Υπάρχει ένα ποίμνιο με 200 ζώα στο νομό Ροδόπης (στοιχεία 2009). Τα πρόβατα της φυλής αυτής είναι ομοιόμαλλα και λεπτόουρα. Πρόκειται για ζώα σχετικά μικρόσωμα. Ο δείκτης πολυδυμίας τους ανέρχεται στο 1. Tα αρνιά θηλάζουν για 3 μήνες. Όσο αφορά στη γαλακτοπαραγωγή τους αυτή ανέρχεται στα 50 kg ανά προβατίνα. Το βάρος τους κυμαίνεται στα 47 kg για το αρσενικό και στα 33 kg για το θηλυκό. Το ύψος του ακρωμίου ανέρχεται στα 63 cm για το αρσενικό και στα 56 cm για το θηλυκό. Το κεφάλι του προβάτου της φυλής είναι επίμηκες, κωνικό με επιρρίνιο μακρύ και ευθύγραμμο. Τα αυτιά του είναι μικρά και ημιόρθια. Τα αρσενικά φέρουν ελικοειδή κέρατα, ενώ τα θηλυκά είναι ακέρατα. Τα άκρα του έχουν μικρό μήκος, αλλά είναι λεπτά και ισχυρά. Η όλη σωματική διάπλαση των ζώων της φυλής είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη για τις δύσκολες αναρριχήσεις στις βουνοπλαγιές των οροσειρών της Θράκης όπου βόσκει. Ο χρωματισμός του είναι συνήθως λευκός. Πολλά λευκά άτομα έχουν καστανές ή μαύρες κηλίδες γύρω από τους οφθαλμούς, στα αυτιά, στα άκρα και συχνά στον κορμό. Σε πολύ μικρό ποσοστό απαντώνται και άτομα εντελώς μαύρα. Η Καλαρρύτικη φυλή προβάτου εκτρέφεται στους Καλλαρύτες και το Συρράκο σε 18 ποίμνια με 6413 ζώα (στοιχεία του 2009). Τα ποίμνια είναι μετακινούμενα (το καλοκαίρι στην οροσειρά των Τζουμέρκων και το χειμώνα σε πεδινές περιοχές της Θεσσαλίας, Τύρναβος, Βλωχός, Αμφιθέα ή του Ακτίου). Πρόκειται για αναμικτόμαλλο και λεπτόουρα πρόβατα. Τα ζώα αυτής της φυλής έιναι μικρόσωμα, ο χρωματισμός τους είναι ομοιόμορφος (πρόκειται για λευκά ζώα με κοκκινόφαιες κηλίδες στις παρειές του προσώπου τους, γύρω από το στόμα και τα αυτιά τους). Έχουν ιδιαίτερα ευρύ στήθος. Οι τοκετοί τους είναι πρώιμοι (συνήθως τον Οκτώβριο με Νοέμβριο). Ο δείκτης πολυδυμίας του είναι 1,3–1,4. Η γαλακτοπαραγωγή τους κυμαίνεται στα 80‐100 kg ανά προβατίνα. Το ύψος του ακρωμίου τους κυμαίνεται στα 67 cm για τα αρσενικά και στα 60 cm για τα θηλυκά. Το σωματικό τους βάρος είναι 64 kg για τα κριάρια και 45 kg για τις προβατίνες.
