Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Η αγροτική παραγωγή και το εμπόριο τροφίμων στην Αρχαία Ελλάδα

Η Νεολιθική εποχή στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο καλύπτει σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα το χρονικό διάστημα 6800-3200 π.Χ. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, με συνακόλουθη οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, από οικονομία βασισμένη στη συστηματική άσκηση γεωργίας, στην κτηνοτροφία, στην ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων, στην παραγωγή κεραμικής (ψημένος πηλός), και από πολυμορφία στην τέχνη. Κατά την εποχή αυτή συντελείται λοιπόν το πέρασμα από το στάδιο κυνηγιού-τροφοσυλλογής-αλιείας που χαρακτήριζε την Παλαιολιθική και Μεσολιθική, στο παραγωγικό στάδιο της Νεολιθικής. Αντίθετα με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, οι γνώσεις για τη Νεολιθική περίοδο στη νότια Ελλάδα, στα νησιά Ιονίου και Αιγαίου, καθώς και στην Κρήτη παρέμειναν περιορισμένες, μια και το επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις περιοχές αυτές ήταν η διερεύνηση θέσεων της Κλασικής εποχής και των κέντρων του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, και ενώ ο αριθμός των καταγεγραμμένων νεολιθικών θέσεων φτάνει περίπου τις χίλιες, έλληνες και ξένοι μελετητές, επιλύοντας τα προβλήματα χρονικής διαδοχής των διαφόρων φάσεων της Νεολιθικής και των χρονολογικών συσχετισμών των δεδομένων από τις διαφορετικές γεωγραφικες περιοχές, επιδίδονται στην εμβάθυνση τομέων δραστηριότητας του νεολιθικού ανθρώπου, όπως οι τρόποι παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον, η οργάνωση των οικισμών, η οικονομία, η τεχνολογία κ.λπ.
Η οικονομία της Νεολιθικής εποχής βασίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με στόχο την αύξηση και τον έλεγχο της παραγωγής. Η μετάβαση από τη συλλογή άγριων καρπών και το κυνήγι άγριων ζώων στην εξημέρωση συγκεκριμένων φυτών και ζώων, δηλαδή το πέρασμα από τη συλλογή της τροφής στην προγραμματισμένη παραγωγή της πραγματοποιείται στον αιγαιακό χώρο κατά το πρώτο μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ. Η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι, σιτάρι αρτοποιίας, κεχρί, σίκαλη, βρώμη) και οσπρίων (φακή, μπιζέλια, κουκιά, φάβα, ρεβίθια). Παράλληλα καλλιεργείται και το λινάρι, που μαζί με το μαλλί αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για την υφαντουργία. Οι απαραίτητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις εξασφαλίζονται σε μερικές περιπτώσεις με εκχέρσωση και αποψίλωση περιοχών. 
Η κτηνοτροφία στηρίζεται στην εκτροφή αιγοπροβάτων, βοοειδών, χοίρων και σκύλων. Το κυνήγι και η αλιεία δεν εγκαταλείπονται, αλλά παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία της εποχής. Για την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και την προετοιμασία της τροφής (άλεσμα σιτηρών, τεμαχισμός κρέατος) αλλά και για παραγωγικές δραστηριότητες όπως η κατεργασία ξύλου και δερμάτων, η υφαντουργία, η ψαθοπλεκτική, η κεραμική κ.λπ. χρησιμοποιούνται λίθινα και οστέινα εργαλεία.
Αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου αποτελεί η κεραμική, απαραίτητη για την προετοιμασία, την κατανάλωση και την αποθήκευση της τροφής. Παράγεται από τους χρήστες της, ενώ η επιφάνεια των αγγείων αποτελεί πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκπλήσσει με την ποικιλία χρωμάτων και διακοσμητικών ρυθμών και θεμάτων και διαφέρει από τη μια περίοδο στην άλλη. Η κεραμική είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τα περισσότερα μέλη ενός νοικοκυριού. Σε επίπεδο νοικοκυριού ασκείται και η υφαντική και καλαθοπλεκτική. Από τη Μέση Νεολιθική φαίνεται πως η κεραμική αποτελεί συχνά μια εξειδικευμένη παραγωγική δραστηριότητα στα πλαίσια ενός οικισμού (κεραμικά εργαστήρια στο Σέσκλο και το Διμήνι). Η εξειδίκευση όμως αφορά και στην παραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής και την προώθησή τους σε ευρύτερες περιοχές (π.χ. γκρίζα κεραμική Τσαγγλίου, εγχάρακτη κεραμική Κλασικού Διμηνίου) στα πλαίσια ανταλλαγών.
Κατά τις τελευταίες φάσεις της νεολιθικής σημειώνεται εξειδίκευση και σε άλλους τομείς, ενώ παράλληλα διευρύνονται τα δίκτυα πολιτιστικών επαφών και οικονομικών ανταλλαγών. Από τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου (Διμήνι), τα οποία διακινούνται μέχρι τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Από τις Κυκλάδες διακινείται οψιανός για την κατασκευή κοφτερών εργαλείων, ενώ αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ειδικού τύπου αιχμών βελών από οψιανό της Μήλου σε οικισμούς της Μακεδονίας, που αποτελούν αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου. Τέλος, από τα τέλη της Νεολιθικής και ιδιαίτερα κατά την Τελική Νεολιθική, σημειώνεται στο Αιγαίο η άσκηση μεταλλουργίας για την κατασκευή χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων (π.χ. δακτυλιόσχημων περιάπτων) αλλά και εργαλείων (εγχειρίδια, οπείς, σμίλες, σπάτουλες, πελέκεις). Η απόκτηση των μετάλλων αλλά και της τεχνογνωσίας εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών των γεωργοκτηνοτροφικών κοινωνιών του νεολιθικού Αιγαίου, το οικονομικό υπόβαθρο και συνακόλουθα η κοινωνική δομή των οποίων αρχίζει προς το τέλος της εποχής να μεταλλάσσεται.
Στο πλούσιο νησί της Κρήτης με τις εύφορες κοιλάδες η γεωργία ασκήθηκε από τους παλαιότερους ήδη κατοίκους του νησιού. Οι έρευνες που έγιναν σε στρώματα της Προκεραμεικής Κνωσού (6100 - 5700 π.Χ.) έφεραν στο φως μεγάλες ποσότητες από καμένους σπόρους διαφόρων ποικιλιών σιταριού, κριθαριού και φακής, που μας παρέχουν πληροφορίες για τα είδη των πρώτων καλλιεργειών. Οι έρευνες πάλι σε οικισμούς της Πρωτομινωικής Περιόδου (2800 - 2100 π.Χ.) απέδειξαν ότι οι Μινωίτες των χρόνων αυτών ακολουθούσαν ένα σύστημα μικτής γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας. Καλλιεργούσαν με βεβαιότητα το σιτάρι, το κριθάρι, το αμπέλι και υπάρχουν ενδείξεις για εντατική καλλιέργεια της ελιάς. Μάζευαν επίσης διάφορους καρπούς (καρύδια), χόρτα και βότανα.
Γνωρίζουμε λοιπόν ότι κατά τη Μεσομινωική και Υστερομινωική Περίοδο αυξάνεται σημαντικά η γεωργική παραγωγή. Κατά τους Μεσομινωικούς χρόνους πραγματοποιούνται τα πρώτα αρδευτικά έργα στην κοιλάδα της Μεσσαράς και την επόμενη, Υστερομινωική Περίοδο, στο οροπέδιο του Λασιθίου. Τότε κατασκευάζονται τάφροι και κανάλια, τεχνική που ίσως γνώρισαν οι Μινωίτες από τις επαφές τους με τη Μεσοποταμία. Τα βασικά προϊόντα που καλλιεργήθηκαν ήταν η ελιά, το αμπέλι, τα σιτηρά και τα όσπρια και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια του πληθυσμού του νησιού και σημαντικό μέρος να προορίζεται για εξαγωγές. Σημαντικό ρόλο στη γεωργική οικονομία έπαιξαν επίσης διάφορα φυτά και βότανα, που χρησιμοποιούνταν όχι μόνον στη διατροφή αλλά εξάγονταν στην Αίγυπτο, όπως γνωρίζουμε από αιγυπτιακές πηγές, χάρις στις φαρμακευτικές και θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Τα αγροτικά προϊόντα συγκεντρώνονταν από τις διάφορες περιοχές στα ανάκτορα, από όπου και διοχετεύονταν στην αγορά, εσωτερική και εξωτερική. Για τη φύλαξη των προϊόντων αυτών κατασκευάστηκαν στα ανάκτορα τεράστιοι αποθηκευτικοί χώροι που περιείχαν δεκάδες πίθους. Η ίδρυση πάντως, κατά τους Υστερομινωικούς χρόνους, μεγάλου αριθμού επαύλεων και μεγάρων και η εύρεση όχι μόνον σε αυτά αλλά ακόμα και σε απλές ιδιωτικές κατοικίες πήλινων σταφυλοπιεστηρίων, ελαιοπιεστηρίων και απλών τριβείων, καθώς και αποθηκευτικών πίθων, υποδηλώνουν ότι η τελική επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων, ιδίως του κρασιού και του λαδιού, γινόταν στις περιοχές παραγωγής τους στις περιφερειακές μονάδες. Τα προϊόντα αυτά συγκεντρώνονταν και αποθηκεύονταν προσωρινά στις κατά τόπους επαύλεις και μέγαρα και από εκεί διοχετεύονταν στα μεγάλα ανακτορικά κέντρα.
Ήδη από τα τελευταία στάδια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής, από τη λεγόμενη εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, είχε παρατηρηθεί μια αιφνίδια συσσώρευση πλούτου, η οποία οφειλόταν στις επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης. Η νέα άρχουσα τάξη, οδηγούμενη προφανώς από ισχυρούς ηγεμόνες, ήταν σε θέση να καλλιεργεί επαφές και εμπορικές σχέσεις με την ανακτορική Κρήτη και τις προηγμένες χώρες της Ανατολής, από τις οποίες εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες πρώτες ύλες και η προηγμένη τεχνογνωσία για τη λειτουργία των ντόπιων εργαστηρίων. Μέσα από τις επαφές των πρώτων μυκηναίων ηγεμόνων με την Κρήτη δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα οικονομικής διαχείρισης, τα οποία μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνοδευμένα από τα τελευταία τεχνολογικά και πνευματικά επιτεύγματα της εποχής.
Με την ίδρυση των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 14ο αιώνα π.Χ. η οικονομία άλλαξε χαρακτήρα και έγινε αυστηρά συγκεντρωτική. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα ανάκτορα ή κατά παραγγελία των ανακτόρων σύμφωνα με το μινωικό πρότυπο. Όπως προκύπτει από τη συσσώρευση των αγροτικών προϊόντων και των πολύτιμων αγαθών και από τις γραπτές μαρτυρίες των ανακτορικών αρχείων, τα ανάκτορα λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανομής του αγροτικού πλεονάσματος αλλά και ως κέντρα του διεθνούς εμπορίου. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα απέκτησαν γρήγορα οικονομική ισχύ και διεθνή ακτινοβολία, περιορίζοντας σταδιακά τη μινωική θαλασσοκρατορία. Μια σειρά από οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες έφεραν τους Μυκηναίους ως την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο αλλά και στα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Οι τακτικές αυτές συναλλαγές διευκολύνθηκαν από την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου, μερικά από τα οποία είχαν το χαρακτήρα των αποικιών. Μερικές σπάνιες πρώτες ύλες που βρέθηκαν σε ορισμένα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα, όπως το ήλεκτρο καθώς και ορισμένες καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις υποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι είχαν σποραδικές επαφές με τη Βόρεια Ευρώπη, τη Βρετανία και τις χώρες της Βαλτικής. Την παρουσία των Μυκηναίων στις μακρινές αυτές χώρες προκάλεσε κυρίως η αναζήτηση των μετάλλων, ιδιαίτερα του χρυσού και του κασσίτερου, που δεν απαντούν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με την κατάρρευση των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. κατέρρευσε και το οικονομικό σύστημα της μυκηναϊκής Ελλάδας. Οι εμπορικές δραστηριότητες συρρικνώθηκαν και η οικονομία εισήλθε σε μια μακρά περίοδο μαρασμού. Κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, τα τοπικά εργαστήρια συνέχισαν την παραγωγή τους αλλά τα εισηγμένα πολυτελή προϊόντα έπαψαν να φτάνουν από τις ξένες αγορές και η καλλιτεχνική δημιουργία έχασε τη λάμψη των προηγούμενων αιώνων. Η οικονομική παρακμή και η εξαφάνιση της γραφής που χρησιμοποιούνταν από τα ανακτορικά κέντρα σηματοδότησαν την είσοδο της ηπειρωτικής Ελλάδας στη λεγόμενη περίοδο των "σκοτεινών αιώνων". Ένα νέο υλικό, ο σίδηρος, η χρήση του οποίου παρατηρείται από την Πρωτογεωμετρική περίοδο, έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα στις οικονομικές διαδικασίες, δίνοντας και το όνομά του στη νέα εποχή.
Η ευημερία της πλειονότητας των ελληνικών πόλεων-κρατών βασιζόταν στη γεωργία και στην ικανότητα παραγωγής των απαραίτητων πλεονασμάτων που επέτρεπαν σε ορισμένους πολίτες να εξασκήσουν άλλα επαγγέλματα και άλλες ασχολίες για να δημιουργήσουν μια ποσότητα εξαγόμενων αγαθών που να μπορούν να ανταλλάσσονται με βασικά αγαθά που έλειπαν από την κοινότητα. Τα δημητριακά, οι ελιές και το κρασί ήταν τα τρία παραγόμενα προϊόντα που ταιριάζουν περισσότερο στο μεσογειακό κλίμα. Με τον ελληνικό αποικισμό σε μέρη όπως η Μικρά Ασία και η Μεγάλη Ελλάδα η ελληνική αγροτική πρακτική και τα προϊόντα της εξαπλώθηκαν στη Μεσόγειο.
Το κράτος δεν έλεγχε τη γεωργία και η καλλιέργεια της γης καθώς και η εκτροφή των ζώων γινόταν από ιδιώτες στη δική τους γη. Έτσι, η ευρέως διαδεδομένη πρακτική να μην επιτρέπεται σε όσους δεν ήταν πολίτες να κατέχουν γη σήμαινε ότι οι μικρές ιδιοκτησίες ήταν ο κανόνας. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που περιόρισε τη συγχώνευση των κτημάτων με την πάροδο του χρόνου ήταν ότι τα αρσενικά παιδιά γενικά κληρονομούσαν ίσα μερίδια της γης των γονιών τους. Τα αγροκτήματα στην Αθήνα κυμαίνονταν σε μέγεθος από 5 εκτάρια/50 στρέμματα (οι φτωχότεροι πολίτες) έως 5-10 εκτάρια/50-100 στρέμματα (μεσαία τάξη) και 20 εκτάρια/200 στρέμματα (η αριστοκρατία). Στη Σπάρτη τα αγροκτήματα ήταν λίγο μεγαλύτερα κατά μέσο όρο, κυμαινόμενα από 18 εκτάρια/180 στρέμματα για τα μικρότερα έως 44 εκτάρια/440 στρέμματα για αυτά που ανήκαν στους πλουσιότερους πολίτες. Οι φτωχότεροι πολίτες δεν είχαν καθόλου γη και έτσι, αν δεν είχαν άλλες δεξιότητες που είχαν ζήτηση στην κοινότητα, όπως χειροτεχνίες, δούλευαν στη γη άλλων με αμοιβή ή μίσθωναν γη για να την καλλιεργήσουν οι ίδιοι. Δεν είναι σαφές εάν οι αγρότες ζούσαν πάντα στα αγροκτήματά τους ή διέμεναν στην πόλη και ταξίδευαν κάθε μέρα. Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι υπήρχε ένα μείγμα και των δύο προσεγγίσεων που πιθανότατα εξαρτιόταν από την τοποθεσία της γης που κληρονομούσε ένα άτομο (δηλαδή η εγγύτητα στην πόλη και η απόσταση από άλλα χωράφια που κατείχε) και την προσωπική του κατάσταση, όπως η δυνατότητα αντέξει οικονομικά σκλάβους (ή είλωτες στην περίπτωση της Σπάρτης) για να καλλιεργούν τη γη.
Οι καλλιέργειες που προτιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες επιλέγονταν φυσικά για την καταλληλότητά τους στο μεσογειακό κλίμα το οποίο χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό ξηρών και ζεστών καλοκαιριών με ήπιους χειμώνες με άφθονες βροχοπτώσεις. Ωστόσο, η απουσία κανονικότητας των ετήσιων βροχοπτώσεων σήμαινε ότι οι κακές σοδειές ήταν ένα συνηθισμένο πρόβλημα. Οι κακές σοδειές στο σιτάρι μπορεί να συνέβαιναν κάθε τέσσερα χρόνια και στο κριθάρι μία φορά κάθε δέκα χρόνια λόγω ανεπαρκούς παροχής νερού. Το έδαφος, οι τοπικές καιρικές συνθήκες και η ποιότητα του εδάφους ήταν επίσης παράγοντες που έκαναν ορισμένες περιοχές πιο εύφορες από άλλες. Πράγματι, συνολικά, μόνο το ένα πέμπτο της Ελλάδας αποτελεί καλλιεργήσιμη γη, οπότε η πίεση για την καλύτερη αξιοποίησή της ήταν υψηλή. Η πιο ευρέως διαδεδομένες καλλιέργειες ήταν το σιτάρι -ιδιαίτερα το δίκοκκο σιτάρι (triticum dicoccum) και το σκληρό σιτάρι (triticum durum) - καθώς και το αποφλοιωμένο κριθάρι (hordeum vulgare). Το κεχρί καλλιεργούνταν σε περιοχές με περισσότερες βροχοπτώσεις. Ο χυλός από κριθάρι και τα κριθαρένια ψωμιά ήταν πιο συνηθισμένα από το σταρένιο ψωμί. Καλλιεργούνταν όσπρια όπως κουκιά, ρεβίθια και φακές. Τα αμπέλια για την παραγωγή κρασιού και οι ελιές για την παραγωγή ελαιόλαδου συμπλήρωναν τα τέσσερα κύρια είδη καλλιεργειών στον ελληνικό κόσμο. Φρούτα (π.χ. σύκα, μήλα, αχλάδια, ρόδια, κυδώνια και μούσμουλα), λαχανικά (π.χ. αγγούρια, κρεμμύδια, σκόρδο) και οι ξηροί καρποί (π.χ. αμύγδαλα και καρύδια) καλλιεργούταν από πολλά νοικοκυριά.
Το όργωμα και η σπορά γινόταν τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι δεν γίνονταν θρησκευτικές γιορτές ή συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης και πολυάσχολης περιόδου. Τα αμπέλια κλαδεύονταν νωρίς την άνοιξη και τα σιτηρά θερίζονταν τον Μάιο-Ιούνιο. Το λίχνισμα, το αλώνισμα και η αποθήκευση γινόταν τον Ιούνιο-Ιούλιο, ενώ ο τρύγος των αμπελιών και το μάζεμα των σύκων τον Σεπτέμβριο. Το φθινόπωρο γινόταν η συγκομιδή των ελιών και η παραγωγή ελαιόλαδου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα έσπερναν κάποιες πιο ανθεκτικές καλλιέργειες και γινόταν συντήρηση των χωραφιών. Υπάρχουν ενδείξεις αμειψισποράς και τα χωράφια αφήνονταν σε αγρανάπαυση για να επιτραπεί η αναγέννηση των θρεπτικών συστατικών του εδάφους και η συσσώρευση υγρασίας. Σε πιο πιεστικούς χρόνους, ορισμένα χωράφια χρησιμοποιύνταν συνεχώς καθ' όλη τη διάρκεια του έτους ή πραγματοποιούνταν πολλαπλές καλλιέργειες ταυτόχρονα. Φυτά όπως τα φασόλια και οι φακές καλλιεργούνταν ξανά στο χωράφι για να το λιπάνουν εκ νέου ή τα ζιζάνια τα άφηναν για να αναπτυχθούν ως τροφή για τα ζώα που έβοσκαν. Μικρά χωράφια που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών ποτίζονταν με μικρά κανάλια νερού και στέρνες. Αυλάκια, εάν υπήρχε διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, σκάβονταν γύρω από τα δέντρα για να συγκρατούν το πολύτιμο νερό της βροχής όπου χρειαζόταν περισσότερο. Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούνταν στην ελληνική γεωργία ήταν ο βασικός με το σκάψιμο, το ξεχορτάριασμα και το πολλαπλό όργωμα να γίνονται με το χέρι και με τη χρήση ξύλινων ή σιδερένιων άροτρων, με αξίνες και τσάπες (δεν υπήρχαν φτυάρια). Οι πλουσιότεροι αγρότες είχαν βόδια για να βοηθούν στο όργωμα των χωραφιών τους. Τα δρεπάνια χρησιμοποιοούνταν για τη συγκομιδή των καλλιεργειών, οι οποίες στη συνέχεια λιχνίζονταν με τη χρήση ενός επίπεδου φτυαριού και καλαθιών. Στη συνέχεια αλώνιζαν τα σιτάρια σε ένα πέτρινο δάπεδο που το ποδοπατούσαν τα ζώα (και που μπορεί να έσερναν ένα επίπεδο ξύλο, τη δουκάνη, για το σκοπό αυτό). Τα σταφύλια συνθλίβονταν κάτω από τα πόδια σε δεξαμενές ενώ οι ελιές θρυμματίζονταν σε μυλόπετρες.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν εξέτρεφαν μεγάλα κοπάδια ζώων για τη δημιουργία εμπορεύσιμου πλεονάσματος και η εξειδικευμένη κτηνοτροφία, με την αναγκαιότητα της εποχικής μετακίνησης ζώων μεταξύ βοσκοτόπων σε διαφορετικές κλιματικές ζώνες, δεν καταγράφεται μέχρι την Κλασική περίοδο στην Ελλάδα. Ωστόσο, πολλά ιδιωτικά νοικοκυριά εξέτρεφαν έναν μικρό αριθμό ζώων, συνήθως όχι περισσότερα από 50 σε ένα κοπάδι. Σε αυτά περιλαμβάνονταν πρόβατα, κατσίκες, χοίροι, κοτόπουλα και μερικά βοοειδή. Ήταν χρήσιμα για το κρέας τους, το γάλα για την παρασκευή τυριού (σπάνια το έπιναν), τα αυγά, το μαλλί ή το δέρμα και για τη λίπανση της γης. Τα ζώα εκτρέφονταν σε μεγαλύτερους αριθμούς όπου το τοπικό έδαφος δεν ήταν κατάλληλο για τη γεωργία. Αυτά τα ζώα, εκτός από την πρόσβαση που είχαν σε φυσικές περιοχές βόσκησης, τρέφονταν με σανό και άχυρα, μίσχους λαχανικών, πεσμένους και κατεστραμμένους καρπούς και υπολείμματα σταφυλιών και ελιών μετά το πάτημα. Εκτρέφονταν επίσης άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια για τις μεταφορές.
Οι περισσότεροι αγρότες παρήγαγαν αρκετά τρόφιμα για τις ανάγκες των οικογενειών τους, αλλά αντάλλασσαν τα πλεονάσματα με είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα που δεν παρήγαν οι ίδιοι, όπως τυρί, μέλι, ψάρια και οστρακοειδή. Μερικοί από τους πλουσιότερους πολίτες με μεγαλύτερα χωράφια παρήγαν εμπορευματικές καλλιέργειες τις οποίες μπορούσαν να διαθέσουν σε μεγάλες ποσότητες στις αγορές. Τα γεωργικά προϊόντα που εμπορεύονταν οι Έλληνες σε αγορές και διαφορετικές πόλεις περιελάμβαναν δημητριακά, κρασί, ελιές, σύκα, όσπρια, χέλια, τυρί, μέλι και κρέας (ιδιαίτερα από αιγοπρόβατα). Από τον 5ο αιώνα π.Χ. το λιμάνι της Αθήνας του Πειραιά έγινε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο στη Μεσόγειο και απέκτησε τη φήμη ως το μέρος όπου μπορούσε να βρει κανείς κάθε είδους αγαθό στην αγορά. Τα ελληνικά εμπορικά πλοία έπλεαν στη Μεσόγειο και εξήγαν αγαθά σε μέρη όπως η Αίγυπτος, η Μεγάλη Ελλάδα και η Μικρά Ασία. Οι εξαγωγές τροφίμων περιελάμβαναν κρασί, ιδιαίτερα από το Αιγαίο όπως τη Μένδη και την Κω, ελιές και ελαιόλαδο (μεταφερόμενο, όπως το κρασί, σε αμφορείς). Εξάγονταν και υποπροϊόντα όπως δέρματα, ιδιαίτερα από την Εύβοια. Πολλές ελληνικές πόλεις-κράτη συνέχισαν να λειτουργούν ως σημαντικά εμπορικά κέντρα σε όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, ιδιαίτερα τα λιμάνια ελεύθερου εμπορίου της Αθήνας, της Δήλου και της Ρόδου.
Η συμμετοχή του κράτους στο εμπόριο και την πώληση αγροτικών προϊόντων ήταν σχετικά περιορισμένη. Ωστόσο, μια αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν τα σιτηρά, τα οποία εισάγονταν από την Αίγυπτο και την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, για να μπορεί να διασφαλιστεί ότι σε περιόδους ξηρασίας οι πληθυσμοί δεν λιμοκτονούσαν. Για παράδειγμα, το εμπόριο σιταριού ήταν τόσο ζωτικής σημασίας για τη διατροφή του μεγάλου πληθυσμού της Αθήνας που η αγορά του ελεγχόταν από έναν ειδικό «αγοραστή σιτηρών». Από 470 π.Χ. απαγορεύτηκε η παρεμπόδιση της εισαγωγής σιτηρών, όπως και η επανεξαγωγή τους. Για τους παραβάτες η ποινή ήταν θάνατος. Οι υπεύθυνοι της αγοράς (αγοράνομοι) εξασφάλιζαν την ποιότητα των εμπορευμάτων που πωλούνταν στις αγορές και τα σιτηρά είχαν τους δικούς τους επόπτες, τους σιτοφύλακες, που ρύθμιζαν ότι οι τιμές και οι ποσότητες ήταν σωστές. Αν και οι πόλεις-κράτη επέβαλαν συχνά φόρους στη διακίνηση αγαθών και εισφορές στις εισαγωγές και εξαγωγές στα λιμάνια, λήφθηκαν επίσης μέτρα για την προστασία του εσωτερικού εμπορίου και πιο βαριά φορολογία αγαθών που προορίζονταν ή έρχονταν από περιοχές εκτός Ελλάδας. Υπήρχαν επίσης εμπορικά κίνητρα όπως στη Θάσο για να ενθαρρύνουν την εξαγωγή του κρασιού τους υψηλής ποιότητας.
Πηγή : https://www.worldhistory.org/trans/el/2-113/u/
https://www.ime.gr/chronos/02/mainland/gr/mg/economy/index.html
https://users.sch.gr/anpapad/deigmatikes/minoan/dianoia%204.htm
https://www.ime.gr/chronos/01/gr/nl/index.html
https://www.ime.gr/chronos/01/gr/nl/economy/index.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος : Φυσική Ιστορία (Μέρος Β)

Στην «Φυσική Ιστορία» στο κεφάλαιο ο Άνθρωπος (Naturalis Historia VII liber) «Έδωσα μια περιγραφή του κόσμου και των χωρών, των ειδών, των θ...