Ο ημινομαδισμός μεγάλων αποστάσεων λειτουργεί σε ιδιαίτερο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, όπως είναι τα μεγάλα κράτη ή οι αυτοκρατορίες. Έτσι όσο υφίστατο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι μετακινήσεις των κτηνοτρόφων και των κιρατζήδων ήταν πολύ εύκολες γιατί δεν υπήρχαν σύνορα. Κατά τη διάρκεια του 19ου όμως αιώνα η μακραίωνη αντίθεση που σημάδευε τις σχέσεις ανάμεσα στους ορεσίβιους πληθυσμούς και την υπόλοιπη κοινωνία μεταβλήθηκε σε ανοικτή σύγκρουση. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Καταστροφή χαράχτηκαν τα όρια των κρατών στη βαλκανική χερσόνησο. Οι τοπικές κοινωνίες υπόκειντο σε μια συγκεντρωτική δομή, χάνοντας τη σχετική αυτονομία που απολάμβαναν στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η προσπάθεια για κεντρικό έλεγχο και διεύθυνση της οικονομίας στην Ελλάδα επηρέασε την τοπική οικονομική διάρθρωση. Η δημιουργία εθνικών κρατών στα Βαλκάνια και η χάραξη συνόρων, παρεμπόδιζε τις ποιμενικές μετακινήσεις και ταυτόχρονα επιβλήθηκαν υψηλοί δασμοί στα σύνορα. Η εγκατάλειψη της ημινομαδικής κτηνοτροφίας παρατηρήθηκε με την εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, που ξεκίνησε το 1917 και αποσκοπούσε κυρίως στην κατάργηση του συστήματος των τσιφλικιών, την απαλλοτρίωση της γης και τη διανομή της στους αγρότες. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στο γεωργικό τομέα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην κτηνοτροφία. Την κατάργηση του τσιφλικιού στη Θεσσαλία ακολούθησε η παρακμή του τσελιγκάτου, αφού το τσιφλίκι λειτουργούσε πάντα σε μια σχέση συμπληρωματικότητας και αλληλεξάρτησης με τον κτηνοτροφικό σχηματισμό του τσελιγκάτου. Οι βοσκήσιμες εκτάσεις των τσιφλικιών αποτελούσαν χωρικές ολότητες και ενοικιάζονταν σε ολόκληρα τσελιγκάτα.
Ουσιαστικά, το μεγάλο πρόβλημα των ημινομάδων κτηνοτρόφων χρονολογείται από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και κυρίως μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881, οπότε οι Βλάχοι της Πίνδου έχασαν τα χειμαδιά. Η διανομή της τσιφλικικής γης σε μικρούς κλήρους στους αγρότες, πολλές φορές και σε διαφορετικές τοποθεσίες, είχε σαν αποτέλεσμα τη διάσπαση της χωρικής ενότητας των γαιοκτησιών που επέτρεπε ελευθερία κινήσεων σε μεγάλα κοπάδια. Επίσης η διανομή της γης συνοδεύτηκε από την εισαγωγή της εντατικής καλλιέργειας σε αντίθεση με την εκτατική καλλιέργεια κυρίως σιτηρών που χαρακτήριζε το τσιφλίκι. Αυτό σήμαινε τη μείωση των χειμαδιών, καθώς όλο και περισσότερα τμήματα γης, που προηγουμένως χρησίμευαν ως βοσκότοποι μετατρέπονταν σε χωράφια, με αποτέλεσμα: α) την αύξηση των ενοικίων, β) την εξάλειψη επαρκών και κατάλληλων βοσκοτόπων και γ) το διάβα των μεγάλων κοπαδιών αδύνατο, επειδή οι εντατικές καλλιέργειες εξαπλώθηκαν και κατά μήκος των μεταναστευτικών πορειών. Συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων ήταν ο ημινομαδικός ανθρώπινος και ζωικός πληθυσμός της χώρας να μειωθεί σημαντικά. Το κράτος προσπάθησε με κάποια μέτρα να "σώσει την ημινομαδική κτηνοτροφία" όχι μόνο γιατί ενδιαφερόταν για την τύχη των νομάδων αλλά γιατί ένας ζωτικός τομέας της εθνικής οικονομίας κινδύνευε, καθώς επίσης και γιατί ένα μέρος του φυσικού πλούτου της χώρας, οι ορεινές εκτάσεις, θα έμενε ανεκμετάλλευτο. Η εκμετάλλευση αυτών των περιοχών, μέσω της ημινομαδικής κτηνοτροφίας, είχε ζωτική σημασία όχι μόνο από οικονομική αλλά και από κοινωνική και πολιτική άποψη, καθώς τέτοιες εκτάσεις αποτελούσαν ως επί το πλείστον παραμεθόριες περιοχές, των οποίων η κατοίκηση ήταν θέμα αναγκαιότητας για αμυντικούς, κοινωνικο-πολιτικούς και δημογραφικούς λόγους. Τα μέτρα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίηση από τους τσελιγκάδες ενός σημαντικού αριθμού κτηνοτρόφων.
Τα τσελιγκάτα άρχισαν να αντικαθίστανται από μορφές συνεταιρισμού, όπου πολλοί κτηνοτρόφοι της ίδιας ή παρόμοιας οικονομικής δυνατότητας εκμεταλλεύονταν από κοινού και στη βάση της ισοτιμίας και καθολικής συμμετοχής τα μέσα παραγωγής τους. Αυτή η μορφή συνεταιριστικού παραγωγικού σχηματισμού αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο τσελιγκάτο και την ανεξάρτητη, ως επί το πλείστον οικογενειακή, κτηνοτροφική παραγωγική μονάδα (Νιτσιάκος 1995). Ο καθορισμός του εθνικού χώρου της νεότερης Ελλάδας και οι κοινωνικές ανακατατάξεις, διαφοροποίησαν την παραδοσιακή κτηνοτροφία. Το κράτος οραματιζόταν ένα ενιαίο κοινωνικό-πολιτισμικό και οικονομικό χώρο και προσπαθούσε να εντάξει την ορεινή οικονομία στο εθνικό σύστημα, αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες της επαρχίας. Σ’ εθνικό επίπεδο η πολιτική οδηγεί σ’ ένα ομοιόμορφο εθνικό πρότυπο, που εξαφανίζει τις ιδιαιτερότητες και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πολιτισμική φτώχεια. Η λύση ίσως θα ήταν η αντίθετη άποψη, όπου οι ιδιαίτεροι χώροι θα συγκροτούν ή θα συνθέτουν τον εθνικό. Οι κτηνοτρόφοι εξακολουθούν και σήμερα να μεταναστεύουν κάθε χειμώνα στα πεδινά της Θεσσαλίας. Αυτή η κάθοδος όμως, όπως και η επάνοδος τον Μάη δεν έχει καμία απολύτως σχέση με εκείνη στο παρελθόν, αφού ούτε σε ομάδες γίνεται ούτε χρησιμοποιούνται ζώα στη μεταφορά. Με το επάγγελμα ασχολείται μόνο ο πατέρας και σε λίγες περιπτώσεις η μητέρα, ενώ τα παιδιά έπαψαν να αποτελούν βασικά στελέχη στην παραγωγή. Η παραδοσιακή κτηνοτροφία περνά κρίση, καθώς πρόκειται για ένα δύσκολο επάγγελμα, πολύ παραμελημένο, οικονομικά αδύναμο και κοινωνικά υποβαθμισμένο.
Πηγή : http://www.vlahoi.net/politismos/ktinotrofia-oikonomia-vlahon.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου