Η σαγήνη ήταν κάθετο δίκτυο αλιευτικό, συρόμενο επί του βυθού, πλεγμένη από λινό. Είχε πιο μικρές τρύπες από τα κοινά δίκτυα, ήταν πιο πυκνό στην πλέξη. Σήμερα κάτι ανάλογο το ονομάζουμε τράτα. Το ρήμα σαγηνεύω σήμαινε ψαρεύω με συρόμενο δίχτυ, την σαγήνη. Επειδή η σαγήνη είχε πολύ λεπτή πλέξη, κατά την αλιεία, παρέσερνε τα πάντα στα δίχτυα της από τα μεγάλα έως τα πιο μικρά ψαράκια, τους γόνους. Αυτή η ιδιαιτερότητα έδωσε και μεταφορική έννοια στο ρήμα σαγηνεύω. Χρησιμοποιήθηκε τόσο στο στρατό (σχηματίζω στρατιωτική γραμμή σαν δίχτυ και όπως προχωρώ σαρώνω όλους, όπως παρασέρνουν με τα δίχτυα τους οι αλιείς τα ψάρια) όσο και στους ανθρώπους με την έννοια του θέλγω, έλκω, αιχμαλωτίζω κάποιον με τα προσόντα μου. Η ενέργεια της «σαγήνης», ως στρατιωτικής τακτικής, χαρακτηρίστηκε από τον Ηρόδοτο ως συνήθεια που κατείχαν οι βάρβαροι, περιγράφοντας πως οι Πέρσες κατάφερναν να πιάνουν όλους τους ανθρώπους από τα νησιά που κυρίευαν.
Μελετώντας τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μπορούμε εν τάχει να προσδιορίσουμε τους τρόπους και τα μέσα που διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες αλιείς για την τέχνη της αλιείας. Ουσιαστική διαφορά με την σύγχρονη εποχή δεν υπάρχει πλην του γεγονότος ότι δεν μόλυναν τα ύδατα, δεν έκαναν χρήση δυναμίτη, δεν νέκρωναν το θαλάσσιο βασίλειο. Τα σκάφη που χρησιμοποιούσαν οι αλιείς ήταν σε γενικές γραμμές μικρά, με μικρό βύθισμα για να μπορούν να πλέουν σε όρμους, κόλπους, ποτάμια, λίμνες και αβαθή. Μέσα σε αυτά έβαζαν τα δίχτυα, τα δολώματα και όλα τα εξαρτήματα / σύνεργα αλιείας που θα τους χρειάζονταν. Υπήρχαν και σκεύη μέσα στα οποία τοποθετούσαν αυτά που ψάρευαν. Τα σκεύη αυτά ήταν άλλοτε μεταλλικά κι άλλοτε ψάθινα: [οι γαρίδες πηδούσαν στο σχοινόπλεκτο κοφίνι σαν να ήτανε δελφίνια] «καρίδες εξήλλοντο δελφίνων δίκην εις σχοινόπλεκτον άγγος»[1]
Το αλιευτικό σκάφος είχε την γενική ονομασία «αλιάς». Με την λέξη αυτή εννοούσαν οποιοδήποτε σκάφος, μικρό ή μεγάλο, που χρησίμευε για την αλιεία: [επιβιβάστηκε σ' ένα αλιευτικό και διασώθηκε στην Άκανθο] «αλιάδος επιβάς εις Άκανθον διεσώθη»[2].
Ελληνικό πλοίο, ψηφιδωτό, 1ος αι. π.χ. - μ.χ.Η κύμβη ήταν μια αλιάδα, ένα αλιευτικό σκάφος, που πήρε το όνομά της από τις λέξεις κύμβος, και κυλαίνω, οι οποίες περιγράφουν την καμπυλότητα. Από το όνομά της και μόνο αντιλαμβανόμαστε ότι το ναυπηγικό χαρακτηριστικό του σκάφους ήταν το καμπύλο σχήμα του. Αρχικώς, η κύμβη, ήταν μονόξυλη λέμβος που χρησιμοποιούσαν οι αλιείς στα αβαθή ύδατα λιμνών και ποταμών. Κύμβη ονομαζόταν και η λέμβος του Χάρωνος όπου μετέφερε τις ψυχές από τους ποταμούς και την Αχερουσία λίμνη. Από τις παραστάσεις συμπεραίνουμε ότι η κύμβη ήταν καμπύλη αλλά και επιμήκης με την πλώρη και την πρύμνη ελαφρώς υψωμένες. Από το όνομα κύμβη ονόμαζαν κυμβία κι ένα είδος κρασοπότηρων τα οποία προφανώς έμοιαζαν στο σχήμα με τα εν λόγω σκάφη [3]. Τα αλιευτικά έπλεαν μόνα τους ή πολλά μαζί ανά ομάδες. Πολλές φορές συνόδευαν στόλους ενώ αναφέρεται και το πλοίο αναψυχής «Συρακουσία», το οποίο μετέφερε επάνω του, μεταξύ άλλων, και πολλές «αλιάδες»[4]. Σε γενικές γραμμές, ως προς το μέσον αλιείας, οι αλιείς χωρίζονταν σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν δίκτυα και σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν άλλα μέσα όπως καμάκι (κάλαμος) ή τρίαινα. Πάνω σε αυτό τον διαχωρισμό ο Πλάτων [5] ξεχώρισε την αλιεία σε δύο κύριες κατηγορίες: Την πληκτική και την ασπαλιευτική.
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πλήττω που σημαίνει χτυπώ. Κατά την πληκτική αλιεία παρουσιάζονται δύο κατηγορίες:
Α) Τριοδοντικό
Λέξη σύνθετη (τρεις + δόντι) που σημαίνει το ψάρεμα με τρίαινα (καμάκι με τρεις αιχμές): [και τις αιχμές της τρίαινας] «και της τριαίνης τας ακμάς» [6]. Το τριοδοντικό, όπως εξηγεί ο Πλάτων, πλήττει το ψάρι από πάνω προς τα κάτω, και σε όποιο σημείο τύχει. Το αποτέλεσμα συχνά δεν ήταν ικανοποιητικό καθώς υπήρχε περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος του ψαριού να θρυμματισθεί.
β) Ασπαλιευτικό
Σκηνή αλιείας με καλάμι και απόχη. Ψηφιδωτό δάπεδο από τη Λιβύη.
Η ασπαλιεία ήταν για τους αρχαίους Έλληνες το ψάρεμα με το αγκίστρι. Συναντάται και ως «αγκιστρεία». Κατά την ενέργεια αυτή, σε αντίθεση με το τριοδοντικό, το ψάρι δεν πλήττεται όπου τύχει αλλά γύρω από το κεφάλι και στην στοματική κοιλότητα ενώ ανασύρεται από κάτω προς τα πάνω. Το αλιευτικό καλάμι ονόμαζαν «κάλαμο» [7], από το οποίο κρεμόταν ένα πολύ λεπτό νήμα, συνήθως λινό, το οποίο ονόμαζαν «λίνο». Στην άκρη του λίνου υπήρχε ένα μεταλλικό αγκίστρι πάνω στο οποίο έβαζαν το δέλεαρ (δόλωμα): [...ιερό ιχθύ από το κύμα του πόντου με λινό νήμα και αστραφτερό αγκίστρι ψάρευε] «...ιερόν ιχθύν εκ πόντοιο θύραζε λίνω και ήνοπι χαλκώ»[8]. Ο «λίνος» λεγόταν και ορμιά, λέξη που την χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα: [...να μου δανείσει για λίγη ώρα εκείνη την πετονιά και το αγκίστρι, που τα έφερε για τάμα ο Πειραιώτης ψαράς] «προς ολίγον χρήσαι την ορμιάν εκείνην και το άγκιστρον, όπερ ο αλιεύς ανέθηκεν εκ Πειραιώς» [9]. Στην άκρη του λίνου υπήρχε ένα μεταλλικό αγκίστρι πάνω στο οποίο έβαζαν το δέλεαρ [10] (δόλωμα) το οποίο συνήθως αποτελείτο από μικρά τεμάχια άρτου. Όταν η αλιεία γινόταν κατά την διάρκεια της νύχτας, με το φως της φωτιάς, το πυρ, τότε οι αλιείς την ονόμαζαν «πυρευτική»[11].
Είναι πραγματικά απίστευτο το πόσα ονόματα έδιδαν οι αρχαίοι Έλληνες τόσο για τα δίκτυα όσο και για τους αλιείς που τα χρησιμοποιούσαν. Ο αλιεύς που χρησιμοποιούσε δίκτυα καλείτο «δικτυεύς», αυτός που τα έρριπτε στην θάλασσα «δικτυβόλος» ενώ εκείνος που τα μάζευε «δικτυουλκός»[12]. Τα δίχτυα των αλιέων ήταν πλεγμένα από λινό. Είχαν διάφορες ονομασίες, όπως «αμφίβληστρον», «γρίπος», «σαγήνη» κ.α. και ανάλογα με την χρήση που έκανε κάθε αλιεύς ελάμβανε κι εκείνος αντίστοιχα το ανάλογο όνομα: [η τράτα, ο γρίπος, το πεζόβολο και όσα άλλα δίκτυα πλέκονται από σπάγκους κατάλληλα για την αλιεία] «Σαγήνη και γρίπος και αμφίβληστρον και όσα άλλα εκ λίνων πέπλεκται επιτήδεια προς αλιείαν»[13]. Το αμφίβληστρον (αμφί + βάλλω = ρίχνω ολόγυρα) ήταν δίκτυ που το έριχναν γύρω - γύρω (όπως ο σημερινός πεζόβολος). Ο αλιεύς που χειριζόταν αμφίβληστρον ονομαζόταν «αμφιβολεύς» [14]. Ο γρίπος ήταν κι αυτός αλιευτικό δίκτυ. Η τέχνη της αλιείας του γρίπου λεγόταν «γριπιής τέχνη» και αντίστοιχα ο αλιεύς που την χρησιμοποιούσε «γριπεύς». Δεν ήταν εύκολη η τέχνη του γριπέα αλλά ούτε και η καθημερινή ζωή του. Αυτό εξάλλου ήταν μια γενική εκτίμηση για τους αλιείς. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς έβλεπαν με πόση δυσκολία επιβίωναν κινδυνεύοντας πολλές φορές από τις διαθέσεις του καιρού και της θάλασσας: [Αλήθεια, ο ψαράς περνάει άθλια ζωή, που έχει σπίτι του το πλοίο, δουλειά του την θάλασα και κυνήγι του αβέβαιο τα ψάρια] «η κακόν ο γριπεύς ζώει βίον, ω δόμος α ναυς, και πόνος εντί θάλασσα, και ιχθύες α πλάνος άγρα»[15].
Η σαγήνη ήταν κάθετο δίκτυο αλιευτικό, συρόμενο επί του βυθού, πλεγμένη από λινό. Είχε πιο μικρές τρύπες από τα κοινά δίκτυα, ήταν πιο πυκνό στην πλέξη. Σήμερα κάτι ανάλογο το ονομάζουμε τράτα. Το ρήμα σαγηνεύω σήμαινε ψαρεύω με συρόμενο δίχτυ, την σαγήνη. Επειδή η σαγήνη είχε πολύ λεπτή πλέξη, κατά την αλιεία, παρέσερνε τα πάντα στα δίχτυα της από τα μεγάλα έως τα πιο μικρά ψαράκια, τους γόνους. Αυτή η ιδιαιτερότητα έδωσε και μεταφορική έννοια στο ρήμα σαγηνεύω. Χρησιμοποιήθηκε τόσο στο στρατό (σχηματίζω στρατιωτική γραμμή σαν δίχτυ και όπως προχωρώ σαρώνω όλους, όπως παρασέρνουν με τα δίχτυα τους οι αλιείς τα ψάρια) όσο και στους ανθρώπους με την έννοια του θέλγω, έλκω, αιχμαλωτίζω κάποιον με τα προσόντα μου. Η ενέργεια της «σαγήνης», ως στρατιωτικής τακτικής, χαρακτηρίστηκε από τον Ηρόδοτο ως συνήθεια που κατείχαν οι βάρβαροι, περιγράφοντας πως οι Πέρσες κατάφερναν να πιάνουν όλους τους ανθρώπους από τα νησιά που κυρίευαν: [Σαγήνευαν (αιχμαλώτιζαν) δε κατά τον εξής τρόπο. Έπιαναν πολλοί ο ένας τον άλλον χέρι με χέρι και έκαναν σειρά από την βόρεια ως την νότια θάλασσα. Έτσι περνούσαν όλη την νήσο και έπιαναν τους ανθρώπους] «Σαγηνεύοσι δε τόνδε τον τρόπον. Ανήρ ανδρός αψάμενος της χειρός εκ θαλάσσης της βορηίης επί την νοτίην διήκουσι και έπειτα δια πάσης της νήσου διέρχονται εκθηρεύοντες τους ανθρώπους»[16].
Επίσης χρησιμοποιούσαν και τον πόρκο, ένα είδος δικτύου πλεγμένος από σχοινιά, για τον οποίον όμως δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε [17]. Εκτός από τους αλιείς ιχθύων, υπήρχαν κι εκείνοι που ψάρευαν θαλασσινά, οστρακόδερμα, κοράλια, σπόγγους κ.ο.κ. Τα δίχτυα τους συνήθως ήταν ειδικά επεξεργασμένα για την συγκεκριμένη αλιεία. Ένα τέτοιο δίκτυ αναφέρεται η «γαγγάμη» ή «γάγγαμον». Ήταν μικρό, στρογγυλό και το χρησιμοποιούσαν για το ψάρεμα οστράκων, σπόγγων, κοραλλιών [18]. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς το υλικό κατασκευής του. Ενδεχομένως ήταν πολύ ανθεκτικό για να μπορεί να πιάνει οστρακόδερμα και γενικώς θαλασσινά με μυτερές αιχμές δίχως να καταστρέφεται: [αν σκάψει κανείς λίγο τον πάγο, θα εξαγάγει ψάρια, τα οποία αποκλείστηκαν μέσα στους πάγους, από το δίκτυο που καλείται γαγγάμη]. «ορυκτοί τε εισιν ιχθύες οι αποληφθέντες εν των κρυστάλλω τη προσαγορευμένη γαγγάμη»[19]. Ο αλιεύς που κατείχε την τέχνη αυτή ονομαζόταν «γαγγαμεύς».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο αλιεύς πορφύρας, ο «πορφυρεύς» ή «πορφυρευτής»[20]. Η πορφύρα είναι ένα κοχύλι από το οποίο παρασκευάζεται η πορφυρά βαφή. Τέτοια κοχύλια υπήρχαν πολλά στην αρχαία Ελλάδα, όλα τα είδη που συναντούμε σήμερα πορφύρας και μούριξ, με πιο σημαντικά να φαίνονται να ήταν τα Murex Tranculus και Murex Brandaris. Ο Αριστοτέλης αναφέρει και το είδος πορφύρας Purpura lapillus το οποίο με την σκληρή του γλώσσα τρυπάει τα όστρακα των κοχυλιών και των σαλιγκαριών που χρησιμοποιούνται σαν δολώματα για την αλιεία πορφύρας [21]. Οι σωλήνες ήταν οστρακόδερμα που λέγονταν και αυλοί. Οι αρσενικοί ήταν ραβδωτοί και όχι μονόχρωμοι και έκαναν καλό σε όσους είχαν πρόβλημα με την ούρηση και με πέτρες στα νεφρά. Αντίθετα οι θηλυκοί σωλήνες ήταν μονόχρωμοι και είχαν γλυκύτερη γεύση. Ο αλιεύς σωλήνων λεγόταν σωληνιστής. Ο αρχαίος συγγραφεύς Φαινίας ο Ερέσιος στο έργο του «Τυράννων αναίρεσις εκ τιμωρίας» γράφει: «Ο Φιλόξενος ο επικαλούμενος σωληνιστής από ρήτωρ που ήταν, κατέστη τύραννος. Αυτός αρχικώς ζούσε ως αλιεύς σωλήνων. Αφού έθεσε την πρώτη υλική βάση και μπήκε στο εμπόριο, έγινε στο τέλος πλούσιος»[22]. Υπήρχε τεράστια ποικιλία σε θαλασσινά, πολλά από τα οποία μας είναι ιδιαίτερα αγαπητά όπως το χταπόδι (πολύπους), οι καραβίδες (κάραβον), ο αστακός, τα κογχύλια, οι πεταλίδες (λεπάδας), τα στρείδια (όστρεα), τα μύδια (μύας), οι αχηβάδες (κόγχαι), οι πίνες, (πίννας) οι σωλήνες, οι γαρίδες (καρίδαι) κ.οκ. Το ψάρεμα για κάθε ένα από αυτά απαιτούσε εμπειρία, γνώσεις καθώς και την κατοχή μικρών μυστικών. Για παράδειγμα, οι πορφυρείς προτιμούσαν να ψαρεύουν τις πορφύρες κατά την Άνοιξη, ενώ εκείνοι που ήθελαν να ψαρέψουν χέλια έπρεπε να ταράξουν το βούρκο του βυθού πάνω – κάτω [23].
Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς έχουν εκφράσει σε πεζό και έμμετρο λόγο την δυσαρέσκεια τους προς τους ιχθυοπώλες. Ο Αντιφάνης, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μέσης αττικής κωμωδίας, μαζί με τον Άλεξη (408-334 π.Χ.), στους «Νεανίσκους» του, αναφέρει ότι όταν πηγαίνει στην αγορά στέκει μαρμαρωμένος μπροστά στους ιχθυοπώλες και αναγκαστικά μιλάει σε αυτούς έχοντας το πρόσωπό του γυρισμένο : [Διότι, αν δω πόσο ζητούν για ένα μικρό ψάρι, ξακάθαρα παγώνω] «αν ίδω γαρ ηλίκον ιχθύν όσου τιμώσι, πήγνυμαι σαφώς»[24]
Ο ποιητής κωμωδιών Δίφιλος στο έργο του «Πολυπράγμων» κάνει λόγο για έναν ιχθυοπώλη ο οποίος πωλούσε δέκα οβολούς το λαβράκι δίχως να λέει ποιας προελεύσεως. Εν συνεχεία, αν του πλήρωνε ο αγοραστής τα χρήματα αυτός εισέπραττε σε αιγινήτικα νομίσματα ενώ σε περίπτωση που εχρειάζετο να δώσει ρέστα τότε έδιδε αττικά νομίσματα, τα οποία είχαν μικρότερη αξία από τα αιγινίτικα, κερδίζοντας έτσι από τις συναλλαγές του και με τους δύο τρόπους [25]. Η εικόνα του «πονηρού» ψαροπώλη ο οποίος δεν εισπράττει εύκολα την εκτίμηση που επιθυμεί από τους αγοραστές αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και από τον Αντιφάνη, ο οποίος στο έργο του «Φιλοθηβαίος» λέει :
[Δεν είναι παράξενο, αν κάποιος τύχει να πουλά
φρέσκα ψάρια, να μαζεύει τα φρύδια του αυτός,
να γίνεται σκυθρωπός και να μας μιλά,
ενώ αν είναι μπαγιάτικα, να αστειεύεται και να γελά;
Διότι αυτοί έπρεπε να κάνουν το εντελώς αντίθετο.
ο πρώτος έπρεπε να γελά και ο δεύτερος να κλαίει.]
«ου δεινόν εστι, προσφάτους μεν αν τύχη
πωλών τις ιχθύς, συναγαγόντα τας οφρύς
τούτον σκυθρωπάζοντά θ' ημίν προσλαλείν,
εάν σαπρούς κομιδή δε, παίζειν και γελάν;
τουναντίον γαρ παν έδει τούτους ποιείν.
τον μεν γελάν, τον δ' έτερον οιμώζειν μακρά» [26].
Η προσπάθεια να διατηρούνται και να φαίνονται φρέσκα τα ψάρια προς πώληση απασχολούσε τους αρχαίους ιχθυοπώλες. Κάποτε βγήκε νόμος που απαγόρευε στους ιχθυοπώλες να ραντίζουν τα ψάρια με νερό για να μην διατηρούν φρέσκια την εμφάνισή τους και κοροϊδεύουν τους ανυποψίαστους αγοραστές. [καθώς δεν έχουν πια την δυνατότητα να ραντίζουν ό,τι πωλούν – τ' απαγορεύει ο νόμος] «επεί γαρ αυτοίς ουκέτ' εστ' εξουσία ραίνειν, απείρηται δε τούτο τω νόμω» [27].
Ο μιμογράφος από τις Συρακούσες Ξέναρχος, στο έργο του «Πορφύρα» λέγει ότι η συντεχνία των ιχθυοπωλών ήταν ιδιαίτερα φιλοσοφημένη. Αναφέρει δε παράδειγμα ιχθυοπώλη, ο οποίος βλέποντας να ξεραίνονται τα ψάρια του βρήκε τρόπο να τους πετάξει νερό παρά την απαγόρευση του νόμου. Άρχισε τάχα μια φιλονικία ανάμεσα στους πωλητές ώστε να αρχίσουν τα χτυπήματα. Κάποια στιγμή έδωσε την εντύπωση ότι δέχθηκε καίριο χτύπημα και παρέστησε ότι έπεσε λιπόθυμος ανάμεσα στα ψάρια. Τότε: [Κάποιος βάζει τις φωνές, «νερό, νερό». Αμέσως ένας άλλος ομότεχνός του σήκωσε μια κανάτα νερό και κάτι λίγο έχυσε επάνω του, ενώ άδειασε το σύνολο του πάνω στα ψάρια. Θα 'λεγες πως μόλις είχαν πιαστεί τα ψάρια] «βοά δε τις «ύδωρ,<ύδωρ> ο δ' ευθύς εξάρας πρόχουν των ομοτέχνων τις του μεν ακαρή παντελώς κατέχει, κατά δε των ιχθύων απαξάπαν. Είποις γ' αν αυτούς αρτίως ηλωκέναι»[28].
Το γεγονός ότι τα ψάρια κόστιζαν ακριβά μαρτυρείται από πολλά έργα συγγραφέων και αρκετοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν ότι οι ιχθυοπώλες πλούτιζαν από την πώληση ιχθύων, εις βάρος του αγοραστού: [Μα την Αθηνά, έχω παραξενευτεί με τους ιχθυοπώλες, πως δεν είναι πλούσιοι όλοι τους, αφού παίρνουν βασιλικούς φόρους <Β. Φόρους>μόνο; Δεν δεκατεύουν τις περιουσίες μας καθισμένοι στις πόλεις μας και δεν μας τις αρπάζουν ολόκληρες κάθε μέρα;] «νη την Αθηνάν, αλλ' εγώ τεθαύμακα τους ιχθυοπώλας, πως ποτ' ουχί πλούσιοι άπαντες εισι λαμβάνοντες βασιλικούς φόρους. <Β. φόρους> μόνον; Ουχί δεκατεύουσι γαρ τας ουσίας εν ταις πόλεσι καθήμενοι, όλας δ' αφαιρούνται καθ' εκάστην ημέραν;»[29].
Καλοφαγάδες, με προτίμηση στα μεγάλα φρέσκα ψάρια, αν και πανάκριβα και προνόμιο των πλουσίων, ήταν οι αρχαίοι Έλληνες, που αγαπούσαν ιδιαίτερα τα μπαρμπούνια, τα χέλια και τους τόνους.
Την ιχθυοφαγία στην αρχαία Ελλάδα μελετάει η ζωο-αρχαιολόγος στο Ινστιτούτο Αιγιακής Προϊστορίας για την Ανατολική Κρήτη και συνεργάτιδα στο Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας (ΙΝ.ΑΛ.Ε.), Δρ Δήμητρα Μυλωνά, συλλέγοντας στοιχεία από γραπτές πηγές, επιστημονικά κείμενα αλλά και από τη μελέτη διαφόρων ευρημάτων.
"Μπορούμε επίσης να κατανοήσουμε πολλά από τα ψαροκόκαλα που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και από τα σκεύη μέσα στα οποία μαγείρευαν, προχωρώντας σε χημική ανάλυση των υπολειμμάτων των τροφών", εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μυλωνά. "Παράλληλα", συνεχίζει, "υπάρχουν αναφορές σε πολλά αρχαία κείμενα, όπου, για παράδειγμα, στην Κλασσική Αθήνα, η αγορά όλων των ψαριών από έναν πλούσιο πολίτη, θεωρήθηκε αντιδημοκρατική πράξη αφού δεν άφησε τίποτα για τους υπόλοιπους".
Για κάποια ψάρια, μάλιστα, όπως το μπαρμπούνι ή το χέλι, η τιμή τους έφτανε σε αστρονομικά για την εποχή ύψη. Από τον 2ο αι. π.Χ. σώζεται ένας τιμοκατάλογος ψαριών σε μία λίθινη επιγραφή από το Ακραίφνιο της Βοιωτίας, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στις όχθες της λίμνης Κωπαΐδας. Ο τιμοκατάλογος αυτός περιλαμβάνει θαλασσινά και λιμναία ψάρια σε ποικίλες τιμές. Το επάγγελμα του ψαρά θεωρούνταν ένα από τα πιο δύσκολα, ιδιαίτερα για όσους ψάρευαν στη θάλασσα, αν και επιγραφικές μαρτυρίες μιλάνε για εύπορες συντεχνίες ψαράδων κοντά σε πλούσιους ψαρότοπους. Ιδιαίτερα κερδοφόρο, όμως, φαίνεται να ήταν το επάγγελμα του ιχθυέμπορου. Σύμφωνα με την κ. Μυλωνά, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στα πετρόψαρα του Αιγαίου, αλλά επιδίδονταν και στην αλιεία πολλών πελαγικών ειδών, όπως ο τόνος -ο οποίος κατείχε ιδιαίτερη θέση στην προτίμηση των αρχαίων- οι παλαμίδες, τα σκουμπριά και ο γαύρος, ο οποίος κατά εποχές ήταν εξαιρετικά άφθονος και ψαρευόταν πολύ εύκολα με κυκλικά δίχτυα.
"Βέβαια, δεν έχουμε συνταύτιση ονομάτων για όλα τα ψάρια που αναφέρονται σε αρχαίες πηγές, παρά μόνο εκεί που δίνονται λεπτομέρειες για τα χαρακτηριστικά των ψαριών", διευκρινίζει.
Όσον αφορά τα μεταποιημένα ψάρια, όπως ο παστός τόνος και οι αντζούγιες, αλλά και τα μυστηριώδη μελάνδρυα, καταναλώνονταν ευρέως, απ' όλες τις κοινωνικές τάξεις και αποτελούσαν προϊόν ενός πολύ ανθηρού εμπορίου σε όλη τη Μεσόγειο και τις γειτονικές θάλασσες. Μεταξύ αυτών, τονίζει η κ. Μυλωνά, "ο γάρος αποτελούσε στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα, βασικό στοιχείο της διατροφής". "Ο γάρος ήταν ένα είδος σάλτσας, φτιαγμένος από σιτεμένα εντόσθια λιπαρών ψαριών με αλάτι, αντίστοιχος με τη σάλτσα ψαριού (fishsauce) της κουζίνας της Άπω Ανατολής. Ο γάρος υψηλής ποιότητας (από εντόσθια και αίμα τόνου) ήταν πανάκριβος. Υπήρχαν πόλεις γύρω από τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο που ζούσαν από την παραγωγή και το εμπόριο του γάρου και των λοιπών ιχθυηρών προϊόντων. Σήμερα, βρίσκουμε τους αμφορείς στους οποίους διακινούνταν, οι οποίοι εκτός από το χαρακτηριστικό τους σχήμα, συχνά περιέχουν υπολείμματα των μεταποιημένων ψαριών".
Πηγή : https://www.alfavita.gr/epistimi/265873_simantikes-plirofories-gia-tin-diatrofi-ton-arhaion-ellinon-latreyan-ta-psaria
https://www.historical-quest.com/arxeio/arxaia-istoria/739-h-alieia-stin-arxaia-ellada-meros-alpha.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου