Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Η ελληνική παραγωγή γάλακτος (2018-19) από πρόβατα, γίδια και αγελάδες

Χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια διαμορφώνεται ο «χάρτης» της παραγωγής πρόβειου και γίδινου γάλακτος στην Ελλάδα (2018), σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν απ' το επίσημο μητρώο αγοραστών-μεταποιητών, συνεταιρισμών συγκέντρωσης γάλακτος καθώς και μητρώο παραγωγών γάλακτος που τηρεί ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ. Η αιγοπροβατοτροφία (μικρά μηρυκαστικά) αποτελεί παραδοσιακά έναν από τους δυναμικότερους κλάδους στη χώρα μας, συμβάλλοντας κατά 18% περίπου στο συνολικό αγροτικό εισόδημα. Η παραγωγική αυτή κατεύθυνση στηρίχθηκε στους άφθονους φυσικούς πόρους και προσαρμόστηκε στις ιδιαίτερες κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες της πατρίδας μας. Περιττό, βεβαίως, να σημειώνουμε ότι η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί βασικό πυλώνα στήριξης της οικονομίας στην περιφέρεια, αφού τόσο το κρέας όσο κυρίως το αίγειο και πρόβειο γάλα αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές του αγροτικού εισοδήματος των κατοίκων των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ίσως το δυνατότερο σημείο του τομέα είναι η υψηλή ποιότητα των παραγόμενων, ως αποτέλεσμα μιας σειράς παραμέτρων που χαρακτηρίζουν την Ελληνική πραγματικότητα, όπως το εκτατικό σύστημα εκτροφής, οι εγχώριες φυλές και οι χορηγούμενες ζωοτροφές.


 Στην Ε.Ε η εκτροφή προβάτων και αιγών γίνεται κύρια για το κρέας τους, ενώ στη χώρα ?ας γίνεται για το γάλα τους. Χαρακτηριστικά αναφέρετε ότι το 95% των ζώων στην Ελλάδα αρμέγεται. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό στη χώρα μας και στο νομό μας εφαρμόζεται σύστημα ποιμενικής - εκτατικής εκτροφής, ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από χαμηλές εισροές και στηρίζεται στη μετακίνηση των ζώων για την εξεύρεση τροφής (βόσκηση). Η αιγοπροβατοτροφία ασκείται σε μεγάλο ποσοστό (85% των ζώων και 80 % των εκμεταλλεύσεων περίπου) στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές της χώρας οι οποίες αποτελούν το 85% του συνόλου της επιφάνειάς της, αξιοποιώντας κατ? αυτόν τον τρόπο εκτάσεις που από τη φύση τους δεν προσφέρονται για εντατική εκμετάλλευση, όπως ορεινές, ημιορεινές, με έντονη κλίση, με φτωχή βλάστηση κ.λ.π. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται, μια τάση για ανάπτυξη της συστηματικής - σταβλισμένης αιγοπροβατοτροφίας σε ορισμένες πεδινές περιοχές. Οι μονάδες αυτού του τύπου, που ιδρύονται, κυρίως από νέους αγρότες και από παλαιούς προοδευτικούς κτηνοτρόφους, διαθέτουν ζώα καλών αποδόσεων, εγχώριων (Χίου, Φριζάρτα, Σκοπέλου) ή ξένων φυλών (Lacaune). Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, αυτά που αφορούν στις παραδώσεις γάλακτος το 2017, τα οποία και επικαιροποιήθηκαν στις 30/11/2017 από τον αρμόδιο Οργανισμό του ΥπΑΑΤ, η Λάρισα διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή πρόβειου γάλακτος, όπως ισχύει και για το γίδινο. Ακολουθεί η Αιτωλοακαρνανία, η Λέσβος, η Αχαΐα και η Ηλεία.



Αρχές Δεκεμβρίου (2018) οι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος, μέσω της Ένωσης Φυλής Χολστάιν Ελλάδος, ανακοίνωσαν ότι οι γαλακτοβιομηχανίες τούς ζήτησαν να μειώσουν την παραγωγή τους κατά 10-15%. Στην ίδια ανακοίνωση εκφράζουν την απορία τους για τη συγκεκριμένη απαίτηση, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν καλύπτει ούτε το 50% των αναγκών της σε γάλα. Η ανακοίνωση θίγει δύο βασικά ζητήματα: το μέγεθος της ελληνικής αγελαδοτροφίας και το ποσοστό ελληνικού γάλακτος που χρησιμοποιούν οι εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες. Θα θεωρούσε κανείς ότι αυτά τα δύο αλληλοσυνδέονται, αλλά ίσως να μην είναι ακριβώς έτσι. Έχει ενδιαφέρον να δούμε αυτά τα θέματα πιο αναλυτικά.



Οι Έλληνες αγελαδοτρόφοι-γαλακτοπαραγωγοί γνώρισαν ραγδαία μείωση πληθυσμού στην πρόσφατη ιστορία μας. Από 24.309 παραγωγοί το 1995, απομένουν μόλις 2.484 το 2018. Βέβαια, η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε περίπου στα ίδια επίπεδα, μεταξύ 600 και 750 χιλιάδες τόνους κατ’ έτος. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη τα τελευταία 20 με 30 χρόνια είναι ότι μειώθηκαν δραστικά οι μικροπαραγωγοί δυναμικότητας μικρότερης των 20 αγελάδων, ενώ αυξήθηκαν οι μεγάλες μονάδες δυναμικότητας 100-200 αγελάδων.Η  παραπάνω εξέλιξη του αριθμού αγελαδοτρόφων δείχνει σωστή οικονομοτεχνικά. Οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να παράγουν με μικρότερο κόστος ανά μονάδα προϊόντος, που είναι και το ζητούμενο. Εντούτοις, η πορεία προς τη δημιουργία εκτροφών μεγάλης δυναμικότητας οδήγησε εκτός κλάδου το μεγαλύτερο αριθμό παραγωγών και συνέβαλε στην αποψίλωση της ελληνικής επαρχίας από ανθρώπινο δυναμικό. Σε μια προσεκτικότερη αγροτική πολιτική θα έπρεπε να ενισχυθούν οι μικροπαραγωγοί προς μια ήπια αύξηση της παραγωγής τους, ώστε αφενός να είναι βιώσιμοι και αφετέρου να παραμένουν οικογενειακή επιχείρηση.


Τη δεκαετία του ’80 η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε την ποσόστωση στο αγελαδινό γάλα. Έκτοτε, ο αγελαδοτροφικός μας τομέας μοιραία δρομολογήθηκε να περιοριστεί, ώστε κυρίως να καλύπτει την παρασκευή γιαουρτιού και τις εγχώριες ανάγκες για φρέσκο γάλα. Δύο πρόσφατες παρεμβάσεις της πολιτείας διατάραξαν ακόμα και αυτό το αυστηρό πλαίσιο: η νομοθετική κατοχύρωση του γάλακτος υψηλής παστερίωσης το 2014 και η τροποποίηση του κώδικα τροφίμων και ποτών για το γιαούρτι το 2016. Οι δύο παραπάνω παρεμβάσεις επιβλήθηκαν από τους «δανειστές» και επέτρεψαν στα εισαγόμενα γάλατα και προϊόντα γάλακτος να αποσπάσουν τμήμα της εγχώριας αγοράς φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος και να χρησιμοποιηθούν για παρασκευή ελληνικού γιαουρτιού. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με τη μείωση της αγοράς φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος, καθώς η οικονομική κρίση έστρεψε τους καταναλωτές προς το φθηνότερο, εισαγόμενο γάλα μακράς διαρκείας (UHT). Παράλληλα, οι γαλακτοβιομηχανίες, έχοντας πρόσβαση στο οικονομικότερο εισαγόμενο γάλα, αντιμετωπίζουν τους εγχώριους παραγωγούς ως εμπόδιο στο κέρδος τους και πιέζουν για περαιτέρω μείωσή τους.


Η απευθείας διάθεση φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος από συνεταιρισμούς αγελαδοτρόφων είναι μια κίνηση απεξάρτησης των παραγωγών από τις γαλακτοβιομηχανίες. Προσφέρει ποιοτικό προϊόν στον καταναλωτή και διασφαλίζει αξιοπρεπή ανταμοιβή στον παραγωγό. Η πολιτεία πρέπει να ενισχύσει αυτή την τάση. Επιπλέον, η πολιτεία μπορεί να προστατεύσει τον Έλληνα αγελαδοτρόφο με εφαρμογή αυστηρών μέτρων ιχνηλάτησης του ελληνικού γάλακτος στα διάφορα εμπορικά προϊόντα. Η στήριξη της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής αποτελεί εθνική ανάγκη δεν είναι πάντα το ζητούμενο η φθηνότερη παραγωγή. Το 2015 δημιουργήθηκε στην Κίνα μια εκτροφή με 100.000 αρμεγόμενες αγελάδες και ετήσια παραγωγή γάλακτος 800 χιλιάδες τόνους! Τέτοιες εκτροφές είναι εκτός ανταγωνισμού για οποιαδήποτε βοοτροφική ευρωπαϊκή μονάδα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα εγκαταλείψουν την παραγωγή γάλακτος. Είναι ζήτημα διασφάλισης της ανεξαρτησίας τους αλλά και θέμα ασφαλείας για αποφυγή ανεξέλεγκτων μελλοντικών διατροφικών σκανδάλων.
Πηγή : 
https://www.e-ea.gr/2018/01/%CE%BF-%CF%87%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%AE%CF%82-%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5/
http://www.ktiniatrikanea.com/i-elliniki-paragogi-ageladinoy-galaktos-2/

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Τα ελληνικά ροδάκινα το 2018 : Η παραγωγή, το εμπόριο και τα προβλήματα

Μπορεί το ελληνικό ροδάκινο να βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των συνεπειών του ρώσικου εμπάργκο και της κλιματικής αλλαγής, που δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερα προβλήματα στον πρωτογενή τομέα της χώρας συνολικά, ωστόσο τα νέα είναι καλά.
Οι εμπλεκόμενοι φορείς κρατούν σηκωμένα τα μανίκια τους και δουλεύουν εντατικά και μεθοδικά, με στόχο η παραγωγή και η διακίνησή του να συνεχίσει να αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους τομείς της σύγχρονης ελληνικής γεωργίας, με οικονομικά οφέλη για όλες τις πλευρές.
Με την καλλιέργεια του ελληνικού ροδάκινου απασχολούνται περίπου 12.000 νοικοκυριά στην Ελλάδα, ενώ ο τομέας της μεταποίησής του απασχολεί περίπου 1.500 μόνιμους και 10.000 εποχιακούς υπαλλήλους, η εύρεση των οποίων τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται σε «κυνήγι θησαυρού», όπως υποστηρίζουν οι αρμόδιοι.
Πάντως, τα ροδάκινα εξακολουθούν να είναι από τα κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας και συνεισφέρουν σημαντικά στην ελληνική οικονομία, έχοντας παρουσία στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε άλλες αγορές.
Την εκτίμησή του ότι η τιμή στο συμπύρηνο ροδάκινο θα κινηθεί φέτος στην περιοχή των 25 λεπτών/ κιλό τουλάχιστον, διατύπωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), Κώστας Αποστόλου, σημειώνοντας ωστόσο ότι «βασική προϋπόθεση για την τιμή αυτή, αν όχι και για μεγαλύτερη, αποτελεί το προϊόν που θα παραλαμβάνουμε να είναι στο σωστό μέγεθος, να φέρει χρώμα κίτρινο και να είναι απαλλαγμένο από αρρώστιες».
Ερωτηθείς για την φετινή παραγωγή, ο ίδιος απέφυγε να κάνει εκτιμήσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι στην παρούσα φάση κάτι τέτοιο θα ήταν παρακινδυνευμένο. Πάντως, σημείωσε ότι αρχές του Ιουνίου θα μπορούν να διατυπωθούν ασφαλείς εκτιμήσεις συνολικά για το προϊόν.


Υπενθυμίζεται ότι από πέρυσι ο πρόεδρος της ΕΚΕ έχει επανειλημμένα εκφράσει τον προβληματισμό του για την επέκταση της καλλιέργειας, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Σε μια κανονική παραγωγή, χωρίς προβλήματα, φοβόμαστε ότι θα έχουμε πρόβλημα διαχείρισης». Στο πλαίσιο αυτό, διατύπωνε την προσωπική του εκτίμηση ότι «μια καλλιέργεια που δεν αποδίδει 3,5 με 4 τόνους/στρέμμα, δεν είναι προσοδοφόρα».
Την ανάγκη να στραφούν οι παραγωγοί σε νέες αγορές, αλλά και να ενισχυθεί η παρουσία τους στη ήδη υφιστάμενες, υπογράμμισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Νομού Ημαθίας, Χρήστος Γιαννακάκης.
Χαρακτηριστικά επισήμανε πως "πέρυσι η Γερμανία εισήγαγε 330.000 τόνους ροδάκινα και νεκταρίνια, με το ποσοστό των ελληνικών φρούτων να μην ξεπερνά το 1%. Υπάρχει σημαντικό περιθώριο αύξησης των ποσοστών μας σε αγορές όπου ήδη έχουμε παρουσία".
Υπογραμμίζοντας δε, ότι οι αγορές της Άπω Ανατολής δεν μπορούν να αποτελέσουν άμεσα διέξοδο για την ελληνική παραγωγή, αλλά ούτε και να απορροφήσουν σημαντικές ποσότητες, ο κ. Γιαννακάκης τόνισε ότι Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη "είναι οι αγορές αυτές όπου έχουμε επικεντρωθεί και δουλεύουμε συστηματικά, προκειμένου να αποκτήσουμε δυναμική παρουσία".
Υπενθυμίζεται ότι από πέρυσι οι οργανώσεις παραγωγών στο Νομό Ημαθίας, όπου και καλλιεργείται ποσοστό άνω του 70% των ροδάκινων στη χώρα μας, ξεκίνησαν την κοινή εμπορία σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ ορισμένων ξένων αγορών, όπως μεταξύ άλλων σε κράτη της Κεντρικής Ευρώπης (Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία) και σε σκανδιναβικές.


«Η επιτυχία του εγχειρήματος εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από εμάς τους ίδιους. Οι προοπτικές είναι μεγάλες, αρκεί να επιδείξουμε συνέπεια στις συμφωνίες που έχουμε κάνει, σε επίπεδο παραδόσεων, ποιότητας και όγκου» είχε επισημάνει ο κ. Γιαννακάκης.
Αναφορικά με τις φετινές ποσότητες, αν και ο ίδιος σημείωσε ότι ασφαλή στοιχεία θα υπάρχουν το αργότερο στις αρχές του επόμενου μήνα, ωστόσο διατύπωσε την εκτίμηση ότι με τα μέχρι στιγμής δεδομένα "θα έχουμε αύξηση στο συμπύρηνο και ελαφρά πτώση στο επιτραπέζιο ροδάκινο".
Την εκτίμησή του ότι εφόσον ο καιρός εξακολουθήσει να συμμαχεί με τους παραγωγούς, τότε η παραγωγή σε ροδάκινα και νεκταρίνια θα κυμανθεί φέτος στα περσινά επίπεδα, διατύπωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT - HELLAS, Γιώργος Πολυχρονάκης. Οπως είπε ο ίδιος, η παραγωγή στα ροδάκινα και στα νεκταρίνια στη χώρα μας για το 2018 αναμένεται στα ίδια επίπεδα με την πέρυσι, αλλά βάσει των εκτιμήσεών του "αναμένεται να καταγραφούν αυξημένες οι ποσότητες που θα κατευθυνθούν προς τις ξένες αγορές".
Ειδικότερα, ο κ. Πολυχρονάκης "βλέπει" τη φετινή παραγωγή στα περσινά επίπεδα και συγκεκριμένα σε 420.000-425.000 τόνους για το συμπύρηνο και σε 325.000-330.000 για το επιτραπέζιο, φθάνοντας συνολικά σε 745.000-755.000 τόνους, από 335.000 καλλιεργούμενα στρέμματα.
Την ίδια στιγμή, οι εξαγωγές των επιτραπέζιων ροδάκινων αναμένεται σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη να υπερβούν τους 115.000-120.000 τόνους, όταν το 2017 η ποσότητα που εξήχθη σε ευρωπαϊκές και Τρίτες χώρες κατέγραψε ρεκόρ πενταετίας και ανήλθε σε 116.000 τόνους συνολικά. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην αγορά της Ρουμανίας κατευθύνθηκε η μεγαλύτερη ποσότητα, ήτοι 22.907 τόνοι, από 13.594 τόνους το 2016, στη Βουλγαρία 15.117 τόνοι από 12.861 τόνους και στην Πολωνία 11.162 τόνοι από 9.682 τόνους. Στον αντίποδα, "χαμηλές πτήσεις" πραγματοποίησε η εξαγωγή ελληνικών επιτραπέζιων ροδάκινων σε Γερμανία (όπου πέρυσι κατευθύνθηκαν 3.792 τόνοι, έναντι των 6.984 τόνων το 2016) και σε Λιθουανία 5.263 τόνοι, από 8.547 τόνους το 2016.


Για τα νεκταρίνια, εκτίμηση των εξαγωγέων αποτελεί ότι η παραγωγή τους φέτος αναμένεται να φτάσει σε 147.000-150.000 τόνους, από συνολικά 75.700 καλλιεργήσιμα στρέμματα. Οι εξαγωγές τους αναμένεται να υπερβούν τους 75.000 τόνους, όταν το 2017 οι αντίστοιχες ποσότητες ήταν 70.900 τόνοι, από 68.880 το 2016.
Την ανάγκη ο κλάδος να απαλλαγεί από την «γάγραινα» της δραστηριότητος ορισμένων «Βαλκάνιων, Ελλήνων και άλλων εμπόρων, που, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, διακινούν απευθείας από τον αγρό ατυποποίητα ελληνικά φρούτα και λαχανικά, «φαινόμενα που πέρυσι εμφάνισε έξαρσηά στα πυρηνόκαρπα», υπογράμμισε εκ νέου ο κ. Πολυχορνάκης.
Η όλη διαδικασία, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, "γίνεται χωρίς χωρίς προστιθέμενη μετασυλλεκτική αξία και ελλοχεύει ολοένα και πιο έντονα ο κίνδυνος να πληγεί η άριστη φήμη των ελληνικών νωπών φρούτων και λαχανικών στις καταναλωτικές αγορές".
Είναι πλέον «πιο επιτακτική από ποτέ η έντονη δραστηριοποίηση των αρμοδίων κρατικών ελεγκτικών αρχών, με εντατικοποίηση των ελέγχων, προς όφελος της παραγωγής και της εθνικής οικονομίας» σημείωσε ο ίδιος.
Πηγή : https://www.iefimerida.gr/news/418244/pos-rodakino-syneisferei-stin-elliniki-oikonomia

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...