανιάς. Περιέχει βιταμίνες A, B, C, D. Καταναλώνεται συνήθως ωμή, αν και μπορεί να φαγωθεί τηγανητή, ψητή και αποξηραμένη, σε στρογγυλές επίπεδες φέτες. Για τη διατήρησή της μπορεί μετά την ξήρανση να τριφτεί σε αλεύρι. Είναι φυτό γηγενές της τροπικής ζώνης.
Στις αρχές της δεκαετίας του '20 ένας καλόγερος από την περιοχή, ο Λουκάς, επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους έφερε μαζί του λίγα φυτά μπανάνας και τα φύτεψε στη Μονή του Αγ. Αντωνίου Άρβης. Όταν τα φυτά έκαναν καρπούς κανείς δεν τους δοκίμασε παρά το ωραίο τους άρωμα, αφού τίποτα δεν ήξεραν για αυτούς. Κάποιοι όμως φύτεψαν μερικά φυτά στις αυλές και στα χωράφια τους ως διακοσμητικά. Λίγα χρόνια αργότερα ένας γιατρός που βρέθηκε στην περιοχή και γνώριζε το φρούτο, όχι μόνο το δοκίμασε μπροστά στους έκπληκτους κατοίκους, αλλά αγόρασε και ένα μπανανοστάφυλο. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 οι πρώτες καλλιέργειες ήταν γεγονός στην περιοχή. Οι μπανάνες, μέσα σε τσουβάλια με άχυρο ή κομμένο χαρτί, μεταφέρονταν με ζώα στη Βιάννο, από εκεί με φορτηγά στο Ηράκλειο και στη συνέχεια με πλοίο στην Αθήνα. Οι Κρητικοί εξακολουθούσαν να μην τις δοκιμάζουν. Δέκα χρόνια αργότερα αρχίζει η καλλιέργεια της μπανάνας και στα Μάλια, στα βόρεια παράλια του Ηρακλείου. Την εποχή εκείνη η τιμή της εκτοξεύεται στις 25 δρχ. η οκά το χειμώνα και το καλοκαίρι πέφτει στις 5 δρχ. Την ίδια εποχή η τιμή του λαδιού δεν ξεπερνούσε τις 7 δρχ./οκά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 οι κάτοικοι της Κρήτης «ανακαλύπτουν» την μπανάνα ως φρούτο και αρχίζει η διάθεση του προϊόντος και στις αγορές του νησιού. Η ζήτηση μεγάλη, δεν καλύπτεται από την παραγωγή. Στο τέλος της δεκαετίας του '50, αρχίζει η εισαγωγή μπανάνας κατά τη διάρκεια του χειμώνα από τις αφρικανικές χώρες και τη Νότια Αμερική. Οι καλλιέργειες της μπανάνας επεκτείνονται στην Ιεράπετρα, στην Παχιά Άμμο και στη Σητεία του Ν. Λασιθίου στα μέσα της δεκαετίας του 70, όπου καλλιεργούνται σε θερμοκήπια. Λίγα χρόνια αργότερα υπάρχουν 5.000 στρέμματα θερμοκηπιακής μπανάνας και 2.500 στρέμματα υπαίθριας με παραγωγή 30.000 τόνους ετησίως. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως χρυσή εποχή της μπανανοκαλλιέργειας.
Η τιμή πώλησης φτάνει τις 500 και 600 δρχ. το κιλό και η ζήτηση είναι μεγάλη. Οι ανάγκες σε επίπεδο χώρας αγγίζουν τους 100.000 τόνους ετησίως. Το 1989 επιτρέπεται και πάλι η εισαγωγή της μπανάνας, που είχε απαγορευτεί μετά από τις διαμαρτυρίες των μπα-νανοπαραγωγών το 1981. Έμποροι και καταναλωτές στρέφονται τότε στην εισαγόμενη μπανάνα. Η ντόπια μπανάνα βρίσκεται στα αζήτητα και η πλειοψηφία των μπανανοπαραγωγών αναγκάζεται να αλλάξει καλλιέργεια. Οι λίγες ποσότητες που παράγονται πλέον διακινούνται κατά βάση στις αγορές της Κρήτης. Το 1990 ιδρύθηκε ο Αγροτικός Συν/σμός Κοινής Πώλησης Μπανάνας από τους παραγωγούς της Κρήτης, με έδρα την Αρβη και τη συμμετοχή των μπανανοπαραγωγών της Ηλείας, μοναδικού νομού της χώρας που καλλιεργούσε μπανάνες εκτός Κρήτης. «Σήμερα», μας είπε ο πρόεδρος του Συν/σμού και της Ομάδας παραγωγών πλέον, κ. Χρήστος Μάλλιος, «καλλιεργούνται στην Αρβη 185 στρέμματα υπό κάλυψη και 102 υπαίθρια, στα Μάλια 149 στρέμματα υπό κάλυψη, στη Σητεία 50 και στο Ρέθυμνο 16, υπό κάλυψη επίσης. Τα μέλη της Ομάδας μας ανέρχονται σε 160, εκ των οποίων 113 είναι στην Αρβη, 38 στα Μάλια, 6 στη Σητεία και 3 στο Ρέθυμνο. Υπάρχουν, να προσθέσω, και κάποιοι ελάχιστοι παραγωγοί, που διακινούν τα προϊόντα τους εκτός Ομάδας. Η παραγωγή ξεπερνά τους 1.700 τόνους το χρόνο». Υπάρχουν προοπτικές για την καλλιέργεια και κάθε χρόνο στην Αρβη φυτεύονται περίπου 100 νέα στρέμματα. Η απόδοση ενός στρέμματος μπανάνας ανέρχεται στους τέσσερις τόνους περίπου όταν είναι υπαίθρια και επτά περίπου όταν καλλιεργείται στο θερμοκήπιο. Το μπανανοστάφυλο μπορεί να φτάσει και τα 70 κιλά. Συνήθως όμως φτάνει τα 25 κιλά στην υπαίθρια καλλιέργεια και τα 35 στη θερμοκηπιακή.
Όπως τονίζει ο κ. Μάλλιος, οι μπανανοπαραγωγοί έδωσαν πολλούς αγώνες για να δοθεί η επιδότηση της παραγωγής από την Ε.Ε. λόγω απώλειας εισοδήματος από την εισαγωγή μπανάνας. Η ενίσχυση αυτή δόθηκε το '93, οι παραγωγοί όμως την πήραν το '99. «Ο έλεγχος όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα είναι συστηματικός και αυστηρός, ώστε να μη δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα στην επιδότηση», δηλώνει ο πρόεδρος και προσθέτει: «Τα δύο τελευταία χρόνια έχουμε δώσει βάρος στη βιολογική καλλιέργεια της μπανάνας. Ήδη σαράντα στρέμματα είναι πιστοποιημένα και κάποια άλλα βρίσκονται στη διαδικασία πιστοποίησης. Υπάρχουν βέβαια κάποια προβλήματα οργανωτικά όσον αφορά τη διάθεση της βιολογικής μπανάνας, τα οποία προσπαθούμε να ξεπεράσουμε». Όσον αφορά τις ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Αρβη, έχει επικρατήσει η «ποικιλία Άρβης», η οποία είναι παγκοσμίως γνωστή ανάμεσα στις 100 που υπάρχουν. Παράλληλα, η Ομάδα Παραγωγών συνεργάζεται με το Παν/μιο Κρήτης και πειραματίζεται σε βελτιωμένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Η κρητική μπανάνα αποδεδειγμένα έχει πολλά πλεονεκτήματα έναντι της εισαγόμενης. Δεν προσβάλλεται από ασθένειες και δεν επιβαρύνεται με φυτοφάρμακα. Οι δύο βασικές ασθένειες, υποστηρίζουν οι παραγωγοί, τετράνυχος και νηματώδης, καταπολεμούνται με υδρονέφωση και πυκνή διαδοχική φύτευση. Ακόμη, το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κοπής μέχρι την εμφάνιση του προϊόντος στις αγορές δεν ξεπερνά τις οκτώ μέρες, σε αντίθεση με τις εισαγόμενες, που το διάστημα αυτό προσδιορίζεται στους τρεις μήνες. «Η μπανάνα της Κρήτης είναι φρέσκια. Όσοι γνωρίζουν την αναζητούν στις λαϊκές της Αθήνας. Η αγορά της Κρήτης σαφώς προτιμά την ντόπια μπανάνα», προσθέτει ο κ. Χρ. Μάλλιος. Τέλος, να σημειώσουμε ότι εδώ και δύο χρόνια στην Αρβη έχει καθιερωθεί η «Γιορτή Μπανάνας», που γίνεται τον Αύγουστο. Η γιορτή, που διαρκεί τρεις μέρες, περιλαμβάνει ενημερωτικές, πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις. Προσελκύει δε χιλιάδες επισκέπτες, οι οποίοι έχουν την ευκαιρία να γευτούν τις μυρωδάτες μπανάνες της Άρβης.
Πηγή: http://www.froutonea.gr/gr/reportaz/aricle_archive5220
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μπανανιά
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μπανάνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου