Οι φυλές των αυτόχθονων χοίρων είναι πλήρως προσαρμοσμένες στο περιβάλλον της χώρας, λόγω της φυσικής τους επιλογής για πολλές εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια. Ο Εγχώριος Ελληνικός Χοίρος είναι η μόνη ευρέως γνωστή φυλή που αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Εκτός του μαύρου κυρίαρχου χρωματισμού υπάρχουν καφέ-κόκκινα και λευκά-μαύρα ζώα. Συναντάται σε διάφορες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου. Εμφανίζεται σε δύο μεγέθη (μεγάλο και μικρό) ανάλογα με την τοπογραφία. Το σωματικό βάρος των ενηλίκων κυμαίνεται από 60 έως 200 χλγ και φαίνεται ότι συνδέεται με το περιβάλλον διαβίωσης των ζώων. Χοίροι που ζουν σε ημιορεινές περιοχές εύκολης πρόσβασης είναι περισσότερο μεγαλόσωμοι. Δεν παρουσιάζουν γενετήσια πρωιμότητα. Η αναπαραγωγή του εγχώριου χοίρου είναι εποχική, πραγματοποιεί δύο τοκετούς το χρόνο, την άνοιξη, αλλά το μέγεθος της τοκετοομάδας δεν ξεπερνά τα 8,5 χοιρίδια, από τα οποία απογαλακτίζονται 4-5. Σε ηλικία 3-4 μηνών τα χοιρίδια φθάνουν τα 20 χλγ. Οι χοίροι ηλικίας ενός έτους αποδίδουν σφάγια 20-90 χλγ. κατώτερης ποιότητας. Το κρέας διαθέτει χονδρές ίνες, είναι ερυθρό και στερείται ενδομυϊκής εναπόθεσης λίπους. Το αγριογούρουνο είναι το μεγαλύτερο και δυνατότερο θήραμα της χώρας μας. Το κυνήγι του απαιτεί την άψογη γνώση των συνηθειών του και την άριστη συνεργασία των μελών της ομάδας των γουρουνοκυνηγών, χωρίς να ξεχνάμε την απαραίτητη συμβολή ικανών γουρουνόσκυλων. Είναι το θήραμα που δεν συστήνεται για τον μοναχικό κυνηγό. Για τους γνώστες του κυνηγιού του, το αγριογούρουνο αποτελεί πρόκληση, ενώ για τους άπειρους μπορεί να είναι επικίνδυνο. Το αγριογούρουνο (Sus scrofa) ζει και αναπαράγεται σε ολόκληρη την Ευρώπη (πλην Μ. Βρετανίας και Ιρλανδίας), στη Βόρεια Αφρική, στην Κ. και Ν. Ασία. Έχει εισαχθεί στη Β. Αμερική.
Στην Ελλάδα υπάρχει στη Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη ενώ έχει εισαχθεί και στην Πελοπόννησο. Είναι είδος δασόβιο. Ζει μέσα σε θαμνώνες, δάση, πλατυφύλλων αλλά και μικτά. Προτιμά κυρίως δάση δρυός, καστανιάς και οξυάς. Απαντάται επίσης σε ελώδης εκτάσεις, σε γεωργικές καλλιέργειες που συνορεύουν με δασικές εκτάσεις και σε μεγάλα υψόμετρα μέχρι τα δασοόρια. Ζει μέχρι 10 χρόνια σπανιότερα μέχρι 15 ή παραπάνω. Το βάρος του φτάνει μέχρι τα 170 κιλά. Έχει ανεπτυγμένες την όσφρηση και την ακοή, ενώ η όρασή του είναι περιορισμένη. Το τρίχωμά του αποτελείται από δύο ειδών τρίχες. Τις σμηριγγώδεις τρίχες, οι οποίες είναι μακριές, σκληρές, αραιές και αποτελούν το κυρίως τρίχωμα και τις κοντές, πυκνές και μαλακές τρίχες οι οποίες αποτελούν το υποτρίχωμα. Το τρίχωμα αλλάζει δύο φορές το χρόνο, μία τον Οκτώβριο και μία το Μάιο. Οι 4 κυνόδοντες εμφανίζονται αμέσως μετά τη γέννησή του. Οι κυνόδοντες της πάνω σιαγόνας είναι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι απ’αυτούς της κάτω σιαγόνας. Όλοι έχουν διεύθυνση προς τα επάνω. Τα αρσενικά άτομα φέρουν αρκετά μεγαλύτερους κυνόδοντες από τα θηλυκά. Όταν κλείνουν οι σιαγόνες , η εξωτερική πλευρά των πάνω κυνοδόντων έρχεται σε επαφή με την εσωτερική πλευρά των κάτω. Το μέγεθος της αποτριβής της εσωτερικής πλευράς των κυνοδόντων της κάτω σιαγόνας είναι διαγνωστικό στοιχείο της ηλικίας του ζώου. Στα ανήλικα είναι ανύπαρκτη ενώ με το πέρασμα των ετών αυξάνει. Άλλο διαγνωστικό της ηλικίας είναι ο τρόπος με τον οποίο σκάβουν το έδαφος. Τα νεαρά άτομα σκάβουν ακανόνιστα, ενώ τα ενήλικα δημιουργούν συνεχείς κανονικές αυλακώσεις. Είναι είδος παμφάγο. Κυρίως χορτοφάγο, τρώει βελανίδια, κάστανα, διάφορα φρούτα και καρπούς, ρίζες και βολβούς τα οποία βγάζει σκάβοντας από το έδαφος. Κάνει επιδρομές στις καλλιέργειες κυρίως κοντά σε δασωμένες εκτάσεις, με προτίμηση στις πατάτες , στα παντζάρια και στα καλαμπόκια ιδίως όταν ο καρπός είναι σε γαλακτώδη μορφή. Επίσης τρέφεται με μύκητες , σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες εντόμων, έντομα, αμφίβια, ερπετά, τρωκτικά, αυγά εδαφόβιων πτηνών και ψοφίμια. Λόγω του ότι τρωει ψοφίμια, τα οποία είναι συνήθως φορείς της τριχινιάσεως, είναι δυνατόν να μεταδώσει την ασθένεια αυτή και στον άνθρωπο, γι’αυτό συνιστάται το καλό βράσιμο του κρέατός του. Ο ελληνικός μαύρος χοίρος.
Πρόκειται για ζώο μαύρο, με μεγάλη τρίχα και ψηλά πόδια. Είναι παμφάγο και συγκρίνοντάς το με ένα τυπικό χοίρο, παρατηρούνται πολλές διαφορές. Ένα συμβατικό γουρούνι γεννά 14-16 γουρουνάκια το χρόνο, ενώ ο ελληνικός μαύρος χοίρος το πολύ 7. Τα συμβατικά γουρούνια τα σφάζουν στους πέντε μήνες, ενώ αυτό τους δέκα. Φάρμακα χρειάζονται μόνο τα συγχρωτισμένα ζώα, αυτά που φυλάσσονται όλα μαζί. Ο ελληνικός μαύρος χοίρος είναι σταβλισμένος μέχρι τον τέταρτο μήνα της ζωής του και μετά αφήνεται στο φυσικό περιβάλλον. Δεν χρειάζεται να του χορηγηθούν φάρμακα στο ύπαιθρο. Με 55 χοιρομητέρες οι οποίες θα γεννήσουν από μια φορά, τα ζώα θα ξεπεράσουν τα 350. Οι προσπάθειες διάσωσης της ράτσας του τον επαναφέρουν στη διατροφή μας, με πολλαπλά οφέλη. Πίσω από το υποβλητικό όνομα "μαύρος χοίρος" βρίσκεται ένας γνώριμος από τα παλιά: η πιο αρχαία ράτσα χοίρου που έγινε οικόσιτη στον ελλαδικό χώρο, αλλά και η πιο κοινή, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του '60. Οικιακή φυλή και όχι αγριόχοιρος -παρ' ό,τι έχει ομοιότητες με αυτόν στην εμφάνιση- αποτελεί είδος προς εξαφάνιση, μαζί με άλλες αυτόχθονες φυλές ζώων. Η, μάλλον, αποτελούσε, θα λέγαμε με αισιόδοξη διάθεση. Γιατί χάρις στην πρωτοβουλία ορισμένων Ελλήνων κτηνοτρόφων, που ξεκίνησαν πριν μερικά χρόνια ένα πρόγραμμα διάσωσης και εκτροφής του (και την ουσιαστική υποστήριξη των αρμόδιων φορέων), κατέληξε σήμερα να έχει "καθαρίσει" γενετικά η ράτσα του και μάλιστα να διατίθεται το κρέας του στην κατανάλωση. Και όταν λέμε "διάσωση" εννοούμε ότι σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης και βασικό συντελεστή τον ερευνητή Δρ. Αναγνώστη Αργυρίου- επιλέχθηκαν ορισμένα ζώα από τα ελάχιστα εναπομείναντα, έγινε μελέτη των γενετικών και φυλετικών χαρακτηριστικών τους και δημιουργήθηκε μια "ταυτότητα" το DNA της καθαρής φυλής. Το ζώο αυτό, σε αντίθεση με τις άλλες φυλές εκτρεφόμενων χοίρων, αναπτύσσεται με ημιεκτατική εκτροφή και μεγάλο μέρος της ζωής του το περνάει ελεύθερο σε ορεινούς βοσκότοπους, με σημαντική τροφή τα βελανίδια.
Του δίνουν περισσότερους μήνες ζωής ενώ έχει λιγότερο βάρος από τις συμβατικές ράτσες όταν θα έρθει η ώρα να "θυσιαστεί" για να φτάσει στο πιάτο μας. Το πιο κόκκινο κρέας του έχει ελαφρώς περισσότερο λίπος και είναι πιο "χυμώδες" από τα γνωστά χοιρινά κρέατα. Το λίπος αυτό θεωρείται γευστικό πλεονέκτημα (ο καθηγητής του Τομέα Υγιεινής και Τεχνολογίας Τροφίμων του Α.Π.Θ., Ι. Αμβροσιάδης, το σύγκρινε με το πολύτιμο λίπος του cobe beef -αλλά παρατηρήστε και μια φέτα ακριβού hamόn ή prosciutto…). Πρόκειται για ένα λίπος που περιέχει μέχρι και 50% μονοακόρεστα λιπαρά, όπως το α-λινολεϊκό οξύ. Ο Εγχώριος Ελληνικός Χοίρος είναι η μόνη ευρέως γνωστή φυλή που αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Εκτός του μαύρου κυρίαρχου χρωματισμού υπάρχουν καφέ-κόκκινα και λευκά-μαύρα ζώα.
Πηγή : http://www.agroepirus.gr/eagro/farmers/articles/article.jsp?context=9104&articleid=6094
http://www.gaiapedia.gr/gaiapedia/index.php/Φυλές_χοίρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου