Το γένος κισσός περιλαμβάνει 300 καταγεγραμμένα είδη που είναι ιθαγενή στη Βόρεια Αφρική, τα Κανάρια νησιά, την Ευρώπη και την Ασία. Στην Ελλάδα, το γνωστότερο αυτοφυές αλλά και καλλιεργούμενο είναι το είδος Κισσός η έλιξ, κοινώς κισσός. Αυτό το ξυλώδες, αειθαλές και αναρριχητικό φυτό απαντάται πάνω σε βράχους, ερειπωμένους τοίχους και δένδρα. Οι μίσχοι του μπορούν να φτάσουν τα πενήντα μέτρα και πάνω.»Σέρνονται» στο έδαφος όπου υπάρχει χαμηλή βλάστηση κι ύστερα, αναρριχώνται με τη βοήθεια των κοντών ριζών τους που χρησιμοποιούνται ως έλικες. Τα τραχιά φύλλα του είναι δύο ειδών. Το πρώτο είδος φυτρώνει πάνω σε κλαδιά χωρίς άνθη. Τα φύλλα αυτά έχουν έντονες γραμμώσεις και χωρίζονται σε τριγωνικούς λοβούς σκούρου πράσινου χρώματος. Εκείνα που φυτρώνουν σε ανθοφόρα κλαδιά είναι ωοειδή ή ρομβοειδή, έχουν πιο έντονο πράσινο χρώμα και είναι στιλπνά. Τα μικρά άνθη του, χρώματος κιτρινοπράσινου είναι διγενή με 5 σέπαλα, 5 πέταλα, 5 στήμονες και πεντάχωρη ωοθήκη. Είναι διαταγμένα σε σφαιρικά σκιάδια, που μπορεί να είναι απλά ή να ενώνονται σε σύνθετες ταξιανθίες. Τα άνθη του δίνουν γύρη μέτριας αξίας και μέλι λευκό, αρωματικό, που κρυσταλλώνει γρήγορα. Οι καρποί του είναι μικρές μαύρες και σαρκώδεις ρώγες που συγκεντρώνονται στην κορυφή του φυτού και έχουν 2-5 σπέρματα. Η εποχή της άνθισής του είναι από Σεπτέμβριο μέχρι Οκτώβριο. Η εποχή της συλλογής είναι από Αύγουστο μέχρι Σεπτέμβριο. Χρησιμοποιούμενα μέρη είναι το στέλεχος, ο κορμός, τα νεαρά φύλλα, οι ράγες και η γόμμα που τρέχει από τον κορμό. Ο κισσός μπορεί να αναπτυχθεί σε μεγάλο εύρος περιβαλλοντικών συνθηκών, όμως αναπτύσσεται καλύτερα σε ημισκιαζόμενες και σκιασμένες θέσεις, σε μέτρια υγρά, καλά στραγγιζόμενα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Οι κισσοί φυτεύονται για να αναρριχηθούν σε πέργολες, φράχτες και τοίχους. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για κάλυψη εδαφών. Ο Κισσός φτάνει τα 100 χρόνια ζωής και υπολογίζεται ότι η ύπαρξή του ανέρχεται σε περισσότερα από 60 εκατομμύρια χρόνια. Τα φύλλα του περιέχουν φλαβονοειδή, τριτερπενικές σαπωνίνες, συμπεριλαμβανομένης της χεδερίνης, πολυίνες, φαλκαρινόλη, στερόλες και μια αρωματική ουσία. Τα φύλλα επίσης, περιχέουν εντερίνη και δύο ειδών σάκχαρα. Ο κοινός κισσός ε.ο. hedera helix είναι το περισσότερο διαδεδομένο και γνωστό είδος κισσού. Ανήκει στο γένος hedera της οικογένειας των αραλιιδών, της τάξης των σκιαδανθοδών, δικοτυλήδωνο και περιλαμβάνει 2 ή 5 ή 6 είδη (ανάλογα με την ταξινόμηση) ιθαγεννή της Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής, των Καναρίων Νήσων και της Ασίας.
Τη μεγαλύτερη εξάπλωση την έχει ο h. helix, όπου hedera=κισσός στα λατινικά και helix (ελληνική λέξη) η έλικα. Είναι αυτοφυής της χώρας μας καθώς και της υπόλοιπης νότιας, κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και ενός μέρους της δυτικής Ασίας. Φύεται κυρίως σε δάση, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί σε ποικίλα περιβάλλοντα. Χωρίζεται σε 3 υποείδη: τον h. h. helix (κεντρική, βόρεια και δυτική Ευρώπη), τον h. h. poetarum (νοτιοανατολική Ευρώπη και μέρος της νοτιοδυτικής Ασίας) και τον h. h. rhizomatifera της Ιβηρικής χερσονήσου το οποίο είναι ριζωματώδες. Είναι ένα πολυετές ξυλώδες αειθαλές αναρριχητικό θαμνώδες φυτό, το οποίο αναπτύσσεται είτε αναρριχόμενο σε στηρίγματα όπως δέντρα, βράχια ή ανθρώπινες κατασκευές, είτε έρποντας στο έδαφος εάν δεν υπάρχει κάποιο στήριγμα. Οι νεαροί βλαστοί του είναι μακριοί και ευλύγιστοι. Στην επιφάνειά τους βγαίνουν μικρές εναέριες ρίζες οι οποίες βοηθούν στη συγκράτηση του φυτού στα στηρίγματα (απτικές ρίζες). Όταν βρεθούν σ’επαφή με το χώμα, αναπτύσσονται λίγο περισσότερο. Ο κισσός δε χρησιμοποιεί αυτές τις ρίζες για παρασιτισμό σε άλλα φυτά, αλλά μόνο για στήριξη. Τα φύλλα του είναι διατεταγμένα εναλλάξ, μήκους 5-10 εκ., με κοντό έως και μακρύ μίσχο και μπορεί να είναι καρδιοειδή, ρομβοειδή ή τριγωνικά. Το φυτό εμφανίζει το φαινόμενο της ετεροφυλλίας κατά το οποίο υπάρχει πάνω από ένας τύπος φύλλου πάνω στο φυτό. Τα φύλλα των αναπτυσσόμενων βλαστών τείνουν να είναι διαιρεμένα σε 5 λοβούς, ενώ αυτά των κλαδιών που φέρουν τ’αναπαραγωγικά όργανα είναι αδιαίρετα. Το φυτό ανθίζει από τέλη καλοκαιριού ως μέσα-τέλει φθινωπόρου. Τα άνθη του φύονται κατά σκιάδια, τα οποία μπορεί να είναι μονά ή να δημιουργούν σύνθετες ταξιανθίες, έχουν ανοιχτοπράσινο χρώμα και αποτελούνται από 5 πέταλα, 5 σέπαλα, 5 στήμονες και πεντάχωρη ωοθήκη. Οι καρποί είναι συνήθως μοβ-μαύρες ράγες, σπανιότερα κοκκινωπές, που ωριμάζουν στα τέλη του χειμώνα και περιέχουν 2-5 σπόρους η κάθε μία. Το φυτό είναι αρκετά μακρόβιο. Τα άνθη του παράγουν νέκταρ προσελκύοντας πολλά είδη εντόμων, όπως μέλισσες. Από τους καρπούς του τρέφονται πολλά πουλιά και διασπείρουν τους σπόρους με τα περιττώματά τους. Οι καρποί όμως αυτοί είναι ελαφρώς τοξικοί για τον άνθρωπο. Με τον καιρό ο κισσός δημιουργεί πυκνή θαμνώδη βλάστηση η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη ανταγωνιστικών φυτών και αποτελεί κρυψώνα για πολλά ζώα. Μερικά φυτοφάγα ζώα τον τρώνε.
Κάποιες φορές μπορεί να πνίξει τα δέντρα όπου αναπτύσσεται μειώνοντας τη δύναμή τους ή και καταστρέφοντάς τα εντελώς. Σε περιοχές όπου δεν είναι αυτοφυής αλλά έχει εισαχθεί, όπως στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, έχει δημιουργήσει προβλήματα στο οικοσύστημα. Καλλιεργείται ευρέως ως καλωπιστικό. Οι απαιτήσεις του δεν είναι πολλές. Προτιμά μέτρια υγρά, καλά αποστραγγιζόμενα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Αναπτύσσεται καλύτερα σε ημισκιαζόμενες ή σκιερές θέσεις, αλλά μπορεί ν’ανεχτεί και τον ήλιο. Η ανάπτυξή του είναι μέτρια προς γρήγορη. Χρησιμοποιείται για να καλύψει πέργκολες, φράχτες, τοίχους ή και για εδαφοκάλυψη. Μπορεί να καλλιεργηθεί και σε δοχεία. Με το κλάδεμα παίρνει το επιθυμητό σχήμα. Ο ευκολότερος τρόπος πολλαπλασιασμού είναι με μοσχεύματα την εποχή της ανάπτυξης (άνοιξη και καλοκαίρι). Επειδή οι βλαστοί του φυτού φέρουν ήδη ρίζες, τα ποσοστά επιτυχίας είναι συνήθως υψηλά. Οι αρχαίοι Έλληνες τον είχαν αφιερώσει στο Διόνυσο (Βάκχο). Ήταν γνωστός από την εποχή του Ομήρου, με την ονομασία «Διονύσιον». Με κισσό, στεφάνωναν τα αγάλματα του Διονύσου, τους ποιητές και τους πότες, επειδή τον θεωρούσαν σύμβολο της αθανασίας και αντίδοτο για τον πονοκέφαλο από τη μέθη. Σε κάποιες τελετές, έδιναν στο Διόνυσο και το επώνυμο «Κισσός», επειδή όταν ήταν βρέφος, του φορούσαν ένα στεφάνι από κισσό. Εκτεταμένες αναφορές στον κισσό κάνει ο Θεόφραστος στο έργο Περί Φυτών Ιστορίαι καθώς επίσης και ο Διοσκουρίδης, που τον θεωρεί πανάκεια για πολλές ασθένειες. Ο κισσός συμβόλιζε τη νίκη των πολεμιστών. Στην Αρχαία Αίγυπτο, ο κισσός ήταν αφιερωμένος στο θεό Όσιρι. Στην παραδοσιακή ιατρική, το ξύλο του κισσού ήταν γνωστό φάρμακο για το βήχα και τον κοκίτη. Μερικοί χωρικοί έβαζαν το κρασί που προοριζόταν για τους ασθενείς να εμποτιστεί σε ένα κύπελλο φτιαγμένο από τον κορμό ενός γέρικου κισσού. Οι λαϊκοί θεραπευτές θεωρούσαν ότι ήταν αποτελεσματικός για τη θεραπεία των εντέρων, τη δυσεντερία, τα εγκαύματα, τον όζαινα, τη χρόνια ρινίτιδα, τα μικρά έλκη, την κασίδα, την ερυσίπελα και τις δερματικές παθήσεις. Στα χωριά χρησιμοποιούσαν τα φύλλα του Κισσού ως γάζα για τις πληγές. τα φύλλα του κισσού χρησιμοποιήθηκαν ως αντισπασμωδικό για τις αναπνευστικές οδούς καθώς είναι αποτελεσματικά στη χρόνια βρογχίτιδα, την οξεία λαρυγγίτιδα, την τραχειίτιδα και τον κοκίτη. Βοηθά επίσης, στην αποβολή των φλεγμάτων και των υγρών από τους πνεύμονες. Θεραπευτικές δράσεις και χρήσεις: δυναμωτικό της καρδιάς. είναι εξαιρετικός για τους ρευματικούς πόνους, τις νευραλγίες, την οσφυαλγία και την ισχιαλγία.
Τα νεαρά φύλλα του Κισσού έχουν θετικά αποτελέσματα και δρουν τονωτικά, αντιπυρετικά και εφιδρωτικά. είναι κατά των θρομβώσεων και καλό αντιπηκτικό του αίματος, για όσους πάσχουν από φλεβίτιδες και κιρσούς. για τα οιδήματα των αδένων. τα νεαρά φύλλα του κισσού ρυθμίζουν την περίοδο και επαναφέρουν στην αρχική τους κατάσταση ιστούς που προσβλήθηκαν από έλκη, οιδήματα και όγκους. κάνει καλό στις μαγουλάδες. στην ομοιοπαθητική χρησιμοποιείται ένα βάμμα κισσού εναντίον της ρινίτιδας, του ραχιτισμού και του καταρράκτη. καταπλάσματα βρασμένων φύλλων ή επιθέματα με αφέψημα φύλλων, θεραπεύουν τα εγκαύματα πρώτου και δευτέρου βαθμού. χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για τη θεραπεία της κυτταρίτιδας. Μειώνει την ένταση του δέρματος και ανακουφίζει τους πόνους που οφείλονται στην κυτταρίτιδα. ο κισσός καταπολεμά αποτελεσματικά τις ραγάδες. χρησιμοποιείται για τις αμυχές του δέρματος, τα σκασίματα και τα τσιμπήματα των εντόμων. συμβάλλει στην αποβολή του λίπους. Στην Κρήτη, το αφέψημα των φύλλων το χρησιμοποιούσαν για λούσιμο των μαλλιών σε όσους έπασχαν από υποχονδρία. Το χρησιμοποιούσαν επίσης για το ξέπλυμα των μαύρων γιλέκων των ανδρών και των μαύρων γυναικείων φορεμάτων. Το αφέψημα από φύλλα κισσού είναι καλό αντισυλληπτικό για τις γυναίκες που δεν θέλουν να τεκνοποιήσουν. Στεφάνι ανθέων Κισσού χρησιμοποιούσαν στους γάμους στην αρχαία Ελλάδα, ως σύμβολο πίστης. Αυτό καταργήθηκε στη συνέχεια από την Χριστιανική εκκλησία. Η γόμμα του κισσού λέγεται ότι έχει τις ιδιότητες της σμύρνας και ότι ένα κομμάτι της μέσα στην κουφάλα ενός δοντιού, κάνει να περνά και ο πιο δυνατός πονόδοντος. Οι καρποί είναι καθαρτικοί και μπορεί να προκαλέσουν εμετό. Είναι επίσης πολύ ερεθιστικοί και είναι δυνατόν να προκαλέσουν προβλήματα στο πεπτικό, το νευρικό και αναπνευστικό σύστημα. Η επαφή με τα φύλλα μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα, κάτι που πιθανόν να οφείλεται στη φαλκαρινόλη που περιέχουν. Τα παρασκευάσματα με βάση τον κισσό μπορεί περιστασιακά να προκαλέσουν αλλεργίες. Η χρήση του κισσού εσωτερικά, χρειάζεται μεγάλη προσοχή γιατί, το βότανο σε μεγάλες δόσεις είναι δηλητηριώδες. Σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει νευρικές διαταραχές και μηνιγγίτιδα. Η ράγα του Κισσού είναι τοξική και ερεθιστική του δέρματος στο οποίο δημιουργεί φλύκταινες για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται σπανιότατα.
Πηγή : http://enallaktikidrasi.com/2016/05/kissos-uerapeytikes-idiothtes-kai-tropoi-xrhshs/
https://bolko.wordpress.com/2011/02/25/κισσός-hedera-helix/
Τη μεγαλύτερη εξάπλωση την έχει ο h. helix, όπου hedera=κισσός στα λατινικά και helix (ελληνική λέξη) η έλικα. Είναι αυτοφυής της χώρας μας καθώς και της υπόλοιπης νότιας, κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και ενός μέρους της δυτικής Ασίας. Φύεται κυρίως σε δάση, αλλά μπορεί να προσαρμοστεί σε ποικίλα περιβάλλοντα. Χωρίζεται σε 3 υποείδη: τον h. h. helix (κεντρική, βόρεια και δυτική Ευρώπη), τον h. h. poetarum (νοτιοανατολική Ευρώπη και μέρος της νοτιοδυτικής Ασίας) και τον h. h. rhizomatifera της Ιβηρικής χερσονήσου το οποίο είναι ριζωματώδες. Είναι ένα πολυετές ξυλώδες αειθαλές αναρριχητικό θαμνώδες φυτό, το οποίο αναπτύσσεται είτε αναρριχόμενο σε στηρίγματα όπως δέντρα, βράχια ή ανθρώπινες κατασκευές, είτε έρποντας στο έδαφος εάν δεν υπάρχει κάποιο στήριγμα. Οι νεαροί βλαστοί του είναι μακριοί και ευλύγιστοι. Στην επιφάνειά τους βγαίνουν μικρές εναέριες ρίζες οι οποίες βοηθούν στη συγκράτηση του φυτού στα στηρίγματα (απτικές ρίζες). Όταν βρεθούν σ’επαφή με το χώμα, αναπτύσσονται λίγο περισσότερο. Ο κισσός δε χρησιμοποιεί αυτές τις ρίζες για παρασιτισμό σε άλλα φυτά, αλλά μόνο για στήριξη. Τα φύλλα του είναι διατεταγμένα εναλλάξ, μήκους 5-10 εκ., με κοντό έως και μακρύ μίσχο και μπορεί να είναι καρδιοειδή, ρομβοειδή ή τριγωνικά. Το φυτό εμφανίζει το φαινόμενο της ετεροφυλλίας κατά το οποίο υπάρχει πάνω από ένας τύπος φύλλου πάνω στο φυτό. Τα φύλλα των αναπτυσσόμενων βλαστών τείνουν να είναι διαιρεμένα σε 5 λοβούς, ενώ αυτά των κλαδιών που φέρουν τ’αναπαραγωγικά όργανα είναι αδιαίρετα. Το φυτό ανθίζει από τέλη καλοκαιριού ως μέσα-τέλει φθινωπόρου. Τα άνθη του φύονται κατά σκιάδια, τα οποία μπορεί να είναι μονά ή να δημιουργούν σύνθετες ταξιανθίες, έχουν ανοιχτοπράσινο χρώμα και αποτελούνται από 5 πέταλα, 5 σέπαλα, 5 στήμονες και πεντάχωρη ωοθήκη. Οι καρποί είναι συνήθως μοβ-μαύρες ράγες, σπανιότερα κοκκινωπές, που ωριμάζουν στα τέλη του χειμώνα και περιέχουν 2-5 σπόρους η κάθε μία. Το φυτό είναι αρκετά μακρόβιο. Τα άνθη του παράγουν νέκταρ προσελκύοντας πολλά είδη εντόμων, όπως μέλισσες. Από τους καρπούς του τρέφονται πολλά πουλιά και διασπείρουν τους σπόρους με τα περιττώματά τους. Οι καρποί όμως αυτοί είναι ελαφρώς τοξικοί για τον άνθρωπο. Με τον καιρό ο κισσός δημιουργεί πυκνή θαμνώδη βλάστηση η οποία εμποδίζει την ανάπτυξη ανταγωνιστικών φυτών και αποτελεί κρυψώνα για πολλά ζώα. Μερικά φυτοφάγα ζώα τον τρώνε.
Κάποιες φορές μπορεί να πνίξει τα δέντρα όπου αναπτύσσεται μειώνοντας τη δύναμή τους ή και καταστρέφοντάς τα εντελώς. Σε περιοχές όπου δεν είναι αυτοφυής αλλά έχει εισαχθεί, όπως στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, έχει δημιουργήσει προβλήματα στο οικοσύστημα. Καλλιεργείται ευρέως ως καλωπιστικό. Οι απαιτήσεις του δεν είναι πολλές. Προτιμά μέτρια υγρά, καλά αποστραγγιζόμενα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Αναπτύσσεται καλύτερα σε ημισκιαζόμενες ή σκιερές θέσεις, αλλά μπορεί ν’ανεχτεί και τον ήλιο. Η ανάπτυξή του είναι μέτρια προς γρήγορη. Χρησιμοποιείται για να καλύψει πέργκολες, φράχτες, τοίχους ή και για εδαφοκάλυψη. Μπορεί να καλλιεργηθεί και σε δοχεία. Με το κλάδεμα παίρνει το επιθυμητό σχήμα. Ο ευκολότερος τρόπος πολλαπλασιασμού είναι με μοσχεύματα την εποχή της ανάπτυξης (άνοιξη και καλοκαίρι). Επειδή οι βλαστοί του φυτού φέρουν ήδη ρίζες, τα ποσοστά επιτυχίας είναι συνήθως υψηλά. Οι αρχαίοι Έλληνες τον είχαν αφιερώσει στο Διόνυσο (Βάκχο). Ήταν γνωστός από την εποχή του Ομήρου, με την ονομασία «Διονύσιον». Με κισσό, στεφάνωναν τα αγάλματα του Διονύσου, τους ποιητές και τους πότες, επειδή τον θεωρούσαν σύμβολο της αθανασίας και αντίδοτο για τον πονοκέφαλο από τη μέθη. Σε κάποιες τελετές, έδιναν στο Διόνυσο και το επώνυμο «Κισσός», επειδή όταν ήταν βρέφος, του φορούσαν ένα στεφάνι από κισσό. Εκτεταμένες αναφορές στον κισσό κάνει ο Θεόφραστος στο έργο Περί Φυτών Ιστορίαι καθώς επίσης και ο Διοσκουρίδης, που τον θεωρεί πανάκεια για πολλές ασθένειες. Ο κισσός συμβόλιζε τη νίκη των πολεμιστών. Στην Αρχαία Αίγυπτο, ο κισσός ήταν αφιερωμένος στο θεό Όσιρι. Στην παραδοσιακή ιατρική, το ξύλο του κισσού ήταν γνωστό φάρμακο για το βήχα και τον κοκίτη. Μερικοί χωρικοί έβαζαν το κρασί που προοριζόταν για τους ασθενείς να εμποτιστεί σε ένα κύπελλο φτιαγμένο από τον κορμό ενός γέρικου κισσού. Οι λαϊκοί θεραπευτές θεωρούσαν ότι ήταν αποτελεσματικός για τη θεραπεία των εντέρων, τη δυσεντερία, τα εγκαύματα, τον όζαινα, τη χρόνια ρινίτιδα, τα μικρά έλκη, την κασίδα, την ερυσίπελα και τις δερματικές παθήσεις. Στα χωριά χρησιμοποιούσαν τα φύλλα του Κισσού ως γάζα για τις πληγές. τα φύλλα του κισσού χρησιμοποιήθηκαν ως αντισπασμωδικό για τις αναπνευστικές οδούς καθώς είναι αποτελεσματικά στη χρόνια βρογχίτιδα, την οξεία λαρυγγίτιδα, την τραχειίτιδα και τον κοκίτη. Βοηθά επίσης, στην αποβολή των φλεγμάτων και των υγρών από τους πνεύμονες. Θεραπευτικές δράσεις και χρήσεις: δυναμωτικό της καρδιάς. είναι εξαιρετικός για τους ρευματικούς πόνους, τις νευραλγίες, την οσφυαλγία και την ισχιαλγία.
Τα νεαρά φύλλα του Κισσού έχουν θετικά αποτελέσματα και δρουν τονωτικά, αντιπυρετικά και εφιδρωτικά. είναι κατά των θρομβώσεων και καλό αντιπηκτικό του αίματος, για όσους πάσχουν από φλεβίτιδες και κιρσούς. για τα οιδήματα των αδένων. τα νεαρά φύλλα του κισσού ρυθμίζουν την περίοδο και επαναφέρουν στην αρχική τους κατάσταση ιστούς που προσβλήθηκαν από έλκη, οιδήματα και όγκους. κάνει καλό στις μαγουλάδες. στην ομοιοπαθητική χρησιμοποιείται ένα βάμμα κισσού εναντίον της ρινίτιδας, του ραχιτισμού και του καταρράκτη. καταπλάσματα βρασμένων φύλλων ή επιθέματα με αφέψημα φύλλων, θεραπεύουν τα εγκαύματα πρώτου και δευτέρου βαθμού. χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για τη θεραπεία της κυτταρίτιδας. Μειώνει την ένταση του δέρματος και ανακουφίζει τους πόνους που οφείλονται στην κυτταρίτιδα. ο κισσός καταπολεμά αποτελεσματικά τις ραγάδες. χρησιμοποιείται για τις αμυχές του δέρματος, τα σκασίματα και τα τσιμπήματα των εντόμων. συμβάλλει στην αποβολή του λίπους. Στην Κρήτη, το αφέψημα των φύλλων το χρησιμοποιούσαν για λούσιμο των μαλλιών σε όσους έπασχαν από υποχονδρία. Το χρησιμοποιούσαν επίσης για το ξέπλυμα των μαύρων γιλέκων των ανδρών και των μαύρων γυναικείων φορεμάτων. Το αφέψημα από φύλλα κισσού είναι καλό αντισυλληπτικό για τις γυναίκες που δεν θέλουν να τεκνοποιήσουν. Στεφάνι ανθέων Κισσού χρησιμοποιούσαν στους γάμους στην αρχαία Ελλάδα, ως σύμβολο πίστης. Αυτό καταργήθηκε στη συνέχεια από την Χριστιανική εκκλησία. Η γόμμα του κισσού λέγεται ότι έχει τις ιδιότητες της σμύρνας και ότι ένα κομμάτι της μέσα στην κουφάλα ενός δοντιού, κάνει να περνά και ο πιο δυνατός πονόδοντος. Οι καρποί είναι καθαρτικοί και μπορεί να προκαλέσουν εμετό. Είναι επίσης πολύ ερεθιστικοί και είναι δυνατόν να προκαλέσουν προβλήματα στο πεπτικό, το νευρικό και αναπνευστικό σύστημα. Η επαφή με τα φύλλα μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα, κάτι που πιθανόν να οφείλεται στη φαλκαρινόλη που περιέχουν. Τα παρασκευάσματα με βάση τον κισσό μπορεί περιστασιακά να προκαλέσουν αλλεργίες. Η χρήση του κισσού εσωτερικά, χρειάζεται μεγάλη προσοχή γιατί, το βότανο σε μεγάλες δόσεις είναι δηλητηριώδες. Σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει νευρικές διαταραχές και μηνιγγίτιδα. Η ράγα του Κισσού είναι τοξική και ερεθιστική του δέρματος στο οποίο δημιουργεί φλύκταινες για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται σπανιότατα.
Πηγή : http://enallaktikidrasi.com/2016/05/kissos-uerapeytikes-idiothtes-kai-tropoi-xrhshs/
https://bolko.wordpress.com/2011/02/25/κισσός-hedera-helix/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου