Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα
Κήπος και αγρόκτημα στην Ελλάδα

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Ησίοδος - Έργα και ημέραι : Η ναυσιπλοϊα

Αν τώρα σε πιάσει ο πόθος για την τρικυμιώδη ναυτιλία:
όταν οι Πλειάδες, τον ισχυρό και δυνατό Ωρίωνα
για να ξεφύγουν, στο νεφελώδη πόντο πέφτουν,
τότε μανιάζουνε πνοές ανέμων κάθε είδους.
Μην έχεις τότε πια το πλοίο σου στο κρασάτο πέλαγος,
μα δούλευε τη γη κι έχε στο νου σου όσα σου παραγγέλλω.
Τράβα το πλοίο στη στεριά κι ασφάλισέ το με λιθάρια
ολόγυρα, να συγκρατούν αυτά το μένος των ανέμων που υγρά φυσούν,
αφού τον πίρο βγάλεις, για να μη σαπίσει η βροχή του Δία το πλοίο.
Κι όλα τα ξάρτια τακτοποιημένα στο σπίτι σου μέσα απόθεσε,
αφού μαζέψεις μ᾽ ευκοσμία τα φτερά του ποντοπόρου πλοίου.
Και το καλοφτιαγμένο το πηδάλιο κρέμασ᾽ το πάνω απ᾽ τον καπνό.
Κι εσύ ο ίδιος περίμενε την εποχή του πλου, ωσότου να ᾽ρθει.
Τότε το πλοίο το γοργό σύρε στη θάλασσα και μέσα του
φορτίο να ετοιμάσεις όσο πρέπει, ώστε στο σπίτι σου να φέρεις κέρδος,
όπως, πολύ ανόητε Πέρση, ο πατέρας ο δικός μου και δικός σου
έπλεε στα καράβια, γιατί ᾽χε ανάγκη για ένα βιος καλό.
Αυτός μια μέρα έφτασε κι εδώ αφού διέσχισε θάλασσα πολλή,
αφού την Κύμη την αιολική άφησε πίσω του σε μαύρο πλοίο μέσα,
όχι την αφθονία προσπαθώντας να ξεφύγει, τον πλούτο και την ευτυχία,
μα την κακή τη φτώχεια, που ο Δίας στους ανθρώπους δίνει.
Και πλάι στον Ελικώνα, σε κώμη ελεεινή κατοίκησε,
στην Άσκρα, κακή το χειμώνα, το θέρος ανυπόφορη, ποτέ καλή.
Εσύ να θυμάσαι, Πέρση, όλα τα έργα στον καιρό τους,
και μάλιστα όταν αφορούν τη ναυτιλία.
Το μικρό το πλοίο να επαινείς, στο μεγάλο όμως τα φορτία σου να βάζεις.
Πιο μεγάλο το φορτίο, πιο μεγάλο και το κέρδος πάνω στο κέρδος
θα ᾽ναι, αν οι αέρηδες κρατήσουν μακριά τα κακά φυσήματά τους.
Κι αν στο εμπόριο στρέφεις τη μωρή ψυχή σου
και θέλεις τα χρέη να ξεφύγεις και το λιμό τον άχαρο,
τα μέτρα θα σου δείξω εγώ της θάλασσας της πολυτάραχης,
δίχως πεπειραμένος να ᾽μαι ούτε στη ναυτιλία ούτε στα πλοία.
Γιατί ποτέ ως τώρα σε πλοίο επάνω δεν έπλευσα τον πόντο τον πλατύ,
παρά μονάχα στην Εύβοια απ᾽ την Αυλίδα, όπου οι Αχαιοί
υπομένοντας το βαρύ χειμώνα συγκέντρωσαν στρατό
από την ιερή Ελλάδα για την Τροία με τις ωραίες γυναίκες.
Από εκεί εγώ για τους αγώνες του φιλοπόλεμου Αμφιδάμαντα
πέρασα στη Χαλκίδα. Πολλά τα έπαθλα όρισαν με προκήρυξη
οι γιοι του γενναιόκαρδου. Εκεί, το βεβαιώνω,
κέρδισα τρίποδα με λαβές νικώντας μ᾽ έναν ύμνο.
Κι αυτόν εγώ αφιέρωσα στις Μούσες του Ελικώνα,
εκεί που πρώτη φορά με βάλανε στου καθαρού του τραγουδιού το δρόμο.
Τόση είναι η πείρα μου από τα πλοία τα καλοκάρφωτα.
Μα κι έτσι το θέλημα θα πω του Δία που βαστάει αιγίδα.
Αφού οι Μούσες μού διδάξανε να ψάλλω ύμνο μ᾽ ανέκφραστη ομορφιά.
Για μέρες πενήντα μετά το ηλιοστάσιο,
σαν φτάσει το κορύφωμα του θέρους, της κοπιαστικής τής εποχής,
είναι ο καιρός του πλου για τους θνητούς. Ούτε το πλοίο σου
τότε θα τσάκιζες, ούτε τους άντρες σου θ᾽ αφάνιζε η θάλασσα,
εκτός κι αν πρόθυμα ο Ποσειδώνας που σείει τη γη
ή και ο Δίας, ο βασιλιάς των αθανάτων, θελήσει να σε καταστρέψει.
Γιατί σ᾽ αυτούς η εκπλήρωση ανήκει και των καλών και των κακών εξίσου.
Τότε οι αύρες ευδιάκριτες φυσούν κι ο πόντος είναι άβλαβος.
Τότε το πλοίο το γοργό σύρε στον πόντο δίχως φόβο,
με πίστη στους ανέμους, και μέσα βάλε όλο το φορτίο.
Και σπεύδε όσο πιο γρήγορα πίσω στο σπίτι να γυρίσεις,
μήτε να περιμένεις το νέο κρασί, τη φθινοπωρινή βροχή,
την καταιγίδα που έρχεται, και του νοτιά τις θύελλες τις φοβερές:
αυτός τη θάλασσα ξεσηκώνει, έτσι που συνοδεύει τη φθινοπωρινή
και άφθονη βροχή του Δία, και κάνει άγριο τον πόντο.
Κι άλλος υπάρχει για τους ανθρώπους πλους την άνοιξη.
Όταν για πρώτη φορά φανούν στον άνθρωπο
τα φύλλα στης συκιάς τ᾽ ακρόκλαδα τόσο μεγάλα, όσο το ίχνος που άφησε
πατώντας η κουρούνα, τότε μπορείς να ανεβείς στη θάλασσα.
Και είναι αυτός ο πλους ο ανοιξιάτικος. Όμως εγώ
δεν τον παινεύω, γιατί αρεστός δεν είναι στην καρδιά μου.
Παρακινδυνευμένος είναι. Και δύσκολα το κακό σ᾽ αυτόν θα ξέφευγες.
Όμως κι αυτόν τον κάνουνε οι άνθρωποι απ᾽ άγνοια του μυαλού τους.
Γιατί το κέρδος είναι η ψυχή των δύστυχων ανθρώπων.
Και είναι φοβερό να πεθάνεις μες στα κύματα. Μα εγώ σου παραγγέλλω
να στοχαστείς μες στο μυαλό σου όλα αυτά καθώς σε συμβουλεύω.
Κι ούτε στα κοίλα πλοία μέσα όλο το βιος σου ν᾽ ακουμπάς,
αλλά το πιο πολύ ν᾽ αφήνεις και να φορτώνεις το λιγότερο.
Γιατί ᾽ναι φοβερό στα κύματα του πόντου μέσα να σε βρει κακό.
Κι ακόμη είναι φοβερό βάζοντας βάρος υπερβολικό στην άμαξα επάνω
τον άξονα να σπάσεις και το φορτίο ν᾽ αφανίσεις.
Τα μέτρα φύλαγε. Είναι η καίρια στιγμή η άριστη για όλα.
Πηγή : 
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=23
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=24
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=25

Ησίοδος - Έργα και ημέραι : Ο μύθος του αηδονιού και γερακιού. Προτροπές για δικαιοσύνη

Μα τώρα μύθο εγώ θα πω στους βασιλείς σοφοί κι ας είναι οι ίδιοι.
Έτσι μίλησε το γεράκι στο αηδόνι με τον πλουμιστό λαιμό
σαν να το ᾽χε αρπάξει με τα νύχια του και το ᾽φερε ψηλά πολύ στα νέφη.
Έκλαιγε εκείνο θλιβερά απ᾽ τα γαμψά τα νύχια τρυπημένο,
και το γεράκι υπεροπτικά το λόγο τούτο του ᾽πε:
«Κακόμοιρο τι φωνάζεις; Κάποιος πολύ ανώτερός σου σε κρατά.
Πας όπου τυχόν εγώ σε πάω, κι ας είσαι και τραγουδιστής.
Αν θέλω δείπνο μου σε κάνω ή σ᾽ αφήνω.
Δίχως μυαλό εκείνος που ίσως θέλει με δυνατότερούς του ν᾽ αναμετρηθεί.
Χάνει τη νίκη και πλάι στην ντροπή και λύπες πάσχει.»
Έτσι είπε το γοργόδρομο γεράκι, το μακροφτέρουγο πουλί.
Πέρση, εσύ στη Δικαιοσύνη υπάκουε, μην εξακολουθείς την αδικία.
Είναι κακή η αδικία για τον ταπεινό θνητό, μα ούτε και ο ευγενής
να την αντέξει εύκολα μπορεί, μα καταβάλλεται απ᾽ αυτήν,
όταν οι συμφορές τον βρίσκουν. Όμως υπάρχει από την άλλη οδός
καλύτερη να την περάσεις που οδηγεί στο δίκαιο. Και η δικαιοσύνη
νικά, στο τέλος σαν εμφανιστεί, την αδικία. Σαν πάθει ο ανόητος μαθαίνει.
Γιατί αμέσως τρέχει ο Όρκος μαζί με τις κακοδικίες.
Και ταραχή σηκώνεται, όταν η Δικαιοσύνη σέρνεται όπου τυχόν την πάνε
οι δωροφάγοι άντρες που κρίνουνε τα δίκαια με κρίσεις στρεβλές.
Κι εκείνη κλαίγοντας ακολουθεί στην πόλη και τα μέρη που συχνάζουνε τα πλήθη
ντυμένη με ομίχλη και φέρνει το κακό σε κείνους τους ανθρώπους
που τη διώχνουν και δεν την απονέμουν ίσια.
όσοι απονέμουν κρίσεις δίκαιες στους ξένους και τους ντόπιους
κι από του δίκαιου την οδό δεν παρεκβαίνουν,
ακμάζει η πόλη τους κι ανθεί ο λαός σε τούτη.
Ειρήνη που τα νιάτα τρέφει έχουν στη γη τους κι ούτε ποτέ
ο Δίας που μακριά ηχεί πόλεμο σκληρό γι᾽ αυτούς ορίζει.
Ούτε ο λοιμός σ᾽ ανθρώπους έρχεται που δίκαια κρίνουν
ούτ᾽ η καταστροφή, μα νέμονται στις ευωχίες τούς καρπούς απ᾽ τα χωράφια που φροντίζουν.
Βιος πολύ σε τούτους φέρνει η γη και στα βουνά η βελανιδιά
φέρνει στην άκρη των κλαδιών τα βελανίδια, στη μέση τα μελίσσια.
Και τα πυκνότριχα αρνιά απ᾽ το μαλλί βαραίνουν,
γεννάν παιδιά οι γυναίκες τους που μοιάζουν στους γονείς τους.
Ευδαιμονούν με τα αγαθά τους αδιάκοπα. Σε πλοία επάνω
δεν ταξιδεύουν, μα η σιτοδότρα γη καρπό τούς δίνει.
Σ᾽ εκείνους όμως που τους νοιάζει η αδικία η κακή και τ᾽ άθλια έργα
ορίζει τιμωρία ο Δίας που μακριά ηχεί, ο γιος του Κρόνου.
Πολλές φορές από έναν άνθρωπο κακό μια πόλη στο σύνολό της υποφέρει,
αν αμαρτάνει αυτός και μηχανεύεται ανόσια έργα.
Σ᾽ αυτούς μεγάλη συμφορά απ᾽ τον ουρανό στέλνει ο γιος του Κρόνου,
λιμό συνάμα και λοιμό, κι οι άνθρωποι αφανίζονται.
Ούτε οι γυναίκες τους γεννάν, μικραίνουν οι οικογένειες
μ᾽ απόφαση του Ολύμπιου Δία. Κι άλλοτε πάλι
μεγάλη τους στρατιά αφανίζει ο γιος του Κρόνου ή τείχος
ή πλοία τους στη θάλασσα εκδικείται.
Βασιλιάδες, κι εσείς επίσης την τιμωρία τούτη στοχαστείτε!
Γιατί κοντά σας, ανάμεσα στους ανθρώπους, βρίσκονται θεοί
αθάνατοι και παρατηρούν εκείνους που μ᾽ άδικες κρίσεις
καταπονούν τον έναν ο άλλος, περιφρονώντας την τιμωρία των θεών.
Γιατί επάνω στην πολύτροφη τη γη τρεις μύριοι αθάνατοι του Δία
υπάρχουν φύλακες των θνητών ανθρώπων,
που παραφυλάγουνε τις δίκες και τ᾽ άθλια έργα,
ντυμένοι ομίχλη, σ᾽ όλη τη γη γυρνώντας.
Μία παρθένα είναι η Δίκη, από το Δία γεννημένη,
ένδοξη και αξιοσέβαστη απ᾽ τους θεούς που εξουσιάζουνε τον Όλυμπο.
Όταν κανείς τη βλάπτει και την κατηγορεί στρεβλά,
αμέσως πάει και κάθεται πλάι στο Δία τον πατέρα της, το γιο του Κρόνου,
και απαγγέλλει τον άδικο των ανθρώπων νου, για να πληρώσει
ο λαός τις αμαρτίες των βασιλιάδων του που στέκονται ολέθρια
κι εκτρέπουνε το δίκαιο σ᾽ άλλο δρόμο μ᾽ άδικες αποφάσεις.
Αυτά βασιλιάδες ν᾽ αποφεύγετε, τις κρίσεις σας διορθώστε,
δωροφάγοι, και τις στραβές τις δίκες σας ξεχάστε τις ολότελα.
Στον ίδιο του τον εαυτό κάνει κακό ο άνθρωπος που κάνει κακό σε άλλον
και η κακή η σκέψη για εκείνον που τη σκέφτηκε είναι η πιο κακή.
Όλα τα βλέπει του Δία ο οφθαλμός κι όλα τα νιώθει,
και βέβαια και τούτα ακόμη τα παρατηρεί, αν το θελήσει,
ούτε και του ξεφεύγει τι είδους δίκαιο είναι αυτό που η πόλη εντός της κλείνει.
Μακάρι τώρα εγώ, ούτε ο ίδιος ούτε ο γιος μου,
δίκαιος να ᾽μουνα στους ανθρώπους μέσα, αφού σου βγαίνει σε κακό να είσαι
δίκαιος, αν βρίσκει δικαίωση μεγαλύτερη ο περισσότερο άδικος.
Μα ελπίζω πως αυτά ο Δίας ο συνετός εις πέρας δε θα φέρει ακόμη.
Πέρση, εσύ στο νου σου βάλ᾽ τα αυτά,
δώσε στο δίκαιο προσοχή και ξέχνα ολότελα τη βία.
Αφού ο γιος του Κρόνου τούτο το νόμο στους ανθρώπους όρισε:
από τη μια τα ψάρια και τ᾽ αγρίμια και τα πετούμενα πουλιά
να τρων το ένα τ᾽ άλλο, μια και δικαιοσύνη ανάμεσά τους δεν υπάρχει.
Μα στους ανθρώπους έδωσε το δίκαιο που είναι άριστο πολύ.
Αν κανείς ξέρει το δίκιο και θέλει να το πει,
σε τούτον ο Δίας που μακριά ηχεί του δίνει ευδαιμονία.
Μα όποιος ψέματα θα πει στη μαρτυρία του, αφού ψευδόρκησε
εκούσια, και τη δικαιοσύνη έβλαψε κι αγιάτρευτα αμάρτησε,
τούτου η γενιά αφανέστερη στο μέλλον θ᾽ απομείνει.
Μα του ανθρώπου που τηρεί τον όρκο του η γενιά καλύτερη στο μέλλον.
Πηγή : 
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=8
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=9
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=10
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=11

Ησίοδος - Έργα και ημέραι : Προτροπές για εργασία.Οι γεωργικές εργασίες (Μέρος Δ)

Και μόλις συμπληρώσει ο Δίας μέρες εξήντα χειμωνιάτικες
μετά το ηλιοστάσιο, τότε το άστρο Αρκτούρος
αφήνει το ιερό του Ωκεανού το ρεύμα
και ανατέλλει ολόλαμπρο για πρώτη φορά στην αρχή της νύχτας.
Μετά απ᾽ αυτόν η χελιδόνα, η κόρη του Πανδίονα, που ορθρινά θρηνεί,
σηκώνεται στο φως για τους ανθρώπους, μόλις αρχίζει η άνοιξη.
Αυτήν προφταίνοντας τ᾽ αμπέλια να κλαδεύεις. Καλύτερα έτσι είναι.
Αλλ᾽ όταν ο φερέοικος από τη γη επάνω στα φυτά ανεβαίνει,
τις Πλειάδες προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει, τότε τ᾽ αμπέλια μην τα σκάβεις πια,
μα ν᾽ ακονίζεις τα δρεπάνια και τους δούλους σου να ξεσηκώνεις.
Το σκιερό ξαπόσταμα και τον εωθινό τον ύπνο ν᾽ αποφεύγεις
την εποχή του θερισμού, τότε που ο ήλιος το δέρμα το ξεραίνει.
Τότε να σπεύδεις και τον καρπό στο σπίτι σου να κουβαλάς,
αφού από τον όρθρο ακόμα έχεις σηκωθεί, για να ᾽ναι επαρκές το βιος σου.
Γιατί η αυγή το ένα τρίτο της δουλειάς τής μέρας πιάνει,
η αυγή σε προχωράει στο δρόμο, σε προχωράει και στη δουλειά,
η αυγή που σαν φανεί πολλούς στο δρόμο ανθρώπους βγάζει
και βάζει το ζυγό πάνω σε πλήθος βόδια.
Και μόλις το γαϊδουράγκαθο ανθίζει και το τζιτζίκι βουερό
πάνω στο δέντρο καθισμένο οξύ τραγούδι χύνει συνεχώς
απ᾽ τα φτερά του κάτω, την ώρα του θέρους τού κοπιαστικού,
τότε παχύτατες οι γίδες είναι κι άριστο το κρασί,
λάγνες όσο ποτέ οι γυναίκες, μα ασθενικότατοι οι άντρες,
αφού ο Σείριος τους ξεραίνει το κεφάλι και τα γόνατα,
κι είναι το δέρμα μαραμένο από την κάψα. Μα τότε πια
είθε να έχεις τη σκιά του βράχου και βίβλινο κρασί,
κριθαρόψωμο με γάλα ζυμωμένο και γάλα από γίδες που παύουν να θηλάζουν,
κρέας από δασόθρεφτη δαμάλα που δε γέννησε ακόμα
κι από πρωτότοκα κατσίκια. Να πίνεις κι από πάνω φλογερό κρασί
στον ίσκιο καθισμένος, με χορτασμένη από φαΐ καρδιά,
το πρόσωπό σου στρέφοντας απέναντι στο Ζέφυρο που ζωηρά φυσάει.
Κι από αέναη κρήνη και τρεχούμενη, αθόλωτη, να χύνεις πρώτα
τρία μέρη το νερό, ενώ το τέταρτο κρασί να ρίχνεις.
Τους δούλους σου παρότρυνε της Δήμητρας το ιερό το στάρι
ν᾽ αλωνίζουν, μόλις φανεί πρώτη φορά ο δυνατός Ωρίων,
σε χώρο ευάερο, σ᾽ αλώνι ολοστρόγγυλο.
Καλά μετρώντας το στ᾽ αγγεία σου μέσα βάλ᾽ το. Κι όταν
όλο το βιος σου ταιριαστά στο σπίτι μέσα αποθηκεύσεις,
άνθρωπο δίχως οικογένεια για εργάτη σου να πάρεις και για υπηρέτρια δίχως παιδί
να ψάξεις σε προτρέπω. Δύσκολη είναι η υπηρέτρια παιδί στο στήθος σαν βυζαίνει.
Και σκύλο να φροντίζεις κοφτερόδοντο, να μη λυπάσαι το ψωμί γι᾽ αυτόν,
μην τύχει και τα πράγματά σου αφαιρέσει ο κλέφτης που κοιμάται την ημέρα.
Χορτάρι κι άχυρα μέσα να φέρεις, για να ᾽χουν άφθονο
τα μουλάρια και τα βόδια σου. Κι ύστερα άσε τους δούλους σου
τα γόνατά τους ν᾽ αναπαύσουν και τα βόδια σου να λύσουν.
Κι όταν ο Ωρίωνας κι ο Σείριος στο μέσον έρθουν
τ᾽ ουρανού και τον Αρκτούρο δει η ροδοδάχτυλη αυγή,
τότε να κόψεις και να πάρεις σπίτι, Πέρση, όλα τα σταφύλια.
Δείξ᾽ τα στον ήλιο για μέρες δέκα και δέκα νύχτες,
βάλ᾽ τα στον ίσκιο πέντε μέρες, και την έκτη άδειασε στους κάδους σου
τα δώρα του πολύτερπνου Διόνυσου.
Κι όταν οι Υάδες κι οι Πλειάδες κι ο δυνατός Ωρίων
βασιλεύουν, τότε να θυμηθείς πως είναι η ώρα του οργώματος.
Και η σπορά κάτω απ᾽ τη γη καλά βαλμένη ας είναι.
Πηγή : 
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=21
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=22

Ησίοδος - Έργα και ημέραι : Προτροπές για εργασία.Οι γεωργικές εργασίες (Μέρος Γ)

Κι αρχή₋αρχή που φαίνεται για τους θνητούς τού οργώματος η ώρα,
όρμησε τότε, συνάμα εσύ κι οι δούλοι σου,
και την ξερή και τη βρεγμένη γη να οργώσεις στου οργώματος την ώρα,
σπεύδοντας πολύ πρωί, για να ᾽ναι τα χωράφια σου καρπούς γεμάτα.
Την άνοιξη να βωλοκοπείς. Μα και η γη που οργώθηκε ξανά το θέρος δε θα σε διαψεύσει.
Σπείρε το νιάμα όσο ακόμη είναι ελαφρύ το χώμα του.
Το νιάμα προστατεύει απ᾽ το κακό και τους θεούς τούς τέρπει.
Ευχήσου στο Χθόνιο Δία και την αγνή τη Δήμητρα
ώριμο να βαραίνει της Δήμητρας το ιερό σιτάρι,
μόλις αρχίσεις τ᾽ όργωμα, όταν την άκρη της λαβής του αρότρου
πιάνεις με το χέρι και τη βουκέντρα στα νώτα κατεβάζεις των βοδιών,
καθώς τραβάν με το ζυγόλουρο τον δρύινο πάσσαλο.
Κι ο δούλος λίγο πίσω, κρατώντας τσάπα, στα πουλιά να δίνει κόπο
τους σπόρους καλοκρύβοντας. Γιατί ᾽ναι άριστη η τάξη στις δουλειές
για τους θνητούς, μα η αταξία κάκιστη.
Μ᾽ αυτό τον τρόπο θα έγερναν προς τη γη τα στάχυα από το μέστωμα,
αν έδινε αργότερα ο ίδιος ο Ολύμπιος Δίας ωρίμασμα καλό.
Και τότε τις αράχνες απ᾽ τα αγγεία σου θα σάρωνες. Κι ελπίζω
εσύ να χαίρεσαι σαν παίρνεις απ᾽ το βιος που μες στο σπιτικό σου θα ᾽ναι.
Κι όλος ευημερία στη λαμπερή την άνοιξη θα φτάσεις, δίχως τους άλλους
να κοιτάς. Και την ανάγκη σου άνθρωπος άλλος θα ᾽χει.
Μ᾽ αν στο ηλιοστάσιο τη θεία γη οργώσεις,
θα θερίσεις καθιστός και με το χέρι σου χερόβολα μικρά θ᾽ αδράχνεις,
μέσα στη σκόνη θα δεματιάζεις το ένα στάχυ ανάποδα στο άλλο, δίχως να χαίρεσαι πολύ,
και σε κοφίνι θα τα κουβαλήσεις. Λίγοι θα σε θαυμάσουν.
Άλλοτε κι άλλος είναι του Δία, που την αιγίδα του βαστά, ο νους,
και είναι δύσκολο στους θνητούς ανθρώπους να τον εννοήσουν.
Μα κι αν αργά οργώσεις, αυτή τη γιατρειά θα μπορούσες να ᾽βρεις:
τότε που ο κούκος μέσα απ᾽ τα φύλλα της βαλανιδιάς πρώτη φορά λαλεί,
και τέρπει τους θνητούς πάνω στη δίχως όρια γη,
μακάρι να βρέξει τότε ο Δίας την τρίτη μέρα, δίχως να σταματά,
και δίχως το νερό να ξεπερνά τη χηλή απ᾽ το βόδι, ούτε να υπολείπεται.
Μ᾽ αυτό τον τρόπο το όργωμα που έγινε αργά ισοφαρίζει το πρώιμο όργωμα.
Μες την καρδιά σου φύλαγε σωστά τα πάντα: μη σου ξεφύγει
η άνοιξη η λαμπρή που έρχεται, ούτε η βροχή στην ώρα της.
Προσπέρνα του χαλκουργού το μαγαζί και τις ζεστές τις λέσχες
στη χειμερινή εποχή, όταν το κρύο τούς ανθρώπους απ᾽ τις δουλειές τους
εμποδίζει, τότε που ο άοκνος άντρας το σπίτι του πολύ το δυναμώνει,
μην τύχει και του κακού χειμώνα η Δυσκολία σε προφτάσει
με τη Φτώχεια, και με αδύνατο χέρι πόδι παχύ πιέζεις.
Ο άεργος άντρας, που στην κενή του ελπίδα επιμένει
και τ᾽ αναγκαία της ζωής του λείπουν, λόγια πολλά κακά προς την καρδιά του λέει.
500Δε φτάνει η ελπίδα το στερημένο άντρα να τον θρέψει,
σαν κάθεται στη συντροφιά και αρκετό δεν είν᾽ το βιος του.
Συμβούλευε τους δούλους σου όταν στη μέση του το θέρος είναι ακόμα:
«δε θα ᾽ναι για πάντα καλοκαίρι. Φτιάξτε καλύβες».
Το Ληναιώνα μήνα —μέρες κακές, που γδέρνουν όλες τους ακόμη και τα βόδια—
να τον φυλάγεσαι, καθώς και τα νερά τα παγωμένα που εμφανίζονται
πάνω στη γη σκληρά σαν ο βοριάς φυσήξει.
Αυτός από τη Θράκη την ιππότροφη μες στο πλατύ το πέλαγος
φυσώντας το σηκώνει. Μουγκρίζει το δάσος και η γη.
Πολλές βελανιδιές ψηλόκορφες κι έλατα ογκώδη
510μες στα φαράγγια του βουνού τα ρίχνει κάτω στην πολύτροφη γη
σαν πέφτει πάνω τους. Κι όλο το δάσος τότε το απέραντο βοά.
Τρέμουν τ᾽ αγρίμια και βάζουν την ουρά απ᾽ τ᾽ αχαμνά τους κάτω.
Είναι ορισμένων απ᾽ αυτά το δέρμα κατάσκιο απ᾽ τις τρίχες.
Ακόμη κι έτσι όμως περνά από μέσα τους ψυχρός ο άνεμος δασύστερνα κι ας είναι.
Και μέσα απ᾽ το δέρμα του βοδιού περνά, χωρίς αυτό να τον κρατάει,
και μέσα από τη μακρυμάλλα γίδα πνέει. Τα πρόβατα όμως,
μια που ᾽ναι η τρίχα τους δασιά, δεν τα περνά φυσώντας
η δύναμη του ανέμου, του βοριά. Το γέροντα γοργόδρομο τον κάνει.
Μα την παρθένα με τ᾽ απαλό το δέρμα δε διαπερνά,
520που μένει μες στο σπίτι πλάι στη μητέρα της
και δε γνωρίζει ακόμη τις δουλειές της Αφροδίτης της πολύχρυσης.
Κι αφού το απαλό της δέρμα έλουσε καλά και πλούσια έχρισε
με λάδι, στο βάθος του σπιτιού ξαπλώνει στις μέρες του χειμώνα,
όταν ο δίχως κόκαλα τρώει το πόδι του
στ᾽ ανήλιο σπίτι του, στα θλιβερά του μέρη.
Τροφή ο ήλιος δεν του δείχνει να ορμήσει,
μα στο λαό στριφογυρνά των μελαψών ανθρώπων και την πόλη,
και πιο αργά στο πανελλήνιο λάμπει.
Και τότε τα κερασφόρα και τα δίχως κέρατα στο δάσος που κοιμούνται ζώα
σκορπάν στα δασωτά φαράγγια και κροταλίζουν θλιβερά τα δόντια τους,
κι όλα για τούτο έχουνε στο νου τους έγνοια,
το πού να βρούνε, σκέπη ζητώντας, σφαλιστό κρυψώνα
σε πέτρινη σπηλιά. Τότε μοιάζουνε με θνητό που έχει τρία πόδια,
που του ᾽σπασε η ράχη και το κεφάλι του κοιτά στο χώμα.
Ίδια με τούτον τριγυρνάν, το χιόνι το λευκό ζητώντας να ξεφύγουν.
Τότε σκέπη για το κορμί σου να ντυθείς, καθώς σου παραγγέλλω,
μια χλαίνη μαλακή κι έναν χιτώνα που φτάνει ως τα πόδια.
Σε αραιό στημόνι πυκνό το υφάδι να περάσεις.
Αυτήν να τυλιχτείς, για να ᾽ναι οι τρίχες σου ακίνητες
κι ούτε ν᾽ αναρριγούνε σηκωμένες όρθιες σε όλο σου το σώμα.
Γύρω απ᾽ τα πόδια σου πέδιλα ταιριαστά να δέσεις από βόδι
που βίαια θανατώθηκε, με πίλημα από μέσα ντύνοντάς τα.
Από ερίφια πρωτότοκα, σαν έρθει ο καιρός του κρύου,
δέρματα να συρράψεις με χορδή βοδιού, τη ράχη σου για να τυλίξεις,
για προστασία απ᾽ τη βροχή. Και πάνω στο κεφάλι σου
να έχεις σκούφο καλοκαμωμένο, τ᾽ αυτιά να μην σου βρέχονται.
Μιας κι είναι η αυγή ψυχρή βοριάς σαν πέσει,
κι ομίχλη εωθινή απλώνεται απ᾽ τον αστρόφορτο ουρανό στη γη
στα σιτοφόρα των καλότυχων χωράφια.
Η ομίχλη αυτή απ᾽ τα αέναα ποτάμια αντλεί
και με του ανέμου τη θύελλα σηκώνεται ψηλά πάνω απ᾽ τη γη,
κι άλλοτε βρέχει προς το βράδυ κι άλλοτε φυσά,
σαν ο βοριάς της Θράκης τα πυκνά τα σύννεφα ταράζει.
Αυτήν αφού προφτάσεις τις δουλειές σου τελειώνοντας, στο σπίτι σου να πας,
μην τύχει και ποτέ απ᾽ τον ουρανό σύννεφο σκοτεινό από γύρω σε σκεπάσει
και κάνει μούσκεμα το σώμα σου και τα ενδύματά σου βρέξει.
Μα να φυλάγεσαι απ᾽ αυτόν. Γιατί είναι αυτός ο μήνας ο πιο δύσκολος,
θυελλώδης, για τα βοσκήματα σκληρός, σκληρός για τους ανθρώπους.
Τότε το μισό απ᾽ την κανονική μερίδα τους να δίνεται στα βόδια, αλλά στον άνθρωπο το πιο μεγάλο μέρος της. Γιατί οι μακριές βοηθούν οι νύχτες.
Φύλαγε αυτές τις συμβουλές και να ισοζυγιάζεις τις νύχτες
και τις μέρες, μέχρι ο χρόνος να συμπληρωθεί, μέχρι και πάλι
των πάντων η μητέρα, η γη, ανάμικτους καρπούς να φέρει.
Πηγή : 
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=18
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=19
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=20

Ησίοδος - Έργα και ημέραι : Προτροπές για εργασία.Οι γεωργικές εργασίες (Μέρος Β)

Αν πλούτο επιθυμεί στα στήθη η καρδιά σου μέσα,
έτσι να κάνεις, και τη μια δουλειά πάνω στην άλλη εργάσου:
σαν ανατέλλουν του Άτλα οι κόρες, οι Πλειάδες,
κάνε αρχή στο θερισμό, στο όργωμα σαν δύουν.
Αυτές νύχτες σαράντα και ημέρες
είναι κρυμμένες και πάλι, όταν τον κύκλο του ο χρόνος συμπληρώνει,
για πρώτη φορά εμφανίζονται όταν ακονίζεται το σίδερο.
Τούτος των πεδιάδων είναι ο νόμος και γι᾽ αυτούς
που κατοικούν στη θάλασσα κοντά μα και για όσους στων δρυμών τις κοιλάδες,
μακριά από τα κύματα της θάλασσας, σε τόπο πλούσιο μένουν:
γυμνός να σπέρνεις, γυμνός να οργώνεις,
γυμνός να θερίζεις, αν θες της Δήμητρας τα έργα όλα
στον κατάλληλο καιρό να τα φροντίζεις και το καθετί
ν᾽ αυξάνει στον καιρό του. Μην τύχει και στο μέλλον στερημένος
σε ξένα σπίτια να επαιτείς ζαρώνοντας και να μην καταφέρνεις τίποτα.
Έτσι και τώρα σε μένα ήρθες. Όμως εγώ άλλο δε θα σου δώσω,
ούτε θα σου δανείσω. Δούλευε, ανόητε Πέρση,
τα έργα που οι θεοί όρισαν στους ανθρώπους,
μην τύχει και θλιμμένος στην καρδιά, μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα σου,
από τους γείτονες να ζητιανεύεις τ᾽ αναγκαία, εκείνοι όμως να μη νοιάζονται.
Δυο και τρεις φορές μπορεί και κάτι να πετύχεις. Αν όμως κι άλλο ενοχλείς,
τίποτα δε θα καταφέρεις, και λόγια μάταια πολλά θα αγορεύεις:
των λόγων σου το λιβάδι άχρηστο θα ᾽ναι. Μα εγώ σου παραγγέλλω
να σκεφτείς λύση για τις ανάγκες σου και διαφυγή απ᾽ την πείνα.
Πρώτα απ᾽ όλα να πάρεις σπίτι, βόδι για όργωμα, γυναίκα,
αγορασμένη, όχι με γάμο, που να μπορεί ν᾽ ακολουθεί τα βόδια,
κι όλα τα αναγκαία στο σπίτι μέσα να τα ᾽χεις έτοιμα,
μην τύχει και ζητάς απ᾽ άλλον, εκείνος σου αρνείται και συ δεν έχεις,
περνά ο καιρός και τα χωράφια σου αφανίζονται.
Μην αναβάλλεις κάτι γι᾽ αύριο και μεθαύριο:
εκείνος που εργάζεται σ᾽ ανώφελη εποχή την αποθήκη δε γεμίζει,
ούτε ο αναβλητικός. Η επιμέλεια τη δουλειά προάγει.
Ο άνθρωπος που αναβάλλει τις δουλειές διαρκώς με τις ζημιές παλεύει.
Μόλις του καυτερού τού ήλιου η δύναμη
την κάψα που φέρνει ιδρώτα πάψει, και βρέξει φθινοπωρινά
ο Δίας ο μεγαλοδύναμος, και το θνητό μας σώμα αλλάζει
και γίνεται πολύ ελαφρότερο, τότε το άστρο του Σείριου
για λίγο μένει μες στη μέρα επάνω απ᾽ το κεφάλι των ανθρώπων
που ᾽ναι θρεμμένοι για το θάνατο κι απολαμβάνει πιο πολύ τη νύχτα.
Τότε προπάντων το ξύλο που κόπηκε από σίδερο αφάγωτο απ᾽ τα σκουλήκια μένει,
ρίχνει στη γη τα φύλλα και παύει να βλασταίνει.
Τότε λοιπόν θυμήσου να κόψεις ξύλα, μία δουλειά της εποχής.
Τριών ποδιών κόψε γουδί, τρεις πήχεις γουδοχέρι,
εφτά πόδια άξονα. Πολύ κατάλληλος μ᾽ αυτόν τον τρόπο θα ᾽ναι.
Μ᾽ αν έχει μήκος πόδια οχτώ, μπορείς και σβάρνα απ᾽ αυτόν να κόψεις.
Τρεις πιθαμές τροχό να κόψεις για άμαξα με δέκα παλάμες μήκος,
πολλά καμπύλα ξύλα. Φέρε γονάτι, όταν το βρεις,
στο σπίτι σου, ψάχνοντας στα βουνά ή στα χωράφια,
δρύινο. Το πλέον στέρεο είναι αυτό στο όργωμα με τα βόδια,
όταν το μπήξει της Αθηνάς ο δούλος στο αλετροπόδι
με ξυλόπροκες και το προσαρμόσει πλησιάζοντάς το στο σταβάρι.
Δύο ετοίμασε άροτρα, στο σπίτι φτιάχνοντάς τα,
ένα μονοκόμματο και ένα από πολλά κομμάτια, γιατί καλύτερα πολύ είναι έτσι:
αν σπάσεις το ᾽να, το άλλο μπορείς στα βόδια να το βάλεις.
Σταβάρια που λιγότερο τα τρώνε τα σκουλήκια από δάφνη είναι και φτελιά,
από βελανιδιά το αλετροπόδι και το γονάτι από δρυ.
Δυο βόδια εννιάχρονα αρσενικά να πάρεις —η δύναμή τους ανεξάντλητη—
που είναι πάνω στην ακμή της νιότης τους και άριστα για εργασία.
Ποτέ τα δυο τους δε θα σπάζανε μαλώνοντας το άροτρο
440στ᾽ αυλάκι μέσα και τη δουλειά ευθύς να την αφήσουνε να πάει χαμένη.
Αυτά συνάμα να τ᾽ ακολουθεί εύρωστος άντρας σαραντάχρονος,
αφού δειπνήσει τετράκλαστο ψωμί σ᾽ οχτώ μπουκιές,
που τη δουλειά του να φροντίζει και να τραβάει ευθύ το αυλάκι,
δίχως ν᾽ αναζητάει με το βλέμμα του συνομήλικούς του, μα την καρδιά του
να ᾽χει στο έργο του στραμμένη. Κανείς νεότερος στο πλάι του καλύτερος δε θα ᾽ναι
τους σπόρους να μοιράζει και ν᾽ αποφεύγει την επανασπορά.
Γιατί ο νεότερος άντρας ρεμβάζει με το νου του για συνομήλικους.
Παραφύλαγε, πότε του γερανού θα ακούσεις τη φωνή
ψηλά απ᾽ τα νέφη που κράζει κάθε χρόνο,
450που φέρνει το σημάδι για το όργωμα και του χειμώνα δείχνει
του βροχερού την εποχή και την καρδιά δαγκώνει του δίχως βόδια ανθρώπου.
Τρέφε τότε τα βόδια σου τα στριφτοκέρατα κλεισμένα μες στο στάβλο.
Γιατί είναι εύκολο να πεις το λόγο «δώσε δυο βόδια κι άμαξα»,
μα κι εύκολο να σου αρνηθούν: «έχουν δουλειά τα βόδια».
Λέει ο άνθρωπος με το πολύ μυαλό πως άμαξα θα στήσει.
Ο ανόητος, τούτο δε το γνωρίζει: τα ξύλα της άμαξας είναι εκατό
και θέλουν πρώτα να νοιαστείς δικά σου να τα κάνεις.
Πηγή : 
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=15
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=16
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=17

Ησίοδος - Έργα και ημέραι : Προτροπές για εργασία.Οι γεωργικές εργασίες (Μέρος Α)

Θα σου μιλήσω, πολύ ανόητε Πέρση, με διάθεση αγαθή.
Εύκολα την εξαθλίωση μπορείς κι αθρόα να την πιάσεις.
Λείος είναι ο δρόμος της, πολύ κοντά μας μένει.
Μα μπρος στην αρετή ιδρώτα βάλανε οι θεοί
οι αθάνατοι. Μακριά κι απότομη η οδός γι᾽ αυτήν
και στην αρχή τραχιά. Μα όταν φτάσεις στην κορφή,
εύκολη γίνεται έπειτα, κι ας ήταν δύσκολη.
Πάνω απ᾽ όλους άριστος αυτός που θα τα καταλάβει όλα από μόνος του,
αφού ποια είναι τα καλύτερα για μετά και για το τέλος στοχαστεί.
Καλός κι εκείνος πάλι που σ᾽ όποιον μίλησε καλά υπακούει.
Μα όποιος δεν τα καταλαβαίνει ο ίδιος, ούτε απ᾽ άλλον ακούγοντας
τα βάζει στην ψυχή του, αυτός αχρείος άντρας είναι.
Αλλά εσύ, Πέρση, θεϊκή γενιά, δούλευε,
πάντα στη μνήμη σου έχοντας τη δική μου προτροπή,
για να σε απεχθάνεται ο Λιμός, μα η Δήμητρα να σ᾽ αγαπά η καλοστεφανωμένη,
η σεβάσμια, και να γεμίζει μ᾽ αγαθά την αποθήκη σου.
Γιατί ο Λιμός του άεργου άντρα σύντροφος πέρα ως πέρα είναι.
Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει,
όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες,
που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν
τρώγοντας. Μα εσένα να σ᾽ αρέσει τις εργασίες σου κατάλληλα να οργανώνεις,
για να ᾽ναι οι αποθήκες σου γεμάτες με βιος της εποχής.
Απ᾽ τη δουλειά τους γίνονται οι άνθρωποι με ποίμνια πολλά και πλούσιοι
και αν εργάζεσαι πολύ πιο προσφιλής στους αθάνατους
[και στους θνητούς θα είσαι. Γιατί τους άεργους πολύ τους αποστρέφονται.]
Διόλου ντροπή η δουλειά, ντροπή η αεργία.
Και αν εργάζεσαι, γοργά θα σε ζηλέψει ο άεργος
καθώς πλουταίνεις. Τον πλούτο η αρετή και η δόξα συνοδεύει.
Όποια κι αν είναι η τύχη σου, είναι καλύτερα να εργάζεσαι,
αν απ᾽ τα ξένα κτήματα την ανόητη καρδιά σου
στρέψεις στην εργασία και για το βιος φροντίζεις, όπως σε προτρέπω.
Δε φτάνει η ντροπή για να χορτάσει τον άντρα που ᾽χει ανάγκη,
ντροπή που τους ανθρώπους βλάπτει πολύ ή ωφελεί.
Κοντά στη φτώχεια η ντροπή, στον πλούτο πλάι το θράσος.
Τα πλούτη δεν πρέπει να τ᾽ αρπάζεις: αυτά που σου δίνει ο θεός πολύ καλύτερα είναι.
Γιατί ακόμη κι αν κανείς με των χεριών τη βία μεγάλο πλούτο αρπάξει
ή τον ληστέψει με τα λόγια του, καθώς πολλές φορές
συμβαίνει, όταν το κέρδος των ανθρώπων το μυαλό απατήσει
και την αιδώ η αδιαντροπιά την καταβάλλει,
εύκολα αυτόν τον αμαυρώνουν οι θεοί, τον οίκο του τον φθείρουν
και λίγο χρόνο ο πλούτος αυτόν ακολουθεί.
Όμοια κι εκείνος που κακό θα κάνει στον ικέτη ή τον ξένο του,
κι εκείνος που στην κλίνη του αδερφού του ανεβαίνει,
στο κρυφό κρεβάτι της συζύγου του, κάνοντας πράγματα ανάρμοστα,
αυτός που απ᾽ αμυαλιά αδίκησε παιδιά ορφανά,
κι όποιος το γέροντα γονιό του στο κακό των γηρατειών κατώφλι
με λόγια σκληρά στεναχωρεί και βρίζει.
Για φαγητό αυτόν που σ᾽ αγαπά να προσκαλείς και τον εχθρό σου άσ᾽ τον.
Εκείνον προπάντων να καλείς που κατοικεί κοντά σου.
Γιατί αν κάτι κακό στο κτήμα σου συμβεί,
τρέχουνε άζωστοι οι γείτονες, μα οι συγγενείς αφού ζωστούνε πρώτα.
Τόση ο κακός ο γείτονας πληγή, όση ο καλός βοήθεια μεγάλη.
«Έπιασε την καλή» αυτός που γείτονα έλαχε καλό.
Ούτε και θα χαθεί το βόδι του, εάν ο γείτονας κακός δεν είναι.
Μέτρα καλά τα δανεικά απ᾽ το γείτονα, καλά να τα επιστρέφεις,
με το ίδιο μέτρο, και με καλύτερο αν μπορείς,
ώστε να βρεις, αν χρειαστείς, και στο μέλλον επαρκή βοήθεια.
Κακό κέρδος μη βγάζεις. Τα κέρδη τα κακά ίσον ζημιά.
Αγάπα αυτόν που σ᾽ αγαπά. Αυτόν που σε πλησίασε παρέα να του κάνεις.
Δίνε σ᾽ όποιον σου δίνει και σ᾽ όποιον δε σου δίνει να μη δίνεις.
Δίνει κανείς στον απλοχέρη, στο σφιχτοχέρη όμως δε δίνει.
Είναι καλό το Δόσιμο, κακή η Αρπαγή και του θανάτου δότης.
Αν άνθρωπος κανείς θέλει και δίνει, και μάλιστα πολλά,
χαίρεται με το δώρο του και τέρπεται η καρδιά του.
Μα αν κανείς ακούσει την αδιαντροπιά του κι αρπάξει κάτι από μόνος του,
ακόμη κι αν είν᾽ μικρή η αρπαγή παγώνει την καρδιά σου.
Γιατί εάν στο λίγο επάνω λίγο βάζεις,
κι αυτό συχνά το κάνεις, γοργά θα γίνει, κι αυτό ακόμα, μέγα.
Αυτός που σ᾽ όσα έχει κι άλλα φέρνει, αυτός την καυτερή την πείνα θ᾽ αποφύγει.
Αυτό που ᾽ναι στο σπίτι απιθωμένο τον άνθρωπο δεν τον ενοχλεί:
στο σπίτι είναι καλύτερα, γιατί είναι ζημιά να μένει έξω.
Είναι καλό απ᾽ ό,τι σου βρίσκεται να παίρνεις, μα συμφορά για την ψυχή
να επιθυμείς εκείνο που σου λείπει. Αυτά να τα στοχάζεσαι σου παραγγέλλω.
Όταν κάνεις αρχή σ᾽ ένα πιθάρι κι όταν αυτό κοντεύει να αδειάσει, χόρταινε,
στο μεταξύ να είσαι φειδωλός. Στον πάτο πια ελεεινή η οικονομία είναι.
[Και το μισθό που σ᾽ άντρα φίλο σου έταξες να τον εξασφαλίζεις.
Ακόμη και με τον αδερφό σου βάλλε, κάνοντας πως γελάς, μάρτυρα.
Γιατί η ευπιστία και η δυσπιστία εξίσου καταστρέφουν τους ανθρώπους.]
Και μη σου εξαπατά το νου γυναίκα με στολισμένα πισινά
σαν φλυαρεί χαριτωμένα την ώρα που την έπιασες να εξερευνά την αποθήκη σου.
Όποιος γυναίκα εμπιστεύεται, απατεώνα εμπιστεύεται.
Είθε να έχεις ένα παιδί μοναχογιό τον πατρικό να σώζει
οίκο. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο στο σπίτι μέσα αυξάνει ο πλούτος.
Και είθε να πεθάνεις γέρος ακόμη ένα παιδί πίσω αφήνοντας.
Εύκολα ωστόσο ο Δίας και σε πιο πολλούς μπορεί να δώσει άφατο πλούτο.
Γιατί οι πιο πολλοί και πιο πολύ για τη δουλειά φροντίζουν μα και το κέρδος που
σωρεύεται απ᾽ αυτούς είναι περισσότερο.
Πηγή : 
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=12
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=13
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=14

Η διαχρονική σημασία της αγροτικής παραγωγής και η έλλειψη διατροφικής αυτάρκειας των Ελλήνων

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι. Ξενοφών Αρχαίος Έλληνας ιστορικός (430-355 π.Χ.) Γη και ύδωρ πάντα έσθ’ όσα γίνονται...