Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Β)

Ο υλικός βίος εμφανίζει στα μέσα του 20ου αιώνα: 1. Αυξημένο ποσοστό οικονομικής αυτάρκειας. Η παράλληλη ενασχόληση της πλειοψηφίας των κατοίκων με την κηπουρική και τη γεωργία και η ύπαρξη οικόσιτης κτηνοτροφίας, που εντάθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα με τη σταβλισμένη αγελαδοτροφία, εξασφάλιζε επάρκεια στα περισσότερα είδη διατροφής καθώς και σε ζωοτροφές. Αλλά και τα κλινοσκεπάσματα και κάποια υφάσματα για ένδυση που ύφαιναν, κεντούσαν και έρραβαν οι γυναίκες συντελούσαν στην επαύξηση της επάρκειας. Αν συνυπολογισθεί και ο λιτός τρόπος διαβίωσης οι δαπάνες για καταναλωτικά αγαθά ήταν περιορισμένες. Τον θεσμό της οικογένειας πολύ ισχυρό. Κάθε αγροτική εκμετάλλευση αποτελούσε μία οικογενειακή οικονομική μονάδα. Όλοι για τον ένα και ο ένας για όλους. Το κάθε μέλος πρόσφερε ότι μπορούσε και για τις ανάγκες τους, η προσφορά όλων των υπολοίπων συλλογική. Πολύ υψηλό ποσοστό αγροτών σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού. Η απασχόληση δεν ήταν εποχική. Ήταν συνεχής και εντατική, από το περιβόλι, στο χωράφι κι από το χωράφι στο στάβλο, τις περισσότερες ημέρες του χρόνου από νύχτα σε νύχτα. Από τα πάρα πάνω χαρακτηριστικά άλλα εξαλείφθηκαν και άλλα διαφοροποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, που αποτελούν τη δεύτερη περίοδο της κηπουρικής. Διαφέρει από τη πρώτη γιατί μειώθηκε αισθητά η παραγωγή και τα προϊόντα διαθέτουν στις λαϊκές αγορές οι ίδιοι οι παραγωγοί. 
Η ζωή έγινε αστική. Δημητριακά δεν καλλιεργούνται. Δεν υπάρχουν άλογα και τα άλλα ζώα που χρησιμοποιόντουσαν για άροση και για μεταφορές. Οι όποιες μεταφορές γίνονται με μικρά ιδιόκτητα φορτηγά αυτοκίνητα. Τα κάρρα, οι σούστες και οι άμαξες λησμονήθηκαν. Η μηχανοκίνητη άροση, που εντάθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μειώθηκε κατακόρυφα. Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, που είχαν ως βάση την οικογένεια και εξασφάλιζαν αυξημένο ποσοστό αυτάρκειας σε τρόφιμα και άλλα είδη, φθίνουν οριστικά και το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται γενικά με τη γεωργία είναι πολύ περιορισμένο. Η κηπουρική που ανθούσε περιορίστηκε στο ελάχιστο. Μερικοί στράφηκαν στην δενδροκαλλιέργεια, φιστικιές κυρίως, αλλά όπως φαίνεται προσωρινά. Πολλοί ξεριζώνουν τα δένδρα για να χρησιμοποιήσουν σε άλλες δραστηριότητες τη γη. Όσοι παρέμειναν κηπουροί, καλλιεργούν τα αναγκαία είδη που μπορούν να διαθέσουν οι ίδιοι στις λαϊκές αγορές της Αθήνας και του Πειραιά. Οι αλλαγές, που δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές, παρατηρούνται και στις παραδοσιακές μεθόδους και τεχνικές καθώς και στα παραδοσιακά εργαλεία πολλά από τα οποία είναι άγνωστα στη νέα γενιά. Γι αυτό η κάποια αναφορά παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον.
Στον κάμπο του Θριασίου διατηρούνται ακόμα πολλές υπόγειες δεξαμενές βρόχινου νερού, γκρόπες, αρκετές μάλιστα γνωστές με το επώνυμο κάποιου που σε κάποια εποχή ήταν ιδιοκτήτης του κτήματος στο οποίο βρίσκεται η κάθε συγκεκριμένη δεξαμενή. Το πρώτο ερώτημα που σου γεννιέται παρατηρώντας τις είναι το μυστικό της κατασκευής τους. Το στόμιο είναι στο αυτό επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους για να ρέει το νερό από το χωράφι στη δεξαμενή. Έχει διάμετρο ένα μέτρο και πολλές φορές μικρότερη. Όταν κοιτάς το εσωτερικό της δεξαμενής διαπιστώνεις ότι ο πάτος, μια επίπεδη κυκλική επιφάνεια στον βυθό της, έχει διάμετρο μεγαλύτερη εκείνης του στομίου. Το βάθος κυμαίνεται συνήθως από 3,5 μέχρι 5 μέτρα. Αν κατέβουμε στον πάτο και κοιτάξουμε ψηλά διαπιστώνουμε ότι όσο ανεβαίνει η ματιά τα καμπυλοειδή πλαϊνά τοιχώματα πλαταίνουν μέχρι τα 2/5 σχεδόν του ύψους. Εκεί αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια οριζόντια τομή θα είχαμε την πιο πλατιά περιφέρεια της δεξαμενής με διάμετρο να προσεγγίζει τα 3/5 του βάθους της. Από το σημείο αυτό και μέχρι το στόμιο τα τοιχώματα στενεύουν, συγκλίνουν. Λόγω αυτής της μορφής έχουν ονομάσει τις δεξαμενές κωδωνοειδείς ή αχλαδόσχημες, επειδή έχουν σχήμα κουδουνιού ή αχλαδιού. Το νερό αντλούσαν δένοντας σε σχοινί ένα κουβά και πετώντας το να βυθισθεί στο νερό της δεξαμενής. Αν φαντασθεί κανείς τον γεωργό γερμένο πάνω στο στόμιο να αντλήσει νερό, πατάει σε μια επιφάνεια χώματος που στο βάθος αυτής υπάρχει κενό, πατάει σε κάποιο σημείο που αν προεκτείνουμε νοερά την κατακόρυφο συναντάμε το κενό της δεξαμενής. Το χώμα γύρω από το στόμιο όχι μόνο δεν υποχωρούσε στο βάρος του ανθρώπου, αλλά και στο βάρος του ζώου που θα πατούσε εκεί. Την απορία την έχω από τα παιδικά μου χρόνια. Οι χωρικοί απέδιδαν την ανθεκτικότητα των τοιχωμάτων στο αργιλοκονίαμα με το οποίο τις είχαν αλείψει. Στην πορσελάνη όπως ονόμαζαν το κονίαμα και κάποιοι μάλιστα παρεφθαρμένα την έλεγαν μπουρσελάνα. Όμως αυτή η επάλειψη εξασφάλιζε τη στεγανότητα. Εμπόδιζε τη διήθηση του νερού, δεν είχε σχέση με τη στατική της δεξαμενής. 
Ρώτησα πολλούς κατά καιρούς αν είχαν ακούσει το όνομα κάποιου γνώστη της τεχνικής που χρησιμοποιείτο για την κατασκευή. Δεν γνώριζαν. Μου απαντούσαν ότι έτσι τις είχαν γνωρίσει, θέλοντας να πουν ότι υπήρχαν από παλιά και οι πιο πολλές γνωστές με κάποιο όνομα. Του Καματερού, του Γκολέμη, του Κατσάρη, του Αγίου Γεωργίου κ.λπ. Προέρχονταν τα ονόματα από εκείνα διαφόρων οικογενειών, που σύμφωνα με την παράδοση έμεναν εκεί μόνιμα ή εποχιακά ή ακόμα όσο διαρκούσαν οι εργασίες στα χωράφια. Υπήρχαν και δεξαμενές, γκρόπες, με άλλη ονομασία που προερχόταν όχι από επώνυμο αλλά με κριτήριο τη γειτνίαση με κάποιο μνημείο ή εκκλησία (Αγίου Γεωργίου) ή κάποιο τοπωνύμιο (Στις Ομπόρες). Δεν έχω σταματήσει να αναζητώ την ερμηνεία του τρόπου κατασκευής. Πολλές φορές συζήτησα με Πολ. Μηχανικούς, γνώστες στατικής, αλλά παρέμειναν απλές συζητήσεις. Φαίνεται ότι δεν μπόρεσα να τους δημιουργήσω ενδιαφέρον. Διάβασα βιβλία που αναφέρονταν σε τεχνικές της νεολιθικής εποχής, σε τεχνικές μεταγενέστερων χρόνων σχετικές με την οικοδόμηση και την αρχιτεκτονική. Δεν είναι δυνατό να εκφράσεις υπεύθυνη άποψη αν δεν είσαι ειδικός. Απλώς θα αναφέρω κάποιες σκέψεις με επιφύλαξη. Ο εκφορικός τρόπος χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία καμπυλόγραμμων σχημάτων. Με εκφορικό τρόπο είναι κατασκευασμένη και η γέφυρα της Οίης στο χείμαρρο «της Μαύρης Ώρας». Άλλες ενδεικτικές περιπτώσεις εις Χρήστου Τσούντα. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης. 
Η τεχνική του εκφορικού τρόπου στέγασης είναι γνωστή. Κάθε πέτρα ή πλίνθος που τοποθετείται όσο ανεβαίνει η τοιχοποιία εκφέρεται, δηλαδή προεξέχει εσωτερικά μέχρι ότου φθάνει να κλείσει στην κορυφή με την υπόλοιπη τοιχοποιία. Οι αντίρροπες δυνάμεις εξουδετερώνονται και δημιουργείται ισορροπία. Το ίδιο συμβαίνει με τη διάνοιξη μιας σήραγγας. Επομένως και στις υπόγειες δεξαμενές που έπρεπε να έχουν αναγκαστικά μικρό στόμιο, τα τοιχώματα δεν υποχωρούν γιατί πρέπει και εδώ οι δυνάμεις που ασκούν οι χωμάτινες μάζες να εξουδετερώνονται και να ισορροπούν. Συμπέρασμα που ελέγχεται αν είναι και αληθές. Εκείνο που δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς είναι η ικανότητα και η εμπειρία να δημιουργήσουν τις αναγκαίες καμπύλες σκάβοντας και αφαιρώντας το χώμα που θα εξασφάλιζαν τη στατική του υπογείου αυτού κενού που δημιουργούσαν. Ένα αποτέλεσμα που δημιουργείτο χωρίς τη χρήση υποστυλωμάτων. Οι αναγκαίες απαντήσεις δεν περιορίζονται μόνο στον τρόπο κατασκευής. Επεκτείνονται και στον χρόνο. Ποιοι τις κατασκεύαζαν, ποιοι τις πρωτοχρησιμοποίησαν, ποιοι τις διατήρησαν. Πόσο παλιές είναι. Δημιουργήθηκαν μετά την απελευθέρωση, κατά την Τουρκοκρατία, είναι ακόμα παλαιότερες; Ο χρόνος κατασκευής αποτελεί τεκμήριο για συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κατοίκηση της περιοχής. Η μεγαλύτερη δεξαμενή που υπήρχε στον κάμπο του Θριασίου ήταν η γκρόπα στις Ομπόρες. Σε ξάφνιαζε το μέγεθος της. Στο μεγαλύτερο εύρος της η διάμετρος ξεπερνούσε τα 5 μέτρα. Όσο για το βάθος της έπρεπε να αφαιρούσαν τα διάφορα μπάζα, σκουπίδια και λοιπές ακαθαρσίες που είχαν καλύψει σημαντικό από τον χώρο της δεξαμενής για να μπορούσε κανείς να συμπεράνει ποιο ήταν στην πραγματικότητα. Δεδομένου ότι ο οικισμός πρέπει να έπαψε να υπάρχει μετά την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Αττική η πιο πιθανή εκδοχή είναι η δεξαμενή αυτή να κατασκευάστηκε πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα. Δυστυχώς τώρα δεν υπάρχει ώστε να την ερευνούσαν ειδικοί επιστήμονες. Ελπίζω ότι κάτι θα μπορούσαμε να αποκαλύψουμε μελετώντας εκείνες που διασώζονται. Απαιτείται όμως ενδιαφέρον και κινητοποίηση. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, υπήρχαν οικογένειες εγκατεστημένες σε διάφορα σημεία του κάμπου προτού να συγκεντρωθούν στα Καλύβια που ήταν ο σημαντικότερος πυρήνας. Οι Λιοσαίοι ήσαν οι τελευταίοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Ζουνό (τοπωνύμιο ανατολικά του χωριού) και να εγκατασταθούν στα Καλύβια για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ωστόσο διαβίωση χωρίς νερό δεν ήταν δυνατό να υπάρξει. 
Στα Καλύβια υπήρχαν τα πηγάδια απ’ όπου αντλούσαν την αναγκαία ποσότητα νερού. Το βάθος τους μόλις που επέτρεπε την άντληση. Βορειότερα στον κάμπο αυτά τα χρόνια ούτε σκέψη για πηγάδια. Έπρεπε να ήσαν πολύ βαθιά για να φθάσουν στην υδροφόρο λεκάνη όπως αποδείχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Κι ακόμα αν ήταν δυνατό να υπάρξει κάποιο πηγάδι δεν ήταν δυνατή η άντληση με τις δυνατότητες και τα μέσα αυτών των καιρών. Ώστε η χρησιμότητα των δεξαμενών με βρόχινο νερό για την κατοίκηση ή τουλάχιστο για την καλλιέργεια του κάμπου, την γεωργία και την κτηνοτροφία είναι αυταπόδεικτη. Το νερό χρησιμοποιείτο για το πότισμα των ζώων και για κάθε μορφής λάτρα. Απαραίτητη ήταν κατά διαστήματα και η συντήρηση της δεξαμενής και ο καθαρισμός από τα χώματα και ότι άλλα είχαν κατακαθίσει στον πυθμένα. Ερώτημα γεννιέται με το πόσιμο νερό. Πώς το προμηθεύονταν. Από μεταγενέστερες εποχές όταν δηλαδή οι γεωργοί ξεκινούσαν από τα σπίτια τους στο χωριό για το χωράφι γνωρίζουμε ότι φόρτωναν στη σούστα μαζί με τα απαραίτητα, ανάλογα με το είδος της δουλειάς, εργαλεία και δοχείο ή βούτσα με νερό καθώς και το απαραίτητο ασκί. Όμως σε προγενέστερες εποχές, χωρίς σούστα με τις μεταφορές να γίνονται πάνω στα σαμάρια των ζώων, όταν παρέμεναν στο χωράφι και στις πρόχειρες καλύβες και ενώ δεν υπήρχε στον κάμπο τρεχούμενο νερό τι συνέβαινε; Διήγηση καμία δεν μου είναι γνωστή. Όμως μπροστά στην ανάγκη πείθονται και οι θεοί. Και τίποτε δεν αποκλείει για κάποιους να έρχοταν στιγμή που να έβραζαν νερό της δεξαμενής και να το χρησιμοποιούσαν. Ποιος ρώτησε, εξ’ άλλου, βοσκό αν πάνω στη δίψα του δεν έσκυψε και ήπιε νερό από σπιθάρι, δηλαδή νερό σε κοίλωμα βράχου; Θεώρησα απαραίτητο να μην αφήσουμε χωρίς σχολιασμό τις γκρόπες, τις δεξαμενές με βρόχινο νερό, αυτά τα δημιουργήματα της ανάγκης, γιατί είχαν κι’ αυτές τη δική τους συμβολή στην εξασφάλιση της διαβίωσης. Η αρχή ήταν το νερό.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Α)

Ο Ασπρόπυργος του 1900, σύμφωνα με την τότε απογραφή, είχε 509 άνδρες. Απ’ αυτούς 130 είχαν δηλώσει γεωργοί, 78 κηπουροί, 48 κτηματίες, 72 ποιμένες και 87 εργάτες. Οι τελευταίοι, σχεδόν όλοι, δούλευαν μεροκαματιάρηδες στα χωράφια και τα περιβόλια όσων είχαν ανάγκη από πρόσθετα εργατικά χέρια επειδή, η ακτημοσύνη τους ή τα λίγα ιδιόκτητα χωράφια, τους υποχρέωναν να ξενοδουλεύουν για να εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό τους. Μαζί, 415 όλοι τους, αποτελούσαν το 81,5%. Οι άλλοι 94 που απέμεναν, το 18,5%, ασκούσαν 38 διαφορετικά επαγγέλματα. Η εικόνα που έχουμε από την απογραφή δεν δείχνει όλη την πραγματικότητα ωστόσο εκφράζει τις εργασίες στις οποίες ρίχνανε το βάρος κατά προτεραιότητα. Η διάκριση σε κτηματίες, γεωργούς, κηπουρούς δεν ήταν απόλυτα ακριβής. Δεν διέφεραν οι κτηματίες από τους γεωργούς ουσιαστικά ή από τους κηπουρούς και αυτό γινόταν φανερό με την πάροδο του χρόνου. Πάντως ο κτηματίας έπρεπε να κατείχε κάπως μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία. Η εικόνα ήταν παραπλανητική για τις γυναίκες. Δήλωναν «οικιακά» ωσάν να μην έκαναν καμία άλλη εργασία έξω από το σπίτι. Δούλευαν στα περιβόλια και στις εποχικές αγροτικές εργασίες χωρίς διάκριση και οι γυναίκες μέλη της κάθε οικογένειας και οι γυναίκες των οικογενειών των εργατών για το μεροκάματο. 
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής οι κηπουροί αντιστοιχούσαν στο 15,3% επί του συνόλου των 509 ανδρών, στο 31,2% του συνόλου των 250 γεωργών κτηματιών, ποιμένων, και το 43,8 των 178 γεωργών και κτηματιών. Μια εξέλιξη που χρειάστηκε για να πραγματοποιηθεί 2/3 του αιώνα όσα ήσαν τα χρόνια από την απελευθέρωση μέχρι το 1900. Οι αιώνιες αντιθέσεις μεταξύ των γεωργών και των ποιμένων δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Οι ποιμένες διεκδικούσαν περισσότερες εκτάσεις για βοσκή και οι γεωργοί απαιτούσαν περισσότερη προστασία της γεωργικής παραγωγής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ζωή στα βουνά ήταν πιο ελεύθερη και ο ποιμενικός βίος ανθούσε. Η ζωή στον κάμπο του Θριασίου ήταν εκτεθειμένη σε πολλαπλούς κινδύνους. Όσοι καλλιεργητές αποτολμούσαν, ζούσαν μόνιμα ή εποχικά ανάλογα με τη διάρκεια της απασχόλησης κατά πατριές και διάσπαρτα στον κάμπο. Μετά την απελευθέρωση άρχισε η κάθοδος από το βουνό στον κάμπο με μόνιμη πλέον εγκατάσταση. Η Χασιά, το κεφαλοχώρι κατά την Τουρκοκρατία, έχανε μέρα με τη μέρα το ηγετικό της ρόλο. Η σκυτάλη πέρασε στα Καλύβια στο δικό της χωριό στον κάμπο. Έτσι πήρε και η γεωργία τα πρωτεία από την ποιμενική. Η ανάγκη για μονιμότερη απασχόληση συνετέλεσε να στραφούν με περισσότερη έμφαση στην κηπουρική και δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι ήταν επιβεβλημένη η συνύπαρξη και η αλληλοσυμπλήρωση της κηπουρικής και της γεωργίας με την κτηνοτροφία και ειδικότερα με την αγελαδοτροφία. Σύμφωνα με την πάρα πάνω απογραφή οι τέσσερεις στους πέντε ασχολούνταν με την αγροκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία και ο πέμπτος ασκούσε κάποιο άλλο επάγγελμα. Αν αναφερθούμε σ’ αυτά τα επαγγέλματα μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που ζούσαν, μάλιστα αν συσχετίσουμε το είδος της απασχόλησης με την κατασκευή σπιτιών, την οικοσκευή, την ενδυμασία, τη διατροφή, το εμπόριο, τα αναγκαία εργαλεία για τις αγροτικές εργασίες, τις μετακινήσεις και τις παροχές διαφόρων υπηρεσιών θα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
Στη δημοτική περιφέρεια Ασπρόπυργου ανήκουν σχεδόν τα 3/5 της όλης έκτασης του Θριασίου. Μέχρι το 1960, που η χρήση της γης ήταν αποκλειστικά γεωργική οι Ασπροπυργιώτες, στην πλειοψηφία γεωργοί, είχαν επεκτείνει τις αγροτικές ιδιοκτησίες και στις γειτονικές δημοτικές περιφέρειες. Στον Ασπρόπυργο δεν υπήρξαν μεγάλες ιδιοκτησίες, γεγονός που συνέτεινε στις ομαλές κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων. Η Ελληνική Παλιγγενεσία βρήκε το Θριάσιο με μοναδική μεγάλη ιδιοκτησία ένα πρώην μούλκι Τούρκου πασά στο νότιο τμήμα του κάμπου (γειτνίαζε με τη θάλασσα και το Ποικίλο όρος) το γνωστό Στεφάνι, και ορισμένες εκτάσεις στα βορεινά του κάμπου τα «μοναστηριακά» που ανήκαν στη Μονή Κλειστών. Όμως αρχικά το Στεφάνι και αργότερα τα «μοναστηριακά» μοιράστηκαν με παραχωρητήρια και με κλήρους στους Ασπροπυργιώτες! Έκτοτε και μέχρι πρόσφατα στη δεκαετία του εξήντα οι ιδιοκτησίες της πλειοψηφίας των αγροτών κυμαίνονταν από 30 μέχρι 150 στρέμματα ενώ ελάχιστοι είχαν συνολική ατομική ιδιοκτησία μεταξύ 300 και 500 στρεμμάτων. Στις αγροτικές εργασίες απασχολείτο όλη η οικογένεια και σε περιόδους αιχμής ή όταν η οικογενειακή προσφορά εργασίας δεν επαρκούσε καλούσαν αγροτοεργάτες άνδρες και γυναίκες από τις φτωχότερες οικογένειες, ημερομίσθιους, με τους οποίους η οικογένεια εργαζόταν πλάι, πλάι και έτρωγαν όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι χωρίς να αφήνονται περιθώρια να δημιουργηθούν κοινωνικές διακρίσεις. Στις αρχές του εικοστού αιώνα τα περιβόλια ήσαν παραθαλάσσια. Άρχιζαν από τη θάλασσα και προχωρούσαν μερικές εκατοντάδες μέτρα μέσα στον κάμπο, επειδή τα μαγγάνια περιστρέφονταν με άλογα και τα πηγάδια δεν ήταν δυνατό να έχουν μεγάλο βάθος. Στην περιοχή αυτή το βάθος εποίκιλλε από 3 μέχρι 12 μέτρα. Από την απελευθέρωση του γένους μέχρι τις αρχές του αιώνα, όλα αυτά τα χρόνια, πάσχιζαν γενιές για να αλλάξουν την άγρια χλωρίδα του Θριάσιου. Να ημερώσουν ένα τόπο που δέσποζαν οι βελανιδιές και οι θάμνοι. Τις πρώτες δεκαετίες όργωναν με αλέτρι που διέφερε από το πρωτόγονο ησιόδειο στο υνί που ήταν σιδερένιο. Άροση ρηχή, επιφανειακή με περιορισμένη απόδοση στο πετρώδες έδαφος. 
Το 1860 χρησιμοποιήθηκε το γερμανικό, όπως το έλεγαν, αλέτρι. Όργωνε βαθειά και ξέθαβε τις πέτρες. Τις μάζευαν και τις μετέφεραν για οικοδομική χρήση. Έτσι με τα χρόνια μετάτρεψαν την άγονη γη σε γόνιμη. Όμως και στις αρχές του 20ου αιώνα πολλές περιοχές εξακολουθούσαν να παραμένουν βελανιδότοποι. Είχαν οι κάτοικοι κι από τα βελανίδια κάποιο εισόδημα αλλά η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Μεγάλη φτώχεια. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική παρέσυρε πολλούς Ασπροπυργιώτες. Πολύ λίγοι έμειναν εκεί, οι περισσότεροι γύρισαν να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς πολέμους. Ακολούθησαν άλλα δέκα χρόνια πολέμων. Οι άνδρες που έμειναν πίσω μαζί με τις γυναίκες δούλευαν σκληρά στα περιβόλια που αυξάνονταν προχωρώντας βορεινά προς το χωριό. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη έγινε τα χρόνια του μεσοπολέμου. Δεν χρησιμοποιούνται πλέον τα άλογα για την άντληση του νερού. Αντικαταστάθηκαν από πετρελαιομηχανές κι αυτές με τη σειρά τους από ηλεκτρικούς κινητήρες, τα μοτέρ. Καινούργια πηγάδια ανοίχθηκαν 25, 30 ,35, 40 μέτρα βάθος. Στα καινούργια μαγγάνια διαφοροποιήθηκε το σύστημα μετάδοση κίνησης. Νέες ράτσες αλόγων. Δυνατά, γρήγορα άλογα, σέρβικα, ουγγαρέζικα αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη της παραγωγής και της οικονομίας κάθε οικογένειας όμως τα περισσότερα τελείωσαν τον προορισμό τους στα αλβανικά βουνά το 1940. Μετά τον πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του εξήντα τα περιβόλια επεκτάθηκαν βορειότερα με πηγάδια των 50, 60, 70 μέτρων βάθους. Μένω με την εντύπωση ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει άλλος τόπος με μεγαλύτερη πυκνότητα πηγαδιών.
Η υπερβολική άντληση επέδρασε στην ποιότητα του νερού της υπόγειας υδροφόρου λεκάνης. Οι νότιες περιοχές έχουν υφάλμυρα νερά. Η παρουσία μερικών υπερβολικά υδροβόρων βιομηχανιών που στραγγίζουν καθημερινά τα αποθέματα του νερού επέδρασε και στην ποιότητα των νερών των βορείων περιοχών. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι περιοχές που κυρίως προμήθευαν κηπευτικά την Αθήνα και τον Πειραιά ήσαν οι δυτικές της Αθήνας κατά μήκος του Κηφισού και το Θριάσιο. Βόρεια και ανατολικά της Αθήνας η παραγωγή ήταν περιορισμένη. Όταν το αυτοκίνητο χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά προϊόντων από τη δεκαετία του τριάντα, νέες περιοχές, κυρίως η Αργολίδα, άρχισαν να ανταγωνίζονται τις πρώτες. Η ραγδαία συγκέντρωση του πληθυσμού στη δεκαετία του πενήντα στο λεκανοπέδιο της Αθήνας επηρέασε τον όγκο παραγωγής. Ήταν η βασική αιτία της επέκτασης των περιβολιών βορειότερα. Αλλά δεν διαφοροποιήθηκε μόνο ο όγκος αλλά και η διαδικασία της παραγωγής από την κάθετη τεχνολογική ανάπτυξη. Η συστηματική επέκταση των θερμοκηπίων με αποτέλεσμα την δημιουργία κλιματολογικών συνθηκών διαφορετικών σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον μεγιστοποίησε τον χρόνο παραγωγής πολλών προϊόντων. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας ψύχους επέτρεψε τον εφοδιασμό της αγοράς με νωπά προϊόντα που σε προηγούμενα χρόνια δεν μπορούσαν να διατεθούν στην κατανάλωση γιατί δεν ήταν δυνατό να συντηρηθούν. Αλλά και η συνεχής βελτίωση των μεταφορικών μέσων, των οδικών αρτηριών και η δυνατότητα να φθάσουν σε μερικές ώρες ή σε μια νύχτα τα προϊόντα από τον τόπο παραγωγής στην κατανάλωση ευνόησε απόμακρα διαμερίσματα της χώρας και νησιά να μειώσουν τη σημασία και να υποβαθμίσουν τη θέση που κατείχε το Θριάσιο στην παραγωγή κηπευτικών προϊόντων. Όμως η νέα αυτή εξέλιξη για την κηπευτική και τη γεωργία του Ασπροπύργου δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό των άλλων περιοχών. Η μέσα σε λίγα χρόνια υδροκεφαλική πληθυσμιακή συσσώρευση στην πρωτεύουσα με αποτέλεσμα την άναρχη ανάπτυξη της Αττικής γενικότερα, οδήγησε στην αλλαγή χρήσης της γης. Βιομηχανίες, βιοτεχνίες και κάθε τι ρυπαρό οδηγήθηκε στο Θριάσιο και η γη έγινε εμπορεύσιμο αγαθό. Οι δομές του υλικού βίου μεταμορφώθηκαν. Παρατηρούνται βαθειές αλλαγές στην οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις, στον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης και στην πληθυσμιακή σύνθεση.
Πηγή : ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΛΙΕΡΗ, ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ,
ΒΙΟΙ ΥΛΙΚΟΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ.
ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΣ 2008

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι.
Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.)

Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται ηδέ φύονται.
– Χώμα και νερό είναι όλα όσα γεννιούνται και φυτρώνουν.
Ξενοφάνης Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος (570-480 π.Χ.)

Ο μεν γεωργός, την γην, ο δε φιλόσοφος την ψυχήν εξημεροί.
Θεόκριτος Αρχαίος Έλληνας ποιητής (3ος π.Χ. αιών)

Έτος φέρει ούτις άρουρα.
– Η χρονιά φέρνει [την καλή σοδειά] όχι η γη.
Θεόφραστος Αρχαίος φιλόσοφος, συνεχιστής του Αριστοτέλη (372-287 π.Χ.)

Κακαί γεωργείν χείρες ευ τεθραμμέναι.
– Τα καλοθρεμμένα χέρια είναι ακατάλληλα για τη γεωργία.
Ευριπίδης Αρχαίος τραγικός (480-406 π.Χ.) – Ρήσος

Τι εστι Γεωργός; Καρπών υπηρέτης, όμβρων διαιτητής, ερημίας συνήθης, αθαλασσίας έμπορος, ύλης ανταγωνιστής, τροφής υπουργός, πεδίων αριστευτής, γης ιατρός, δένδρων φυτουργός, ορνέων παιδαγωγός, κακοπαθείας συνήθεια.
Σεκούνδος ο Σιωπηλός Αρχαίος κυνικός φιλόσοφος (2ος αιώνας μ.Χ.)

Ο δε Κάιν γεωργός τυγχάνων, και μετά την καταδίκην χειρόνως βιώσας, πρώτος µέτρα και στάθμια και γης όρους επενόησεν.
Γεώργιος Αμαρτωλός Βυζαντινός μοναχός & ιστορικός (9ος αιών)

Ο σπείρων φειδομένως, φειδομένως και θερίσει.
– μτφρ: Αυτός που θα σπείρει λίγα, θα θερίσει και λίγα.
Επιστολές Αποστόλου Παύλου– προς Κορινθίους Β’ 9.6

Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος. Ελένη Βλάχου Δημοσιογράφος & εκδότρια (1911-1995)

Αγρότης είναι ένας άνθρωπος που ιδρώνει για να κάνει το γιο του κύριο, που αργότερα θα ντρέπεται για τον πατέρα του. Adrien Decourcelle Γάλλος συγγραφέας (1824-1892)

Με την εισαγωγή της γεωργίας, η ανθρωπότητα μπήκε σε μια μακρά περίοδο κακίας, μιζέριας και τρέλας, από όπου απελευθερώνεται μόλις τώρα με την ωφέλιμη χρήση των μηχανών. Μπέρτραντ Ράσελ Βρετανός φιλόσοφος (1872-1970)

Ο αγρότης ίσως είναι το μοναδικό είδος ανθρώπου που δεν του αρέσει η εξοχή και δεν τη θαυμάζει ποτέ. Jules Renard Γάλλος συγγραφέας (1864-1910)

Η αγροτική ευημερία εξευγενίζει. Η βιομηχανική ευημερία εκχυδαΐζει.
Nicolás Gómez Dávila Κολομβιανός συγγραφέας (1913-1994)

Όταν οι αγρότες ευημερούν, ευημερεί και η χώρα, και όταν οι αγρότες έχουν προβλήματα, έχει προβλήματα και η χώρα. Χάρυ Τρούμαν Αμερικανός πρόεδρος [1945-1953] (1884-1972)

Το φαγητό είναι μια γεωργική πράξη. Wendell Berry Αμερικανός συγγραφέας (1935-)

Κάθε είδος τυριού φανερώνει ένα λιβάδι με διαφορετικό χορτάρι κάτω από έναν διαφορετικό ουρανό. Italo Calvino Ιταλός συγγραφέας (1923-1985)

Ακόμα δυσκολότερη αναμένεται να είναι η νέα χρονιά στον πρωτογενή τομέα, καθώς ήδη οι προβλέψεις των αναλυτών κάνουν λόγο για μείωση άνω του 30% στην παραγωγή αραβόσιτου και σιταριού από την Ουκρανία, που «υποθηκεύει» νέες αυξήσεις στο κόστος φυτικής και ζωικής παραγωγής. Σε επίπεδο εγχώριας αυτάρκειας, στην πλειονότητα των προϊόντων φυτικής παραγωγής κυμαίνεται κάτω του 50%, ενώ στη ζωική παραγωγή στο αγελαδινό γάλα, στο χοιρινό και στο βόειο κρέας τα ποσοστά εξάρτησης από τις εισαγωγές παραμένουν υψηλά. Η περιορισμένη εγχώρια επάρκεια αναμένεται να διευρύνει περαιτέρω το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, το οποίο στο εννεάμηνο του 2022 διαμορφώθηκε σε 560,8 εκατ. ευρώ. Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από την έρευνα «Προκλήσεις στην παραγωγή, το εμπόριο και την αυτάρκεια των γεωργικών προϊόντων της χώρας» που παρουσίασε σε πρόσφατη εκδήλωση η διευθύνουσα σύμβουλος της Gaia Επιχειρείν, Έλλη Τσιφόρου.

Αναλυτικότερα, όπως ανέφερε η κ. Τσιφόρου: «Βρισκόμαστε εν μέσω μιας “τέλειας καταιγίδας” ελέω των γεωπολιτικών κλυδωνισμών και της κλιματικής κρίσης. Από ό,τι φαίνεται η επόμενη χρονιά θα είναι δύσκολη. Προβλέπεται μείωση παραγωγής άνω του 30% και στον αραβόσιτο και στο σιτάρι στην Ουκρανία. Αυτό θα έχει επιπτώσεις. Να σημειωθεί ότι την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο (2021/2022) οι παραγωγοί είχαν προλάβει να σπείρουν και υπήρχαν και αποθέματα να διατεθούν στις αγορές. Φέτος δεν συνέβη αυτό». Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση, την οποία οι παραγωγοί τη βιώνουν πολύ σκληρά, όπως σημείωσε η ίδια, καθιστούν «αναγκαίο να εξακριβωθεί ο βαθμός τρωτότητας της ελληνικής γεωργίας».

Σε επίπεδο φυτικής παραγωγής, σύμφωνα με την έρευνα, σε όρους αυτάρκειας, εφτά προϊόντα έχουν πολύ χαμηλό βαθμό, δηλαδή κάτω του 50% και στηρίζονται κατά βάση σε εισαγωγές από άλλες χώρες. Πρόκειται για τις φακές με ποσοστό αυτάρκειας 41,9%, τα φουντούκια (41,9%), το φιστίκι αράπικο (35,1%), το μαλακό σιτάρι (25,1%), το αραβοσιτέλαιο (22,3%), η σόγια (5,2%) και η ζάχαρη (1,9%). Σε χαμηλά σχετικά επίπεδα διατηρείται και η αυτάρκεια σε κριθάρι (83,5%), αμύγδαλα (81,7%), ρεβίθια (79,5%), πατάτες (75,8%), αραβόσιτο (63,4%), ηλιέλαιο (57%) και φασόλια (52,9%). Ικανοποιητικός βαθμός επάρκειας καταγράφεται σε μπιζέλια (99,9%), κρεμμύδια (99,3%), σπανάκι (98,4%), βίκο (97,8%), μαρούλια (97,8%), ελαιοκράμβη (96,2%), ηλίανθο (93,8%), λεμόνια (92,8%), βρώμη (91,6%) καρύδια (90,4%) και κουκιά (90,4%).

Στα σιτηρά, στη δεκαετία 2013-2022 καταγράφηκε μείωση κατά 36% στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, με τον όγκο παραγωγής να συρρικνώνεται κατά 47%. Στον αραβόσιτο η υποχώρηση στον όγκο παραγωγής άγγιξε το 50%, στο σκληρό σιτάρι το 49%, στο μαλακό σιτάρι το 54%, ενώ η παραγωγή βρώμης μειώθηκε κατά 37%. Ειδικότερα, στον αραβόσιτο η αυτάρκεια κινείται στο επίπεδο του 63,4%, με τη χώρα να έχει υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές που διαμορφώθηκαν την περίοδο 2018-2020 πάνω από 700 χιλ. τόνους, προερχόμενες κυρίως από τη Βουλγαρία σε ποσοστό 56%, τη Ρουμανία (18%), ενώ Μολδαβία, Ρωσία και Ουκρανία συνολικά είχαν το 17% των εισαγωγών. Στο εννεάμηνο του 2022 καταγράφηκε άνοδος της τιμής εισαγωγής κατά 37%.

Στο μαλακό σιτάρι -που αποτελεί πρώτη ύλη για βασικά είδη διατροφής όπως άλευρα, ενώ το 40% χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή- η αυτάρκεια της χώρας διαμορφώνεται στο 25,1%. Οι εισαγωγές την τριετία 2018/20 διαμορφώθηκαν σε 831 χιλ. τόνους, με βασικές προμηθεύτριες αγορές τις Βουλγαρία, Ρωσία, Ρουμανία, Γαλλία, Μολδαβία, Ουγγαρία, ενώ Ρωσία, Μολδαβία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν το 37%. Στο εννεάμηνο του 2022 καταγράφηκε μείωση εισαγωγών (-10%), ενώ η άνοδος της μέσης τιμής εισαγωγής ενισχύθηκε κατά 58%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την άνοδο των εισαγωγών αλεύρων μαλακού σίτου κατά 33%, με έντονη αύξηση της αξίας κατά 79% λόγω της σημαντικής ανόδου της μέσης τιμής εισαγωγής (502 ευρώ/τόνο). Αντίστοιχα, στη σόγια η αυτάρκεια της χώρας κινείται στο 5,2%, στο ηλιέλαιο στο 57% και στο αραβοσιτέλαιο στο 22,3%.

https://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=2982
https://www.naftemporiki.gr/finance/economy/1460754/protogenis-tomeas-o-vathmos-aytarkeias-se-vasika-proionta-kai-oi-apeiles/

Η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα : Η συρρίκνωση της καλλιέργειας και η εξαφάνιση των γεωργών

Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος. Ελένη Βλάχου Δημοσιογράφος & εκδότρια (1911-1995)

Όταν εντάχθηκε η Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ το 1981, στη γεωργία απασχολούνταν το 30% του εργατικού δυναμικού της χώρας και η γεωργική παραγωγή αποτελούσε το 25% του ΑΕΠ. Σήμερα η γεωργία απασχολεί το 12% του εργατικού δυναμικού και συμβάλει κατά 3,6% στην εθνική προστιθέμενη αξία. Αυτό είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. όπου στη γεωργία απασχολούνται μόνο το 4% και η συμμετοχή στο ΑΕΠ είναι 1,5%. Η μέση αγροτική εκμετάλλευση στην Ελλάδα αντιστοιχεί στη μισή έκταση από ό,τι στην Ε.Ε. Η μικρότερη έκταση ανά εκμετάλλευση προκαλεί και τις εξής διαφορές: Το επιχειρηματικό εισόδημα ανά εκμετάλλευση είναι τα 3/4 αυτού της Ε.Ε., ενώ ανά εκτάριο στην Ελλάδα είναι διπλάσιο από της Ε.Ε. Το συνολικό κόστος παραγωγής ανά εκτάριο στην Ελλάδα είναι 75% της Ε.Ε., ενώ το κόστος ανά εκμετάλλευση είναι περίπου το 1/3 της Ε.Ε. Η προστιθέμενη αξία της πρωτογενούς παραγωγής ανά εκτάριο είναι κατά 5% μεγαλύτερη από της Ε.Ε., ενώ είναι περίπου η μισή της Ε.Ε. ανά εκμετάλλευση. Η προστιθέμενη αξία διατροφής (μεταποίηση, διανομή και εστίαση) ανά εκτάριο είναι το 1/3 της Ε.Ε., και περίπου το 1/6 ανά εκμετάλλευση. Το τελευταίο έχει μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη ότι στην Ε.Ε. η μισή σχεδόν παραγωγή (49%) διακινείται μέσω συνεταιρισμών, άρα και ένα αντίστοιχο ποσοστό της προστιθέμενης αξίας επιστρέφει στους ιδιοκτήτες-παραγωγούς, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι μόλις 8%. Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι συγκρίσιμο με της υπόλοιπης οικονομίας (87%) ενώ είναι μόνο 45% στην Ε.Ε. Η διαφορά αυτή οφείλεται περισσότερο στο χαμηλό μη-αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε. Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από αυτό της Ε.Ε., αλλά σε σχέση με το μη-αγροτικό εισόδημα της χώρας είναι συγκριτικά καλύτερα, ειδικά κατά την διάρκεια της κρίσης, όπου το μη-αγροτικό εισόδημα μειώθηκε, ενώ το αγροτικό παρέμεινε σχετικά σταθερό. Μια σύγκριση επίσης είναι σημαντική να τονιστεί, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων γεωργών ασκεί τη γεωργία χωρίς ιδιαίτερες συστηματικές γνώσεις, με μόνο εφόδιο την πρακτική εμπειρία. Μόλις 5,5% των Ελλήνων γεωργών έχουν παρακολουθήσει κάποια βασική εκπαίδευση (20,2% στην Ε.Ε.), ενώ ελάχιστοι έχουν πλήρη γεωργική εκπαίδευση.

Πολύ συχνά ακούμε από τα χείλη των αρμόδιων υπουργών για την ανάγκη ενίσχυσης της αγροτικής παραγωγής και της αγροτικής οικονομίας, ως ένα βασικό βήμα για την «αναθέρμανση» του ΑΕΠ. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η ελληνική αγροτιά, εδώ και χρόνια, παλεύει μόνη της, χωρίς ιδιαίτερες στηρίξεις, έχοντας να ανταγωνιστεί πολύ πιο προηγμένες αγροτικά χώρες, αλλά και να αντεπεξέλθει μια σειρά εγχώριων δυσχερειών. Όλα αυτά, όπως είναι εύλογο, αποτυπώνονται και στις ετήσιες επιδόσεις της γεωργικής παραγωγής, η οποία καταγράφει σταθερή και αισθητή μείωση τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το 2019, όπου η παραγωγή -για παράδειγμα- στα σκληρά σιτηρά περιορίστηκε κατά 11,5% και διαμορφώθηκε σε μόλις 821.000 τόνους. Διψήφια ήταν η πτώση και στην παραγωγή ελαιόλαδου, η οποία αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος για αρκετές περιοχές της χώρας (Μεσσηνία, Κρήτη), καθώς συρρικνώθηκε κατά 11% και ανήλθε σε 290.000 τόνους. Πτωτική ήταν η τάση δε, και σ’ άλλα βασικά αγαθά, όπως το ρύζι (-2,3%), τα καρπούζια (-2,7%), οι τομάτες (-4%), οι πιπεριές (-3,1%), ο μούστος (6,6%), τα μανταρίνια (-1,1%), τα ροδάκινα – νεκταρίνια (-6%) κ.α. Φυσικά, υπάρχουν και προϊόντα, των οποίων η παραγωγή αυξήθηκε, όπως για παράδειγμα, τα αμύγδαλα (8,2%), τα μήλα (4,7%), τα ακτινίδια (9,9%), τα αγγούρια (1,9%), οι πατάτες (1,9%), το κριθάρι (2,3%) και το βαμβάκι (4,8%).

Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων κατά ομάδες και είδη :
1) παραγωγή σκληρού σιταριού, μείωση κατά 11,5% το 2019 σε σχέση με το 2018
2) παραγωγή αραβοσίτου, μείωση κατά 0,4% το 2019 σε σχέση με το 2018
3)παραγωγή βαμβακιού, αύξηση κατά 4,8% το 2019 σε σχέση με το 2018
4) παραγωγή σταφυλιών, αύξηση κατά 0,3% το 2019 σε σχέση με το 2018
5) παραγωγή μούστου, μείωση κατά 6,6% το 2019 σε σχέση με το 2018
6) παραγωγή πορτοκαλιών, μείωση κατά 0,6% το 2019 σε σχέση με το 2018
7) παραγωγή ελαιόκαρπου, αύξηση κατά 17,2% το 2019 σε σχέση με το 2018
8) παραγωγή ελαιόλαδου, μείωση κατά 11,4% το 2019 σε σχέση με το 2018
Την ίδια ώρα, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, τουλάχιστον το 2019, παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, καθώς σε σχέση με το 2018 παρατηρήθηκαν οι εξής μεταβολές:
1) Καλλιεργούμενη γεωργική γη 32,1 εκατ. στρέμματα, μειώση 0,2%
2) Αροτραίες καλλιέργειες 16,9 εκατ. στρέμματα, μείωση 1,2%
3) Κηπευτική γη 595.000 στρέμματα, μείωση 3,7%
4) Μόνιμες καλλιέργειες 10,8 εκατ. στρέμματα, αύξηση 0,3%
5) Αγραναπαύσεις 3,7 εκατ. στρέμματα, αύξηση 4,2%

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια σημειώνεται σταθερή μείωση των εκτάσεων, οι οποίες καλλιεργούνται περιορίζοντας τη δυναμική της αγροτικής οικονομίας. Το 2019 δε, το 52,8% της καλλιεργούμενης έκτασης χρησιμοποιήθηκε για αροτραίες καλλιέργειες, το 1,9% για κηπευτικές, το 33,8% για μόνιμες καλλιέργειες και το 11,5% ήταν αγραναπαύσεις.
Οι σημαντικότερες αλλαγές ανά είδος καλλιέργειας :
1) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με σιτάρι σκληρό, μείωση κατά 11,6%
2) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με αραβόσιτο, μείωση κατά 1,0%
3) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με βαμβάκι, αύξηση κατά 4,0%
4) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με αμπέλια (σύνολο), μείωση κατά 2,5%
5) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με πορτοκαλιές, αύξηση κατά 0,5%
6) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με ροδάκινα – νεκταρίνια, μείωση κατά 0,5%
7) στις καλλιεργούμενες εκτάσεις με ελαιώνες (σύνολο), αύξηση κατά 0,8%

Και ειδικότερα:
1) Σιτηρά 7,1 εκατ. στρεμματα, μειωση 7,2%
2) Βρώσιμα όσπρια 318.000 στρέμματα, μειωση 16%
3) Βιομηχανικά φυτα (καπνος, βαμβακι) 4,1 εκατ. στρέμματα, αύξηση 4,4%
4) Αρωματικά φυτά 79.000 στρέμματα, αύξγση 24%
5) Kτηνοτροφικά φυτά 5 εκατ. στρέμματα, αύξηση 5,2%
6) Πατάτες 178.000 στρέμματα, μειωση 3,9%
7) Αμπέλια 870.000 στρέμματα, μειωση 2,5%
8) Εσπεριδοειδη 420.000, στρέμματα αύξηση 0,6%
9) Οπωροφόρα 312.000 στρέμματα, αύξηση 4,6%
10) Πυρηνόκαρπα (ροδακινα, νεκταρινια, κεράσια, βερικοκα) 657.000 στρέμματα, μείωση 0,1%
11) Ακρόδρυα (αμυγδαιές, καρυδιες, καστανιες) 434.000 στρέμμα, αύξηση 6,9%
12) Ελαιώνες 7,9 εκατ. στρέμματα, αύξηση 0,8%
Πηγή : https://www.moneyreview.gr/business-and-finance/37455/poso-echei-allaxei-i-agrotiki-paragogi-stin-ellada/amp/
https://www.dianeosis.org/2020/08/i-elliniki-georgia-kai-agrodiatrofi-meta-tin-pandimia/
https://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=2982

Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια στην Ελλάδα, η ανάπτυξη και ο ανταγωνισμός

Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια είναι η μόνη μέθοδος παραγωγής στην οποία μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό έλεγχος των παραγόντων του περιβάλλοντος που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών. Αποτελεί, κατά συνέπεια, έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής, δίνοντας τη δυνατότητα για παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων (λαχανοκομικών, ανθοκομικών, αρωματικών, φαρμακευτικών και φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού σε ελεγχόμενο περιβάλλον) καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές κλιματικές συνθήκες, με αποδοτική χρήση εισροών σε νερό, λιπάσματα και ενέργεια και μειωμένες εισροές σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες μπορεί να αποτελέσουν διέξοδο και ταυτόχρονα σημαντικό παράγοντα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ακόμη και για περιοχές οι οποίες παραδοσιακά έχουν σχέση μόνο με μεγάλες καλλιέργειες. Το 3% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων στη χώρα μας καλύπτεται με λαχανοκομικές καλλιέργειες, οι οποίες συνεισφέρουν στο 18% της συνολικής αξίας των παραγόμενων προϊόντων. Στη σημερινή παραγωγή θερμοκηπιακών προϊόντων πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση τόσο στην επίτευξη ικανοποιητικής απόδοσης, που θα καθιστά το θερμοκήπιο βιώσιμο, όσο και στη βελτίωση της ποιότητας και στη μείωση των εισροών και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη δραστηριότητα αυτή. Έτσι, τα θερμοκήπια ως συστήματα υψηλής δυναμικότητας, παραγωγικότητας, έντασης εργασίας και πόρων, αποτελούν μία δραστηριότητα που, συγκριτικά με τις καλλιέργειες στον ανοιχτό αγρό, απαιτούν μία σημαντικά μεγαλύτερη επένδυση ανά μονάδα επιφάνειας.

Αν και σε πολλές περιπτώσεις επιδοτείται το 40%-50% της επένδυσης ή και περισσότερο, φαίνεται πως το κεφάλαιο που πρέπει να επενδυθεί είναι υπερβολικά μεγάλο για έναν παραγωγό, καθώς για την εγκατάσταση ενός πλήρως εξοπλισμένου θερμοκηπίου με υδροπονική καλλιέργεια απαιτούνται 70.000-100.000 ευρώ ανά στρέμμα, με μία ελάχιστη προτεινόμενη έκταση της τάξεως των 5 στρεμμάτων. Αυτός είναι, εξάλλου, και ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να γίνονται μεγάλες επενδύσεις σε θερμοκήπια μόνο από εταιρείες που δραστηριοποιούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο χώρο των τροφίμων. Παράλληλα, οι επενδύσεις αυτές συνδυάζονται σε αρκετές περιπτώσεις με την παραγωγή ενέργειας, προκειμένου να καλύπτουν ένα από τα μεγαλύτερα λειτουργικά κόστη του θερμοκηπίου, αυτό της θέρμανσης.

Πρόκειται για έναν τομέα υπό πίεση, καθώς παρατηρείται ισχυρός ανταγωνισμός με γειτονικές αναδυόμενες οικονομίες (βαλκανικές χώρες, Τουρκία), ενώ οι απαιτήσεις των καταναλωτών βαίνουν συνεχώς προς αύξηση. Σημειώνεται, ιδιαίτερα, πως οι γειτονικές μας χώρες έχουν επενδύσει δυναμικά εδώ και πολλά χρόνια στην ανάπτυξη των θερμοκηπίων με κορυφαίο παράδειγμα την Τουρκία που αποτελεί σήμερα τον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή των θερμοκηπίων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι εκτάσεις με θερμοκήπια στην Τουρκία το 1980 ήταν 8.000 στρέμματα και το 2020 πάνω από 800.000 στρέμματα. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα το 1980 υπήρχαν περίπου 30.000 στρέμματα και το 2020 οι εκτάσεις υπολογίζονται σε 65.000 στρέμματα. Είναι προφανές λοιπόν ότι η χώρα μας έχει μείνει πολύ πίσω στην κούρσα αυτή. Επιπλέον, η μέση θερμοκηπιακή έκταση ανά θερμοκηπιακή επιχείρηση στη χώρα μας είναι περίπου 6,5 στρέμματα, όταν η αντίστοιχη τιμή στην Ολλανδία και στην Ισπανία είναι μεγαλύτερη από 30 στρέμματα. Οι παραγωγοί στις παραπάνω χώρες έχουν αναπτύξει μεγάλες Ομάδες Παραγωγών και συνεταιρισμούς, προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους, κάτι που δεν συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στη χώρα μας, όπου η ανάγκη αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη, λόγω του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων. Για να καταστεί δυνατή και οικονομικά βιώσιμη η ανάπτυξη των θερμοκηπίων, θα πρέπει προφανώς να θεσπιστούν περαιτέρω οικονομικά κίνητρα, να γίνει εκπαίδευση των ενδιαφερόμενων παραγωγών και εκσυγχρονισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων με την υιοθέτηση τεχνικών και τεχνολογιών προσαρμοσμένων στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την αειφορία των αγροτικών οικοσυστημάτων.

Η θερμοκηπιακή καλλιέργεια στην Ελλάδα είναι περίπου 50.000 - 60.000 στρέμματα, την ώρα που στην Τουρκία είναι 800.000 στρέμματα. Μεγάλη υπεραξία στον πρωτογενή τομέα χάνεται εξαιτίας της περιορισμένης εκμετάλλευσης του εγχώριου κλίματος στην κατεύθυνση της διεύρυνσης της θερμοκηπιακής καλλιέργειας. Όπως ανέφερε χθες στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου ο διευθύνων σύμβουλος της Intelligent Green Corps κ. Κωνσταντίνος Φιλιππίδης «Η Ελλάδα έχει μείνει 20 χρόνια πίσω σε ο,τι αφορά στην θερμοκηπιακή γεωργία όταν η γειτονική Τουρκία – ενώ ξεκίνησε τη δραστηριοποίηση σε αυτό το κλάδο την ίδια περίοδο με τη χώρα μας – εμφανίζει σήμερα τεράστια δυναμική στη θερμοκηπιακή καλλιέργεια ενώ επενδύει στρατηγικά σε αυτό το πεδίο με την στήριξη του κράτους». Όπως εξήγησε ο ίδιος, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία εισήλθαν πιο ουσιαστικά στην καλυμμένη καλλιέργεια το 2000. Στην εγχώρια αγορά υπολογίζεται ότι η θερμοκηπιακή καλλιέργεια αναπτύχθηκε σε περίπου 50.000 – 60.000 στρέμματα και έκτοτε έχει διατηρήσει αυτή την δυναμική. Από αυτά τα στρέμματα μόλις 1500 -2000 στρεμμματα υπολογίζεται ότι αφορούν σε μονάδες υψηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, στη Τουρκία σήμερα περί τα 800.000 στρέμματα, η πλειονότητα των οποίων είναι υψηλής τεχνολογίας, αφορούν σε καλυμμένη γεωργία.

Να επισημανθεί ότι μονάδες υψηλής τεχνολογίας σημαίνει ότι περιέχουν ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρισης κλίματος και λίπανσης. Προς τούτο και η Τουρκία αναπτύσσει μια συντονισμένη πολιτική προχωρώντας μάλιστα και στην προώθηση χωροταξικού σχεδίου γεωθερμίας προκειμένου να παρέχει φθηνή θέρμανση ως επιπλέον κίνητρο στους επενδυτές. Να σημειωθεί ότι το βασικό λειτουργικό κόστος στην θερμοκηπιακή καλλιέργεια αφορά στην ενέργεια θερμική και ηλεκτρική. «Στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε το κλίμα και να καταστούμε κυρίαρχοι των Βαλκανίων σε αγροτικά προϊόντα θερμοκηπιακής γεωργίας υψηλής τεχνολογίας» επισήμανε ο κ. Φιλιππίδης προσθέτοντας ότι «δυστυχώς αυτή τη στιγμή τα υφιστάμενα θερμοκήπια είναι πολύ λίγα σε σχέση με ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν καν το πλεονέκτημα του θερμού κλίματος της Ελλάδας ενώ ο αριθμός των μονάδων υψηλής τεχνολογίας είναι μηδαμινός».


Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο καθηγητής ΓΠΑ Δ. Σάββας στην Ελλάδα το 3% της καλλιεργήσιμης γης(περί το 1,160 εκατ στρεμματα) αφορά στα οπωροκηπευτικά και το 39% από τα 10 δισ/ της συνολικής αξίας της πρωτογενούς παραγωγής. Με γνώμονα ότι απόδοση σε όρους παραγωγικότητας των θερμοκηπιακών καλλιεργειών είναι πολλαπλάσια έως και δέκα φορές σε σχέση με την συμβατική γεωργία καθώς η παραγωγή μπορεί να γίνει σε δωδεκάμηνη βάση και σε απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον, η έλλειψη μονάδων υψηλής τεχνολογίας οδηγεί σε σημαντική απώλεια υπεραξίας. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια αμιγώς πράσινη δραστηριότητα καθώς έχει μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και ενσωματώνει όλες τις βέλτιστες πρακτικές της ευφυούς γεωργίας, ενώ αποτελεί ουσιαστική διέξοδο στο πεδίο της επισιτιστικής εξασφάλισης.

Σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Φιλιππίδης εκτιμώντας ότι πρέπει να υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός ενίσχυσης της θερμοκηπιακής γεωργίας υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα προτείνει: τη δημιουργία πιλοτικών μονάδων διαφόρων ποικιλιών ανά περιοχή σε όλη την επικράτεια έως 20 στρέμματα , την κρατική επιδότηση ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε απόφοιτους γεωπονικών σχολών ώστε να λάβουν την απαιτούμενη κατάρτιση από άλλες ευρωπαϊκές αγορές- γιατί δυστυχώς η εξειδίκευση στην θερμοκηπιακή καλλιέργεια υψηλής τεχνολογίας είναι πολύ περιορισμένη στην Ελλάδα- και τέλος την δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων σε συνεργασία με τις τράπεζες για την συγχρηματοδότηση μέσω παροχής δανείων με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου με ταυτόχρονη αξιοποίηση κονδυλίων από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ώστε να καταστεί πιο ελκυστικός ο κλάδος.
Πηγή : https://www.naftemporiki.gr/business/1520401/intelligent-green-i-ellada-echei-meinei-20-chronia-sti-thermokipiaki-georgia/
https://www.ypaithros.gr/prooptikes-anaptyksis-thermokipion-stin-ellada/



Η ιππασία στην ιστορία : Η μεσαιωνική εφεύρεση του αναβολέα και η χρήση των αλόγων από τους Βυζαντινούς Έλληνες

Ο άσημος αναβολέας και η σημασία του. Το εξάρτημα που μετέτρεψε το ιππικό σε φονική μηχανή. Ινδιάνοι, Μακεδόνες, Άραβες και ιππότες καβαλάρηδες και η μαχητική τους ικανότητα. Κανένας δε μπορεί σήμερα να διανοηθεί πόσο μεγάλη σημασία έπαιξαν στην παγκόσμια ιστορία κάποιες μικρές, ασήμαντες σήμερα στα μάτια μας εφευρέσεις. Επρόκειτο για φαινομενικά μικρά τεχνολογικά επιτεύγματα, τα οποία όμως μέσα στην πορεία των αιώνων βελτίωσαν δραστικά τη ζωή των ανθρώπων και έδωσαν ώθηση στην πορεία των κοινωνιών. Οι πιο πολλές απ’ αυτές δεν έχουν καταγεγραμμένο εφευρέτη, αφού κάποιος ανώνυμος οξυδερκής τεχνίτης, μέσα από την παρατήρηση και την καθημερινή δουλειά, έκανε κάποτε το τεχνολογικό βηματάκι, δίχως τις περισσότερες φορές να αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή τη σπουδαιότητα του επιτεύγματος του.


Ας δούμε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: Όλοι οι ιστορικοί του πολέμου, θεωρούν καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη και τη βελτίωση της μαχητικής ικανότητας του ιππικού, την εφεύρεση του αναβολέα. Αυτού του μεταλλικού κρίκου που περασμένος σ’ ένα δερμάτινο λουρί κρέμεται από τις σέλλες των αλόγων ή από τα σαμάρια. Ο καβαλάρης βάζει το πόδι του στον αναβολέα και σταθεροποιείται πάνω στο άλογο που ιππεύει. Στα σύγχρονα κινηματογραφικά έργα βλέπουμε ιππείς της αρχαιότητας να αλληλοσφάζονται πατώντας πάνω στους αναβολείς τους. Πρόκειται για ιστορική αυθαιρεσία. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε αυτό το εξάρτημα. Οι καβαλάρηδες του περίφημου θεσσαλικού ιππικού του Αλεξάνδρου που έφθασαν ανίκητοι ως την Ινδία, κάλπαζαν ή πολεμούσαν με τα πόδια τους ελεύθερα και κολλημένα στις κοιλιές των αλόγων τους για να μην πέσουν. Το ίδιο και οι ερυθρόδερμοι ιθαγενείς της βόρειας Αμερικής, στους πολιτισμούς των ανοικτών πεδιάδων που ισοπέδωσαν οι δυτικοί έποικοι.

Ο αναβολέας είναι πιθανότατα ασιατική εφεύρεση. Οι Βυζαντινοί τον χρησιμοποιούσαν ήδη από τον 7ο αιώνα, απ’ τους Βυζαντινούς τον πήραν οι Άραβες και από τους Άραβες τον παρέλαβαν οι δυτικοί, μέσω της Ισπανικής χερσονήσου που ήταν τότε Αραβική. Στη Δύση, χρησιμοποιήθηκε τον 8ο αιώνα. Κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο άλλαξαν οι φαινομενικά ασήμαντοι αυτοί κρίκοι τον τρόπο του πολέμου. Το ιππικό απέκτησε ξαφνικά πολλαπλάσια επιχειρησιακή ικανότητα. Οι καβαλάρηδες ένιωσαν ξαφνικά ασφαλέστεροι πάνω στο άλογο τους, με αποτέλεσμα να αποτολμούν πολύ πιο περίτεχνους και επικίνδυνους ελιγμούς. Πριν την εμφάνιση του αναβολέα, το ιππικό ήταν οπλισμένο μόνο με σπαθί. Μόνο όταν τα πόδια του καβαλάρη πάτησαν γερά, μπόρεσε να οπλιστεί με λόγχη, αφού υπήρχε πλέον η δυνατότητα απορρόφησης της μετωπικής κρούσης μ’ αυτήν, ειδικά σε ακίνητους στόχους όπως οι πεζοί στις φάλαγγες. Η βαριά λόγχη των ιπποτών του μεσαίωνα άλλωστε, χρειαζόταν συχνά πυκνά και τα δύο χέρια για τη διόρθωση της κατεύθυνσης της, κάτι που έγινε δυνατό μόνο όταν οι αναβολείς εξασφάλιζαν την ισορροπία του καβαλάρη δίχως να κρατά τα γκέμια του αλόγου. Η εφεύρεση αυτή επίσης μεγάλωσε αισθητά τη γωνία στρέψης του καβαλάρη και του έδωσε τη δυνατότητα να πολεμά σε πολύ μεγαλύτερη ακτίνα γύρω από το κορμί του. Δίχως αναβολείς, αναγκαζόταν αντί να γυρίζει το κορμί του για να πολεμήσει, να στρέφει το άλογο ώστε να το φέρει σε κατάλληλο σημείο για μάχη.
Τέλος, ο αναβολέας έδωσε τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν ράτσες πιο εύσωμων αλόγων στα σώματα του ιππικού. Ένα μεγάλο άλογο κουμαντάρεται καλύτερα με χέρια και πόδια μαζί, έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη σύγκρουση, αλλά είναι δυσκολότερο να κρατήσει τον καβαλάρη στην πλάτη του δίχως ισχυρή στήριξη. Επίσης, είναι πολύ δυσκολότερο να ξανανέβει κανείς πάνω του αν πέσει κάτω κατά τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης, δίχως να πατήσει σε αναβολέα και ενώ γύρω του μαίνεται η μάχη. Μη χαμογελάτε μ’ αυτά, διότι τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα μικρών εφευρέσεων κατά την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας σας διαψεύδουν. Όταν ας πούμε, κάποιος ανώνυμος τεχνίτης του μεσαίωνα σκέφτηκε να βάλει δερμάτινους ιμάντες ανάμεσα στην καμπίνα των επιβατών και στην βάση μιας επιβατικής άμαξας ώστε να απορροφούνται οι κραδασμοί, ήταν αδύνατο να φανταστεί τι επανάσταση θα έφερνε στις χερσαίες μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων. Οι άθλιοι χωματόδρομοι της Ευρώπης έγιναν για πρώτη φορά προσβάσιμοι για ταξίδια μεγάλων αποστάσεων σε μέσα μαζικής μεταφοράς και όχι μόνο σε πεζούς ή μοναχικούς καβαλάρηδες. Όλοι μπορούν να καταλάβουν πόσο σημαντική εξέλιξη ήταν αυτή για την ευρωπαϊκή ιστορία.
Tο Bυζάντιο, αντιμέτωπο με λαούς που πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, υποχρεώθηκε, προσαρμόζοντας τις στρατιωτικές του δυνάμεις και την πολεμική τακτική του στον τρόπο πολέμου του αντιπάλου, να αναπτύξει ελαφρύ,ευκίνητο ιππικό, αλλά και θωρακισμένες έφιππες μονάδες. H χρήση του αλόγου στο Βυζάντιο, όπως και σε άλλες κοινωνίες μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, ήταν ευρύτατη στις αγροτικές εργασίες, τις μετακινήσεις, τις μεταφορές αγαθών και στον πόλεμο. Λόγω της έκτασης του θέματος, αλλά και της επικάλυψής του με άλλα, εκτίθενται στη συνέχεια μόνο ορισμένα στοιχεία που παρέχουν οι πηγές και αναφέρονται ειδικά στο άλογο στο Bυζάντιο. H παρουσία του αλόγου στον αγροτικό βίο των Bυζαντινών δεν παρουσιάζει για εμάς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι εκεί άλλα ζώα, τα βόδια και οι ημίονοι, ήταν καταλληλότερα. Aπαραίτητη ήταν η χρήση του στις χερσαίες μετακινήσεις και στον πόλεμο, και για τους τομείς αυτούς θα αναζητήσουμε πληροφορίες.
Στη Pωμαϊκή αυτοκρατορία το δημόσιο ταχυδρομείο ήταν καλά οργανωμένο λόγω της μεγάλης έκτασης της επικράτειάς της. H λειτουργία του βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη συντήρηση αλόγων σε σταθμούς (mansiones και motationes), όπου υπήρχε η δυνατότητα αλλαγής αλόγων. Oι διάδοχοι των Pωμαίων, οι Bυζαντινοί, κατέβαλαν επίσης προσπάθειες για τη διατήρηση των οδών και των σταθμών σε καλή κατάσταση, και μάλιστα με επιτυχία ώς τον 6ο αιώνα, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος. Tα γρήγορα άλογα του ταχυδρομείου ονομάζονταν «βέρεδοι» (από τη λατινική τους ονομασία veredos), ενώ απαντά και η ονομασία «κούντουρα», η οποία αποδίδεται στη συνήθεια να «κονταίνουν» την ουρά τους (κούντουρος < κοντός+ουρά), ώστε να τρέχουν με μεγαλύτερη ευκολία. H σημασία που δινόταν στα άλογα προκύπτει από διατάξεις στη νομοθεσία (Θεοδοσιανός Kώδικας), που προέβλεπαν ποινές για όσους φόρτωναν υπερβολικά ή κακομεταχειρίζονταν τα άλογα και τα υποζύγια γενικώς. O πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει άλογα στην υπηρεσία του ταχυδρομείου, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις καταχρηστικών επιτάξεων ίππων των κατοίκων περιοχών που γειτνίαζαν με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες.
Ακόμη σημαντικότερος απ’ ό,τι στο ταχυδρομείο ήταν ο ρόλος του αλόγου στον πόλεμο. Mε τη λήξη της αρχαιότητας και τη σταδιακή μετάβαση στη μεσαιωνική εποχή αναπτύσσεται περισσότερο το ιππικό. Προς την κατεύθυνση αυτήν οδήγησαν αφ’ ενός μεν γενικότερες εξελίξεις στην κοινωνία, αφ’ ετέρου δε το γεγονός ότι το Bυζάντιο είχε να αντιμετωπίσει λαούς που πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, όπως οι Πάρθοι και οι Πέρσες, οι Άβαροι, οι Oύννοι, οι Άραβες, οι Tούρκοι και, από την εποχή των σταυροφοριών και μετά, οι Δυτικοί. Eτσι, οι Bυζαντινοί ήταν υποχρεωμένοι να προσαρμόζουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και την τακτική τους στον τρόπο πολέμου του αντιπάλου. Διέθεταν ελαφρύ, ευκίνητο ιππικό, αλλά και θωρακισμένες έφιππες μονάδες. Hταν επιτακτική η ανάγκη συνεχούς συντήρησης πολλών ίππων και μάλιστα τέτοιων που να μπορούν να ανταποκρίνονται στην αντιμετώπιση ξαφνικών και γρήγορων επιθέσεων, άλλων που θα μετέφεραν τους «πανσίδηρους ιππείς», καθώς και «παριππίων», δηλαδή αλόγων κατάλληλων για βοηθητική χρήση στις εκστρατείες. Eίναι λοιπόν κατανοητό ότι στο Bυζάντιο εκτρέφονταν διάφορα είδη ίππων – έτσι εισήλθε στη μεσαιωνική ελληνική γλώσσα, μαζί με άλλα πολλά δάνεια, και η αραβική λέξη «φαρί». Παράλληλα προς τις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις το Bυζάντιο προσελάμβανε ξένους μισθοφόρους, συχνά κατά ομάδες και μάλιστα προερχόμενους από γειτονικούς νομαδικούς λαούς, οι οποίοι κατά κανόνα έφιπποι αντιμετώπιζαν παρόμοιου τύπου εχθρούς της αυτοκρατορίας. Mε τον τρόπο αυτόν προέκυπταν και ανανεώνονταν στο Bυζάντιο οι ράτσες των αλόγων.


Σε ειδικά στρατιωτικά εγχειρίδια παραδίδονται οδηγίες για την εκγύμναση των ιππέων, ώστε να είναι σε θέση να πολεμούν υπό διάφορες συνθήκες έφιπποι, καθώς και για τις κινήσεις τακτικής του ιππικού, πληροφορίες που μαρτυρούν τη σημασία των αλόγων για το στράτευμα, αλλά και την ενασχόληση των Bυζαντινών με την εκπαίδευση ίππων και ιππέων. aναφέρω εδώ μερικές λεπτομέρειες που μας παραδίδουν τα κείμενα, οι οποίες οπωσδήποτε ισχύουν όχι μόνο για το Bυζάντιο, αλλά και για άλλους πολιτισμούς: Σύμφωνα με συγκεκριμένες οδηγίες, όταν άρχιζε η επίθεση του εχθρικού ιππικού, έπρεπε να βάλλουν με τα τόξα εναντίον των αλόγων του, έπρεπε να σκάβουν στο έδαφος παγίδες, τους λεγόμενους «ιπποκλάστες», για να πέφτουν μέσα τα άλογα των αντιπάλων την ώρα της σύγκρουσης, δεν επιτρεπόταν να ποτίζουν τα άλογα με άφθονο νερό, ώστε να μην το συνηθίζουν και να μπορούν να αντέχουν απότιστα επί πολύ κατά τη διάρκεια της μάχης ή σε άνυδρες περιοχές, συχνά, όταν αναγκάζονταν να αφήσουν πίσω τους τα ζώα, τους έκοβαν τους τένοντες των γονάτων («αγκυλοκοπείν»), για να τα αχρηστεύσουν ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον αντίπαλο. Στον στρατό, εκτός από τα πολεμικά άλογα, τους «ίππους τραχείς και ευτόνους» ή «σελλάρια», ευρέως σε χρήση ήταν οι «ίπποι σαγματάριοι», τα «παρίππια», τα «παρασυρτά», τα «αδέστρατα», άλογα, δηλαδή, τα οποία μαζί με τα «μωλάρια» και τα «βορδώνια» χρησίμευαν κατά τη διάρκεια εκστρατειών για τη μεταφορά των εφοδίων. Yπήρχαν ειδικοί ιπποκόμοι, τα «παλληκάρια», οι «παίδες» ή οι «υπουργοί» των πηγών μας, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φροντίδα των αλόγων γενικότερα και ακολουθούσαν τους πολεμιστές μαζί με τα υποζύγια.

Πηγή : https://www.newsit.gr/mia-stagona-istoria/i-efeyresi-pou-ektokseyse-to-ippiko/2716207/
https://medievalswordmanship.wordpress.com/2014/09/26/h-%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF/

Η αγάπη των Ελλήνων για τους ίππους (άλογα) στην αρχαία ελληνική ιστορία

Για τον μέσο αρχαίο κάτοικο στα οικοσυστήματα του Αιγαιακού χώρου το άλογο ήταν ένα εξαιρετικό ζώο. Ίσως κανένα άλλο δεν έχει τόσους ρόλους και δεν παρουσιάζεται τόσο συχνά στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Ποιος δεν θα γνώριζε τον Πήγασο, το άλογο με φτερά; Ποιος δεν θα γνώριζε το πόσο δυσκολεύτηκε ο Ηρακλής να δαμάσει τα σαρκοφάγα άλογα του Διομήδη. Ο Θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, λάτρευε τα άλογα. Το κοπάδι του εμφανιζόταν στον αφρό της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Τα άλογα είχαν τη δική τους Θεά: την Αθηνά. Τη Θεά της σοφίας, της σκέψης και των νεών ιδεών. Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία η Αθηνά είχε εφεύρει τα χαλινάρια, που θεωρήθηκε ένα αποτελεσματικό μέσο για την εξημέρωση των άγριων αλόγων. Για αυτό στη Θεά αποδόθηκαν τα επίθετα Χαλινίτις και Αθηνά Ιππία. Οι Αμαζόνες, οι γυναίκες μαχήτριες που ζούσαν ανατολικά της χώρας των Σκύθων κατάφεραν και εξημέρωσαν τα άλογα, όπως μας μαρτυρεί ο Ηρόδοτος.
Παράλληλα, στην αρχαία ελληνική μυθολογία μπορούμε να συναντήσουμε και όντα τα οποία είχαν στοιχεία από άλογα. Ο Ιππόκαμπος λ.χ. το άλογο της θάλασσας, το οποίο ήταν μέχρι τη μέση άλογο, αλλά αντί των πίσω ποδιών και της ουράς του αποδιδόταν ουρά ψαριού. Ακόμα, οι θρυλικοί Κένταυροι οι οποίοι είχαν σώμα και κεφάλι ανθρώπου αντί του λαιμού και του κεφαλιού του αλόγου. Υπάρχει υπόθεση ότι οι γρήγοροι καβαλάρηδες της Θεσσαλίας ήταν η αιτία της πίστης στους Κενταύρους. Ένας πολύ καλός ιππέας αλόγου μοιάζει σαν άλογο με ανθρώπινο θώρακα και κεφάλι αφού ο καλός ιππέας δείχνει σαν να είχε ενωθεί με το δίχως ένταση ήρεμο άλογο. Ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν σε εκείνους που τους βλέπουν από μακριά να καλπάζουν πλησιάζοντας ή καθώς απομακρύνονται στον ορίζοντα. Εξάλλου οι κάτοικοί της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Θράκης και της Ηπείρου γνώρισαν τα άλογα πολύ νωρίτερα σε σχέση με τους κατοίκους της Αττικής, της Πελοποννήσου ή των νησιών του Αιγαίου. Ένα άλλο πασίγνωστο άλογο της αρχαίας μυθολογίας είναι το άλογο της Τροίας – Το επικό τεράστιο ξύλινο ομοίωμα αλόγου γεμάτο με Έλληνες πολεμιστές. (Εικ. 47). Εξάλλου η αρχαία Ελληνική μυθολογία είναι ένας χώρος που μας εμφανίζεται πλήθος αλόγων.
Για τα άλογα έχουμε αναφορές από πολλούς αρχαίους συγγραφείς. Όμως το σημαντικότερο έργο μας το άφησε ο Αθηναίος, λάτρης της Σπαρτιατικής πολιτιστικής παράδοσης Ξενοφών, που έζησε περίπου το 430 – 353 π. Χ. Το έργο του “Περί ιππικής” έγινε βασικότατο εγχειρίδιο για την εκτροφή αλόγων για αρκετούς αιώνες. Ακόμα και σήμερα το έργο αυτό είναι πολύ γνωστό στους ιππολόγους όλου του κόσμου και φυσικά στους λάτρεις του αλόγου. Στον ένα ή στον άλλο βαθμό μέσα από το έργο του Ξενοφώντα καταδεικνύεται η πολιτιστική σχέση των αρχαίων Ελλήνων με το άλογο. Όπως παρατηρεί: «Το άλογο είναι κάτι όμορφο, κανείς δεν θα κουραστεί να το κοιτάζει, όσο επιδεικνύεται στον θεατή με όλο του το μεγαλείο». Πολλά στοιχεία του έργου του παραμένουν επίκαιρα και σήμερα. Μάλιστα σε σχέση με ορισμένες περιοχές του σημερινού κόσμου μας είναι πολύ μπροστά. Ο Ξενοφώντας περιγράφει μεταξύ άλλων πως μπορεί κάποιος να αποκτήσει ένα καλό άλογο, πως πρέπει να το φροντίζει, πως να το εκτρέφει, αλλά και πως να το γιατρεύει από διάφορες ασθένειες ή τραυματισμούς. Ακόμα, πως να ιππεύει σωστά, πως να εκπαιδεύει ένα άλογο για πολεμικούς σκοπούς, για επιδείξεις, για αγώνες ή για εργασία. Γνώριζε πάρα πολύ καλά και με κάθε λεπτομέρεια την ανατομία του αλόγου, αλλά επίσης και το χαρακτήρα του.
Ενδιαφέρον είναι ότι στα ελληνικά περάσαμε από την λέξη ίππος στον όρο “άλογο” δηλαδή το όν που δεν μιλάει, άφωνο, αμίλητο. Το πέρασμα αυτό στον ένα ή στον άλλο βαθμό αντανακλά τις κοσμολογικές αλλαγές στην σκέψη και στον τρόπο κατανόησης του ζώου, όπως επίσης και της ίδιας της σχέσης των τοπικών κοινωνιών με τα άλογα. Ακόμα όμως από την αρχαιότητα οι Έλληνες θεωρούσαν το άλογο ως το δεύτερο πιο έξυπνο πλάσμα του κόσμου μετά τον άνθρωπο. Ήταν πολύ κοντά στην λογική του ανθρώπου, αλλά δεν μιλούσε. Από την άλλη, για τους αρχαίους Έλληνες και όχι μόνο για αυτούς, ειδικά μάλιστα από τους κλασικούς χρόνους και ύστερα η φύση αντιπροσώπευε έναν χώρο που ο άνθρωπος πρέπει να κυριαρχήσει. Το ιδανικό ήταν ο θεϊκός κόσμος, αλλά ο άνθρωπος θεωρούσε τον εαυτό του σημαντικά ανώτερο από τα ζώα. Σκοπός τους ήταν να υπηρετήσουν τον άνθρωπο. Ωστόσο, οι Έλληνες και στην βάση κυρίως της προσωκρατικής οντολογικής φυσιοκεντρικής προσέγγισης γνώριζαν ότι η σχέση με το άλογο πρέπει να είναι ισορροπημένη, διαφορετικά δεν θα ήταν σε δύσκολες καταστάσεις πιστό, θα ήταν επιθετικό, ή θα πέθαινε πρόωρα. Το άλογο όμως πέρα από τις ηθικολογικές κοσμοαντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν πολύ ακριβό. Ήταν πολύ ακριβό να πάρεις ένα άλογο και να το φροντίζεις όταν μάλιστα δεν μπορούσαν να το εκθρέψουν για κρέας ή γάλα. Μάλιστα, είναι επιπλέον πολύ ευαίσθητο στα τρόφιμα, απαιτητικό σε νερό, στην καθημερινή φροντίδα και στην επικοινωνία.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα άλογο κόστιζε από 200 έως 1.200 αργυρές δραχμές ανάλογα με την ηλικία του, το παράστημα του και την εκπαίδευσή του. Ένα αξιοπρεπές εκπαιδευμένο άλογο ιππασίας θα μπορούσατε να το αποκτήσετε με 600 έως 800 δραχμές. Ήταν περίπου η αξία μιας οικογενειακής οικίας στην πόλη. Κορυφαία πολεμικά άλογα πουλιόντουσαν πάνω από 800 δραχμές. Τα πολύ νεαρά πουλάρια, πολύ περισσότερο τα υπέργηρα άλογα ήταν ασφαλώς αρκετά φθηνότερα. Το φαγητό, το νερό και κάθε άλλη φροντίδα θα πρόσθεταν 30 δραχμές το μήνα στον προϋπολογισμό σας. Θα έπρεπε να πληρώνετε μισή δραχμή με μια δραχμή τη μέρα για ιπποκόμο που θα το φρόντιζε εκτός αν διαθέτατε σκλάβο. Για την απόκτηση σκλάβου πιθανότατα θα έπρεπε να καταβάλετε γύρω στο ένα τρίτο της τιμής ενός αλόγου. Οι περισσότεροι ελεύθεροι των πόλεων εκείνης της εποχής είχαν εισόδημα μόλις 0,5 — 1 δραχμή την ημέρα, από το οποίο συντηρούσαν πολύ σεμνά μια μικρή οικογένεια. Ο Ξενοφώντας μας επιβεβαιώνει ότι 360 δραχμές ετησίως είναι το ελάχιστο εισόδημα της οικογένειας ώστε να μην υποφέρει από πείνα ή άλλες ελλείψεις. Έτσι ξεκάθαρα διαπιστώνουμε πως τα άλογα ήταν μια εξαιρετικά ακριβή ενασχόληση και σίγουρα ήταν ένα χόμπι ή μια πολιτιστική αναφορά της άρχουσας τάξης. Ο Ηρόδοτος λ.χ. μας μεταφέρει την πληροφορία για ένα από τους κορυφαίους της Αθηναϊκής ελίτ, τον Κίμων. Κηδεύτηκε, σίγουρα στην βάση της προσωπικής επιθυμίας του, δίπλα στα άλογά του. Εν ζωή το υψηλό του εισόδημά επέτρεψε στον Κίμωνα να αγοράζει αρκετά, διακεκριμένα μάλιστα ακόμα και στους Ολυμπιακούς αγώνες, άλογα. Είναι προφανής η οικονομική ισχύς του Κίμωνα σε σχέση με τον μέσο ελεύθερο Αθηναίο πολίτη. Παράλληλα προσπερνώντας στενές και ιδεοληπτικές προσεγγίσεις για την αγάπη του Κίμωνα προς τα άλογα, αξίζει να σταθούμε στην εγωκεντρική λογική του που αντανακλούσε τις κοσμοαντιλήψεις της Αθηναϊκής κοινωνίας. Μια τέτοια λογική διαφαίνεται από την ίδια την διαδικασία της ταφής του ιδιοκτήτη μαζί με τα άλογα του που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος. Ανάλογες οπτικές και συμπεριφορές προς τα άλογα (και όχι μόνο) στον ένα ή τον άλλο βαθμό χαρακτήριζαν ολόκληρη την Αθηναϊκή ελίτ της περιόδου εκείνης.
Πηγή :
https://atexnos.gr/%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1-%CE%AC%CE%BB%CE%BF/
https://atexnos.gr/%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B1-%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3/

Η αγροτική ζωή και οι ασχολίες στον Ασπρόπυργο Αττικής τον 20ο αιώνα (Μέρος Β)

Ο υλικός βίος εμφανίζει στα μέσα του 20ου αιώνα: 1. Αυξημένο ποσοστό οικονομικής αυτάρκειας. Η παράλληλη ενασχόληση της πλειοψηφίας των κατο...