Η Καραγκούνικη φυλή προβάτων εκπροσωπεί τον πεδινό τύπο της Εγχώριας φυλής. Εκτρέφεται κυρίως στο δυτικό τμήμα της Θεσσαλίας. Ο χρωματισμός ποικίλλει σε ευρέα όρια, αφού υπάρχουν ζώα με μαύρο χρώμα, λευκά με μελανές κηλίδες στο σώμα, το πρόσωπο, τα αυτιά και τα άκρα και άλλα εντελώς λευκά. Υπάρχουν 200.000 καθαρόαιμα ζώα της φυλής αυτής. Πρόκειται για λεπτόουρα και αναμικτόμαλλα πρόβατα. Είναι μεγαλόσωμη φυλή με ισχυρά άκρα. Έχουν κυρτό επιρρίνιο και ημικρεμάμενα αυτιά. Η ουρά τους είναι πολύ μακριά και στρογγυλή που σε μερικά ζώα αγγίζει σχεδόν το έδαφος και γενικά είναι κάπως πλατιά στη βάση τους. Τα κριάρια σε ποσοστό 50% περίπου είναι κερασφόρα. Τα κέρατά τους είναι μεγάλα, ισχυρά, ελικοειδή και συνήθως περιτυλίγουν τα αυτιά. Μικρό ποσοστό κριαριών φέρει μικρά και λεπτά μάλλον κέρατα, ενώ τα υπόλοιπα είναι ακέρατα. Οι προβατίνες κατά κανόνα είναι ακέρατες, υπάρχουν όμως και λίγες προβατίνες με μικρά κέρατα, ενώ εκείνες που φέρουν μικρά και προς τα πλάγια κατευθυνόμενα κέρατα είναι ελάχιστες. Ο μαστός τους είναι καλής διαπλάσεως και προσφύσεως. Είναι ανθεκτικό σε ακραίες θερμοκρασίες, μαστίτιδες και πυροπλασμώσεις. Είναι πρόβατο ακατάλληλο για πετρώδεις ορεινούς βοσκοτόπους. Ο συντελεστής πολυδυμίας είναι 1,36. Η γαλακτοπαραγωγή ανέρχεται στα 190 kg περιεκτικότητας 7,4% σε λίπος. Η διάρκεια γαλακτικής περιόδου είναι 165 ημέρες. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι 220 g ανά ημέρα (115 μέρες). Πρόκειται για σφάγια καλής ποιότητας. Το βάρος των ενηλίκων είναι 80 kg για τα αρσενικά και 60 kg για τα θηλυκά. Ενώ το ύψος του ακρωμίου είναι 78 cm για τα αρσενικά και 68 cm για τα θηλυκά.
Η Κοκοβίτικη φυλή εκτρέφεται στην κεντρική, ορεινή περιοχή της Πελοποννήσου στα όρια των νομών Αρκαδίας, Αχαΐας, Ηλίας και Μεσσηνίας. Η περιοχή αυτή είναι ορεινή, δύσβατη και απομακρυσμένη από τα αστικά κέντρα και τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Έλαβε το όνομά της από το χωριό Κόκοβα (Σκοτάνη) του νομού Αχαΐας. Λέγεται επίσης Ακοβίτικη από το χωριό Άκοβα (Τρόπαια) του νομού Αρκαδίας. Πολλά ποίμνια εκτρέφονται σήμερα στο χωριό Κοντοβάζαινα του νομού Αρκαδίας. Το Κοκοβίτικο πρόβατο σύμφωνα με τις πληροφορίες των προβατοτρόφων της περιοχής και των παλαιότερων ειδικών στην προβατοτροφία γεωπόνων, πρέπει να είναι παράγωγο του ορεινού προβάτου της Πελοποννήσου. Διαφοροποιήθηκε εξαιτίας των ειδικών συνθηκών εκτροφής του στις συγκεκριμένες περιοχές και διαμορφώθηκε σε έναν ιδιαίτερο τύπο προβάτου, μικρού σωματικού μεγέθους και πολύ μικρής παραγωγικότητας, αλλά με μεγάλη αντοχή σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, οι οποίες ακόμη έως σήμερα παραμένουν το ίδιο αντίξοες στην περιοχή όπου εκτρέφεται. Το μέσο μέγεθος των εκτρεφόμενων ποιμνίων είναι περίπου 50 πρόβατα. Η διατροφή του στηρίζεται κταά την περίοδο που δεν υπάρχει χιόνι στις βοσκές, οι οποίες άλλοτε είναι άφθονες και άλλοτε φτωχές, καθώς και στις μικρές συνήθως ποσότητες δημητριακών και μηδικής που προσφέρονται στα ζώα κατά την εποχή των τοκετών, η οποία συμπίπτει κατά κανόνα με την περίοδο των χιονοπτώσεων. Ο σταβλισμός γίνεται σε παραδοσιακές εγκαταστάσεις, πρόχειρα κατασκευασμένες, χωρίς να πληρούν τις απαιτήσεις υγείας των ζώων. Οι τοκετοί κατά κανόνα μονόδυμοι, πραγματοποιούνται κατά την περίοδο του χειμώνα από Δεκέμβριο έως Φεβρουάριο. Τα αρνιά εκποιούνται το Πάσχα σε σωματικό βάρος γύρω στα 15kg. Οι προβατίνες αμέλγονται 2 φορές την ημέρα έως το τέλος του καλοκαιριού και παράγουν 50-60kg γάλακτος. Το γάλα χρησιμοποιείται από τους εκτροφείς για την παραγωγή τυριού φέτας.
http://www.gaiapedia.gr/gaiapedia/index.php/Αυτόχθονες_φυλές_αιγοπροβάτων_στην_Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου