Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Ελληνική κτηνοτροφία : Η περίπτωση της Κρήτης

Η κτηνοτροφία στην Κρήτη ασκείται κυρίως σε δύο μορφές: στην «ημιοικόσιτη» όπου οι κτηνοτρόφοι εκμεταλλεύονται χέρσες και καλλιεργημένες περιοχές γύρω από τα χωριά και λίγο έξω από τις πόλεις, και στην «ποιμενική» όπου οι κτηνοτρόφοι εκμεταλλεύονται τις ημιορεινές και ορεινές βοσκές των πλαγιών των ορεινών όγκων. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία, τα κοπάδια διακρίνονται σε δύο επιμέρους τύπους : 
α) στα «νομαδικά» τα οποία το καλοκαίρι μεταφέρονται στα οροπέδια και στα ορεινά
βοσκοτόπια (μέχρι και τα 2.300 μέτρα) και
β) τα «κοπαδιάρικα», που αφορούν ζώα ορεινών κοινοτήτων τα οποία αφήνονται ελεύθερα την Άνοιξη σε βοσκότοπους εντός των ορίων της κοινότητας. Κτηνοτροφία σε συνθήκες ενσταβλισμού ασκείται σε μικρό βαθμό (κυρίως στα πεδινά) και αφορά το 20-25% των ζώων του νησιού. Ο συνολικός αριθμός μόνο των αιγοπροβάτων ξεπερνά το 1.000.000 (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας) και τα ζώα αυτά αποτελούν την βασική πηγή τροφής για τα μεγάλα πτωματοφάγα είδη.


Επιπλέον αιγοπρόβατα σε ημιάγρια κατάσταση, που ο αριθμός τους παραμένει αδιευκρίνιστος, διαβιούν σε όλα τα βουνά της Κρήτης και συνεισφέρουν σημαντικά στη δίαιτα των πουλιών καθ' όλη την διάρκεια του έτους. Τα ζώα αυτά ποτέ δεν σταβλίζονται και παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας, λόγω φυσικών αιτίων, ατυχημάτων και ασιτίας. Στην περιοχή μελέτης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία καταγράφονται περίπου 78.000 αιγοπρόβατα, αριθμός υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο εκείνου πριν 40 έτη.
Στην Κρήτη, ιδιαίτερα στην περιοχή των Σφακίων και στα Λευκά όρη, εκτρέφεται το γνωστό «Σφακιανό» πρόβατο, σε αριθμό 60.000 προβάτων. Είναι το παραγωγικότερο πρόβατο της Κρήτης.  Αρσενικά αυτής της φυλής χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία σε προγράμματα αναβάθμισης διαφόρων ποιμνίων σε όλο το νησί. Είναι σχετικά μικρόσωμο, σφριγηλό, κατάλληλο για δύσβατες περιοχές. Είναι λευκό με μελανές κηλίδες γύρω από τα μάτια, και αναμικτόμαλλο.    Παράγει κατά μ.ο. 110 λίτρα, σχεδόν βιολογικού, γάλακτος, με συνθήκες εκτροφής ιδιαίτερα δύσκολες.  Σήμερα εκτρέφονται στην Κρήτη ποίμνια αυτής της φυλής, με ευνοϊκότερες συνθήκες εκτροφής, των οποίων οι αποδόσεις είναι πολύ καλλίτερες.


Χωρίς τέλος είναι η μείωση του ζωικού κεφαλαίου της Ελλάδας, αλλά και της Κρήτης, από χρόνο σε χρόνο, παρά την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας και την ανάγκη αύξησης της παραγωγής για την αντίστοιχη μείωση των εισαγωγών κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Μάλιστα, μέχρι πριν το 2010 η Ελλάδα δαπανούσε 6-7 δισεκατομμύρια ευρώ για τις εισαγωγές αυτές.
Πλέον μέσα στα χρόνια της κρίσης - σύμφωνα με την αποκάλυψη που κάνει στην εφημερίδα “Νέα Κρήτη” ο κτηνίατρος και πρόεδρος του Παραρτήματος Κρήτης του ΓΕΩΤΕΕ Αλέκος Στεφανάκης - το ποσό αυτό μειώθηκε περίπου στο μισό, όχι επειδή καλύψαμε τις ανάγκες μας σε κρέας και σε γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλά επειδή μειώσαμε... την κατανάλωσή τους λόγω μείωσης της αγοραστικής μας δύναμης!


Συγκεκριμένα, από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των ερευνών ζωικού κεφαλαίου (χοίρων, βοοειδών, προβάτων και αιγών) για το έτος 2018. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών ζωικού κεφαλαίου, κατά το χρονικό διάστημα 2017-2018 παρατηρούνται οι ακόλουθες μεταβολές ως προς τον αριθμό των ζώων και των εκμεταλλεύσεων:
Ο αριθμός των βοοειδών μειώθηκε κατά 2,5% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των βοοειδών ανήλθε σε 541.845 ζώα το 2018, έναντι 555.672 ζώων το 2017. Αντίστοιχα, μείωση παρατηρείται στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν βοοειδή κατά 8,8% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν βοοειδή ανήλθε σε 13.844 εκμεταλλεύσεις το 2018, έναντι 15.183 εκμεταλλεύσεων το 2017.


Ο αριθμός των χοίρων μειώθηκε κατά 3,0% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των χοίρων ανήλθε σε 721.390 ζώα το 2018 έναντι 743.588 ζώων το 2017. Μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν χοίρους κατά 7,4% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν χοίρους ανήλθε σε 16.473 εκμεταλλεύσεις το 2018, έναντι 17.789 εκμεταλλεύσεων το 2017.
Ο αριθμός των προβάτων μειώθηκε κατά 1,9% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των προβάτων ανήλθε σε 8.429.654 ζώα το 2018 έναντι 8.592.619 ζώων το 2017. Επίσης, μείωση παρατηρείται στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν πρόβατα κατά 2,8% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν πρόβατα ανήλθε σε 84.651 εκμεταλλεύσεις το 2018 έναντι 87.109 εκμεταλλεύσεων το 2017.


Ο αριθμός των αιγών μειώθηκε κατά 3,8% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιγών ανήλθε σε 3.624.719 ζώα το 2018 έναντι 3.767.839 ζώων το 2017. Τέλος, μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες κατά 3,9% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες ανήλθε σε 64.898 εκμεταλλεύσεις το 2018 έναντι 67.551 εκμεταλλεύσεων το 2017.
Το σύνολο του ζωικού κεφαλαίου (βοοειδή, χοίροι, πρόβατα, αίγες) εκφρασμένο σε ζωικές μονάδες (ζ.μ.) παρουσίασε μείωση 2,5% το 2018 σε σχέση με το 2017. Συγκεκριμένα, το σύνολο των ζ.μ. το 2018 ήταν 1.775.194, οι οποίες κατανέμονται ως εξής: 389.884 ζ.μ. αντιστοιχούν στα βοοειδή, 179.873 ζ.μ. στους χοίρους, 842.965 ζ.μ. στα πρόβατα και 362.472 ζ.μ. στις αίγες.
Πηγή : http://frontoffice-147.dev.edu.uoc.gr/tradition/folksarts/sfakianship.html
https://www.rethemnosnews.gr/kriti/576921_meiothike-zoiko-kefalaio-stin-kriti-kai-tin-ellada

Ελληνική κτηνοτροφία : Οι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι της Ελλάδας

Οι Αρβανιτόβλαχοι είναι αρβανιτόφωνοι και βλαχόφωνοι Έλληνες, οι πρόγονοι των οποίων κατάγονταν από την Βόρεια Ήπειρο. Θεωρούνται κλάδος των Βλάχων και είναι διασκορπισμένοι κατά κύριο λόγο στη Μακεδονία και την Θεσσαλία, και κατά δεύτερο στην Ήπειρο και την Στερεά Ελλάδα. Έχουν διαφορές σε αρκετά έθιμα απ' τους Βλάχους. Οι Αρβανιτόβλαχοι, λόγω της συνύπαρξης στην Βόρεια Ήπειρο με τους Αρβανίτες, γνώριζαν τρεις γλώσσες, δηλαδή εκτός από την Ελληνική και την Βλάχικη, την Αρβανίτικη. Για τον λόγο αυτό υπάρχει συνδυασμός των λέξεων Αρβανίτης + Βλάχος. Ο όρος Αρβανιτόβλαχοι είναι σχετικά νέος και μάλιστα πολλοί από τους παλιότερους Αρβανιτόβλαχους δεν ήξεραν τον όρο αυτό. Αντιθέτως χρησιμοποιούσαν το όνομα Φαρσεριώτες ή Φρασεριώτες Βλάχοι για να αυτοπροσδιοριστούν.


Το όνομα Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες, οι περισσότεροι μελετητές το σχετίζουν με το χωριό Φράσι(α)ρη (Frasher), που βρίσκεται στην περιοχή του Νταγκλί στη Βόρειο Ήπειρο. Το χωριό αυτό σήμερα, υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής και βρίσκεται 36 χλμ. βόρεια της πόλης της Πρεμετής. Το όνομα αυτό, οφείλεται στο ότι οι Αρβανιτόβλαχοι ή ένα μεγάλο μέρος τους, πιστεύεται ότι κατάγονται από τη Φράσαρη και τη γύρω περιοχή του Νταγκλί. Αρκετοί Αρβανιτόβλαχοι, δίχως ιδιαίτερο προβληματισμό, δέχονται τον τοπωνυμικό αυτό προσδιορισμό. Ωστόσο ο αυτοπροσδιοριστικός όρος στην ίδια τους τη γλώσσα είναι Ρμένοι ή Ρεμένοι, με χαρακτηριστική πολλές φορές προφορά του αρχικού «ρ». Το όνομα αυτό, ταυτίζεται με το Αρμούνοι – Αρωμούνοι, που χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων Βλάχων για να αυτοπροσδιορισθούν. Πάντως, υπάρχουν και Αρβανιτόβλαχοι οι οποίοι δεν αποδέχονται τον προσδιορισμό «Φρασαριώτες», καθώς υιοθετούν για τις ομάδες τους άλλα ονόματα, τοπωνυμικής πολλές φορές προέλευσης. Αυτοί οι Αρβανιτόβλαχοι, ζουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία.


Σε κάθε τσελιγκάτο αποκλειστικός «κουμανταδόρος» ήταν ο τσέλιγκας, ένα σεβάσμιο απ' όλους πρόσωπο που ρύθμιζε όλες τις οικονομικές δοσοληψίες και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ρύθμιζε ακόμη και τους γάμους των νέων. Ο λόγος του ήταν νόμος. Σε περίπτωση θανάτου του, η εξουσία μεταβιβαζόταν στον μεγαλύτερο από τους γιους του. Ένα άλλο ισχυρό και συνηθισμένο έθιμο των Φρασσαριωτών ήταν το να γίνονται κάποια αγόρια «αδελφοποιτοί». Στην περίπτωση αυτή ορκίζονταν στο ευαγγέλιο («φορτάτς ντ' ευαγγέλιο»). Πήγαιναν στον παπά ο οποίος διάβαζε μία ευχή, και σε ένα ποτήρι με κρασί έσταζαν αίμα από τα δάχτυλα τους το οποίο και έπιναν. Ήταν συχνότατο φαινόμενο και συμβόλιζε την ένωση των Φρασσαριωτών και τους ισχυρούς δεσμούς που τους ένωναν.


Σχεδόν όλοι σε κάποιους οικισμούς έχουν δεσμούς συγγένειας με τους αντίστοιχους Φρασσαριώτες που βρίσκονται στην Κατερίνη (περιοχή Νοσοκομείου) αλλά και στην Νιζόπολη Σκοπίων (περιοχή Μοναστηρίου). Υπάρχουν μαρτυρίες αιωνόβιων γερόντων που το αποδεικνύουν αυτό, γραπτά κείμενα, ήθη και έθιμα διαφορετικά από των άλλων Βλάχων, πάρα πολλά κοινά επίθετα φυσικά, και βέβαια και το μοναδικό πολυφωνικό τραγούδι το οποίο είναι γνώρισμα κυρίως των Φρασσαριωτών. Στους Φρασσαριώτες το πολυφωνικό τραγούδι είναι γενικευμένο, ενώ η ατομική εκτέλεση σχεδόν ανύπαρκτη. Είναι ένα φαινόμενο ίσως μοναδικό στον Ευρωπαϊκό χώρο. Ο Γάλλος περιηγητής Michel Sivignon αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Αρβανιτόβλαχους - Φρασσαριώτες: «Ήρθαν στην Θεσσαλία πριν έναν αιώνα τουλάχιστον, διωγμένοι από την Αλβανία το πιθανότερο από κάποιο πολιτικό γεγονός. Συνέχισαν να ασκούν τις ποιμενικές τους δραστηριότητες, αν και πολλοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Τυρνάβου. Αυτή είναι η περίπτωση στο Αργυροπούλι που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού του μεγάλου χωριού.Παραδόξως ο Αλμυρός συγκεντρώνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό οικογενειών που έχουν γεννηθεί στην νότια Αλβανία, δείγμα των παλαιότερων ποιμενικών σχέσεων που διατηρούσαν οι Βλάχοι ανάμεσα στην πεδιάδα του Αλμυρού και στα βουνά της Κορυτσάς.»
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%84%CF%8C%CE%B2%CE%BB%CE%B1%CF%87%CE%BF%CE%B9
https://www.protothema.gr/stories/article/803227/oi-arvanitovlahoi-remenoi-vlahoi/
https://sites.google.com/site/blachoialmyrou/oi-blachoi-tou-almyrou

Ελληνική κτηνοτροφία : Οι νομάδες Σαρακατσάνοι της Ελλάδας

Μια αρχαιοελληνική φυλή είναι οι Σαρακατσαναίοι που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων. Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά (βουνά-στράτα-χειμαδιά) διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα ΑΓΡΑΦΑ, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.


Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες.
Σύμφωνα με τη Σαρακατσάνικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους. Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σαρακατσαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς(σκηνίτες).
Γι’ αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσ(ι)άν=φυγάς, ανυπότακτος ), δηλ. «μαύροι φυγάδες». Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος».Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή σαράι(=κατοικία,κονάκι) και την τουρκική μετοχή κατσιάν=φυγάς,ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι’ αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα (παρατσούκλι) οι Τούρκοι.


— < Κατοικούμε εδώ από τότε που ο Θεός έφτιαξε αυτόν τον ευλογημένο τόπο με τα βνά και τα ποτάμια,τον ήλιο και το φεγγάρι.Από τότε κρατάει η γενιά μας,έλεγαν οι γερόντοι Σαρακατσάνοι.>-. Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου. Το ίδιο αναλλοίωτοι και αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμειξίες παρέμειναν και οι Σαρακατσιάνοι, οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες» όπως έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας. Διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τους κανόνες συμπεριφοράς και διαβίωσης κατά τρόπο πιστό και αυθεντικό. Στηρίχθηκαν στα παραδοσιακά τους έθιμα και στην ελληνική τους ταυτότητα και δεν επέτρεψαν στην περιβάλλουσα αλλοεθνή και ξενόγλωσση κοινωνία να εισβάλλει στη δική τους. Η οικονομική τους ευρωστία και αυτονομία και η διαβίωσή τους σε καλλίτερες υλικές συνθήκες τους οδήγησε, σε μια ουσιαστικά και τυπικά, εσωτερίκευση, τήρηση και εφαρμογή των εθιμικών κανόνων διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς.


Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας, της Ελληνικής, αποδεικνύει ότι οι
Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους,( Οι Βλάχοι ή Αρμάνοι,ή Αρωμάνοι της Ελλάδας γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές:
Κουτσόβλαχοι, Μπουρτζόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι,κ.λ .ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Βλαχόφωνοι Έλληνες) που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα. Επειδή η λέξη βλάχος(με β μικρό) χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο, επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνο ). Με τη διαφορά όμως ότι οι Σαρακατσαναιοι ήταν καθαροί νομάδες και δεν είχαν πουθενά χωριό, ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά, ήταν πριν αιώνες εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ οι Σαρακατσάνοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκατέλειψαν το νομαδισμό. Αλλά και στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στον τρόπο ζωής ξεχωρίζουν οι Σαρακατσαναίοι από τους Βλάχους, που δεν έρχονταν σε επιμειξία μεταξύ τους αλλά ούτε και επαγγελματικό αλισβερίσι είχαν..

Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας ( αρχιποιμένας ), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος,τολμηρός, έντιμος και δίκαιος… Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο ( ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά ( τεφτέρια ). Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τους έδενε στενή σχέση. Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι’ αυτούς όλη τους η περιουσία.

Πηγή : https://www.larissapress.gr/2020/05/28/oi-sarakatsanoi-kai-i-zoi-tous-mesa-stis-chilietirides/



Ελληνική κτηνοτροφία : Οι νομάδες Βλάχοι της Ελλάδας

Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι βρέθηκαν να ταυτίζονται τόσο στενά με τον κτηνοτροφικό νομαδισμό, με αποτέλεσμα ο όρος “βλάχος”, με το βήτα μικρό, να είναι ταυτόσημος του κτηνοτρόφου και μάλιστα του νομάδα, πολλές φορές ακόμη και για τους ίδιους τους Βλάχους, με το βήτα κεφαλαίο. Τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών δεν ήταν φυσικά οι μόνοι βλάχικοι οικισμοί όπου αναπτύχθηκε η ημινομαδική κτηνοτροφία. Ωστόσο, σε αυτά τα τέσσερα χωριά πήρε την πιο γνωστή και ίσως την πιο ερευνημένη, αν όχι και τη μεγαλύτερη, διάστασή της. Επιπλέον, η αναδρομή αυτή κρίνεται αναγκαία, αν αναλογιστούμε πως οι αποικίες και οι παροικίες που δημιούργησαν τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών στην Ανατολική, Κεντρική και Δυτική Μακεδονία ακολούθησαν το πρότυπο που είχε διαμορφωθεί ήδη σε αυτά.



Σύμφωνα με το βυζαντινολόγο καθηγητή J. Koder το φαινόμενο του κτηνοτροφικού νομαδισμού φαίνεται πως ήταν για τους Βλάχους περισσότερο μια αναγκαστική ή και επιβαλλόμενη κατά καιρούς μεταστροφή της οικονομίας τους. Ανάλογα με τις κατά τόπους ή και γενικότερες περιστάσεις και συνθήκες, οι Βλάχοι ασχολούνταν περισσότερο ή λιγότερο με την κτηνοτροφία, από την απλή της μορφή και μέχρι την ημινομαδική και την απόλυτα νομαδική. Οι προϋποθέσεις και οι παράγοντες για την ανάπτυξη της νομαδικής κτηνοτροφίας στο Βυζάντιο φαίνεται πως παρουσιάστηκαν στο τέλος της ιουστινιάνειας εποχής (6ος - 7ος αι.). 1). Η σταδιακή ψύχρανση του κλίματος, που άρχισε τον 5ο αιώνα, βελτίωσε τις φυσικές συνθήκες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. 2). Οι επιδημίες του 6ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 7ου δημιούργησαν το δημογραφικό κενό και απελευθέρωσαν τις απαραίτητες πρώην καλλιεργήσιμες εκτάσεις. 3). Την ίδια περίοδο, οι κατεξοχήν γεωργικές φυλές των Σλάβων εποικίζουν τα πεδινά καλλιεργήσιμα μέρη, απωθώντας τους παλαιότερους κάτοικους της Βαλκανικής προς τα ορεινά και ωθώντας τους προς την κτηνοτροφία.



Έτσι όταν οι Βυζαντινοί επανακάμπτουν στα κεντρικά βαλκανικά εδάφη, όπου για τρεις περίπου αιώνες κυριάρχησαν οι Σλάβοι και οι διάφοροι άλλοι επιδρομείς, ανακαλύπτουν, κατά κάποιον τρόπο, έναν προϋπάρχοντα λατινόγλωσσο πληθυσμό που είχε αναγκαστικά αναπτύξει νέες μορφές οικονομίας. Έναν πληθυσμό που είχε συμμορφωθεί στις συνθήκες που δημιούργησαν οι ισχυροί και μόνιμα εγκατεστημένοι πια Σλάβοι. Η οικονομική και γεωργική πίεση των Σλάβων ανάγκασε κάποιους από αυτούς τους λατινόγλωσσους κατοίκους της ενδοχώρας να μετακινηθούν και να συμπιεστούν προς στο νότο, στον ελλαδικό χώρο, και να εξελιχθούν σε αυτό που τελικά έγιναν από τον 9ο με 10ο αιώνα και έπειτα, δηλαδή σε νομαδοκτηνοτρόφους και αγωγιάτες με το καινούργιο για τους Βυζαντινούς και τόσο χαρακτηριστικό όνομα Βλάχοι, αν και οι ίδιοι οι Βλάχοι εξακολουθούσαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμούνοι - Ρωμάνοι - Ρωμαίοι - Ρωμιοί, όπως άλλωστε και οι Βυζαντινοί. Βέβαια όλα αυτά δε σημαίνουν πως όλοι οι λατινόγλωσσοι των Βαλκανίων έγιναν νομαδοκτηνοτρόφοι. Αλλά ίσως η μεταστροφή τους προς τη ζωή της νομαδοκτηνοτροφίας βοήθησε στην επιβίωσή τους ως ιδιαίτερη εθνοπολιτισμική ή εθνογλωσσική οντότητα, την οποία εν μέρη επηρέασε και διαμόρφωσε.



Σύμφωνα με το καθηγητή Α. Ducellier, oι μεσαιωνικές νομαδικές φυλές των Μαλακασίων, Μπούιων και Μεσαριτών Βλάχων, αν και οι βυζαντινές πηγές τις χαρακτηρίζουν ως αλβανικές, φέρονται να οδηγήθηκαν στο νομαδισμό και την έξοδο από τις κεντρικές και νότιες περιοχές της σημερινής Αλβανίας, αντιδρώντας στην κοινωνική καταπίεση και την αναστάτωση, αλλά και στην καταστροφή του πλαισίου διαβίωσης έξω από τα οποία οι άνθρωποι αυτοί δε θα μπορούσαν παρά να αισθανθούν αποπροσανατολισμένοι. Οι ανακατατάξεις του 12ου-13ου αιώνα στις περιοχές της Αλβανίας συνέτειναν, τουλάχιστον πρόσκαιρα, στην ενδυνάμωση των παλαιών δομών των φατριών σε συνδυασμό με την κτηνοτροφική οικονομία κυρίως στις περιοχές επαφής μεταξύ Αλβανίας και Μακεδονίας. Το 1328 ο Ανδρόνικος Γ' παρουσιάζεται να έχει δοσοληψίες με "Αλβανούς" νομάδες των περιοχών της Κολώνιας και της Δέβολης (περιοχή Κορυτσάς-Μοσχόπολης-Γράμμου). Παράλληλα, ένας πληθυσμός που είχε επικρατήσει στις πεδιάδες ήρθε να προστεθεί στα ορεινά, με αποτέλεσμα η ισορροπία να γίνεται ακόμη πιο ασταθής. Στερημένοι από τις περιουσίες τους ή προσπαθώντας να ξεφύγουν από το καινούργιο καθεστώς της γης που διαμόρφωσαν οι άρχοντες και αποκτώντας σιγά σιγά νομαδικές συνήθειες, ορισμένοι βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι αυτών των περιοχών ξεκίνησαν την πορεία τους προς το νότο συντασσόμενοι γύρω από τους αρχηγούς των φατριών τους. Οι αρχηγοί αυτοί, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν είχαν κατορθώσει να μιμηθούν άλλους πάτρωνες - άρχοντες και να ενταχθούν στην τάξη των γαιοκτημόνων - φεουδαρχών. Η μετανάστευσή τους δε δίνει την εικόνα των αυθεντικών και απόλυτα νομαδικών πληθυσμών, αντίθετα αυτή η μετακίνησή τους δίνει την εικόνα που θα μπορούσε να ονομασθεί επίκτητη κινητικότητα και έμοιαζε περισσότερο με ένα νομαδισμό της εξαθλίωσης. Η μεταφόρφωσή τους σε νομάδες δεν είχε τίποτε το ανεπανόρθωτο, οι γνώσεις του πρότερου εδραίου βίου τους και η διατήρηση της ικανότητάς τους στη γεωργία τους οδήγησαν σύντομα στην αποκατάστασή τους σε μόνιμους οικισμούς.



Όταν μάλιστα μετά την κατάρρευση του κράτους του Σαμουήλ το 1018, επεκτάθηκε και πάλι η βυζαντινή κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού βαλκανικού χώρου, άρχισε σταδιακά η ακόμη στενότερη επαφή, πολιτική και πολιτισμική, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους λατινόφωνους Βλάχους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άρχισε και η βαθμιαία απομάκρυνσή τους από τη νομαδική κτηνοτροφία. Από το 12ο αιώνα, αλλά και από πιο νωρίς, τουλάχιστον στη Μακεδονία, αλλά και στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, οι Βλάχοι παρουσιάζονται να έχουν πια την τάση για αλλαγή τρόπου ζωής και να επιστρέφουν στη γεωργία και τη μόνιμη εγκατάσταση. Τους παρατηρούμε να γίνονται πάροικοι, δηλαδή γεωργοί, αλλά και γαιοκτήμονες αργότερα στα κτήματα των μοναστηριών του Αγίου Όρους, όπως και σε κτήματα μοναστηριών του Πηλίου και των Μετεώρων και της μητρόπολης Ιωαννίνων. Φαίνεται πως από το Μεσαίωνα οι Βλάχοι είχαν σταθερή επιθυμία για μόνιμη εγκατάσταση ή, μάλλον, για επιστροφή στη μόνιμη κατοικία, κάθε φορά που οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις ευνοούσαν μία τέτοια εξέλιξη.



Όταν όμως μετά την τουρκική κατάκτηση, τον 16ο και 17ο αιώνα, το δυναμικό και η απόδοση της γεωργίας περιορίστηκε, καθώς οι πεδινές κυρίως εκτάσεις, μαζί με τα χωριά και τους κατοίκους τους πέρασαν στα χέρια των μουσουλμάνων τιμαριούχων, σπαχήδων και τσιφλικάδων, πολύ μεγάλες εκτάσεις έμειναν σταδιακά ακαλλιέργητες. Έτσι, ένα μέρος των Βλάχων βρίσκει διέξοδο και ευκαιρία να αναπτύξει και πάλι, σχεδόν μονοπωλιακά, τη νομαδική και την ημινομαδική κτηνοτροφία. Ας μη ξεχνούμε πως οι Βλάχοι κατείχαν ήδη τα απαραίτητα ορεινά λιβάδια, ενώ η παράλληλη ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου των μάλλινων ειδών έδωσε στην κτηνοτροφία ακόμη μεγαλύτερη ώθηση. Επιπλέον, δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός πως η οθωμανική εξουσία λειτούργησε ενισχυτικά για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Και αυτό γιατί θεωρούνταν όχι μόνο μια σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων για τα ταμεία της αυτοκρατορίας και τα ταμεία των κατά τόπους εκπροσώπων της εξουσίας, αλλά και μία ιδιαίτερα αξιόλογη πηγή για τις επισιτιστικές ανάγκες των πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Τα φορολογικά έσοδα του “προβατονόμιου” προσέδωσαν στην κτηνοτροφία αναγνώριση και ευκαιρίες ανάπτυξης.



Το 18ο με 19ο πια αιώνα, ένα μεγάλο και σημαντικό μέρος του βλάχικου στοιχείου ζούσε σε κοινότητες και εγκαταστάσεις όπου η κτηνοτροφία είχε πάψει να είναι η μόνη ή η κύρια παραγωγική και οικονομική τους δραστηριότητα. Ο 20ος αιώνας βρήκε τις κοινότητες των Βλάχων σε διάφορα στάδια οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και διάφορες φάσεις επαφής ή αποστασιοποίησης με τις μορφές της κτηνοτροφίας. Από τη μία πλευρά υπήρχαν τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων, που παρέμεναν απόλυτα νομάδες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι έμοιαζαν να έχουν χάσει κάθε επαφή με τη γεωργία και την έννοια της μόνιμης εγκατάστασης για πάρα πολλές γενιές, ίσως και για αιώνες. Και από την άλλη πλευρά συναντούμε Βλάχους, όπως αυτούς του Νυμφαίου, οι οποίοι διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους ομόγλωσσους νομάδες κτηνοτρόφους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε αντιδιαστολή, να αποκαλούν τους εαυτούς τους Αρμούνους (Βλάχους στα βλάχικα) και τους νομαδοκτηνοτρόφους, ομόγλωσσους ή όχι, απλά “βλάχους”, με το βήτα μικρό. Έτσι, ακόμη και στα βλάχικα, απέδιδαν στον όρο βλάχος μία έννοια ταυτόσημη με την πολιτισμική διάσταση του νομαδοκτηνοτρόφου και άσχετη με οποιαδήποτε εθνική, εθνοτική ή γλωσσική διασύνδεση.



Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί πως στον ελληνικό και γενικότερα στο βαλκανικό χώρο οι διάφορες μορφές της νομαδικής κτηνοτροφίας δεν αποτελούσαν απόλυτο μονοπώλιο των βλαχόφωνων πληθυσμών. Αδυνατώντας να αναφερθούμε με μεγάλη ακρίβεια σε παλαιότερες εποχές, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα εκτός από τους Βλάχους συναντούμε νομαδοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς διαφόρων γλωσσικών ομάδων. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή των ελληνόφωνων και απόλυτα νομαδικών Σαρακατσαναίων. Ημινομάδες κτηνοτρόφοι ήταν και οι κάτοικοι αρκετών ελληνόφωνων κοινοτήτων στις πλαγιές των Τζουμέρκων, νότια του Συρράκου, όπως οι κάτοικοι των Πραμάντων, των Μελισσουργών, των Αγνάντων, του Καταρράκτη, των Θεοδωριανών, του Βουλγαρελίου και του Αθαμάνιου. Ημινομάδες κτηνοτρόφοι υπήρχαν και ανάμεσα στους αλβανόφωνους πληθυσμούς, ιδιαίτερα σε περιοχές της Κεντρικής Αλβανίας, γνωστοί στους Βλάχους ως Γκέγκανοι ή Γκέγκηδες. Ημινομάδες ήταν αρχικά και πολλοί από τους σλαβόφωνους Μιγιάκους, στις πλαγιές της Μπίστρας, ανάμεσα στο Ντέμπαρ και το Γκόστιβαρ, στη σημερινή π.Γ.Δ.Μ.. Αν και για τους Μιγιάκους έχουν εκφραστεί απόψεις που τους παρουσιάζουν ως ένα φυλετικό μίγμα σλαβόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών.

Πηγή : http://www.vlachs.gr/el/various-articles/o-ktinotrofikos-nomadismos-ton-vlahon

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...