Οι κάτοικοι της Θήρας ξεκίνησαν γύρω στο 630 π.Χ. να ιδρύσουν μια αποικία στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, στη Λιβύη, σε μια περιοχή δηλαδή που δεν είχαν ιδέα πού έπεφτε. Οι Θηραίοι, λοιπόν, με αρχηγό τον Βάττο Αριστομένη ίδρυσαν την πόλη Κυρήνη, η οποία πήρε το όνομά της από την πηγή Κύρη που ήταν αφιερωμένη στον Θεό Απόλλωνα. Έχουν παραδοθεί δύο ιστορικές εκδοχές για τους λόγους που οι κάτοικοι της Θήρας ίδρυσαν αποικία στις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Κατά την πρώτη εκδοχή, γύρω στο 630 π.Χ. κατέφθασε στους Δελφούς μια αντιπροσωπεία από τη Θήρα και ο άρχοντας της Θήρας προσέφερε μια εκατόμβη, μια πλούσια θυσία εκατό βοδιών, προκειμένου να λάβει από το μαντείο διάφορες συμβουλές για το καλό του τόπου του. Τότε, η Πυθία, η ιέρεια του μαντείου, του έδωσε χρησμό ότι έπρεπε να κτιστεί μια αποικία στη Λιβύη. Επειδή όμως ο άρχοντας της Θήρας ήταν ηλικιωμένος, ανέθεσε το έργο της αποίκησης στην Αφρική στον Βάττο, ο οποίος συνόδευε τον άρχοντα στους Δελφούς μαζί με άλλους ευγενείς του νησιού. Ωστόσο, φαίνεται πως σε πρώτη φάση οι κάτοικοι της Θήρας αγνόησαν το χρησμό του Απόλλωνα και δεν έκαναν κάποια ενέργεια για να χτίσουν την αποικία. Ο Ηρόδοτος πάλι παραθέτει μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Ο Βάττος είχε βασιλική καταγωγή από τη μεριά της μητέρας του, της Φρονίμης. Η Φρονίμη ήταν κόρη του Ετέαρχου, ο οποίος βασίλευε στην πόλη Οαξό της Κρήτης. Αφότου όμως ο βασιλιάς έδιωξε την κόρη του από το νησί, πιστεύοντας στις κακολογίες της δεύτερης γυναίκας του, η Φρονίμη τελικά βρέθηκε στη Θήρα και γέννησε στον Βάττο. Επειδή ο Βάττος είχε αδύναμη φωνή και τραύλιζε, όταν μεγάλωσε και έγινε άντρας, πήγε στους Δελφούς για τη φωνή του και στην ερώτησή του η Πυθία απάντησε με τον ακόλουθο χρησμό: Ρωτάς, Βάττε, για τη φωνή. Μα ο άρχοντας ο Φοίβος, ο Απόλλωνας, σε στέλνει στη χώρα που τα πρόβατα περσεύουν, στη Λιβύη, της αποικίας οικιστή.
Μολονότι οι Θηραίοι στην αρχή δεν φάνηκαν ιδιαιτέρως πρόθυμοι να υπακούσουν το χρησμό του Απόλλωνα, ωστόσο αναγκάστηκαν τελικά να υπακούσουν, καθώς τα πράγματα στη Θήρα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι Θηραίοι μη μπορώντας να εξηγήσουν τις συμφορές που τους συνέβαιναν, έστειλαν ανθρώπους στους Δελφούς για το κακό που τους βρήκε αλλά η Πυθία τούς έδωσε πάλι χρησμό, πως, αν έχτιζαν αποικία στην Κυρήνη της Λιβύης, η κατάστασή τους θα καλυτέρευε. Ύστερα από αυτά, οι Θηραίοι έστειλαν τον Βάττο με δύο πεντηκοντόρους και πήγαν με τα καράβια τους στη Λιβύη. Οι νέοι άποικοι αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες στη Λιβύη και καθώς δεν έβλεπαν καμία προκοπή προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Θήρα. Την ώρα όμως που αποβιβάζονταν στο νησί, οι Θηραίοι τούς πετροβολούσαν και δεν τους άφηναν να πατήσουν στη στεριά, αλλά τους πρόσταζαν να ξαναπάνε πίσω με τα καράβια τους. Κι αυτοί, στενεμένοι, γύρισαν πίσω κι έχτισαν αποικία σε νησί που βρίσκεται κοντά στη Λιβύη, που το όνομά του ήταν Πλατιά. Και υπήρχε η φήμη πως το νησί αυτό είχε την έκταση της σημερινής πόλης των Κυρηναίων. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Λίβυοι ενοχλημένοι από την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή τους, τους υπέδειξαν να μετακινηθούν δυτικότερα, σε καλύτερη περιοχή. Οι άποικοι, προσπερνώντας τις ωραιότερες εκτάσεις μέσα στη νύχτα, έφτασαν σε μια κρήνη αφιερωμένη στον Απόλλωνα. «Εδώ είναι καλά για να κατοικήσετε, Έλληνες», τους είπαν, «διότι στον τόπο αυτό ο ουρανός είναι τρύπιος», δηλαδή βρέχει πολύ. Καθώς οι άποικοι ήταν αγρότες, κατάλαβαν ότι μπορούσαν να αρχίσουν εκεί μια νέα ζωή και δέχτηκαν. Η νέα αυτή πόλη που έκτισαν ονομάστηκε Κυρήνη. Το μαντείο από την άλλη δεν τους ξέχασε. Δυο γενιές αργότερα ενθάρρυνε πολύ κόσμο από διάφορα μέρη της Ελλάδας να αναζητήσει εκεί μια καλύτερη ζωή. Στους νέους κατοίκους μοιράστηκαν κλήροι, δηλαδή ίσα μερίδια καλλιεργήσιμης γης. Οι Λίβυοι από την άλλη μεριά, αισθάνθηκαν πια πραγματική απειλή και ζήτησαν τη συνδρομή του Φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Αλλά η Κυρήνη είχε προκόψει τόσο πολύ στο μεταξύ, ώστε κατάφερε να νικήσει τον αιγυπτιακό στρατό. Ο ποιητής Πίνδαρος ύμνησε την ομορφοκτισμένη Κυρήνη για τα φημισμένα της άλογα και για τα άρματά της. Παίνεψε τον Βάττο, που έφτασε εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα από τη θάλασσα, που φρόντισε να κτίσει ιερά άλση για τους θεούς και χάραξε μια ολόισια, σκυρόστρωτη οδό στον κάμπο, για να γίνονται οι απολλώνιες πομπές. Μνημονεύει στην ποίησή του τα παλάτια του Βάττου καθώς και τον τάφο του. Ενώ οι πάντες ενταφιάζονταν έξω από τα τείχη, σε αυτόν παραχωρήθηκε μια θέση μέσα στην αγορά. Έτσι τιμούσαν οι αποικίες τον οικιστήν, δηλαδή τον πρώτο τους αρχηγό, σαν ήρωα.
Η Κυρήνη ιδρύθηκε το 630 π.Χ. με μετανάστες Δωριείς από το νησί της Σαντορίνης και έγινε η πιο σημαντική πόλη στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, επίκεντρο του πολιτισμού – που έγινε διάσημο από την παρουσία των διάσημων ανθρώπων (το μαθηματικό Θεόδωρο, ο ποιητής Καλλίμαχος , ο φιλόσοφος Αρίστιππος, ο γεωγράφος Ερατοσθένης κλπ) και όχι συμπτωματικά η περιοχή φημιζόταν για τη σχολή της ιατρικής και της φαρμακολογίας. Ένα ελληνικό κύπελλο του 560 π .Χ που βρίσκεται τώρα στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, παρουσιάζει την εικόνα του βασιλιά Αρκεσίλαου ΙΙ της Κυρήνης να ζυγίζει τα τσουβάλια που περιέχουν σίλφιον. Ένας χαρακτήρας της κωμωδίας του Αριστοφάνη λέει ότι «ο μεγαλύτερος πλούτος της γης θα ήταν το να κατέχεις όλο το σίλφιο της Λιβύης.»
Λέγεται πως ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας αυτός που το χάρισε στους Έλληνες θέλοντας να τους κάνει ένα δώρο που δεν θα ξεχνούσε κανείς. Και ξαφνικά μια κοινωνία λυσσούσε πια για σίλφιο! Ήταν βλέπετε αφροδισιακό και αντισυλληπτικό τρομερό, αλλά και λαχταριστό καρύκευμα για το φαγητό. Τα είχε όλα και κανείς δεν το έκρυβε. Μας το λέει εξάλλου ο Ιπποκράτης, ο Διοσκουρίδης και ο Σωρανός ο Εφέσιος, αλλά και πλήθος άλλων Ελλήνων και Ρωμαίων. Βλέπετε το σίλφιο (ή σύλφιο) ήταν το διασημότερο βότανο της αρχαιότητας, ένα φυτικό πασπαρτού για τα πάντα. Ήταν όμως, σαν από τραγική ειρωνεία, και όσο σπάνιο χρειαζόταν για να φτάσει να αξίζει το βάρος του σε ασήμι. Φυόταν αποκλειστικά σε μια στενή λωρίδα γης στην Κυρήνη, εκεί στις ακτές της Βόρειας Αφρικής (σημερινή Λιβύη), και δεν ευδοκιμούσε πουθενά αλλού, φέρνοντας στον νου τη σημερινή μαστίχα της Χίου. Όσοι το εμπορεύονταν πλούτιζαν, καθώς το λαχταρούσε όλος ο αρχαίος κόσμος. Το απαθανάτιζαν σε νομίσματα και αγγεία και το πήραν μετά οι Ρωμαίοι στέλνοντάς το στα ουράνια. Μόνο που κανείς τους δεν κατάλαβε πως η υπερεντατική του καλλιέργεια και η μαζική συγκομιδή του προσυπέγραφαν το τέλος του. Σύντομα θα ζούσαν όλοι χωρίς σίλφιο και θα έπρεπε να βρουν πια υποκατάστατά του, αφήνοντάς το στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας να πονοκεφαλιάζει ακόμα και σήμερα τους βοτανολόγους. Γιατί ναι μεν υπήρξε, τι ήταν όμως ακριβώς;
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν δυσανάλογα πολύ την αντισύλληψη και ήταν σε αυτό το πλαίσιο που έκαναν ένα βοτάνι να εξαφανιστεί, ένα βοτάνι που αν τους πιστέψουμε ήταν το πλέον αποτελεσματικό μέσο αντισύλληψης όλου του αρχαίου κόσμου! Αν και δεν ήταν οι Ρωμαίοι αυτοί που τα ξεκίνησαν όλα. Το βότανο λεγόταν σίλφιο και ήταν ένα φυτό που συγγένευε πιθανότατα με τον γιγαντιαίο μάραθο ή το σέλινο. Οι σοφιστικέ Έλληνες το καλλιεργούσαν αποκλειστικά για τη ρητίνη του, αν και οι πιο χοντροκομμένοι σε αυτά Ρωμαίοι το εκμεταλλεύονταν όλο, ακόμα και για τις ρίζες του είχαν κάποια χρήση. Σίλφιο το έλεγαν οι πρόγονοί μας και silphium οι Ρωμαίοι, αν και αυτοί του επεφύλαξαν πολλές ακόμα ονομασίες (laserpicium, lasarpicium κ.ά.). Και το χρησιμοποιούσαν για τα πάντα, από αρωματικό καρύκευμα για τη νοστιμάδα της μαγειρικής και τοπική αναλγητική αλοιφή μέχρι φάρμακο για πάμπολλες νόσους. Σχεδόν όλες! Αν και περιβόητο σε όλο τον γνωστό κόσμο δεν θα γινόταν παρά για τις διεγερτικές και αντισυλληπτικές του ιδιότητες. Ήταν οι Θηραίοι αυτοί που το ανακάλυψαν ήδη από το 630 π.Χ., όταν ίδρυσαν την ελληνική τους αποικία στη Βόρεια Αφρική, την περίφημη Κυρήνη. Οι Έλληνες ονόμασαν την αποικία τους από την πηγή Κύρη, αφιερωμένη στον θεό Απόλλωνα, και εκείνος τους έκανε δώρο το σίλφιο. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Βάττος Α’ αποβιβάστηκε στην Κυρηναϊκή και οδηγήθηκε από τους γηγενείς σε μια περιοχή που είχε «τρύπα στον ουρανό», πιθανότατα γιατί έβρεχε πολύ. Εκεί υπήρχε ένα ιερό του Απόλλωνα και ο Θηραίος αποφάσισε να ιδρύσει την πόλη του τιμώντας τα ιερά εδάφη. Όπως κι αν έχει, ο Απόλλωνας του χάρισε το σίλφιο, ένα πολύτιμο βοτάνι που συνέβαλε τα μέγιστα στη μετατροπή της πόλης σε επίκεντρο του ελληνικού πολιτισμού στα άγνωστα εδάφη, καθώς η εμπορική του εκμετάλλευση κόμιζε στην Κυρήνη πλούτη θαυμαστά. Το σίλφιο έγινε τόσο σημαντικό για την κυρηναϊκή οικονομία που εμφανίζονταν από ένα σημείο και μετά σε κάθε σχεδόν νόμισμα της πόλης! Σε λακωνική κύλικα του 565-560 π.Χ. (Κύλιξ του Αρκεσίλα) απεικονίζεται εξάλλου ο βασιλιάς της Κυρήνης, Αρκεσίλαος Β΄, να επιβλέπει τη συγκομιδή του φυτού, τέτοια σημασία είχε για την οικονομική επιβίωση της ελληνικής αποικίας. Ήταν το απόλυτο έμβλημα της πόλης.
Γιατί το σίλφιο μετατράπηκε μαγικά σε βασικό συστατικό κάθε φαρέτρας γιατρού ή μύστη σε όλη τη Λεκάνη της Μεσογείου για τα επόμενα 700 περίπου χρόνια. Το ήξεραν φυσικά και οι Αιγύπτιοι, καθώς είναι οι δικές τους αναφορές από τον 7ο π.Χ. αιώνα που λογίζονται οι παλιότερες. Και αυτός ο σπουδαίος πολιτισμός το χρησιμοποιούσε ως ιατρικό βοήθημα για αντισύλληψη και άμβλωση, αλλά και ως πανάκεια σχεδόν για τα πάντα, από πονόλαιμο και βήχα μέχρι και θεραπεία για τη λέπρα. Ήταν όμως και το άλλο: τόσο οι Αιγύπτιοι όσο και οι Μινωίτες είχαν συγκεκριμένο ιδεόγραμμα (γλύφο) που αντιπροσώπευε το σίλφιο! Κάτι που αναδεικνύει τη σημαντικότητά του για τους πρώιμους αυτούς μεσογειακούς πολιτισμούς. Ας μην ξεχνάμε πως το σίλφιο έβρισκε εφαρμογή σχεδόν στα πάντα και χρησιμοποιούνταν κάθε τμήμα του, από το κοτσάνι και τις ρίζες μέχρι και τον πολύτιμο χυμό του. Έχει υποστηριχτεί μάλιστα ιστορικά πως η κλασική αρχαιότητα περιστράφηκε εν πολλοίς γύρω από το σίλφιο, ένα βότανο-πανάκεια. Οι Έλληνες, ας πούμε, το λάτρευαν και ως εύγευστο καρύκευμα για το φαγητό τους. Το αγαπούσαν με πάθος και το έβαζαν στα πάντα, σαν τον σημερινό μαϊντανό ένα πράμα. Όπως μας παραδίδουν οι πρόγονοί μας, στο φαγητό χάριζε μια έντονη και πικάντικη γεύση, αντίστοιχη πιθανότατα με το σκόρδο, χωρίς ωστόσο τη βαριά μυρωδιά του. Οι Έλληνες αποξήραιναν τον χυμό του για τη μαγειρική του χρήση, ενώ οι πάντα υπερβολικοί Ρωμαίοι το έτρωγαν ολόκληρο. Ακόμα και τις ρίζες του γεύονταν, τις οποίες διατηρούσαν στο ξίδι. Το φυτό ήταν τόσο παινεμένο ως μπαχαρικό που έφτασαν -τόσο στην κλασική όσο και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα- να πληρώνουν όσο τίποτα τα ζώα που είχαν βοσκήσει στο σίλφιο, γιατί πίστευαν πως έδινε καλύτερη γεύση στο κρέας τους! Ακόμα και συνταγές έχουν φτάσει ως τις μέρες μας με το νόστιμο καρύκευμα: Ο δραματικός ποιητής Άλεξις μας λέει πως για να φτιάξουμε ωραία σαφρίδια «τους βγάζεις τα βράγχια, τα ξεπλένεις, τα καθαρίζεις, τα ανοίγεις στα δύο, τα στρώνεις, τα αλευρώνεις, τα αλείφεις με σίλφιο και τα καλύπτεις με τυρί, αλάτι και ρίγανη». Ο πλατωνικός φιλόσοφος Ξενοκράτης μοιράζεται μαζί μας το μυστικό για νοστιμότατες φούσκες (τα οστρακοειδή): «Τις κόβουμε, ξεπλένουμε και περιχύνουμε με κυρηναϊκό σίλφιο, απήγανο, άλμη και ξίδι ή φρέσκια μέντα σε ξίδι και γλυκό κρασί». Αλλά και ο Αθηναίος στους «Δειπνοσοφισταί» του αναφέρει πως έτρωγαν παστό ψάρι, μαριναρισμένο με κρασί, λάδι και σίλφιο. Ως τη ρωμαϊκή εποχή, το βότανο είχε γίνει τόσο λατρεμένο που εμφανίζεται σε όλες σχεδόν τις συνταγές της μαγειρικής «Βίβλου» των Ρωμαίων, τον τσελεμεντέ του Καίλιου Απίκιου («Περί μαγειρικής»)! Κι ας μην ξεχνάμε ότι είναι και πάλι το σίλφιο που μοστράρεται ακόμα και στη μεγαλύτερη λέξη ολάκερης της Ιστορίας, κληρονομιά του τρομερού Αριστοφάνη αυτή (τη συναντάμε στις «Εκκλησιάζουσες»): «Λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιολιπαρομε λιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγκ λοπελειολαγωοσιραιοβαφητραγανοπτερυγών».
Τι μαγικό είχε η κυρηναϊκή χερσόνησος και φύτρωνε αποκλειστικά εκεί το σίλφιο, κανείς δεν ξέρει. Σε μια στενή λωρίδα της ακτής, 200×50 χιλιόμετρα περίπου, όπως μας παραδίδεται, έβγαινε το θαυματουργό φυτό και αρνούνταν πεισματικά να ευδοκιμήσει οπουδήποτε αλλού. Κι αν το προσπάθησαν οι αρχαίοι! Εφτακόσια χρόνια το πάλευαν όλοι, Μινωίτες, Αιγύπτιοι, Έλληνες, Ρωμαίοι και κάθε άλλος λαός της Μεσογείου, μάταια όμως. Μόνο η Κυρήνη είχε το προνόμιο να πλουτίζει από το σίλφιο, πάει και τέλειωσε. Την ίδια ώρα, το θαυματουργό χορτάρι είχε και πολλές θεραπευτικές χρήσεις, αν και είναι δύσκολο να αποτιμήσουμε με σύγχρονους ιατρικούς όρους την αποτελεσματικότητά τους. Από πονόλαιμο, πυρετό και δυσπεψία μέχρι αφροδίσια νοσήματα (κονδυλώματα) και ανεπιθύμητες κυήσεις λεγόταν πως θεράπευε, ποιος να πει όμως με αποφασιστικότητα; Ο Ιπποκράτης ενδεχομένως, που παρότρυνε τους ασθενείς του: «Όταν εξέχει το έντερο και δεν επιστρέφει στη θέση του, ξύστε σε μικρά κομμάτια το καλύτερο και πιο συμπαγές σίλφιον και εφαρμόστε το ως κατάπλασμα». Αλλά και ο Θεόφραστος ο Ερέσιος και ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος το παρομοίαζαν με την «Ηράκλεια Πανάκεια», λέγοντάς μας πως το σκιανθές φυτό ήταν κατάλληλο για όλες τις ασθένειες. Ήταν πάντως αναμφίβολα η αντισυλληπτική του δράση που έκανε τους Έλληνες να το προτιμούν και τους Ρωμαίους να το λατρεύουν! Ακόμα και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το καταμαρτυρεί, όταν υπαινίσσεται πως το σίλφιο μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για «την απομάκρυνση των υγρών που εκκρίνονται στην εμμηνόρροια». Ιδιότητες που συναντάμε εξάλλου ακόμα και σήμερα στα συγγενικά του είδη, όπως ο μαϊντανός. Το βότανο εμφανίζεται και στην «Περιγραφή της Ελλάδος» του Παυσανία, σε μια ιστορία των Διόσκουρων που παραθέτει κατά τη διαμονή τους στο σπίτι του Σπαρτιάτη Φορμίωνος: «Γιατί, έτσι συνέβη, ότι η παρθένος κόρη του που ζούσε σε αυτό. Από την επόμενη μέρα, αυτή η παρθένα με όλη την κοριτσίστικη αμφίεσή της, είχε εξαφανιστεί και στην αίθουσα βρέθηκαν εικόνες των Διοσκούρων, ένα τραπέζι και σίλφιον πάνω σε αυτό». Το σίλφιο με τη λατινική του ονομασία (laserpicium) παίζει και σε ποίημα του Κάτουλλου προς την ερωμένη του Λεσβία, διαδραματίζοντας έτσι σαφή ρόλο στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Δεν είναι καθόλου απίθανο λοιπόν να ήταν φαρμακολογικά δραστικό στην πρόληψη ή ακόμα και τη διακοπή της κύησης. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε πάντως ως αντισυλληπτικό και μέσο για την άμβλωση. Την ίδια στιγμή, ο ανθός του χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή αρωμάτων, καθώς οι αρχαίοι εκμεταλλεύονταν κάθε τετραγωνικό εκατοστό του.
Φυτό-χρυσός για την Κυρήνη, φυτό-πανάκεια για τον αρχαίο κόσμο και ένα φυτικό βιάγκρα για όλους τους άλλους, το σίλφιο δεν έμελλε να μακροημερεύσει, καθώς κανείς δεν σκέφτηκε το μέλλον του. Οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που το ξετίναξαν ουσιαστικά, γενικεύοντας τη χρήση του και την υπερκαλλιέργειά του. Ακόμα και τα καλύτερα ζώα τους έστελναν να τραφούν με κυρηναϊκό σίλφιο, για να αποκτήσουν νόστιμο κρέας και τιμή στα ουράνια. Ήταν οι μαγειρικές και προπάντων οι αντισυλληπτικές του ιδιότητες που προσυπέγραψαν το ηχηρό του τέλος. Κάποια στιγμή περί τον 1ο αιώνα μ.Χ. δεν φύτρωνε απλώς άλλο! Η υπερκαλλιέργεια και οι οπλές των ζώων κατέστρεψαν το εύθραυστο οικοσύστημα των κυρηναϊκών ακτών, στέλνοντας το σίλφιο στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Σύμφωνα με τον θρύλο, που μας παραδίδει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος («Φυσική Ιστορία»), ήταν ο αυτοκράτορας Νέρων αυτός που γεύτηκε το τελευταίο ποτέ κλαράκι του: «Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν υπάρχει καθόλου σίλφιο … λένε πως το τελευταίο βλαστάρι που βρέθηκε, απ’ όσο θυμούνται οι άνθρωποι, στάλθηκε στον αυτοκράτορα Νέρωνα». Και του στάλθηκε ως κάτι το αξιοπερίεργο, όπως μας λέει ο Πλίνιος. Μέσα σε μερικές δεκαετίες, το ήδη σπάνιο σίλφιο εξαφανίστηκε. Τώρα όλοι αναπολούσαν τις εποχές που ο Ιούλιος Καίσαρας είχε φροντίσει δαιμόνια να πάρει στην κατοχή του μεγάλες ποσότητες του φυτού, τις οποίες παραχώρησε κάποια στιγμή στα δημόσια ταμεία του ρωμαϊκού κράτους. Καθώς μέχρι τότε άξιζε πραγματικό ασήμι. Οι Ρωμαίοι το έλεγαν άλλωστε χωρίς περιστροφές πως «ο χυμός του σίλφιου αξίζει το βάρος του σε δηνάρια»!
Ακόμα και μετά την εξαφάνισή του βέβαια συνέχισε να αναφέρεται στους καταλόγους των αρωματικών φυτών, περνώντας από τον έναν στον άλλο μέχρι και τον 8ο αιώνα μ.Χ. Ο Θεόφραστος επιβεβαιώνει («Περί φυτών ιστορία») πως το σίλφιο δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί και ήταν η φήμη για τις αντισυλληπτικές ιδιότητες που ανέπτυξε τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. που έφεραν το οριστικό του τέλος. Ο Στράβωνας πάλι μας λέει πως ήταν οι λαοί της ερήμου αυτοί που κατέστρεψαν τις ρίζες του. Ακόμα και σήμερα οι βοτανολόγοι δεν έχουν καταφέρει να το ταυτοποιήσουν, έχουν κυκλοφορήσει πάντως αρκετές εικασίες για την οικογένεια των φυτών στην οποία πιθανώς ανήκε. Γεγονός είναι πως ο αρχαίος κόσμος δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς σίλφιο, γι’ αυτό και οι άντρες του Αλέξανδρου βρήκαν στην Περσία ένα παρόμοιο φυτό, το οποίο στερούνταν ωστόσο τη γεύση ή τις θαυματουργές ιδιότητες του αυθεντικού. Ήταν η ασαφοετίδα (ή ασαφέτιδα), που κυκλοφορεί ακόμα και σήμερα στην Ινδία. Οι Ρωμαίοι την υποδέχτηκαν αρχικά με ενθουσιασμό, γρήγορα κατάλαβαν όμως πως σίλφιο δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο. Το καταμαρτυρεί και ο Διοσκουρίδης («Περί ύλης ιατρικής»): «Το κυρηναϊκό [το σίλφιο] έχει ένα πολύ υγιεινό άρωμα, που ελάχιστα το προσέχει κανείς στην αναπνοή. Αντίθετα, το μηδικό [ασαφοετίδα] είναι λιγότερο δυνατό και έχει χειρότερη μυρωδιά»…
Έχουμε ακούσει πως το σύμβολο της καρδιάς, που δεν μοιάζει φυσικά σε τίποτα με την πραγματική καρδιά, έλκει πίσω του πολλούς θρύλους για την ύπαρξή του. Άλλοι λένε πως πρόκειται για μεσαιωνική αναπαράσταση διαφόρων φυτών (φύλλα συκής, κισσός ή ακόμα και νούφαρα) και άλλοι πάλι υποθέτουν πως το σχήμα της αγάπης έχει να κάνει πολύ με τη γυναικεία ανατομία (εφηβαίο). Κι όμως, η πρώτη ποτέ παρόμοια αναπαράσταση μας έρχεται από το ασημένιο νόμισμα της Κυρήνης του 6ου-5ου αιώνα π.Χ., εκεί δηλαδή όπου ο σπόρος/καρπός του σίλφιου παραμοιάζει με το οικουμενικό σύμβολο της αγάπης και του έρωτα! Κι έτσι αρκετοί ιστορικοί τοποθετούν τη γέννησή του πολύ πριν από τον Μεσαίωνα και συγκεκριμένα κάπου, κάπως, κάποτε στην Κυρηναϊκή. Κι ενώ η σύνδεση σίλφιου και σεξ είναι κάτι παραπάνω από προφανής και ιστορικά καταγεγραμμένη, όπως υπαινίσσονται εξάλλου και ο Παυσανίας και ο Κάτουλλος, μια τέτοια υπόθεση θα παραμείνει αναγκαστικά στη σφαίρα της ιστορικής φαντασίας. Σε άλλο κυρηναϊκό νόμισμα βλέπουμε μια γυναίκα να κρατά στο χέρι της γερμένο ένα κλαδί του φυτού, έτσι ώστε το άνθος του να δείχνει τα γεννητικά της όργανα. Αν το σίλφιο παραμένει ακόμα μαζί μας με τη μορφή του ρομάντζου και της αγάπης, αυτό μόνο οι ερωτευμένοι το ξέρουν… Τελικά μήπως το σημερινό παγκόσμιο σύμβολο της αγάπης και της φιλίας ήταν το παλιό σύμβολο του σαρκικού έρωτα χωρίς περιορισμούς;
Οι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην εκστρατεία τους στην βορειοανατολική Περσία βρήκαν την Ασαφέτιδα στην οποία αναγνώρισαν μεγάλη ομοιότητα με το Σίλφιο της Κυρήνης. Με δεδομένο ότι το Σύλφιο ήταν ήδη σπάνιο, η Ασαφέτιδα έγινε στην Ελλάδα δεκτή με ικανοποίηση αν και ήταν λιγότερο γευστική. Ο Διοσκουρίδης μάλιστα τον 1ο αιώνα μ.Χ. έγραφε. «Το Σύλφιο της Κυρήνης ακόμη και όταν απλά το δοκιμάσεις διεγείρει όλο το σώμα και έχει πολύ υγιές άρωμα, τόσο που δεν το καταλαβαίνεις στην αναπνοή ή το αντιλαμβάνεσαι πολύ λίγο. Αυτό όμως της Περσίας είναι λιγότερο ισχυρό και έχει ασχημότερη γεύση». Μετά την εξαφάνιση του Σίλφιου, η Ασαφέτιδα έγινε δεκτή με ευχαρίστηση τόσο από τους γιατρούς όσο και από τους μάγειρες της αρχαιότητας. Η Ασαφέτιδα μετά το 1500 μ.Χ. άρχισε να χρησιμοποιείται ως βότανο και στη μαγειρική με δειλά βήματα. Το 1918 στην πανδημία της Ισπανικής γρίπης χρησιμοποιήθηκε έντονα για την καταπολέμηση αυτής της αρρώστιας που θέρισε την Ευρώπη. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως αντίδοτο οπίου σε οπιομανείς. Στην Ινδία και την Περσία χρησιμοποιείται παρά την δυσάρεστη μυρωδιά της ως καρύκευμα και θεωρείται ότι ασκεί διεγερτική δράση στον εγκέφαλο. Την χρησιμοποιούν ως διεγερτικό της πέψης, για τον μετεωρισμό, τους κολικούς και ως ήπιο καθαρτικό.
Ο Θεόφραστος περιέγραψε το φυτό ως έχον παχιές ρίζες καλυμμένες με μαύρο φλοιό, ο οποίος ήταν υπερβολικά μακρύς. Αν και το φυτό ήταν «πιο περίεργο», είπε ότι είχε ένα κοίλο στέλεχος που έμοιαζε με μάραθο και χρυσά φύλλα που μοιάζουνε με εκείνα του σέλινου. Η οικονομία της προσφοράς και της ζήτησης «χτύπησε» ανεπανόρθωτα το Σίλφιο. Καθώς η αξία του μάλιστα αυξανόταν, οι αδίστακτοι λαθρέμποροι το οδήγησαν στην εξαφάνιση. Σήμερα τα φαρμακευτικά βότανα είναι μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία και αναπτύσσεται. Πολλά είναι τα βότανα που απειλούνται από την αλλαγή του κλίματος και τον τρόπο ανάπτυξης. Μόνο στη Νότια Αφρική, 82 φαρμακευτικά βότανα απειλούνται με εξαφάνιση και δύο έχουν εξαφανιστεί. Οι ελπίδες για το Σίλφιο όμως δεν έχουν σβήσει. Έχουν υπάρξει μόνο λίγες μελέτες σχετικά με την ποικιλομορφία των φυτών στη Λιβύη και μπορεί να βρεθεί ακόμα. «Θα μπορούσε να είναι ακόμα εκεί. Δεν είναι εύκολη η έρευνα », λέει ο Monique Simmonds, καθηγητής στο Kew Gardens, London.
Φυσικά, αυτό γίνεται λίγο πιο δύσκολο από το γεγονός ότι κανείς δεν ξέρει τι ψάχνουν. «Έχουμε την τάση να βρούμε τους σπόρους άλλων φυτών, όπως κόλιανδρο και άνηθο, σε αρχαίες τοποθεσίες. Αλλά κανείς δεν βρήκε ποτέ silphium», λέει ο Monique Simmonds. Οι επιστήμονες πιστεύουν τώρα ότι το Σίλφιο μπορεί να ανήκε σε μια ομάδα φυτών που μοιάζουν με μάραθο, το Ferula. Στην πραγματικότητα σχετίζονται με καρότα και αναπτύσσονται άγρια ως ζιζάνια σε όλη τη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο. Δύο από αυτά τα φυτά εξακολουθούν να υπάρχουν στη Λιβύη σήμερα. Είναι πιθανό ότι ένα από αυτά είναι Σίλφιο. Μπορεί να μην μάθουμε ποτέ την πραγματική ταυτότητα του Σίλφιου, αλλά μπορούμε να μάθουμε από την παρακμή του. Η τελευταία έρευνα της Cyrene έδειξε ότι πολλά φυτά και βότανα εξαφανίζονται γρήγορα, καθώς η γη παραδίδεται σε ερήμους και για άλλη μια φορά η χρήση της είναι υπερβολική. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μπορεί να έχει προ πολλού αλλά φαίνεται ότι επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.
Πηγή : https://www.lifo.gr/blogs/almanac/silfion-proto-eidos-fytoy-poy-exafanise-o-anthropos-stin-arhaiotita
https://armonia-zoi.gr/%CF%84%CE%BF-%CF%83%CE%AF%CE%BB%CF%86%CE%B9%CE%BF%CE%BD-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CF%85%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF-%CE%B1/
https://m.tvxs.gr/mo/i/245689/f/news/kosmos/silfio-mystirio-toy-xamenoy-magikoy-botanoy.html
https://greekcultureellinikospolitismos.wordpress.com/2017/07/05/kardia-symbolo-silfion-agapi-erotas/
https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/2890605/to-mistiriodes-votano-ton-archeon-ellinon-pou-kostize-to-varos-tou-se-asimi
https://www.olympia.gr/986660/ellada/kyrini-i-apoikia-ton-thiraion-sti-vorei/