H επικριτική στάση που τηρεί ο ποιητής απέναντι στον αστικό τρόπο ζωής και την πολυτέλεια διαφαίνεται επίσης και σε ένα άλλο σημείου του ποιήματος, στους στίχους 2.493-499, κατά τους οποίους οι εφήμερες και μάταιες επιδιώξεις του άστεως αντιπαραβάλλονται με την «αιωνιότητα» που επαγγέλλεται η ζωή της υπαίθρου.
Οι εν άστει επιδιώξεις περιγράφονται στο απόσπασμα ως εφήμερες ενώ επικρίνεται εσκεμμένα από τον ποιητή η ματαιότητα της προσπάθειας των ανθρώπων της εποχής του για απόκτηση πλούτου και δύναμης. Αντιθέτως ο αγρότης και η γη αποτελούν άφθαρτες «αξίες» και οντότητες, ενώ η πίστη των αγροτών στους αγροτικούς θεούς, τους εξασφαλίζει μια τρόπον τινά προστασία από τα δεινά της εν άστει διαβίωσης, τα οποία συνοψίζονται στον στίχο 498 με τη φράση res Romanae perituraque regna. Η ζωή στην ύπαιθρο εξασφαλίζει επιπλέον μια μορφή ισονομίας ανάμεσα στους κατοίκους της, καθότι τα αγαθά παρέχονται σε όλους ανεξαιρέτως από τη «δικαιότατη» φύση, καθιστώντας έτσι αχρείαστη και περιττή τη δημιουργία εντάσεων και φθόνου. Η ζωή του fortunatus agricola, έτσι όπως περιγράφεται από τον Βιργίλιο στο τέλος του δευτέρου βιβλίου, ανακαλεί στη μνήμη μας τον επικούρειο τρόπο ζωής που περιγράφεται από το Λουκρήτιο στο DRN. Ειδικότερα, οι στίχοι 2.493-99 των Γεωργικών εστιάζουν -κατά τον λουκρητιανό τρόπο- στο να καταδείξουν ότι η ενασχόληση με τις μάταιες και υπέρμετρες επιδιώξεις αποσπά εν τέλει το άτομο από το πραγματικό νόημα της ζωής, που είναι κατά τον Λουκρήτιο η ανακάλυψη της επικούρειας αλήθειας και η επίτευξη της «αταραξίας».
Κατά τον Hardie, η συνετή, αυτάρκης και ολιγαρκής διαβίωση στην ύπαιθρο σε συνδυασμό με την αποφυγή πολιτικών διενέξεων απηχεί τις επικούρειες προτροπές για αποχή από τον δημόσιο βίο και αποκαλύπτει τις επιδράσεις που δέχτηκε ο Βιργίλιος από τον επικουρισμό και ειδικότερα από το De Rerum Natura. Μέχρι αυτό το σημείο, το χωρίο των Γεωργικών, όπως προαναφέρθηκε, δομείται βάσει της τυπικής ρωμαϊκής παραδοσιακής αντίληψης για την ύπαιθρο, σύμφωνα με την οποία το άστυ αντιπροσωπεύει το επίμοχθο και το αγωνιώδες, ενώ η ύπαιθρος το ειδυλλιακό και άνευ μόχθου τοπίο. Υπάρχει ωστόσο μια μορφή αντίφασης που εντοπίζεται στο μοντέλο ζωής, πάνω στο οποίο δομείται η περιγραφή του Βιργίλιου και συγκεκριμένα στο κατά πόσον ο ποιητής προτείνει στην πραγματικότητα ένα πρότυπο ζωής απαλλαγμένο από κάθε είδους μόχθο ή το αντίθετο. Η αντίφαση αυτή εντοπίζεται ήδη από το στίχο 472. Η φράση «et patiens operum exiguoque adsueta iuventus» περιγράφει μια πραγματικότητα που απέχει πολύ από την εικόνα της ειδυλλιακής, άνετης ζωής που παρουσιάστηκε ως τώρα. Πρόκειται για την πρώτη αναφορά στον labor: το operum εδώ είναι σαφώς συνώνυμο του laborum και οι νέοι που περιγράφονται να έχουν μεγαλώσει με αυτάρκεια και ολιγάρκεια, είναι οι σκληρά εργαζόμενοι της υπαίθρου. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εικόνα της iustissima tellus δείχνει μάλλον εξιδανικευμένη και το βουκολικό ιδανικό της αταραξίας και της μη ενασχόλησης με τον γεωργικό τομέα, συγκρούεται με την εικόνα του εργαζόμενου Ρωμαίου αγρότη. Αυτή η ρεαλιστική πραγματικότητα αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα είδος πλήγματος στην εξιδανικευμένη ρωμαϊκή ύπαιθρο.
Επιπρόσθετα το exiguo adsueta iuventus σε συνδυασμό με το latis…fundis του στίχου 468 αποτελεί ουσιαστικά ένα προσδιορισμό της σύγχρονης αγροτικής Ιταλίας, όπου οι coloni είναι ελάχιστοι και οι δουλοπάροικοι στα latifundia η πλειονότητα. Η αντιδιαστολή της παρούσας κατάστασης με την κατάσταση που επικρατούσε στην πριν από την εισαγωγή του μόχθου περίοδο εντοπίζεται στην αντιπαραβολή του αποσπάσματος με το χωρίο της αιτιολογίας του μόχθου στο πρώτο βιβλίο των Γεωργικών, στο οποίο ο ποιητής υπαινίσσεται ότι πριν από την εισαγωγή του μόχθου και την επιβολή της θέλησης του Δία, οι γεωργοί δεν ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης.
Η εργασία αποτελεί πλέον το «χαρακτηριστικό γνώρισμα» της αγροτικής ζωής της υπαίθρου όπως φαίνεται επίσης και στους στίχους 513-522. Η διαδικασία του οργώματος και του μόχθου που εμπεριέχεται σε αυτό παρουσιάζεται εδώ ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ευημερίας και της επιτυχίας στον γεωργικό τομέα. Οι στίχοι ανακαλούν μια παρόμοια εικόνα από το De Rerum Natura, όπου ο αγροτικός μόχθος προβάλλεται ως αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση, καθότι η φύση δεν είναι σχεδιασμένη σύμφωνα με τη θεϊκή πρόνοια για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ανθρώπινης επιβίωσης.
Το χωρίο εντάσσεται στα ευρύτερα συμφραζόμενα του πέμπτου βιβλίου, όπου ο Λουκρήτιος απομυθοποιεί την αγροτική ζωή, αποδεικνύοντας πως η ωμή πραγματικότητα του φυσικού κόσμου δεν είναι σχεδιασμένη από τη θεία πρόνοια για την άνετη διαβίωση του ανθρώπινου είδους. Ειδικότερα στους στίχους 206-212 η εικόνα του αρότρου και του οργώματος συμπυκνώνει την ουσία του labor σε ένα περιβάλλον πεσιμισμού και απαισιοδοξίας. Ο Βιργίλιος φαίνεται να έχει υπόψη του την εν λόγω εικόνα όταν γράφει τον στίχο 513 διότι εισάγει, συνειδητά ή μη, την περιγραφή ενός εξοντωτικού και καθόλου ειδυλλιακού μόχθου. Η σκληρή πραγματικότητα που προϋποθέτει την ενασχόληση με τη γεωργική δραστηριότητα εμφανίζεται σχεδόν ως αποτέλεσμα αναγκαστικού συνειρμού, ο οποίος μπορεί να οφείλεται στο διακείμενο του Λουκρήτιου. Στον στίχο 516 ακολουθεί η επανάληψη του ίδιου νοήματος στη φράση «nec requies», με την οποία υπονομεύεται η εικόνα του otium, στην οποία είχε αναφερθεί έμμεσα ο ποιητής σε προηγούμενο στίχο. Αυτό που γίνεται κατανοητό είναι ότι με την εισαγωγή του μόχθου στην ειδυλλιακή ζωή της υπαίθρου, τα μέχρι πρότινος διακριτά όρια μεταξύ αστικού negotium και βουκολικού otium «θολώνουν» εξαιτίας του labor.
Ο Farrell διαπιστώνει, ωστόσο, ότι στα Γεωργικά δεν υφίσταται μια πραγματική αντιπαλότητα μεταξύ άστεως-υπαίθρου, negotium-otium, αλλά μια «συνθετική» απόπειρα αντίστιξης των δυο, η οποία καταλήγει ουσιαστικά στην προβολή και εξιδανίκευση ενός είδους «ενάρετου μόχθου». Αυτό σημαίνει ότι ο ποιητής αποπειράται να προτείνει ένα πρότυπο ζωής που στηρίζεται όχι στον διεφθαρμένο, ιδιοτελή και άπληστο πλούτο του άστεως, αλλά αντίθετα στον ενάρετο μόχθο ως βασικό συστατικό για την επιτυχία στο γεωργικό τομέα. Σε αυτό συμβάλλει η σύνδεση της αγροτικής ζωής της αρχέγονης Ρώμης, και του αγροτικού labor της Κρόνιας εποχής, με την γεωργική ζωή της εποχής του ποιητή.
Η «πρωτόγονη» σαβινική Ρώμη αποτελεί σήμα κατατεθέν της αγροτικής ζωής, όπως την έχει περιγράψει ως τώρα ο Βιργίλιος: ενσαρκώνει την εικόνα ενός γεωργικούβουκολικού παρελθόντος ειδυλλιακής αθωότητας, εντιμότητας, ολιγάρκειας και ευσέβειας, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα αστικοποίησης και προϊούσας φθοράς του παλαιού ήθους. Οι στίχοι 532-5 αποτελούν μάλιστα ένα είδος συμπύκνωσης της ιστορικής διαδρομής από το αρχέγονο, αγροτικό παρελθόν στη σύγχρονη κοσμοκράτειρα Ρώμη και η εξύμνηση των ταπεινών, αγροτικών καταβολών της απηχεί σαφώς το οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα του Οκταβιανού για επιστροφή στον rus και στις ιδεολογικές, κοινωνικές και ηθικολογικές του προεκτάσεις: η antiqua Roma του rus και του mos maiorum αποτέλεσε το λίκνο, μέσα από το οποίο αναδύθηκε η pulcherrima Roma της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, ενώ οι αρετές της υπαίθρου αποτελούν βασική προϋπόθεση του ρωμαϊκού imperium. Επομένως γίνεται αντιληπτό στον αναγνώστη ότι η αντίθεση μεταξύ άστεως- υπαίθρου στο βιργιλιανό κείμενο δεν υφίσταται στην πραγματικότητα και δεν ακολουθεί πιστά τις παραδοσιακές ρωμαϊκές συμβάσεις για δυο λόγους: ο πρώτος είναι διότι επιθυμεί να δημιουργήσει ένα είδος ιστορικής συνέχειας από την αρχέγονη Ρώμη στη σημερινή κοσμοκράτειρα Ρώμη, που είναι ουσιαστικά το ανάπτυγμα μιας αγροτικής κώμης στηριζόμενης στον labor. Ο δεύτερος λόγος είναι διότι προσπαθεί να προβάλλει ορισμένες ηθικές αρετές της υπαίθρου ως βασική προϋπόθεση του ρωμαϊκού imperium. Επιστρέφοντας στο θέμα των επιρροών από το De Rerum Natura, διαπιστώνουμε πως η παρουσία του Λουκρήτιου στα Γεωργικά, και ειδικότερα στο συγκεκριμένο τμήμα, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ο απαισιόδοξος Λουκρήτιος δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια εξιδανίκευσης της αγροτικής ζωής.
Αν μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι κάτι εξιδανικεύει ο Λουκρήτιος, αυτό είναι το ζωικό βασίλειο, το οποίο δεν έχει ανάγκη όσα έχει ο μίζερος άνθρωπος , ενώ σε άλλο σημείο του βιβλίου εξιδανικεύει τη ζωή των πρωτόγονων, η οποία παρουσιάζει ομοιότητες με αυτή των ζώων. Βεβαίως ως επικούρειος, ο Λουκρήτιος απορρίπτει τον δημόσιο βίο και την ενασχόληση με τα κοινά. Από την άποψη αυτή, ο Βιργίλιος φαίνεται να ακολουθεί τη διαλεκτική του Λουκρήτιου, αλλά ενώ ο τελευταίος αναφέρεται στον αγροτικό μόχθο με ένα είδος αμετάκλητου πεσιμισμού, αντίθετα ο Βιργίλιος επιχειρεί να εξευγενίσει, και να καταστήσει τον μόχθο της υπαίθρου συστατικό στοιχείο μιας ιστορικής αλληλουχίας, η οποία καταλήγει στην ιστορική Ρώμη. Για τον λόγο αυτόν, η ποιητική του κατεύθυνσή του στρέφεται προς την παρουσίαση ενός ενάρετου μόχθου. Αυτό συμβαίνει διότι τα Γεωργικά βρίσκονται σε πλήρη συντονισμό με το αυγούστειο ηθικό και ιδεολογικό πρόγραμμα. Η αμφίσημη στάση του Βιργιλίου απέναντι στον Λουκρήτιο διαφαίνεται επίσης στους στίχους 475-494, όπου ο ποιητής, σε μια εκδήλωση αυτοσυνειδησίας, προσδιορίζει την ταυτότητα του έργου του και διακηρύσσει τον «ταπεινό» χαρακτήρα της ποίησής του.
Η ποιητολογική και ειδολογική διάσταση των στίχων είναι εμφανής: ο Βιργίλιος υπαινίσσεται σε αυτούς τους στίχους το φιλοσοφικό έπος του Λουκρητίου (felix qui potuit rerum cognoscere causas111). Αν ωστόσο ο ίδιος δεν κατορθώσει να πράξει το ίδιο, να αναζητήσει δηλαδή τις «αιτίες των πραγμάτων» θα είναι ευτυχής με τα rura του στίχου 485. Η λέξη rura, καθώς και ολόκληρο το περιεχόμενο του στίχου αποκαλύπτει το «ποιητικό πρόγραμμα» του Βιργιλίου και αποτυπώνει την ποιητική φυσιογνωμία του έργου του. Πρόκειται για ένα άλλο είδος έπους, αφού δεν πραγματεύεται rerum causas αλλά rura και amnes. Σε αυτό συμβάλλει και η σκηνογραφική «παρέμβαση» του ποιητή, η οποία τον τοποθετεί σε τόπους της μυθολογημένης ελληνικής υπαίθρου (Spercheos, Taygeta, Haemus), οι οποίοι λειτουργούν ως πηγή έμπνευσης. Ωστόσο, παρά τη διαφορετικής υφής ποιητική, το έπος της υπαίθρου που συνθέτει ο Βιργίλιος παραμένει έπος και εν τέλει, αν μπορεί να θεωρηθεί «felix qui potuit rerum cognoscere causas», είναι fortunatus και εκείνος, ο οποίος ζει εναρμονισμένα με την ύπαιθρο και τους deos agrestes. Συνοψίζοντας, η αντίθεση «άστυ- ύπαιθρος», που εντοπίζεται κυρίως στο δεύτερο βιβλίο των Γεωργικών, παρουσιάζει ορισμένες αντιφάσεις, οι οποίες ενθαρρύνουν την αποδομητική ανάγνωσή της: η ύπαιθρος έχει καταβολές ελληνικές, ποιητικές, μυθολογικές. Ο ποιητής καταφεύγει στην εξιδανίκευσή της προκειμένου να προβάλει ορισμένες ηθικές αρετές, οι οποίες απουσιάζουν ή βρίσκονται σε αχρηστία στην εποχή του. Προκειμένου να το πετύχει αυτό, ο Βιργίλιος πρώτιστα επιχειρεί να δημιουργήσει ένα είδος «ενάρετου μόχθου» και κατά δεύτερον προβαίνει σε μια τρόπον τινά «υπόμνηση» του αγροτικού ρωμαϊκού παρελθόντος, όπως διαφαίνεται στους στίχους 532-3. Την διαδικασία εξιδανίκευσης της αγροτικής Ρώμης της εποχής του ποιητή έρχονται ωστόσο να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της ιταλικής υπαίθρου, στο ειδυλλιακά εικονιζόμενο σκηνικό της οποίας προστίθενται αποχρώσεις μιας ιστορικής πραγματικότητας (latifundia) και επιπλέον προσδιορίζεται από συγκεκριμένες ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές επιλογές του Οκταβιανού.
Πηγή : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Α’ ΚΎΚΛΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΡΗ «Ο labor στα Γεωργικά του Βιργιλίου»
Εξεταστική επιτροπή: Β. Φυντίκογλου (επόπτης) Δ. Τσιτσικλή Θ. Αντωνιάδης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου