Το φθινόπωρο του 340 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ επιτέθηκε εναντίον του Βυζαντίου και κατέλα βε τον σιταγωγό στόλο των Αθηναίων. Το 330 π.Χ. «καὶ σιτοδεία ἐγένετο/ ἐν τᾱι Ἑλλάδι» όπως μαρτυρεί επιγραφή εισαγωγής σίτου από την Κυρήνη. Ανάμεσα στις 41 πόλεις κράτη που εισήγαγαν σίτο, αναφέρεται δύο φορές η Ολυμπιάδα, που μαζί με την αδερφή της Κλεοπάτρα, αντιπροσωπεύουν την Μακεδονία και την Ήπειρο. Η Ολυμπιάδα εισάγει συνολικά 28 μυριάδες μεδίμνους σιταριού. Η Μακεδονία όμως προτιμούσε εισαγωγές από περιοχές που ήταν το αγοραστι κό κοινό για τα μακεδονικά προϊόντα, για την ξυλεία και την πίσσα κυρίως, όπως η αγορές της Δήλου. Το 169 π.Χ. ο Περσέας, που είχε ναυπηγήσει στο μεταξύ 40 λέμβους συνοδευτι κές των 50 σιταγωγών μακεδονικών πλοίων, εισήγαγε προμήθειες σίτου από τη Μαύ ρη Θάλασσα στη Μακεδονία. Πριν από τον Απρίλιο του 168 π.Χ. ο Περσέας έδωσε εντολή στους ναυάρχους του, στον Αντήνορα και τον Κάλιππο, με 40 ανιχνευτικά πλοία και 5 πρίστες, ραμφω τά δηλαδή, ελαφριά πολεμικά σκάφη, να προσαράξουν στη ναυτική βάση της Τενέδου και από κει να προστατέψουν τα μακεδονικά σιταγωγά πλοία, που ήταν διάσπαρτα στα νησιά των Κυκλάδων. Μετά την απομάκρυνση των εχθρικών πολεμικών πλοίων του Ευμένη, τα σιταγωγά πλοία με συνοδεία δέκα ανιχνευτικών πλοίων οδηγήθηκαν ασφαλή στα μακεδονικά λιμάνια. Προκύπτει λοιπόν ότι και οι Κυκλάδες αποτέλεσαν πηγή προμήθειας σίτου για τη Μακεδονία.
Το 306-5 π.Χ. όταν ο Δημήτριος Πολιορκητής πολιόρκησε τη Ρόδο, ο Κάσσανδρος από τη Μακεδονία έστειλε στην πολιορκημένη πόλη 10.000 μεδίμνους κριθάρι, ενώ ο Λυσίμαχος έστειλε 40.000 μεδίμνους σίτου και ίση ποσό τητα κριθαριού580. Είναι πασιφανές ότι η μακεδονική αποστολή κριθής στη Ρόδο ήταν κατά πολύ μικρότερη αυτής του Λυσιμάχου. Κατά την πολιορκία της Πύδνας από τον Κάσσανδρο, οι στρατιώτες της Πύδνας είχαν συσσίτιο πέντε χοίνικες ανά μήνα, αντί των τριάντα, ποσότητα πολύ κατώτερη από το μέσο όρο σίτισης των ανθρώπων. Το 227-6 π.Χ. ή κατ’ άλλους το 225 π.Χ. η Χρυσηίς, η σύζυγος του Αντίγονου Δώσωνα έστειλε στη σεισμοπαθή Ρόδο 100.000 μετρητές σιτηρών583. Αν η τιμή του σί του ανά μέδιμνο από τις επιγραφές της Δήλου κυμαίνεται αυτή την εποχή από 6-10 δραχμές, τότε η βασιλική δωρεά της Χρυσηίδος ισοδυναμεί με 600.000-1.000.000 δραχμές ή 100-166,66 τάλαντα. Παρόμοιες δωρεές σε είδος έκαναν και οι άλλοι μονάρχες της ελληνιστικής εποχής και επρόκειτο προφανώς για μια ευρέως διαδεδομένη μέ θοδο έμμεσης οικονομικής ενίσχυσης. Φαίνεται ακόμη ότι οι ελληνιστικοί μονάρχες είχαν δυσκολία στην νομισματική ρευστότητα σε σχέση τουλάχιστον με τις δωρεές σε είδος. Για την αγορά του δημόσιου σίτου πολλές πόλεις είχαν υιοθετήσει τον θεσμό της σιτωνίας, ανάμεσά τους και η Σαμοθράκη από το χώρο της Μακεδονίας. Στη Μακεδονία αναφέρεται επιγραφικά το αξίωμα του σιτώνη, βασιλικού αξι ωματούχου, επιφορτισμένου προφανώς με την προμήθεια σίτου, τουλάχιστον επί Δημητρίου B΄ και Αντιγόνου Δώσωνα. Το 239-230 π.Χ. ο δήμος της Δήλου εξέδωσε τιμητικό ψήφισμα προς τιμήν του σιτώνη Αριστοβούλου Αθηναίου του Θεσσαλονικέα, που τιμήθηκε για τις επάξιες υπηρεσίες του από τον δήμο της Δήλου με δάφνινο στεφάνι. Ο σιτώνης αυτός ήταν απεσταλμένος στη Δήλο από τον βασιλιά Δημήτριο B΄ και προφανώς εξακολούθησε να αντιπροσωπεύει και τον επόμενο βασιλιά της Μακεδονίας τον Αντίγονο Δώσωνα. Για μεγάλο διάστημα ήταν υπεύθυνος για την αγορά σίτου από τη Δήλο εκ μέρους του βασιλιά της Μακεδονίας. Η προμήθεια όμως του σίτου φαίνεται ότι δεν είναι μόνο ευθύνη της κεντρικής αρχής, του βασιλιά δηλαδή, αλλά και των πόλεων. Υπήρχαν αξιωματούχοι, οι αγορανόμοι ή οι σιτοφύλακες επιφορτισμένοι με την προμήθεια των σιτηρών στην κάθε πόλη και της διατήρησης λογικών τιμών. Ο Περσέας, στα γεγονότα που προηγήθηκαν της μάχης της Πύδνας και στην πορεία του μακεδονικού στρατού προς Βορράν είχε δώσει εντολή στις πόλεις και τις κώμες, που θα συναντούσε, να του παρέχουν άφθονα προμήθειες, μεταξύ άλλων, και σιτάρι.
Επί Φιλίππου Ε΄ το 219 π.Χ. όταν οι Αιτωλοί με στρα τηγό τους τον Σκόπα εισέβαλαν στη Μακεδονία κατέστρεψαν στην πορεία τους και τα σιτηρά της υπαίθριας χώρας της Πιερίας, «Σκόπας δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἀναλαβὼν τοὺς Αἰτωλοὺς πανδημεί, καὶ ποιησάμενος τὴν πορείαν διὰ Θετταλίας, ἀνέβαλεν εἰς Μακεδονίαν, καὶ τόν τε σῖτον ἐπιπορευόμενος τὸν κατὰ τὴν Πιερίαν ἔφθειρε καὶ λείας περιβαλόμενος πλῆθος ἐπανῆγε, ποιούμενος τὴν πορείαν ὡς ἐπὶ τὸ Δῖον...». Από τον Πολυβίο γίνεται σαφές ότι ο Φίλιππος Ε΄ δεν είχε ένα οργανωμένο σύστημα συνεχούς τροφοδότησης του στρατού του κατά τη διάρκεια των διαφόρων επιχειρήσεών του. Λίγο πριν από τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές στο τέλος του Μαρτίου του 197 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ στρατοπέδευσε με τον μακεδονικό στρατό στο Δίον, όπου τον εκπαίδευε και ταυτόχρονα συγκέντρωνε εφόδια, προφανώς και σίτο. Ο Φίλιππος Ε' φαίνεται να είχε συγκεντρώσει στα φρούρια και τις πόλεις της Πιερίας, ανάμεσα στα όπλα, τα χρήματα, και τους εκπαιδευμένους στρατιώτες, και 800 μεδίμνους σίτου και στη συνέχεια μετακίνησε το στρατό του και τις άμαξες με τα εφόδια προς τις Φέρες. Τα σιτηρά, που είχε συγκεντρώσει στην Πιερία πιθανότατα, οι 800 μέδιμνοι ισοδυναμούν με 38.400 χοίνικες. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η μέση ποσότητα λήψης σίτου ανά ημέρα είναι μια χοίνικα, τότε το σιτάρι που συγκέντρωσε ο Φίλιππος Ε΄ θα επαρκούσε για 38.400 ανθρώπους. Ο στρατός του όμως, σύμφωνα με τον Hammond, απαρτίζονταν από 18.000 φαλαγγίτες και 5.500 ελαφρά οπλισμένους, ένα σύνολο δηλαδή 23.500 ατόμων.
Συνεπώς ο αποθηκευμένος σίτος θα κάλυπτε τις διατροφικές ανάγκες του μακεδονικού στρατού για μια και μισή μέρα. Στο μεταξύ οι ρωμαϊκές δυνάμεις με αρχηγό τον Τίτο έσπευσαν να καταστρέψουν το σιτάρι, που ήταν συγκεντρωμένο στην περιοχή της Σκοτούσσας, στις Κυνός Κεφαλές, και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των αναγκών του στρατεύματος του Φιλίππου Ε΄. Ο Ευμένης του Περγάμου το 172 π.Χ. εκτιμούσε υπερβολικά προφανώς ότι ο αντίπαλός του Περσέας είχε συγκεντρώσει, ανάμεσα σε άλλα, δημητριακά, που θα επαρκούσαν για ένα στράτευμα των 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων επί μια δεκαετία. «Triginta milibus peditum, quinque milibus equitum in decem annos frumentum praeparasse, ut abstinere et suo et hostium agro frumentandi causa posit». Το 168 π.Χ. στην αναφορά των Ρωμαίων απεσταλμένων στη Σύγκλητο για το εκστρατευτικό τους σώμα στην Πιερία, που ήταν παραταγμένο και άπραγο στη όχθη του Ελπειού ποταμού απέναντι από τον μακεδονικό στρατό, δηλώνεται ότι τα αποθέματα σίτου του ρωμαϊκού στρατού ήταν αρκετά για την σίτιση το πολύ έξι ημερών. Η παροχή σίτου των ρωμαϊκών στρατευμάτων κατά την παραμονή τους στο Θεσσα λικό και Μακεδονικό έδαφος κατά τον 2ο αι. π.Χ. γινόταν από τη Θεσσαλία κυρίως. Ο ανεφοδιασμός του μακεδονικού στρατού του Περσέα, πριν από την έλευση των Ρωμαίων, γινόταν από τα σιτηρά που παρήγαγαν η Ελιμιώτιδα και η Πιερία. Σιτάρι ήταν και η κύρια καλλιέργεια της πιερικής πεδιάδας και επί τουρκοκρατίας.
Πηγή : Η αγροτική ζωή στην αρχαία Πιερία. Αρχαιολογικά τεκμήρια
Συγγραφέας ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ Εκδόσεις Κορνηλία Σφακιανάκη
«Ενυάλιο Κληροδότημα στη μνήμη Λάμπρου Ενυάλη
(Φιλιππούπολη 1848 - Αθήνα 1932) Διδακτορικές διατριβές»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου