To Έργα και Ημέραι είναι ένα από τα πιο γνωστά διδακτικά επικά ποιήματα του Ησιόδου. Αποτελείται από 828 εξάμετρους στίχους και γράφτηκε με αφορμή τη δικαστική διαμάχη του Ησιόδου με τον αδελφό του Πέρση για την πατρική κληρονομιά και εκφράζει όλη την πικρία του συγγραφέα για την αδελφική διχόνοια. Αυτή ως Έριδα βρίσκεται στο επίκεντρο του πρώτου μέρους του έργου. Το έπος αρχίζει με επίκληση στις Μούσες της Πιερίας κατά το τυπικό, για να δώσουν έμπνευση στον ποιητή να γράψει αλλά και για να δώσουν ιερότητα και αξιοπιστία στα γεγονότα που θα αναφερθούν στη συνέχεια. Ύστερα ο ποιητής υμνεί τον ύψιστο θεό Δία και αρχίζει ουσιαστικά το έπος, που χωρίζεται σε δύο μέρη. Ο ποιητής απευθύνεται στον αδελφό του Πέρση και αναλύει την δομή της ανθρώπινης κοινωνίας, τις ηθικές υποχρεώσεις κάθε ανθρώπου και την προέλευση του κακού στον κόσμο. Τονίζει έντονα τις χρήσιμες για τον αγώνα της ζωής αρετές της οικονομίας, της προνοητικότητας, του μέτρου, της τάξης και τις κοινωνικότητας. Όλη αυτή η διαδικασία γίνεται μέσα από την αφήγηση μυθικών διηγήσεων, όπως του Προμηθέα και της Πανδώρας. Λίγο πιο αναλυτικά, στο πρώτο μέρος ο Ησίοδος, μετά την επίκληση των Μουσών, τονίζει ότι οι Θεοί έχουν τον τρόπο τους να γονατίζουν τους άδικους και τους ισχυρούς και μετά απευθύνεται ευθέως στον αδελφό του με τον οποίο βρίσκονται ακόμα σε δικαστική διαμάχη. Περιγράφει διάφορες ανθρώπινες αδυναμίες όπως η ζήλεια και η απληστία, αλλά και το γεγονός ότι η Έρις έχει δύο όψεις, μια χρήσιμη και καλή αλλά και μία αρνητική και καταστροφική. Αναφέρει ότι δεν πήρε τη μισή γη που του αναλογούσε, αλλά λιγότερη και αυτό ο Πέρσης το κατάφερε "ταΐζοντας τους δικαστές που χαίρονται να δικάζουν τέτοιες υποθέσεις για να δωροδοκούνται". Στη συνέχεια ο Ησίοδος αντιπαραβάλλει έμμεσα την υπόθεσή τους με του Προμηθέα και του Επιμηθέα και αναφέρει την ιστορία με την Πανδώρα.
Αφηγείται πως θύμωσαν οι θεοί με τη φωτιά που πήραν οι άνθρωποι και πως για να τιμωρήσουν αυτούς και τον Προμηθέα έπλασαν την Πανδώρα και την έστειλαν να πλανέψει τον Επιμηθέα, ο οποίος έκανε το λάθος να δεχτεί δώρο από το Δία παρότι ο Προμηθέας τον είχε συμβουλέψει για το αντίθετο. Το δώρο των θεών ήταν η ίδια η Πανδώρα που άνοιξε το πιθάρι με όλα τα δεινά του κόσμου και από τότε δυστύχησαν όλοι οι άνθρωποι, αφού μέσα στο λεγόμενο "κουτί" της έμεινε μονάχα η Ελπίδα. Στη συνέχεια ο Ησίοδος αναφέρεται κάπως διεξοδικά στην πλάση της ανθρωπότητας κατά γενιές ή φυλές και θυμίζει στον αδελφό του ότι οι θεοί έπλασαν από το ίδιο υλικό ανθρώπους και ημίθεους ή ήρωες, υπονοώντας ότι ο άνθρωπος έχει την επιλογή να γίνει καλός ή κακός. Αναφέρει ότι δημιουργήθηκε πρώτα η χρυσή γενιά, που ήταν η τελειότερη και ευτύχησε. Όταν αυτή έφυγε από τη γη, οι θεοί έπλασαν την αργυρή, που ήταν πολύ υποδεέστερη της χρυσής. Όταν πέρασε κι αυτής ο χρόνος, έπλασαν την τρίτη γενιά, από χαλκό, που ήταν ακόμα χειρότερη. Οπότε την επόμενη γενιά οι θεοί φρόντισαν να την φτιάξουν καλύτερη και έτσι η τέταρτη φυλή η γενεά των ανθρώπων ήταν αγαθοί άνθρωποι και ήρωες, που έγιναν ημίθεοι. Πολλοί από αυτή τη γενιά πολέμησαν την εποχή του Οιδίποδα και στον Τρωικό Πόλεμο "για την Ελένη με τα πλούσια μαλλιά" και ύστερα αποσύρθηκαν και ζουν ακόμα στα πέρατα της οικουμένης. Τέλος, οι Θεοί έπλασαν την πέμπτη φυλή η γενιά, που ο Ησίοδος αφήνει να εννοηθεί ότι είναι η τωρινή και στην οποία ανήκει ο ίδιος και ο αδελφός του. Την περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα, όπου χάνεται ο σεβασμός για το γονιό, δεν επαινείται ο αγαθός αλλά ανταμείβεται ο ισχυρός, όπου η δύναμη είναι και δίκαιο, και όπου η Νέμεση και η Αιδώς (ντροπή) αποχωρούν πλέον από τη συντροφιά των ανθρώπων και αναζητούν καταφύγιο κοντά στους θεούς, αφήνοντας τους αδύναμους ανθρώπους στη μοίρα τους, ανυπεράσπιστους απέναντι στην ισχυρή εξουσία ή το άδικο. Μετά τις παραβολές και τις περιγραφές, ο Ησίοδος περνά ξανά με σαφήνεια στο ζήτημα με τον αδελφό του, και του ζητά να μην είναι βίαιος και άδικος, να μην συνεχίσει να ζητά όλο και περισσότερα αφού ήδη πήρε παραπάνω από όσα του ανήκαν, επειδή θυμώνουν και οι Θεοί, μια που "όλα τα βλέπει το μάτι του Δία".
Φτάνει στο σημείο να λέει ότι καλύτερα να μην ήταν δίκαιος ούτε ο ίδιος ούτε ο γιος του, αφού η ζωή επιβραβεύει τους άδικους για να καταλήξει όμως ότι "Ο Δίας μάλλον δεν θα το αφήσει αυτό να περάσει έτσι", δηλαδή να μείνει ατιμώρητο. Ζητά από τον αδελφό του να μην ορκίζεται στα ψέματα και να διαλέξει όχι το δρόμο της κακίας που είναι δίπλα στον κάθε άνθρωπο, αλλά της αρετής, που μόνο στην αρχή μοιάζει δύσκολος. Του λέει ότι ο πλούτος δεν είναι αγαθός όταν αρπάζεται και ότι μόνο η δουλειά είναι τίμιος τρόπος να πλουτίσεις. Στη συνέχεια ο Ησίοδος προχωρεί σε διάφορες συμβουλές για το πώς πρέπει να ζει ένας καλός άνδρας, να εργάζεται, να φροντίζει τη γη του, να θυσιάζει στους θεούς, και ο λόγος αρχίζει να γίνεται λιγότερο προσωπικός -σαν ο Ησίοδος να μην απευθύνεται πια στον αδελφό του, αλλά να μιλά γενικά για το σωστό τρόπο ζωής. Λέει να καλούμε το γείτονά μας στις γιορτές, γιατί ο κακός γείτονας είναι κατάρα και ο καλός γείτονας ευλογία, και μας προστρέχει συχνά περισσότερο από τους συγγενείς. Συνιστά να μιλάμε με μάρτυρες και να κάνουμε όρκους για σιγουριά στις συμφωνίες και μετά λέει στους άνδρες να προσέχουν τις γυναίκες, επειδή όποιος εμπιστεύεται γυναίκα, εμπιστεύεται απατεώνα. Από τους στίχους 380 και μετά ο Ησίοδος αρχίζει να δίνει εντελώς πρακτικές συμβουλές, για το πότε πρέπει να σπέρνεις, να θερίζεις, να ταξιδεύεις με πλοίο κ.λπ. Ο ποιητής δίνει συμβουλές για τις ανθρώπινες σχέσεις καθώς και για θέματα, όπως η γεωργία, η ναυτιλία, το εμπόριο και οι αίσιες και θεάρεστες ημέρες του μηνός.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Έργα_και_Ημέραι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου