Η κυδωνιά είναι δένδρο καρποφόρο σύνηθες, συναντημένο σε όλες τις δενδροκαλλιέργειες. Φέρεται καταγόμενη εκ Περσίας ή Καύκασου, όπου εξαπλώθηκε από αμνημονεύτων χρόνων στις λοιπές χώρες της Ασίας και Ευρώπης φθάνοντας μέχρι την Ολλανδία και Β. Γερμανία. Σε άγρια κατάσταση συναντάται παντού, κυρίως σε όλους τους δροσερούς τόπους, συνήθως σε ανάμιξη με διαφόρους δασοβριθεΐς μάζες των χαμηλών βουνοσειρών ή σύσκιων βλαστήσεων των υγρών κοιλάδων και παραποτάμιων ή παραλιμνίων τοποθεσιών. Στην Ελλάδα αυτοφύεται σε μεγάλη κλίμακα, αποτελούσα πολλάκις αμιγείς συστάδας, στις υπωρείας των περιρρύτων όρεων και τα κράσπεδα των δασών, ιδίως της Μακεδονίας και Θράκης. Η κυδωνιά γενικώς καλλιεργείται σαν καρποφόρο δένδρο, είτε ως υποκείμενο της αχλαδιάς ή μηλιάς για τόπους σχετικώς υγρούς ή περιορισμένους. Υπό την διπλή αυτήν χρήση, μεγίστη εκμετάλλευση βρίσκει σε όλες τις παραμεσογείους χώρες, ιδίως στην Τουρκία όπως και σε εμάς. Η κυδωνιά, ανήκει στην οικογένεια των ροδανθών και το γένος των μηλοειδών. Αναπτυσσόμενη ελεύθερη λαμβάνει θαμνώδη διαμόρφωση ένεκα των παρά την βάση αυτής αναδιδόμενων παραφυάδων, αλλά δια της αφαιρέσεως αυτών καθίσταται μονόκορμος αποκτώντας κόμη σφαιρική 3—5 μ. ύψους. Οι ρίζες της είναι μακρές και λεπτές, μάλλον επιφανειακοί, οι δε κλάδοι ακανόνιστοι και ευλύγιστοι. Η κυδωνιά, σαν καρποφόρο δένδρο, ευδοκιμεί μόνο στα θερμά κλίματα, όπου και τα προϊόντα αυτής αποβαίνουν ποιοτικώς ανώτερα, στα δε βορειότερα χρησιμοποιείται μάλλον ως υποκείμενο της αχλαδιάς στους πολύ ψυχρούς και ορεινούς τόπους . Φοβάται τους παγετούς της άνοιξης, συνεπώς, όχι μόνο δεν παράγει κανονικά , αλλά και οι καρποί αποβαίνουν ανούσιοι και άνευ αρώματος. Παρά ταύτα όμως εν περίοδο ανθοφορίας αντέχει περισσότερο των άλλων γιγαρτοκάρπω ν έναντι του ψύχους, οι δε καρποί αυτής δεν καταρρίπτονται εύκολα από τους ανέμους.
Ως προς το έδαφος η κυδωνιά δεν τυγχάνει πολύ απαιτητική λόγου του επιπόλαιου ριζικού της συστήματος ευδοκιμεί και σε τα μάλλον αβαθή εδάφη, αρκεί αυτά να είναι γόνιμα και σχετικώς υγρά ή αρδευόμενα. Βλαστάνει και καρποφορεί καλώς σε πάσης φύσεως γαίας όχι όμως σε ισχυρώς ασβεστούχους, διότι σε αυτές καταλαμβάνεται από χλώρωση, φθίνει και ταχέως καταστρέφεται. Ειδικότερα αρέσκεται σε τα κηπευτικά αμμοαργιλλώδη ή αργιλλοαμμώδη εδάφη, σε τα σχιστολιθικά είτε γρανιτικά τοιαύτα, εφ’ όσον τυγχάνουν αρδεύσιμα ή φυσικώς δροσερά. Στα ξηρά εδάφη η κυδωνιά δεν αναπτύσσεται καλά καρποφορεί λίγο και παράγει μικρούς καρπούς ξυλώδεις, ελάχιστα χυμώδεις, ενώ αντιθέτως αντέχει μεγάλως σε τα υγρά περισσότερο παντός άλλου καρποφόρου, αρκεί να είναι διαπερατά και γόνιμα, ιδίως όταν προορίζεται ως υποκείμενο της αχλαδιάς ή της μηλιάς. Οι υπόλοιποι περιποιήσεις της κυδωνιάς είναι ελάχιστες. Σε συγκαλλιέργεια μετά λαχανικών ή άλλων οπωροφόρων δένδρων δεν επιζητεί ετέρας φροντίδας, ως επωφελούμενη των περιποιήσεων εκείνων. Σε μονοκαλλιέργεια δε αρκείται σε ένα όργωμα πριν το χειμώνα και 1-2 σκαλίσματα την άνοιξη. Αλλά και η τυχόν παραμέληση αυτών την αφήνει αδιάφορη εξακολουθώντας να παράγει αδιάκοπα και άφθονα. Εν τούτοις όμως είναι παρατηρημένο, ότι οι καλώς και επιμελημένες καλλιεργούμενοι κυδωνιές αποδίδουν προϊόντα ογκωδέστερα και ποιοτικώς ανώτερα. Ως εκ της μεγάλης συνήθως παραγωγής και πλούσιας σαρκώδους μάζας των καρπών, η λίπανση αυτής είναι αναγκαιότατη τουλάχιστον ανά 2-3 έτη. Για αυτό είναι αξιοσύστατη η αποσυντεθειμένη κοπριά σε ποσότητα 30-50 οκάδων κατά δένδρο, στα δε πλούσια σε οργανικές ουσίες εδάφη, τα χημικά λιπάσματα τύπου 4-10-10 σε ποσότητα 1 - 1,5 οκάδων κατά δένδρο ή 60- 100 οκάδων κατά στρέμμα, εφαρμοζόμενα νωρίς το φθινόπωρο, μετά την συγκομιδή των καρπών. Όσον αφορά τα ποτίσματα, όχι μόνο διότι είναι φυτό υδρόφιλο, αλλά και ένεκα του επιπόλαιου ριζικού συστήματος, η κυδωνιά έχει ανάγκη συχνών και άφθονων τοιούτων, εκτός των φυσικώς υγρών και δροσερών τόπων, στα οποία μπορούν να περιορίζονται στο ελάχιστο ή και να παραλείπονται ολοσχερώς.
Απεναντίας δε σε τόπους ξηρούς η καλλιέργεια αυτής δεν είναι εφικτή, διότι η μεν βλάστηση της ανακόπτεται συντόμως, οι δε λίγοι παραγόμενοι καρποί αποβαίνουν μικροί και αποκτούν σάρκα ξυλώδη και άνοστη. Η κυδωνιά εισέρχεται σε καρποφορία, εάν προέρχεται από σπορά, κατά το 7-8 έτος της ηλικίας της, εάν δε από μόσχευμα ή παραφυάδα κατά, το 3-4 έτος από της μεταφυτεύσεως. Σε πλήρη ακμή 20-25 ετών αποδίδει υπέρ τις 100-150 οκαδ. υπό ευνοϊκούς φυσικούς και καλλιεργητικούς όρους, τεχνητώς δε επαυξάνεται δια κυρτώσεως των βραχιόνων και δια χαρακωμάτων ή περισφίξεως των κορμών δια καταλλήλων δακτυλίων. Η ωρίμανσης των καρπών συντελείται κατά Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, διακρινόμενη εκ του κίτρινου χρώματος της επιδερμίδας. Προκειμένου περί διατηρήσεως αυτών σε αποθήκη δεν πρέπει να τοποθετούνται μαζί με άλλους καρπούς, διότι προσδίδουν σε αυτούς την διαπεραστική τους οσμή. Μεγαλύτερη αντοχή διατηρήσεως έχουν τα κυδώνια ενίων ποικιλιών και γενικότερα τα προερχόμενα εκ ξερικών καλλιεργειών. Οι καρποί της κυδωνιάς χρησιμοποιούνται ποικιλοτρόπως. Οι εύχυμοι και μαλακόσαρκοι καρποί τρώγονται σε νωπή κατάσταση, των περισσοτέρων όμως, λόγο της στυφότητας και της συνεκτικότητας της σάρκας της, βιομηχανοποιούνται, είτε στη ζαχαροπλαστική για παρασκευή γλυκών του κουταλιού, κυδωνόπαστων, γλυκοπήκτων κ.λ.π., είτε για την φαρμακευτική για παρασκευή ηδύποτων κατά της διάρροιας. Το ίδιο της βλεννώδους εξωτερικής ουσίας του περισπερμίου αυτών, παρασκευάζονται διάφορα μαλακτικά αναλογών σκοπών. Κυδωνόμηλος (meliforme): Καρπός ογκώδης, σχεδόν σφαιρικόw, πλατύπλευρος, προσομοιάζοντας σχήμα και εμφάνιση μήλου. Επιδερμίδα κιτρινοπράσινη, λεπτή, αποβάλλουσα ταχέως το χνουδωτό περίβλημά της. Σάρκα μαλακή, λίαν εύχυμος, τρωγόμενη και νωπή. Ποικιλία εκλεκτή. Σιαμπιόν (champion): Καρπός μέγας oγκόπλευρος επιμήκης, κολοβός την κορυφή. Επιδερμίδα βαθέως κίτρινη. Σάρκα κλειστή, αλλά εύχυμος. Ποικιλία προελεύσεως Αμερικής, λίαν διατηρήσιμος.
Πορτογαλίας. Καρπός ογκώδης, μικρότερος του προηγουμένου απιοειδούς σχήματος, συνήθως πλατύπλευρος η και ολίγον ακανόνιστος. Επιδερμίδα χρυσοκίτρινη και σάρκα συνεκτική. Ποικιλία όψιμος εξαίρετος. Απιάμορφος (pyriforme): Καρπός μέτριου μεγέθους, που μοιάζει προς χονδρό αχλάδι. Επιδερμίδα εντόνως κίτρινη και σάρκα ημίκλειστος. Ρέα - μαμούθ: Καρπός πολύ ογκώδης στρογγυλωπός. Βάν - Ντεμάν: Καρπός ωοειδής μεγάλου μεγέθους. Σάρκα εύχυμος ποικιλία προελεύσεως Αμερικής, εκλεκτή. Αφράτη: Καρπός μέτριου μεγέθους, σχεδόν στρογγυλός πτυχωτός περί τον οφθαλμό. Επιδερμίδα ανοικτός κίτρινη και σαρξ μαλακή, χυμώδης. Ποικιλία πολύ εκτιμώμενη στο Πήλιαο. Γίγας Φράντζας: Καρπός υπερογκώδης, συνήθως, βάρους 300-350 δραμίων. Σάρκα μαλακή εύχυμος. Ποικιλία εκλεκτή, ελάχιστα όμως παραγωγική. Αγριοκύδωνος: Καρπός μάλλον μικρός, διαυλακούμενος υπό πολλών πτυχώσεων. Επιδερμίδα κιτρινοπράσινη, πολύ χνουδωτή. Σαρξ συνεκτική και εντόνως στυφή. Διατηρείται καλώς. Η κυδωνιά δεν υπόκειται σε πολλές και σοβαρές ασθένειες. Ως σπουδαιότεροι εξ αυτών θεωρούνται: Σήψης των καρπών. Προκαλείται από ένα είδος μύκητα (monilia L.inhartiana), ο οποίος συντελεί στην μουμιοποίηση των νέων καρπών, ενίοτε δε και στο σχίσιμο των ώριμων, με αποτέλεσμα την ταχεία και ολοκληρωτική σήψη αυτών. Μαύρισμα των καρπών: Προέρχεται από μικρομύκητα (sclerotinia cydini) ο οποίος προσβάλει τους καρπούς που έχουν δέσει, τους μαυρίζει και τους αποξηραίνει. Σκωρίαση των φύλλων: Οφείλεται σε μύκητα (stigmatea mespili) αναπτυσσόμενο και προκαλούντας επί των φύλλων ερυθρωπής κηλίδες, επιφέρει όμως ελάχιστες ζημιές. Όλες οι ανωτέρω ασθένειες καταπολεμούνται ή προλαμβάνονται διά διαβροχών βορδιγαλλείου πολτού ενεργούμενων έγκαιρα, κατά την χειμερινή περίοδο, όπως γίνεται λόγος για την αχλαδιά. Σήψης των ριζών: Οφείλεται σε προσβολή μυκήτων (armillaria melea) αναπτυσσόμενων σε πολύ υγρούς και θερμούς τόπους, ανεπαρκώς αποστραγγιζόμενους.
Πηγή : http://www.ftiaxno.gr/2015/11/kydonia-spora-fitema-kallirgeia.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου