Ο χοίρος, κοινώς γουρούνι, είναι οικόσιτο θηλαστικό με ογκώδες σώμα, προτεταμένο ρύγχος (μύτη), και σκληρό τρίχωμα. Πρόγονός του είναι ο αγριόχοιρος (το αγριογούρουνο). Εκτρεφόταν στην Κίνα από την Τρίτη χιλιετηρίδα π.χ. και από τα μέσα της τρίτης χιλιετηρίδας, άρχισε να γίνεται η εξημέρωση και η διατροφή του και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα ήταν ένα από τα βασικότερα οικόσιτα ζώα και εξασφάλιζε το κρέας (παστό) της οικογένειας για δύσκολες μέρες του χρόνου, αλλά και την έβγαζε «ασπροπρόσωπη» στον απρόσμενο επισκέπτη «μουσαφίρη» της. Το γουρούνι είναι ζώο παμφάγο και αδηφάγο, η δε η εκτροφή του ήταν σχετικά εύκολη και χωρίς πολλά έξοδα. Αγορά του γουρουνιού-Ευνουχισμός. Οι Αρτικαίοι, όταν έπαιρναν τα χρήματα από την πώληση της σταφίδας, η πρώτη τους φροντίδα ήταν να αγοράσουν ένα μικρό χοιρινό (γουρουνόπουλο) για να το εκθρέψουν (μεγαλώσουν). Το αγόραζαν συνήθως στο πανηγύρι του Κοπανακίου, στις 26 Σεπτεμβρίου. Το διάλεγαν ώστε να είναι καλό, δηλαδή να έχει μακρύ σκελετό, ψηλά πόδια και μακριά μύτη, να είναι αρσενικό, βάρους έως 6 οκάδες (7 κιλά και 200 γραμμάρια) και χρώματος, συνήθως, μαύρου ή σκούρου. Τα χοιρινά ράτσας, όταν μεγάλωναν, μπορούσαν να φτάσουν και τις 200 οκάδες, το δε κρέας τους ήταν πολύ καθαρό (χωρίς πολύ λίπος). Σε ελάχιστες περιπτώσεις, κάποιοι Αρτικαίοι εξέτρεφαν και θηλυκά γουρούνια (γουρούνες). Για αυτές τις λίγες περιπτώσεις, ένας εξέτρεφε αρσενικό «καπρί» στο οποίο πήγαιναν τα θηλυκά για αναπαραγωγή. Το χοιρινό που αγόραζαν από το πανηγύρι ή το παζάρι, για να το μεταφέρουν στο σπίτι τους, το έβαζαν μέσα σε ένα σακί (τσουβάλι), αφ΄ ενός μεν για να μπορέσουν να το μεταφέρουν με το ζώο τους, αφ΄ ετέρου δε για να μην το δουν κατά την μεταφορά και τους το ματιάσουν. Από αυτό και η φράση: «Γουρούνι στο σακί να μην αβασκαθεί (ματιασθεί)».
Κάποιοι το τσουβάλι με το χοιρινό το έβαζαν μέσα σε ένα μεγάλο καλάθι (κοφίνι) για να μην ταλαιπωρείται κρεμασμένο το ζώο, αλλά και να μην αγριεύει το μουλάρι ή το γαϊδούρι κατά την μεταφορά του. Το μικρό αρσενικό γουρούνι, λίγες μέρες μετά την αγορά του, το «ευνουχούσαν» (μουνούχαγαν) και για να παχαίνει περισσότερο, αλλά και για να μην μυρίζει το κρέας του όταν θα μεγάλωνε. Η διαδικασία του ευνουχισμού ήταν ένα είδος χειρουργικής επεμβάσεως και πολύ λίγοι ήξεραν να την κάνουν. Το γουρούνι υπέφερε αρκετά κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας και όλο το χωριό αναστατωνότανε από το «σκούξιμό του». Η απολύμανση με «μπόλικο» οινόπνευμα, εθεωρείτο απαραίτητη για να αποφευχθεί η μόλυνση, δεδομένου ότι το χοιρινό ζούσε σε όχι καθαρούς χώρους. Το γουρούνι για λίγες μέρες μετά την επέμβαση, δεν είχε όρεξη για να φάει, αλλά σιγά-σιγά, με το θρέψιμο της πληγής, του ερχόταν η όρεξη και τρεφόταν κανονικά. Τότε, συνήθως, του περνούσαν στη μύτη ένα χοντρό σύρμα (χαλκά) για να μην σκάβει τις αυλές και τους κήπους. Το χοιροστασιο. Ήταν ένας περιφραγμένος χώρος, περίπου 10 τετραγωνικών μέτρων, κάπου κοντά στην αυλή του σπιτιού, μέσα στον οποίο ζούσε και μεγάλωνε το χοιρινό. Σε ένα κομμάτι αυτού του χώρου έκτιζαν μικρό καλύβι (2Χ2 και ύψους 1,5 μέτρα) για να μην βρέχεται το χοιρινό το χειμώνα αλλά και για να προφυλάσσεται από τον ήλιο το καλοκαίρι. Στον έξω χώρο του καλυβιού, το χοιρινό περπατούσε, έτρωγε και λιαζόταν. Τους καλοκαιρινούς μήνες, στο χώρο που κυκλοφορούσε το χοιρινό, έσκαβαν μια λακκούβα στην οποία έριχναν νερό, για να κυλιέται το χοιρινό στις λάσπες και να δροσίζεται. Πολλοί στο Αρτίκι δεν είχαν ειδικό χώρο για το χοιρινό, δηλαδή χοιροστάσιο, και το χοιρινό το σταύλιζαν στο υπόγειο του σπιτιού τους (το κατώϊ), αφού προηγουμένως το έδεναν από το λαιμό ή από το πόδι. Εκτροφή. Το μικρό χοιρινό που αγόραζαν το έβαζαν για κάποιο διάστημα σε ξεχωριστό χώρο από το μεγάλο που ήταν έτοιμο για σφάξιμο, επειδή το κυνηγούσε και πολλές φορές το τραυμάτιζε.
Η εκτροφή του χοιρινού δεν ήταν δύσκολη και διαρκούσε περίπου ενάμισι χρόνο. Το βασικό του φαγητό ήταν τα υπολείμματα «αποφάγια» των τροφών της οικογένειας, το «πλύμα» και το «λιοκόκκι»(ελαιοπυρήνας). «Το πλύμα» το παρασκεύαζαν με ζεστό νερό, όπου μέσα έριχναν πίτουρο και το ανακάτευαν καλά. Το λιοκόκκι το αναμείγνυαν με ζεστό νερό και πίτουρο. Το παρασκεύασμα το άδειαζαν σε ένα ξύλινο ή τενεκεδένιο δοχείο ή σε πέτρινο ή τσιμεντένιο «κορύτο». Το χοιρινό ορμούσε με μεγάλη βουλιμία για να το φάει και υπήρχε κίνδυνος τραυματισμού, γι΄ αυτό η νοικοκυρά το άδειαζε στο δοχείο, όταν το χοιρινό δεν ήταν κοντά. Όταν, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν άρεσε το φαγητό στο ζώο, τότε το έσπρωχνε με τη μύτη του και το έχυνε. Πρόσεχαν πολύ όταν το τάιζαν να μην πέσει μέσα στο πλύμα καμιά μύγα, γιατί τότε μπορούσε να σκάσει το χοιρινό. Όταν πεινούσε γρύλιζε και έσκουζε που πολλές φορές σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι με τις φωνές του, πως «έλεγαν». Αγαπημένο του φαγητό ήταν και τα φραγκόσυκα που ήταν πολύ παχυντικά και που υπήρχαν σε αφθονία στο Αρτίκι. Όπου υπήρχε δυνατότητα, το χοιρινό το άφηναν ελεύθερο όλη μέρα και το έβαζαν μέσα το βράδυ. Όποιος ξέρει από χωριό, θα έχει δει τη διαδικασία από το λιώσιμο του χοιρινού.
Πηγή : https://kopanakinews.wordpress.com/2009/02/25/33-3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου